Ὅλοι γνωρίζουμε τί εἶναι τὰ εἴδωλα οἱ εἰδωλολάτρες κι ἡ εἰδωλολατρία. ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἰσραηλιτικὴ προχριστιανικὴ λατρεία καὶ τὴ Χριστιανικὴ πίστι ὅλες οἱ ἄλλες λατρεῖες, οἱ λεγόμενες καὶ θρησκεῖες, εἶναι εἰδωλολατρία. σήμερα τὸ ἕνα τέταρτο τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι Χριστιανοί, ὀρθόδοξοι ἢ αἱρετικοί, τὰ δὲ τρία τέταρτα εἰδωλολάτρες. ἀκόμη καὶ οἱ μωαμεθανοί, ποὺ φέρονται τυπικὰ μὲν ὡς μονοθεϊσταὶ καὶ ἀνείδωλοι, ἱστορικὰ δὲ ὡς αἵρεσι τοῦ Χριστιανισμοῦ, κι ἀποτελοῦν σχεδὸν τὸ ἕνα ἕκτο τῆς ἀνθρωπότητος, εἶναι στὴν πραγματικότητα εἰδωλολάτρες, διότι ἡ θρησκεία τους ἔχει βασικὰ γνωρίσματα τῆς εἰδωλολατρίας. πάντως παραπάνω ἀπὸ τοὺς μισοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς, ποὺ κατοικοῦν στὴν Ἀσία στὴν Ἀφρικὴ κι ἐν μέρει στὴν Κεντρικὴ καὶ Νότιο Ἀμερική, εἶναι καὶ τυπικὰ καὶ ὡμολογημένα πολυθεϊσταὶ καὶ λάτρεις εἰδώλων.
        Πέντε εἶναι τὰ κύρια γνωρίσματα τῆς εἰδωλολατρίας˙ ἡ ἐθελοθρησκεία, ἡ δογματικὴ ἀστάθεια, ἡ πολυθεΐα, ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων, καὶ ἡ ἠθικὴ ἀκαθαρσία ὡς τρόπος λατρείας τοῦ θείου. ἐθελοθρησκεία εἶναι τὸ ὅτι ἡ θρησκεία τους δὲν εἶναι δοσμένη ἀπὸ τὸ θεό, ἀλλ̉ ἐπινοημένη καὶ φτιαγμένη ἀπὸ τοὺς λάτρεις˙ τὸ θεὸ δὲν τὸν ῥώτησαν τί θέλει˙ αὐτοὶ σκέφτονται γιὰ τὸ θεὸ πρὶν ἀπ̉ αὐτὸν καὶ χωρὶς αὐτόν.
       Ἡ δογματικὴ ἀστάθεια τῆς εἰδωλολατρίας εἶναι τὸ ὅτι σήμερα λὲν καὶ λατρεύουν αὐτό, καὶ μετὰ 100 χρόνια τὸ ἄλλο, χωρὶς οὔτε τὸ πόσοι εἶναι οἱ θεοὶ νὰ εἶναι πάντα τὸ ἴδιο˙ κι ὅταν ἀνταμώσουν δυὸ ἢ περισσότερα τέτοια θρησκεύματα, κάνουν καὶ μίγματα θρησκειῶν, ἑλληνοπελασγικά, ἑλληναιγυπτιακά, ἑλληνορρωμαϊκά, κλπ.. ἡ εἰδωλολατρία εἶναι σὰν τὴν πόρνη ποὺ λέει τὰ ἐρωτόλογά της τώρα σ̉ αὐτὸν τὸν ἄντρα καὶ ὕστερ̉ ἀπὸ λίγο στὸν ἄλλο. ὀφείλεται δὲ ἡ δογματική της αὐτὴ ἀστάθεια καὶ ἡ διολίσθησί της ἀπὸ ἄλλο σὲ ἄλλο στὸ ὅτι δὲν ἔχει ἀρχικὸ γραπτὸ κι ἀναλλοίωτο προσδιορισμὸ πιστευτέων, μιὰ Βίβλο δηλαδὴ ἢ ἕνα Σύμβολο πίστεως. οὔτε οἱ δοξασίες της οὔτε οἱ θεοί της εἶναι ἀναλλοίωτοι. ἡ πολυθεΐα της, ποὺ φτάνει πάντοτε σὲ ἀριθμὸ θεῶν τὸν ὁποῖο οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ εἰδωλολάτρες γνωρίζουν ἢ μποροῦν νὰ προσδιορίσουν, ὀφείλεται στὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι, ἀφ̉ ὅτου ἐγκατέλειψαν τὸν ἀληθινὸ καὶ μοναδικὸ θεό, λάτρευσαν πρῶτα τὸν ἥλιο καὶ τὴ σελήνη, τὰ ἐντυπωσιακώτερα ἀντικείμενα ποὺ ἔβλεπαν κάθε μέρα κι ὅλη μέρα σ̉ ὅλη τὴ ζωή τους καὶ παντοῦ, τὰ φαντάστηκαν ἔπειτα σὰν ἀντρόγυνο, φαντάστηκαν ἔπειτα καὶ τὰ τέκνα τους, δεύτερες καὶ πολλοστὲς γυναῖκες των καὶ μοιχούς των, δούλους καὶ δοῦλες των, παλλακίδες των, κιναίδους των, ἀρσενοκοῖτες των, ἄλογά τους καὶ σκυλιά τους, ἀετούς των καὶ κουκουβάγιες των, δόρυ τους καὶ τρίαινά τους, κλπ., κι ἔκαναν ἄλλον ἕναν κόσμο φανταστικὸ καὶ λατρευόμενο καὶ μυθολογούμενο. κι ὅπως κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ μάθῃ ποτὲ πόσοι ἀκριβῶς εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς σὲ δεδομένη στιγμή, ἔτσι κι ὁ εἰδωλολάτρης δὲν μπορεῖ νὰ μάθῃ ποτὲ πόσοι ἀκριβῶς εἶναι οἱ θεοί του ποὺ λατρεύει˙ ἢ ὅπως οἱ ἄνθρωποι γεννιοῦνται πολλοὶ κάθε δευτερόλεπτο, ἔτσι καὶ οἱ ‘’θεοὶ’’ τῶν εἰδωλολατρῶν φτιάχνονται συνεχῶς χωρὶς σταματημό.
