Τῆς λογοτεχνίας γενικῶς δὲν ὑπάρχει ἀρχαῖος ὁρισμός. καὶ ἡ λογοτεχνία μέχρι τὸν Δ’ π. Χ. αἰῶνα ἦταν μόνο ἔμμετρη· πεζογράφημα δὲν ὑπῆρχε. τὸ ἀρχαιότερο στὸν κόσμο πεζὸ λογοτεχνικὸ κείμενο εἶναι ἕνα μυθιστόρημα τοῦ Δ’ π.Χ. αἰῶνος, ἡ Κύρου παιδεία τοῦ Ξενοφῶντος.
         Τὰ οὐσιαστικὰ εἴδη τῆς λογοτεχνίας εἶναι ἡ λυρικὴ ποίησι, ἡ παραινετικὴ ποίησι, καὶ ἡ μυθιστορία. ἡ λυρικὴ ποίησι ἐκφράζει συναισθήματα· πίστι στὸ θεό, φόβο θεοῦ καὶ σέβας, ἐξύμνησι, δοξολογία, ἱκεσία, κι εὐχαριστία στὸ θεό, ἀγάπη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ὅπως πατρικὸ φίλτρο, μητρικὴ ἀγάπη, φιλία, κλπ., ἔρωτα μεταξὺ τῶν δύο φύλων, τιμή, φόβο, ὀργή, ἐκδίκησι, ἀπειλή, χαρά, λύπη, εἰρωνεία, παράπονο, καὶ ἄλλα τέτοια. ὅταν ἐκφράζῃ συναισθήματα πρὸς τὸ θεό, χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ποίησι τὸ ὕμνος - ὑμνεῖν, ἐνῷ ὅταν ἐκφράζῃ τὰ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, χρησιμοποιεῖται τὸ ᾄδειν - ᾆσμα. ηηφἡ παραινετικὴ ἢ διδακτικὴ ποίησι ἐκφράζει παραίνεσι, ἐνθάρρυνσι, προτροπή, ἀποτροπή, διδασκαλία, παροιμιακὴ σοφία, καὶ ἄλλα τέτοια. γιὰ τὴν ποίησι αὐτὴ χρησιμοποιεῖται τὸ αἶνος - αἰνεῖν (=παραινεῖν). οἱ ἀρχικὰ ἔμμετροι λ.χ. μῦθοι τοῦ Αἰσώπου στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ λέγονται Αἶνοι, δηλαδὴ Παραινέσεις, διδάγματα, διδασκαλίες, μαθήματα. τέλος τὸ διήγημα ἢ μυθιστόρημα ἢ διέξοδος (=πλοκή), εἴτε ἔμμετρο ὅπως ἡ Ὀδύσσεια καὶ ὁ Οἰδίπους τύραννος εἴτε πεζὸ ὅπως ἡ Κύρου παιδεία, αὐτὸ ποὺ σήμερα λέγεται περιπέτεια, στὴν ἀρχαιότητα λεγόταν μιμεῖσθαι - μίμησις, ἐπειδὴ εἶναι ὅσο γίνεται πιστὴ εἰκόνα τῆς ζωῆς καὶ τῆς πραγματικότητος, ἐπειδὴ μοιάζει μὲ τὴν ἀληθινὴ ἱστορία. ἔτσι τὸ λέει πρῶτος ὁ Ἀριστοτέλης στὰ κεφάλαια 2, 3, καὶ 6, τῆς Ποιητικῆς του. ἔτσι μίμησινἔλεγαν κάθε λογοτεχνικὸ ἔργο μὲ μυθιστορηματικὴ πλοκὴ καὶ οἱ μεγάλοι φιλόλογοι τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸν Ἀριστοφάνη τὸ Βυζάντιο, ὁ ὁποῖος θεωρώντας τὸ Μένανδρο δεύτερο σὲ ἀξία ποιητὴ μετὰ τὸν Ὅμηρο κι ἀναφερόμενος στὶς μυθιστορηματικὲς πλοκὲς τῶν δραμάτων του, ποὺ εἶναι πιστὴ ἀπομίμησι τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, ἔγραψε ὡς κριτικὸς τὸν ἐξυμνητικὸ στίχο
    Ὦ Μένανδρε καὶ βίε, πότερος ἆρ᾿ ὑμῶν πότερον ἀπεμιμήσατο;                              
(Συριανός, Σχόλια εἰς τὴν Ἑρμογένους Τέχνην 134,4).
       Ἐπειδὴ τὸ μὲν ἐπίγραμμα εἶναι ὑποεῖδος τῆς λυρικῆς ποιήσεως, ἡ δὲ ἐπικὴ καὶ ἡ δραματικὴ ποίησι εἶναι κατ᾿ οὐσίαν ἔμμετρο μυθιστόρημα, τὰ εἴδη τῆς λογοτεχνίας στὴν οὐσία —καὶ ὄχι στὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα— εἶναι τέσσερα· ὕμνος στὸ θεό, ᾆσμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, αἶνοςπρὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μίμησιςτῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων ἔμμετρη ἢ πεζή. κι αὐτὲς τὶς τέσσερες λέξεις σὲ ἀπαρέμφατο παίρνω ὡς ὁρισμὸ τῆς λογοτεχνίας γενικῶς· ὑμνεῖν καὶ ᾄδειν καὶ αἰνεῖν καὶ μιμεῖσθαι· αὐτὸ εἶναι ἡ λογοτεχνία.
        Αὐθεντικὰ εἴδη λογοτεχνίας εἶναι βέβαια τὰ τρία πρῶτα, ποὺ ἔχουν καὶ ὑψηλὸ σκοπό· τὸ τέταρτο εἶναι μόνο γιὰ τέρψι, γιὰ νὰ σκοτώνῃ κανεὶς τὴν ὥρα του εὐχάριστα. συνεπῶς ἡ λυρικὴ κι ἡ παραινετικὴ ποίησι εἶναι τὰ αὐθεντικὰ εἴδη λογοτεχνίας, ἐνῷ στὴ μίμησι τὸ μὲν ποιητικὸ μέτρο εἶναι μόνο μνημονικὴ τέχνη, ἡ δὲ πλοκὴ καὶ οἱ παρὰ προσδοκίαν τροπὲς εἶναι μόνο γιὰ νὰ συναρπάζουν τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ἀπορροφοῦν, καὶ νὰ τὸν ναρκώνουν, ὥστε νὰ μὴ θυμᾶται τὰ προβλήματά του.
        Στὴ Βίβλο ὑπάρχουν λογοτεχνικὰ κομμάτια, ἄφθονα κι ἐκτεταμένα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐλάχιστα στὴν Καινή, καὶ εἶναι πάντοτε τὰ τρία πρῶτα· ὕμνος ᾆσμα αἶνος· οὐδέποτε μίμησις.μίμησιςεἶναι γιὰ τὶς Κατίνες —πῶς νὰ σκοτώνῃ τὴν ὥρα της ἡ ἀργόσχολη Κατίνα μὲ τὸ νὰ παραμυθιάζεται καὶ νὰ μαστουρώνῃ ἔτσι— ἐνῷ τὰ ἄλλα τρία εἴδη εἶναι γιὰ νὰ ἐκφράζεται ὁ ἀνώτερος ἄνθρωπος.
        