        Τὸ ὅτι λατρεύουν εἴδωλα συμβαίνει φυσικὰ ἀπὸ χρόνια προϊστορικὰ καὶ ἀμνημόνευτα. τὰ εἴδωλα εἶναι πολλὰ καὶ πολλῶν παραστάσεων κι ἀπὸ πολλὲς ὗλες. συνήθως εἶναι πορτραῖτα ἢ προτομὲς ἢ ἀνδριάντες φανταστικῶν ἀνθρωπομόρφων ἢ τερατομόρφων προσώπων, ποὺ λατρεύονται ὡς θεοί. ἄλλοτε εἶναι γλυπτὰ κι ἄλλοτε γραπτά, γιὰ νὰ μεταχειριστῶ τὶς λέξεις τῶν ἴδιων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων εἰδωλολατρῶν. τὰ γλυπτὰ λέγονται καὶ χωνευτὰχυτά, ὅταν εἶναι κέρινα ἢ μετάλλινα (χρυσᾶ, ἀργυρᾶ, ἠλέκτρινα, χάλκινα, ὀρειχάλκινα, μολύβδινα, κασσιτέρινα, ἢ σπανίως ἄλλων μετάλλων), ἢ πλαστά, ὅταν εἶναι πήλινα κεραμικά, ἢ γλυπτά, ὅταν εἶναι λίθινα ἀπὸ λίθους κοινοὺς (μάρμαρο, πωρόλιθο, ἀσβεστόλιθο, βασάλτη, γρανίτη, διορίτη, κλπ.) ἢ πολυτίμους καὶ ἡμιπολυτίμους, ἢ ἀπὸ ἤλεκτρο (κεχριμπάρι), ἢ πριστὰ (=πριονιστὰ) καὶ ξυστὰξόανα, ὅταν εἶναι ξύλινα, τὰ ὁποῖα συνήθως εἶναι καὶ ἐπίχρυσα ἢ ἐπάργυρα ἢ κι ἐπικασσιτερωμένα ὅπως τὰ παλιὰ κουτάλια καὶ πιρούνια. τὸ ὑλικό τους δηλαδὴ εἶναι ξύλο, χῶμα, πέτρες, μέταλλα, κηρί, κεχριμπάρι, κλπ.. αὐτὰ ὅλα οἱ ἀρχαιολόγοι τὰ λὲν μονολεκτικῶς πλαστικὰπερίοπτα (=τρισδιάστατα ποὺ βλέπονται ἀπὸ γύρω γύρω). γραπτὰ (=ζωγραφιστὰ) λέγονται, ὅταν εἶναι χρωστικὰ μόνο εἴδωλα, δισδιάστατες δηλαδὴ εἰκόνες πάνω σὲ χῶμα (τοῖχο), πέτρα, πήλινο σκεῦος, ξύλο, πανί, κλπ.. τέτοια ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα περισῴζονται λιγώτερα, καὶ εἶναι κυρίως τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, πού, ἐπειδὴ προσωποποιοῦσαν τὸν ἥλιο καὶ τὴ σελήνη, ἔχουν πίσω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους τοὺς δυὸ αὐτοὺς ἀστέρες ἀντιστοίχως, ποὺ εἶναι τὰ φωτοστέφανά τους. λέγονται χαράγματα, ὅταν εἶναι χαρακτικὰ καὶ σχεδὸν δισδιάστατα μόνο καὶ αὐτά, καὶ ὄχι τρισδιάστατα γλυπτά, πάνω σὲ ξύλα, πέτρες, μέταλλα, κεχριμπάρι, κι ὁποιαδήποτε σκληρὴ ἢ ἡμίσκληρη ὕλη. τοῦ εἴδους αὐτοῦ τὰ εἴδωλα ἀναφέροντας ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ λόγο του πρὸς τοὺς Ἀθηναίους στὸν ἄρειο πάγο, τὰ λέει χαράγματα τέχνης (=μαστορέματος)(Πρξ 17,29). δὲν λέγονται ἰδιαιτέρως ἀλλ̉ εἶναι σπανίως τὰ εἴδωλα καὶ ψηφιδωτά, ὅπως ὁ Ἀπόλλων τοῦ μουσείου τῆς Σπάρτης, τοῦ Β’ π.Χ. αἰῶνος, ποὺ ἔχει καὶ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ φωτοστέφανο καὶ τὸ φόντο καμωμένα ἀπὸ μικρὲς ἔγχρωμες ψηφῖδες, ὅπως εἶναι – σὲ μεγέθυνσι βέβαια – τὰ πλακόστρωτα δάπεδα καὶ τὰ καλντερίμια. καὶ ὅλ̉ αὐτὰ τὰ εἴδωλα εἶναι στὸ μέγεθος ἢ φυσικὰ ἢ ὑπερφυσικὰ ἢ μικρὰ μέχρι καὶ ἑνὸς ἑκατοστοῦ γιὰ φυλαχτά, καὶ εἶναι εἴδωλα γιὰ ναοὺς ἢ γιὰ ὑπαίθρια εἰκονοστάσια ἢ γιὰ οἰκιακὰ εἰκονοστάσια ἐφέστιοι θεοὶ ἑλληνιστὶ λεγόμενα (δηλαδὴ τὰ ἐπὶ τῆς ἑστίας εἰκονίσματα τῶν θεῶν) ἢ αὔλειοιἕρκειοι (=τὰ ἐντὸς τοῦ αὐλογύρου εἰκονίσματα) ἢ κηπαῖοι, ἢ λατινιστὶ Lares, ἢ καὶ φυλαχτὰ (περίαπτα καὶ προβασκάνια) κρεμασμένα στ̉ αὐτιὰ καὶ στὸν τράχηλο τῶν εἰδωλολατρῶν. παριστάνουν δὲ τὰ εἴδωλα, ἐκτὸς ἀπὸ θεοὺς ἀνθρωπομόρφους, καὶ ἄλλους τέτοιους κτηνομόρφους καὶ τερατομόρφους˙ ἑλληνικοὺς λεοντοκεφάλους ἢ λεοντοσώμους, σφίγγες, γρῦπες, ταυροκεφάλους, κενταύρους, χίμαιρες (=κατσίκες), δρακοντοκεφάλους, ἑκατόγχειρες, πεντηκοντακεφάλους, αἰγυπτιακοὺς κυνοκεφάλους, θωοκεφάλους, ὀνοκεφάλους, ἱπποκεφάλους, ὀφιοκεφάλους, κροκοδειλοκεφάλους, ἱερακοκεφάλους, ἱπποποταμοκεφάλους, πτηνομόρφους, ἰχθυομόρφους, ἰνδοκινεζικοὺς πολύχειρες, πολύποδες, πολυκεφάλους, δρακοντομόρφους, κλπ.. παριστάνουν δὲ καὶ ποικίλα ζῷα, δέντρα, ἀστέρες, φαλλούς, αἰδοῖα, ὄρη, κλπ..
       Ἡ ἀκαθαρσία τῆς εἰδωλολατρίας εἶναι κυρίως μὲν σεξουαλικὴ ἀκαθαρσία ὡς τρόπος λατρείας τοῦ θείου, ἀλλὰ καὶ φόνος καὶ ἀνδραποδισμὸς καὶ κλοπὴ καὶ ψευδολογία πάλι ὡς λατρευτικοὶ τρόποι. ἡ σεξουαλικὴ ἀκαθαρσία τῆς λατρείας τῶν εἰδωλολατρῶν ὀφείλεται ἀρχικὰ στὸ ὅτι, ὅταν ἐπινόησαν τοὺς δύο πρώτους θεούς, τὸν ἥλιο καὶ τὴ σελήνη, τοὺς φαντάστηκαν σὰν ἀντρόγυνο ποὺ συνουσιάζεται καὶ γεννάει. στὴ συνέχεια ὅμως τὰ ἱερατεῖα τους, ποὺ σὲ μιὰ πρωτόγονη ἐποχή, ὅταν ὅλοι ἀγωνίζονταν ἔντονα γιὰ τὴν ἐπιβίωσι, αὐτοὶ ἦταν οἱ μόνοι ἀργόσχολοι, ἐκτράπηκαν σὲ πορνεία, κιναιδισμό, μαστροπία, προήγαγαν αὐτὲς τὶς ἀκάθαρτες πράξεις σὲ τρόπο λατρείας τοῦ θείου, περνοῦσαν (ἐτέλουν, ἐμύουν) ὅλο τὸ λαὸ ἀπ̉ αὐτὴ τὴ ‘’λατρεία’’, γιὰ νὰ μὴ μείνῃ κανεὶς καθαρώτερος ἀπὸ τὰ ὑποκείμενά τους, δημιουργοῦσαν ἱερατεῖα ἱεροδούλων ἀντρῶν καὶ γυναικῶν, καὶ ἀσφαλῶς καθιστοῦσαν τὰ ἱερὰ τεμένη ἢ ναοὺς πορνεῖα καὶ κιναιδαριά. ταυτόχρονα ἔκαναν καὶ τοὺς θεοὺς τέτοιους, πόρνες δηλαδὴ (Ἀστάρτη, Ἀφροδίτη, Ἄρτεμις Ἐφεσία, Κυβέλη, Ἶσις, κλπ.), κιναίδους (Ὑάκινθος, Ἴακχος, Βάκχος, Διόνυσος, Ἄδωνις, Ὄσιρις, Θαμμούζ, κλπ.), ἀρσενοκοῖτες (Κρόνος, Σατοῦρνος, Ζεύς, Ποσειδῶν, Ἀπόλλων, κλπ.), παιδεραστὰς (Ζεὺς καὶ Γανυμήδης, Ποσειδῶν καὶ Πέλοψ, Ἀπόλλων καὶ Ὑάκινθος, κλπ.), μοιχοὺς (Ζεύς, Ποσειδῶν, Ἄρης, Ἀπόλλων, κλπ.), κτηνοβάτες (Ζεὺς Ταῦρος καὶ Εὐρώπη, Ζεὺς Κύκνος καὶ Λήδα, Κρητικὸς Ταῦρος καὶ Πασιφάη, Βορέας ἢ Ζέφυρος ἢ Ποσειδῶν καὶ φοράδες του, Πὰν καὶ κατσίκες του, κλπ.), καὶ ναρκομανεῖς (Νάρκισσος). ἀλλὰ καὶ ἀσελγοῦσαν πορνεύοντας ἐπάνω στὶς θεές των οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες κατὰ τὰ μυθολογικὰ συναξάριά τους, καὶ τὸ εἶχαν αὐτὸ σὰν εὐσεβέστατη πρᾶξι τους, καὶ μυθολογοῦσαν ὅτι γι̉ αὐτὸ ἀκριβῶς κάποτε ἡ Ἀφροδίτη τοὺς χάρισε μιὰ νίκη, ἐπειδὴ πρὶν ἀπὸ τὴ μάχη πέρασε ἀπὸ πάνω της ὅλος ὁ στρατὸς καὶ τὴν ἱκανοποίησε πολύ, καὶ Ἀφροδίτη Πόρνη λάτρευαν καὶ Ἀφροδίτη Ἑταίρα (πόρνη λεγόταν ἡ ἀγορασμένη δούλη πόρνη, ἑταίρα ἡ ἐλεύθερη καὶ μὴ δούλη πόρνη), καὶ πανήγυρι εἶχαν τῆς τέτοιας Ἀφροδίτης τὰ Ἑταιρίδεια (Ἀθήναιος 13,7˙ 28˙ 31). καὶ πάνω στοὺς ἀρσενικοὺς θεούς των τοὺς κιναίδους τὸ εἶχαν γιὰ μεγάλη εὐλογία ν̉ ἀσελγοῦν ὡς ἀρσενοκοῖτες, καὶ μερικὲς φορὲς ἀπὸ τὸ σαδισμό τους τοὺς τραυμάτιζαν θανάσιμα, κι ἔπειτα τοὺς θρηνοῦσαν (Εἰς νεκρὸν Ἄδωνιν δημώδης θρῆνος, στίχοι 25-30). καὶ στὴν πραγματικότητα, στοὺς μεγάλους προσκυνηματικοὺς ναοὺς τῶν θεῶν τους, ὅπως ἀφηγοῦνται οἱ Λουκιανός, Αἰλιανός, καὶ Φιλόστρατος, φρόντιζαν, πρὶν οἱ ἱερεῖς κλείσουν τὶς πύλες, νὰ κλειστοῦν λαθραία μέσα ὅλη τὴ νύχτα, καὶ ἀσελγοῦσαν πάνω στὰ γυμνὰ πέτρινα ἀγάλματά τους, τῶν ἀρρένων καὶ τῶν θηλέων θεῶν τους δηλαδή, θεωρώντας το κι αὐτὸ θεάρεστη πρᾶξι, καὶ τὸ πρωῒ οἱ ἱερεῖς κι οἱ νεωκόροι τὸ εἶχαν καύχημά τους νὰ σκουπίζουν ἀπὸ τὰ πέτρινα εἴδωλα τὰ κατάλοιπα τῆς διάστροφης ἀσελγείας τῶν προσκυνητῶν. τὸ εἴδωλο στὴ συνείδησι τοῦ πολυθεϊστοῦ εἰδωλολάτρου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ θεός του.
       Ὁ φόνος ἦταν ἐπίσης τόσο ἰδίωμα τῶν φανταστικῶν θεῶν ὅσο καὶ τρόπος λατρείας τοῦ θείου ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. ὁ Ἀπόλλων φονεύει τὸν κίναιδό του Ὑάκινθο, ὁ ἴδιος καὶ ἡ Ἄρτεμις μαζὶ φονεύουν τὰ παιδιὰ τῆς μισητῆς στὴ μητέρα τους γειτόνισσας Νιόβης, ὁ Κρόνος ἀκρωτηριάζει τὸν πατέρα του καὶ τρώει τὰ παιδιά του, ὁ Ἀπόλλων σκοτώνει καὶ γδέρνει τὸν ἀνταγωνιστή του στὴ μουσική, κλπ.. ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι θυσιάζουν στοὺς θεοὺς τὰ τέκνα τους. οἱ Χαμῖτες θυσιάζουν τὰ νήπιά τους στοὺς θεούς των ἢ τὰ καῖνε ζωντανὰ στὴν πυρὰ τοῦ Μολόχ, οἱ Σπαρτιᾶτες ῥίχνουν τὰ νήπιά τους στοὺς Ἀποθέτας (στὴν ἀρχὴ ὡς θυσία στὸν Ὑάκινθο), ἄλλοι θυσιάζουν τὴν Ἰφιγένεια, ἡ Ἰφιγένεια ἑτοιμάζεται νὰ θυσιάσῃ τὸν ἀδερφό της Ὀρέστη καὶ τὸ φίλο του Πυλάδη, οἱ πορθηταὶ τῆς Τροίας θυσιάζουν τὴν Πολυξένη, ἡ Ἀγαύη μαζὶ μὲ τὶς ἀδερφές της κατασπαράζει καὶ τρώει τὸ γιό της Πενθέα, ὁ Τάνταλος σφάζει καὶ προσφέρει στοὺς θεοὺς θυσία γιὰ φάγωμα τὰ παιδιά του, ὁ Ἀτρεὺς σφάζει μαγειρεύει καὶ συντρώγει καννιβαλικῶς τὰ παιδιὰ τοῦ ἀδερφοῦ του Θυέστου (=θυμιῶντος ἀρχιερέως). ἀρχικὰ πρόκειται γιὰ ἀνθρωποθυσίες καὶ τελεστικὸ καννιβαλισμό. ὁ αὐτοκράτωρ Βαλεριανὸς τὸν Γ’ μ.Χ. αἰῶνα θυσιάζει ἀνήλικα παιδιὰ καὶ γεύεται ἀπὸ τὰ συκώτια τους γιὰ τὸ γούρι τῆς αὐτοκρατορίας (Διονύσιος Ἀλεξ., Ἐπιστολὴ πρὸς Ἑρμάμμωνα, στὸν Εὐσέβιο, Ἐκ. ἱστ. 7,10,4). ἡ θεὰ Κάλι στὴν Ἰνδία σφάζει καὶ ἀρχικὰ τρώει κιόλας ἀνθρώπους˙ μερικοὶ Ἀφρικανοὶ καὶ Ἰνδονήσιοι ἀκόμη καὶ σήμερα τρῶνε ἀνθρώπους˙ διότι ὁ καννιβαλισμός τους εἶναι πάντοτε τελεστικός, οὐδέποτε φυσικὴ ἀνάγκη, ὅπως νομίζουν οἱ πολλοί. ὅλους αὐτοὺς τοὺς φόνους, ποὺ γίνονται ὡς ἀνθρωποθυσίες, καννιβαλικὲς ἀνθρωποφαγίες, παιδοκτονίες, τεκνοφαγίες, κλπ., τοὺς σταμάτησαν μόνον ὁ προχριστιανικὸς Ἰσραὴλ στὸ ἔδαφός του καὶ ἡ Χριστιανικὴ πίστι στὰ ἔθνη ποὺ ἐξαπλώθηκε καὶ στὸν καιρὸ ποὺ ἐπικράτησε˙ καὶ σήμερα γίνονται μόνο σὲ χῶρες ποὺ δὲν ἐξαπλώθηκε ὁ Χριστιανισμὸς καὶ μόνο κρυφά, διότι παντοῦ ἔχει διεισδύσει τὸ ῥωμαϊκὸ δίκαιο, δηλαδὴ τὸ βυζαντινό, ποὺ εἶναι ὑποπροϊὸν τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ κατ̉ οὐσίαν εἶναι ὁ μωσαϊκὸς νόμος, ἡ Π. Διαθήκη.