         Παρ᾽ ὅλο ποὺ τόσο τὰ λογοτεχνικὰ κείμενα ὅσο καὶ τὰ πρὸς ἀντιδιαστολή τους συνυπάρχοντα κείμενα σεκρέτου καὶ κείμενα ἐπιστήμης εἶναι πανάρχαια καὶ σχεδὸν προϊστορικά, ἐν τούτοις οὔτε οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες οὔτε οἱ ἄλλοι ἀρχαῖοι λαοὶ τὰ διέκριναν, ἂν ὄχι μὲ ὁρισμό, τοὐλάχιστο μὲ ὀνομασία. ὅσο γιὰ τὶς λέξεις λογοτεχνία καὶ λογοτέχνης ἐμφανίζονται μὲν τὸν ΙΑ’ καὶ ΙΒ’ αἰῶνα στοὺς Ἰωάννη Δοξαπατρῆ (Ῥητ. 2, 90, 6 πῶς οὐχὶ καὶ τὸν δίκην ὕλης τὸν λόγον αὐτοῦ κοσμοῦντα λογοτέχνην εἶναι νομίσομεν ;) καὶ Νικήτα Εὐγενειανὸ (Ἐπιστ. 2, 8 εὐνοίας ἄρα τῆς σῆς τὸ πρᾶγμα, οὐ τῆς ἐμῆς λογοτεχνίας, λογίζομαι), ἀλλὰ σημαίνουν ἀσφαλῶς ἡ μὲν πρώτη μιὰ καλλιλογικὴ ἀρετή, καὶ ὄχι γραμματειακὸ εἶδος, ἡ δὲ δεύτερη τὸ φορέα τῆς ἀρετῆς αὐτῆς, καὶ ὄχι     ὅ, τι σημαίνει σήμερα. τὴ σημερινὴ σημασία πῆραν κατὰ τὸ ΙΘ’ αἰῶνα, ἀφοῦ καὶ τὰ παράγωγά τους λογοτεχνῶ λογοτέχνημα λογοτέχνασμα (ἀνεπιτυχὴς δοκιμὴ) λογοτεχνικὸς καὶ λογοτεχνοκριτικὸς ἀναγράφονται γιὰ πρώτη φορὰ ἤδη σὲ λογοτεχνικὲς ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ τῶν ἐτῶν 1888 - 1895.                                   
 
 

 

Μελέτες 1 (2008)