       Ἀλλὰ κι ὁ ἀνδραποδισμός, ἡ ἀπαγωγὴ δηλαδὴ ἀνηλίκων παιδιῶν καὶ ἡ εἰσαγωγή τους στὴ σωματεμπορία ἢ δουλεμπόριο, ὡς τρόπος λατρείας τοῦ θείου γινόταν πολλὲς φορὲς στὴν εἰδωλολατρία κι ἀποδίδεται καὶ στοὺς θεοὺς ὡς ἐπιθυμία τους. κι ὁ ἐμπόλεμος ἀνδραποδισμὸς κι ὁ ἐν εἰρήνῃ γινόμενος κι ὁ ἐμπορικὸς τέτοιος, ὅπως ὁ τοῦ Εὐμαίου, χοιροβοσκοῦ τοῦ Ὀδυσσέως, λέγεται καὶ σωματεμπορία, ἐπειδὴ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ὁ δοῦλος λέγεται καὶ σῶμα˙ ὅτι ἡ ἀπαγωγὴ ἀνηλίκων αὐτὴ καὶ ἡ σωματεμπορία γίνεται ὡς τρόπος λατρείας τοῦ θείου λέγεται στὴν ἀχαιικὴ πινακίδα τῆς Πύλου Τn 316 μὲ τὴ συλλαβικὴ γραμμικὴ γραφή, ὅπου μαζὶ μὲ ἄλλα ἀφιερώματα οἱ λάτρεις τῶν θεῶν Δίου, Δίας, Ποσιδαείου, Ποσιδαείας, Ἑρμάου, Ποτνίας, καὶ Φερείας προσφέρουν καὶ προϊόντα ἀνδραποδισμοῦ γιὰ πορνικὴ καὶ κιναιδικὴ χρῆσι, στὸ ναὸ ποὺ εἶχε αὐτὴ τὴν πινακίδα ὡς ἱερατικὸ ἡμερολόγιο προσφορῶν, τοὺς πόρνας (πο-ρε-να-qε) καὶ τὰς πόρνας, ἀγόρια δηλαδὴ καὶ κορίτσια ἁρπαγμένα προφανῶς ἀπὸ ἡττημένους ἀντιπάλους ἢ ἀγορασμένα ἀπὸ δουλοπάζαρα. ὁ Πίνδαρος (ἀπόσπ. 107 Bowra) ἐγκωμιάζει τὸν ἀθλητὴ Ξενοφῶντα τὸν Κορίνθιο, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τοὺς θεοὺς γιὰ τὴ νίκη του, ἀγοράζει ἀπὸ σκλαβοπάζαρο 50 τέτοιες Ἑλληνίδες καὶ τὶς ἀφιερώνει εὐλαβικὰ στὸ ναὸ - πορνεῖο τῆς Ἀφροδίτης στὴν Κόρινθο, γιὰ νὰ προσφέρουν ὡς ἱερόδουλοι τὶς πορνικὲς ὑπηρεσίες των στοὺς εὐλαβικοὺς προσκυνητὰς τῆς θεᾶς˙ κι ὁ εὐλαβικὸς ποιητὴς εἶναι πολὺ συγκινημένος ἀπὸ τὴν εὐλαβικὴ χειρονομία τοῦ ἀθλητοῦ. πόσο δὲ ταυτισμένος ἧταν ὁ ἀνδραποδισμὸς στὴ λατρεία μὲ τὴν τελεστικὴ πορνεία τὸ μαρτυροῦν κι αὐτὲς οἱ λέξεις σωματεμπορία καὶ ἱερόδουλος, ποὺ εἶναι φορτισμένες μὲ φορτίο πορνικό, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἐτυμολογική τους κατασκευὴ δὲν τὸ ἔχουν. αὐτὴ ἡ ταύτισι, ποὺ παραμένει στὶς λέξεις μέχρι σήμερα, ἔγινε στὴ λατρεία τῶν εἰδωλολατρῶν. πέρα δὲ ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτὰ πραγματικὰ γεγονότα ὑπάρχει κι ὁ μῦθος τοῦ μινωϊκοῦ φόρου τῶν 7 νέων κι 7 νεανίδων στὴν Ἀθήνα γιὰ τὸ λαβύρινθο, ποὺ ὁ Μίνως σίγουρα εἶχε ἐπιβάλει καὶ σ̉ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος ἀσθενέστερα, κι αὐτὸν τὸν ἀνδραποδισμὸ ὁ ποιητὴς Βακχυλίδης στὸ διθύραμβό του Ἠίθεοι τὸν ἀντιλαμβάνεται ὡς σεξουαλικοῦ σκοποῦ, πορνικοῦ καὶ κιναιδικοῦ σὲ λατρευτικὴ χρῆσι, διότι ὁ λαβύρινθος ἦταν ἱερὸ μὲ ἱεροδούλους, δηλαδὴ τελεστικὸ πορνοστάσιο καὶ κιναιδοστάσιο.
       Ἀλλὰ καὶ ἡ κλοπὴ καὶ ἡ διαρπαγὴ καὶ ἡ λεηλασία καὶ ἡ λαφυραγωγία καὶ ἡ σκύλευσι τῶν νεκρῶν τῆς μάχης, ἦταν πολλὲς φορὲς τρόπος λατρείας τοῦ θείου, γι̉ αὐτὸ καὶ ὑπῆρξαν θεοὶ τῆς κλοπῆς, ὅπως ὁ Ἑρμῆς, κι ἐξυμνεῖται μιὰ διακεκριμένη κλοπή του μὲ τὸν τελεστικὸ Ὕμνον εἰς Ἑρμῆν, ὅταν ἔκλεψε ζῷα τοῦ ἀδερφοῦ του Ἀπόλλωνος. ὑπῆρχαν τελετές, οἱ προσφορὲς τῶν ὁποίων ἔπρεπε νὰ εἶναι μόνο κλοπιμαῖα.
       Καὶ τὸ ψέμμα ἐπίσης καὶ ἡ βωμολοχία (τὰ ἐξ ἁμάξης) ἦταν τρόποι λατρείας τοῦ θείου, καὶ ὑπῆρχαν ὄργια, δηλαδὴ θρησκευτικὰ δρώμενα, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ περιέχουν πολὺ ψέμμα καὶ πολλὰ βρομόλογα.
       Ὅ,τι λοιπὸν βρόμικο κι ὅ,τι διεστραμμένο κι ὅ,τι ἐγκληματικὸ λαχταροῦσε νὰ διαπράξῃ ὁ ἀνήθικος ἄνθρωπος, οἱ εἰδωλολάτρες τὸ εἶχαν ἀναγάγει σὲ τρόπο λατρείας τοῦ θείου καὶ τὸ εἶχαν περιβάλει μὲ ἱερότητα. αὐτὴ εἶναι ἡ ἀκαθαρσία τῆς πολύθεης εἰδωλολατρίας ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ πέντε βασικὰ γνωρίσματά της˙ ἐθελοθρησκεία, δογματικὴ ἀστάθεια, πολυθεΐα, λατρεία εἰδώλων, καὶ ἠθικὴ ἀκαθαρσία. ἀσυζητητεὶ εἶναι προτιμότερο νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἄθεος παρὰ εἰδωλολάτρης. ὁ ἄθεος δὲν ἔχει μέσα του θεό, ἀλλὰ δὲν ἔχει καὶ ὑποκατάστατα θεοῦ˙ κρατάει στὴν ψυχή του τὴ θέσι τοῦ θεοῦ ἄδεια, καὶ εἶναι πιθανώτερο κάποτε νὰ τὸν δεχθῇ ἐκεῖ. ὁ εἰδωλολάτρης τὴ θέσι αὐτὴ τὴν ἔχει φυσκαρισμένη καὶ στουπωμένη μὲ σκουπίδια καὶ ἀκαθαρσίες˙ δὲν μπορεῖ νὰ δεχθῇ τὸ θεό˙ καὶ φυσικὰ εἶναι ἤδη φρενοβλαβής. οἱ εἰδωλολάτρες ποὺ δέχτηκαν τὸ θεό, δηλαδὴ τὴ Χριστιανικὴ πίστι, ἦταν στὴν πραγματικότητα ἄθεοι. ὅλοι οἱ πρὸ Χριστοῦ σώφρονες ἄνθρωποι, ὅπως οἱ Ἀναξαγόρας Πρωταγόρας Θουκυδίδης, ποὺ χαρακτηρίστηκαν ὡς ἠρέμα ἄθεοι, ἄθεοι δηλαδὴ ποὺ τὴν ἀθεΐα τους δὲν τὴ συζητοῦν καὶ δὲν διαμάχονται γι̉ αὐτὴν οὔτε τὴν προπαγανδίζουν, τὴν ἔχουν δὲ ἀπὸ ἀηδία πρὸς τὴν ὑπάρχουσα θρησκεία, ἀλλὰ καὶ οἱ παρόμοιοί τους, ὅπως οἱ Θαλῆς Πυθαγόρας Ἡράκλειτος Ἱπποκράτης Μέτων Ἀριστοτέλης Μ. Ἀλέξανδρος Ἀρχιμήδης Εὐκλείδης κλπ., ἦταν αὐτοῦ τοῦ τύπου ἄθεοι. τέτοιοι ‘’ἄθεοι’’ ἦταν οἱ ἑφτὰ μετὰ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν παραβάτη αὐτοκράτορες Ἰοβιανὸς Βαλεντινιανὸς Α’ Βάλης Βαλεντινιανὸς Β’ Βαλεντινιανὸς Γ’ Γρατιανὸς καὶ Θεοδόσιος, τυπικὰ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἔδιωξαν ἀπὸ τὶς δημόσιες θέσεις τοὺς εἰδωλολάτρες τοῦ Ἰουλιανοῦ κι ἐπανέφεραν παντοῦ τοὺς Χριστιανούς, ὁ δὲ τελευταῖος μετὰ τὴν ἀναγόρευσί του σὲ αὐτοκράτορα βαπτίσθηκε καὶ Χριστιανός. τέτοιοι ‘’ἄθεοι’’ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἔγιναν Χριστιανοί.
       Ἡ λέξι εἴδωλον ἀνευρίσκεται ἤδη στὸν Ὅμηρο, καὶ περίπου 30 παράγωγα καὶ σύνθετά της στοὺς μεταγενεστέρους θύραθεν ποιητὰς καὶ συγγραφεῖς, ἀλλ̉ οὐδέποτε σημαίνει, οὔτε αὐτὴ οὔτε τὰ παράγωγά της κάτι τὸ θρησκευτικό. αὐτὸ φαίνεται σαφῶς καὶ στὴν Κ. Διαθήκη, ὅταν ὁ ἀκριβέστατος συγγραφεὺς τῶν Πράξεων, ὅπου μὲν ἱστορεῖ, λέει στοὺς Χριστιανοὺς ἀναγνῶστες του ὅτι ὁ Παῦλος στὴν Ἀθήνα ἔβλεπε τὴν πόλιν οὖσαν κατείδωλον (Πρξ 17,16), ὅπου ὅμως ἔχει τὸν Παῦλο νὰ μιλάῃ στοὺς εἰδωλολάτρες Ἀθηναίους, στὸν ἄρειο πάγο, γράφει ὅτι σ̉ ἐκείνους ὁ ἀπόστολος εἶπε τὰ εἴδωλά τους σεβάσματά τους (17,23).
       Γραμματικῶς τὸ εἴδωλον εἶναι παράγωγο καὶ μᾶλλον ὑποκοριστικὸ τοῦ εἶδος (=μορφή), σημαίνει δὲ ‘’εἰκόνα’’. ὁ Ὅμηρος εἴδωλον λέει ἢ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὴ φαντάζεται ἢ σὰν ἀέρινο πανομοιότυπο ὁμοίωμα τοῦ σώματος ἢ σὰν ἕνα φτιαχτὸ ὁμοίωμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο ζῇ καὶ μιλάει καὶ δρᾷ. γιὰ τὴν πρώτη περίπτωσι λέει ψυχαὶ εἴδωλα καμόντων (=θανόντων)(ψ 72˙ ω 14) ἢ βροτῶν εἴδωλα καμόντων (λ 476)˙ γιὰ τὴ δεύτερη παρουσιάζει τὸν Ἀπόλλωνα νὰ φτιάχνῃ εἴδωλον τοῦ προστατευομένου του Αἰνείου, τὸν ὁποῖο ἔχει ἀποσύρει σῷο ἀπὸ τὴ μάχη, καὶ νὰ τὸ ῥίχνῃ στὸ πεδίο τῆς μάχης, γιὰ νὰ ἐξαπατήσῃ μὲ τὴ δρᾶσι του τοὺς Ἀχαιούς (Ε 449˙ 451), ἢ τὴν Ἀθήνη νὰ φτιάχνῃ εἴδωλον τῆς Ἰφθίμης, καὶ νὰ τὸ στέλνῃ νὰ παρηγορήσῃ τὴν Πηνελόπεια (δ 796˙ 824). ὁ Αἰσχύλος καὶ ὁ Σοφοκλῆς λένε εἴδωλον τοῦ ἀνθρώπου τὴ σκιά του (Αἰσχύλος, Ἀγ., 839. Σοφοκλῆς, Αἴας, 125 - 6˙ Φιλ., 946 - 7), ὁ Ξενοφῶν τὴ ζωγραφιά (Συμπ. 4,21), ὁ Πλάτων τὸ ἄψυχο σῶμα τοῦ νεκροῦ ποὺ δὲν εἶναι πιὰ ἀκριβῶς ἄνθρωπος (Νόμ., 12,959b), ἢ τὸ πλάσμα τῆς φαντασίας (Φαίδ., 66c), μεταφορικῶς δὲ μιλάει γιὰ εἴδωλον τῆς πολιτικῆς (Γοργ., 463d) καὶ εἴδωλον τῆς δικαιοσύνης (Πολ., 4,443c)˙ ὁ Ἀριστοτέλης λέει εἴδωλον αὐτὸ ποὺ βλέπουμε μέσα στὸν καθρέφτη ἢ στὸ νερό (Μετεωρ. 3,4˙ Μαντικ., 2), ἢ εἴδωλα τὶς εἰκόνες τῶν ὀνείρων (Ἐνύπν., 3˙ Μαντικ., 2)˙ ὁ Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιος λέει εἴδωλα τοὺς ἀστερισμούς, ποὺ παριστάνουν κάποιες ‘’εἰκόνες’’ (Ἀργον. 3,1004). ὁ δὲ Ἡρόδοτος λέει εἴδωλον τὸ ἄγαλμα μιᾶς παλλακῆς τοῦ Κροίσου (1, 51, 5 γυναικὸς εἴδωλον χρύσεον) ἢ τὸ ἄγαλμα μιᾶς γυναικὸς τοῦ Περιάνδρου (5, 92, η, 4 τὸ εἴδωλον τὸ Μελίσσης), κι ἀπ̉ αὐτὸ ἀκριβῶς, νομίζω, ξεκίνησε ἡ ἔννοια τοῦ εἰδώλου ὅπως ἐμφανίζεται μέσα στὴ Βίβλο, στοὺς Ο’ πρῶτα κι ἔπειτα καὶ στὴν Κ. Διαθήκη.
       Εἶναι φανερὸ ὅτι στὴ λέξι εἴδωλον ἔδωσαν θρησκευτικὴ ἔννοια, ὄχι χωρὶς εἰρωνεία, πρῶτοι οἱ μεταφρασταὶ τῆς μεταφράσεως τῶν Ο’, κι ἀπὸ κεῖ πέρασε καὶ στὴν Κ. Διαθήκη. ἡ λέξι εἰδωλεῖον (=ναὸς εἰδώλων καὶ οἰκιακὸ εἰκονοστάσι εἰδώλων) ἀνευρίσκεται σὲ ἰουδαϊκὰ κείμενα μεταγενέστερα τῆς μεταφράσεως τῶν Ο’ καὶ προγενέστερα τῆς Κ. Διαθήκης (Α’ Μακκαβαίων 1,47). εἶναι δὲ βέβαιο ὅτι τὰ σύνθετα καὶ παράγωγα εἰδωλολάτρης εἰδωλολατρία καὶ εἰδωλόθυτον (=σφάγιο εἰδωλολατρῶν θυσιασμένο σὲ εἴδωλα), ποὺ συναντῶνται καὶ τὰ τρία γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Α’ Πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή, τὰ ἔπλασε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πάλι ὄχι χωρὶς εἰρωνεία, ὁ ὁποῖος φαίνεται εἰδικὸς σ̉ αὐτό, διότι αὐτὸς ἔπλασε σίγουρα μὲν καὶ τὶς λέξεις Χριστιανοὶ (Πρξ 11,26) καὶ ἐθελοθρησκεία (Κλ 2,23) ἀπὸ λέξεις ἑλληνικές, καὶ ἀρσενοκοίτης (Α’ Κο 6,9 =ἐνεργητικὸς κίναιδος) καὶ προσωποληψία (Ῥω 2,11) ἀπὸ λέξεις πάλι ἑλληνικὲς ἀλλὰ σὲ ἰδιωματικὴ ἑβραΐζουσα συνεκφορὰ τῶν Ο’ κοίτη ἄρσενος (Ἀρ 31,17˙ 18) καὶ πρόσωπον λαμβάνειν (Δε 19,15), προφανῶς δὲ καὶ τὶς λέξεις προσωπολήπτης (Πρξ 10,34) προσωποληπτῶ (Ἰα 2,9) καὶ ἀπροσωπολήπτως (Α’ Πε 1,17), καὶ ἄλλες ἴσως. κατ̉ ἀναλογίαν πρὸς τὶς τέσσερες τελευταῖες κι ὁμόρριζες ἔπλασαν ἔπειτα οἱ νεώτεροι Ἕλληνες καὶ τὶς λέξεις μεροληπτῶ μεροληψία μεροληπτικὸς μεροληπτικὰ ἀμερόληπτος ἀμερόληπτα˙ διότι ὁ κύριος διαμορφωτὴς τῆς νεοελληνικῆς γλώσσης εἶναι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τὴ μετάφρασι τῶν Ο’ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη, ποὺ κυρίως αὐτὲς διάβαζαν καὶ ἄκουγαν οἱ ἐκχριστιανισμένοι Ἕλληνες καὶ μὲ τὴ φρασεολογία τους ἐκφράζονταν. πρώτη φορὰ πάντως στὴ Βίβλο ἐμφανίζεται ἡ λέξι εἴδωλον, σὰ συνώνυμο μάλιστα τῆς λέξεως ὁμοίωμα, στὴ δεύτερη ἀπὸ τὶς δέκα ἐντολές˙ Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα (Ἔξ 20,4 =Δε 5,8). καὶ χρησιμοποιεῖται ἡ λέξι εἴδωλον πάνω ἀπὸ 70 φορὲς στὴν Π. Διαθήκη καὶ πάνω ἀπὸ 10 φορὲς στὴν Καινή. στὴν Κ. Διαθήκη χρησιμοποιοῦνται καὶ μιὰ φορὰ ἡ λέξι εἰδωλεῖον μὲ τὴ σημασία τοῦ ἐφεστίουαὐλαίουκηπαίου οἰκιακοῦ εἰκονοστασίου εἰδώλων, ἑφτὰ φορὲς ἡ λέξι εἰδωλολάτρης, τέσσερες φορὲς ἡ λέξι εἰδωλολατρία, καὶ 10 φορὲς ἡ λέξι εἰδωλόθυτον. οἱ συνολικῶς γιὰ τὶς πέντε λέξεις 33 φορὲς ἀνήκουν 22 φορὲς στὸν Παῦλο, 4 στὸ Λουκᾶ, 1 στὸν Πέτρο, καὶ 6 στὸν Ἰωάννη. ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἀρκετὰ ἄλλα παράγωγα καὶ σύνθετα τῆς λέξεως εἴδωλον μὲ τὴ θρησκευτικὴ καὶ εἰρωνικὴ σημασία ἔπλασαν καὶ οἱ μεταβιβλικοὶ Χριστιανοὶ συγγραφεῖς.
       Στὴν Π. Διαθήκη καὶ μάλιστα στοὺς Ψαλμοὺς καὶ στὸν Ἠσαΐα ἐκφράζεται πολλὴ καὶ πνευματώδης εἰρωνεία γιὰ τὴν ἀνεκδιήγητη βλακεία τῶν εἰδωλολατρῶν νὰ κατασκευάζουν εἴδωλα καὶ νὰ τὰ προσκυνοῦν οἱ ἴδιοι. κατ̉ ἐπανάληψι παρουσιάζεται στοὺς Ψαλμοὺς ἡ διαφορὰ τοῦ ἀληθινοῦ θεοῦ πρὸς τὰ εἴδωλα, ὅτι ὁ μὲν θεὸς πάντα, ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησε, καὶ αὐτουνοῦ ἔργα εἶναι ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, ἐνῷ τὰ εἴδωλα εἶναι ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων, νεκρὲς ἀδρανεῖς καὶ ἀναίσθητες κατασκευές (Ψα 113,11˙ 134,6˙ 15˙ Ἠσ 40,18-20˙ 44,6-20). λέει˙
 
 
        Ὁ θεὸς ἡμῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ
              πάντα, ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησε.
       τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀργύριον καὶ χρυσίον,
              ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων.       (Ψα 113,11)˙
 
εἰρωνευόμενος δὲ ἀλλοῦ ὁ ψαλμῳδὸς πάλι τὰ εἴδωλα, λέει˙
 
       Πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια       (Ψα 95,5).
 
κι ὁ Ἠσαΐας ἐπίσης (Ἠσ 65,3)˙
 
       Αὐτοὶ θυσιάζουσιν ἐν τοῖς κήποις
              καὶ θυμιῶσιν ἐπὶ ταῖς πλίνθοις τοῖς δαιμονίοις ἃ οὐκ ἔστι.
 
καὶ ὁ Βαρούχ (Βρ 4,7)˙
 
       Παρωξύνατε γὰρ τὸν ποιήσαντα ὑμᾶς
              θύσαντες δαιμονίοις καὶ οὐ θεῷ.
 
δαιμόνια, ὅπως φαίνεται ἀλλοῦ στὸν Ἠσαΐα (13,21˙ 34,14), λέγονται στὴν Π. Διαθήκη οἱ πίθηκοι, εἰδικὰ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν καὶ φωλιάζουν ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια ἐγκαταλειμμένων κι ἐρημωμένων πόλεων μαζὶ μὲ ἄλλα ἀγρίμια. μᾶς δείχνει τέτοια ἐρείπια ἐρημωμένων πόλεων τῆς Ἰνδίας μὲ κατοίκους τέτοιους πιθήκους ἡ National Geographic στὸ περιοδικό της καὶ στὶς βιντεοκασσέττες της. ἐπειδὴ οἱ πίθηκοι εἶναι ζῷα ἰδιαζόντως ἰθυφαλλικὰ καὶ ὡς ‘’θεοὺς’’ τέτοιους ἡ Γραφὴ ὑπονοεῖ ἐδῶ τοὺς πιθηκομόρφους κι ἐπίσης πάντοτε ἰθυφαλλικοὺς σατύρους καὶ σιληνούς, εἶναι φανερὸ ὅτι ἐννοεῖ εἴδωλα πριαπικά, ποὺ ἦταν ὄντως ἄφθονα μεταξὺ τῶν ἄλλων εἰδώλων τόσο στὴ Μέση Ἀνατολὴ ὅσο καὶ στὴν Ἑλλάδα, ὅπως δείχνουν καὶ τ̉ ἀνασκαφικὰ εὑρήματα. γλωσσικῶς, νομίζω, προηγήθηκαν τὰ πιθηκόμορφα εἴδωλα τῶν ἰθυφαλλικῶν καὶ πριαπικῶν θεῶν - σατύρων, ποὺ λέγονται ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς λάτρεις των δαίμονες καὶ δαιμόνια (=θεοὶ καὶ θεούληδες), κι ἔπειτα οἱ Ἑβραῖοι ὠνόμασαν δαιμόνια τὰ ζῷα αὐτὰ τὰ ἰδιαζόντως πριαπικά, τοὺς πιθήκους. δὲν ἀποκλείεται ὅμως καθόλου, πραγματολογικῶς, οἱ εἰδωλολάτρες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς νὰ ἐπινόησαν τοὺς σατύρους ὡς θεοποιήσεις τῶν ζῴων αὐτῶν, τῶν πιθήκων, ὅπως καὶ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν θεοποιήσεις τῶν τιτύρων (πελασγιστὶ) ἢ τράγων (ἑλληνιστὶ) ἢ saturnorum =σατύρνων =σατύρων =σπορέων (λατινιστί), καὶ γι̉ αὐτὸ παρήχθησαν καὶ οἱ λέξεις τιτύραμβος =διθύραμβος =τράγων ᾠδὴ =τραγῳδία. πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια λέξι καὶ γιὰ θεοποίησι ὁμολόγου πράγματος, πιθήκου ἢ τράγου, συμβόλων γονιμότητος ἤτοι ἀσελγείας, τὰ ὁποῖα μυθολογοῦνταν καὶ ὡς ἀκόλουθοιὀπαδοὶὀργιόνεςπρόπολοι τῆς ‘’μεγάλης θεᾶς’’ Μητρός, θεᾶς τῆς γονιμότητος ἤτοι ἀσελγείας, ποὺ λέγεται καὶ Πότνια θηρῶν (=Σεβασμία τῶν ἀγριμιῶν) στὰ ἑλληνικὰ εἰδωλολατρικὰ κείμενα. γιὰ πάνινα καὶ δερμάτινα μικρὰ ἰθυφαλλικὰ καὶ πριαπικὰ εἴδωλα ποὺ ὠνομάζονταν Χετταῖοι καὶ ποὺ οἱ γυναῖκες τῶν ἐξ ἀποστασίας Ἰουδαίων εἰδωλολατρῶν, σὲ μιὰ συμβολικὴ καὶ τελεστικὴ πορνεία τους τὰ ἔφτιαχναν καὶ τὰ χρησιμοποιοῦσαν τελεστικῶς ὡς ὀλίσβους (βλ. καὶ Κρατῖνον, ἄδηλ. ἀπόσπ. 316 Edmonds. Ἀριστοφάνη, Λυσ., 109˙ καὶ Θεσμ. Β’, ἀπόσπ. 321 Edmonds. Ἡσύχιος˙ Φώτιος˙ Σούμμα), μιλάει ὁ συγγραφεὺς τῶν Βασιλειῶν (Δ’ Βα 23,7), ὅταν ἱστορῇ ὅτι ὁ εὐσεβὴς βασιλεὺς Ἰωσίας, ποὺ ξήλωσε ἀπὸ τὴν Ἰουδαία τὰ εἴδωλα, Καθεῖλε τὸν οἶκον τῶν καδησὶμ (=βακούφικων ἱεροδούλων κιναίδων) τῶν ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, οὗ αἱ γυναῖκες ὕφαινον ἐκεῖ Χεττιὶμ τῷ ἄλσει (=γιὰ τὸ τέμενος).
       Παραθέτω σὲ μετάφρασί μου τρία ἔμμετρα κομμάτια τῶν Ψαλμῶν καὶ τοῦ Ἠσαΐου, ὅπου οἱ θεόπνευστοι προφῆτες εἰρωνεύονται καὶ γελοιοποιοῦν τὰ εἴδωλα ὡς ‘’θεοὺς’’ τῶν εἰδωλολατρῶν.
 
                        α’. Ψα 113,11-17˙ 134,15-18
        Ὁ θεός μας καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ
              ὅλα, ὅσα θέλησε, τὰ ἔκανε.
       τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν ἀσημικὰ καὶ χρυσαφικά,
              ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων.
       ἔχουν στόμα, ἀλλὰ δὲν μιλοῦν˙
              ἔχουν μάτια, ἀλλὰ δὲν βλέπουν.
       ἔχουν αὐτιά, ἀλλὰ δὲν ἀκοῦν˙
              ἔχουν μύτες, ἀλλὰ δὲν μυρίζονται.
       ἔχουν χέρια, ἀλλὰ δὲν ψηλαφοῦν˙
              ἔχουν πόδια, ἀλλὰ δὲν περπατοῦν.
       δὲν μποροῦν μὲ τὸ λαρύγγι τους νὰ βγάλουν φωνή,
              γιατὶ δὲν ὑπάρχει στὸ στόμα τους πνοή.
       σὰν αὐτὰ νὰ γίνουν ὅσοι τὰ φτιάχνουν
              καὶ ὅλοι ὅσοι πιστεύουν σ̉ αὐτά.
       Ὁ οἶκος τοῦ Ἰσραὴλ ἐλπίζει στὸν Κύριο˙
              αὐτὸς τοὺς βοηθάει καὶ τοὺς προστατεύει.
 
                        β’. Ἠσ 40,18-21
       Μὲ ποιόν κάθεστε καὶ παρομοιάζετε τὸν Κύριο;
              μὲ τί πρᾶγμα φαντάζεστε ὅτι μοιάζει;
       μήπως τὴν εἰκόνα του ἀποδίδει ἕνας ξυλουργὸς ἢ χρυσοχόος,
              ὅταν χυτεύῃ χρυσὸ καὶ κατασκευάζῃ ἕνα ὁμοίωμά του;
       κι ὁ ξυλουργὸς πάει καὶ διαλέγει ἕνα ἄσηπτο ξύλο,
              καὶ βάζει ὅλη τὴ μαστοριά του, πῶς νὰ στήσῃ τὴν εἰκόνα του,
              καὶ πῶς νὰ τὴν κάνῃ νὰ μὴν κουνιέται.
       καλὰ μυαλὸ δὲν θὰ βάλετε; δὲν θὰ σταθῆτε ν᾽ ἀκούσετε;
              δὲν διδαχτήκατε τὸ σωστὸ ἐξ ἀρχῆς;
              δὲν μάθατε πῶς ἔγινε ἡ θεμελίωσι τῆς γῆς;
 
                        γ’. Ἠσ 44,6-21
       Νά τί λέει ὁ θεὸς ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ,
              ὁ θεὸς τῶν δυνάμεων ποὺ κάθε φορὰ τὸν σῴζει˙
       Ἐγὼ εἶμαι ὁ πρῶτος ἐγὼ κι ὁ μετέπειτα,
              ἐκτὸς ἀπὸ μένα ἄλλος θεὸς δὲν ὑπάρχει.
       ποιός θεὸς εἶναι σὰν ἐμένα; νὰ σταθῇ ἀντίδικος, νὰ συγκαλέσῃ δίκη˙
              νὰ κάνῃ μιὰ πρόρρησι, καὶ νὰ μοῦ δείξῃ τὴν ἐκπλήρωσί της.
       νὰ μᾶς πῇ γιὰ τὸν καιρὸ ποὺ ἔκανα τὸν ἄνθρωπο ποὺ ζῇ τόσα χρόνια˙
             νὰ σᾶς ποῦν καὶ τὰ μέλλοντα, προτοῦ ὅμως νὰ γίνουν.
       μὴν κομπλεξάρεστε καὶ μὴν ξεγελιέστε˙
              δὲν ἀκροασθήκατε ἀπὸ μικροὶ ὅσα ἐγὼ σᾶς διδάσκω;
       ἐσεῖς εἶστε μάρτυρές μου
              ἂν ὑπάρχει θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ μένα.
       τότε ὅμως δὲν μ᾽ ἄκουγαν οἱ ἀπατεῶνες ποὺ πλάθουν καὶ γλύφουν,
              ποὺ κάνουν τὰ καπρίτσια τους, ποὺ γι̉ αὐτοὺς ἀνώφελα εἶναι.
       θὰ ντροπιαστοῦν ὅμως ὅλοι τους,
              ὅσοι πλάθουν θεὸ καὶ γλύφουν ἀνώφελα εἴδωλα.
       καὶ ὅλοι οἱ ’’θεοί’’, ὅποιος κι ἂν τοὺς ἔφτιαξε, παραμένουν ξεροί˙
              κωφάλαλοι ποὺ δὲν μποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
       νὰ μαζευτοῦν λοιπὸν ὅλοι τους καὶ νὰ σταθοῦν μπροστά μου,
              νὰ τοὺς γεμίσω ντροπή, νὰ τοὺς γεμίσω ῥεζίλι.
      πάει ὁ ξυλουργὸς κι ἀκονάει τὸ σιδερένιο κοπίδι του,
              πάει καὶ φτιάχνει τὸ εἴδωλο μὲ τὸ σκεπάρνι!
       πάει καὶ τὸ στήνει μὲ τρυπάνι,
              καὶ τὸ δουλεύει μὲ τοῦ μπράτσου του τὴ δύναμι˙
              καὶ πεινάει καὶ κουράζεται καὶ νερὸ δὲν πάει νὰ πιῇ.
       πάει ὁ ἴδιος ὁ ξυλουργὸς καὶ διαλέγει ἕνα ξύλο,
              τὸ στήνει μετρώντας το μὲ μέτρο,
              τὸ ῥεγουλάρει χρησιμοποιώντας καὶ κόλλα.
       τὸ φτιάχνει δίνοντάς του φάτσα ἀντρός,
              τὸ στήνει σὲ ναὸ σὰν ἕναν ὡραῖο ἄνθρωπο.
       κόβει ξύλο ἀπὸ τὸ δάσος,
              ξύλο ποὺ ὁ Κύριος τὸ φύτευσε καὶ ἡ βροχὴ τὸ μεγάλωσε,
              γιὰ νὰ τὄχουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ καυσόξυλο˙
       κόβει λοιπὸν ἀπ̉ αὐτὸ ἕνα μέρος καὶ τὸ καίει, γιὰ νὰ ζεσταθῇ,
              καὶ ἄλλο μέρος τὸ καῖν, γιὰ νὰ ψήσουν ψωμιά,
       τὸ δὲ ὑπόλοιπο τὸ κάνει θεοὺς
              καὶ στὴ συνέχεια τὸ προσκυνᾶνε.
       τὸ ἕνα μισό του τὄχει κάψει στὴ φωτιὰ
              καὶ στὰ κάρβουνά του ἐπάνω ἔχουν ψήσει καὶ ψωμιά,
              ἔχουν ψήσει καὶ κρέας, ποὺ τὸ τρῶν καὶ χορταίνουν,
       κι ὅταν ἕνας τους ζεσταίνεται, λέει ῾Εὐχαριστήθηκα,
              διότι κάθισα ἀντίκρυ στὴ φωτιὰ καὶ ζεστάθηκα᾽,
       τὸ δὲ ὑπόλοιπο τὸ κάνει θεὸ γλυπτό,
              ποὺ τὸν προσκυνάει καὶ σ̉ αὐτὸν προσευχόμενος λέει˙
              Σῶσε με, γιατὶ ὁ θεός μου εἶσαι ἐσύ᾽!
       δὲν λένε νὰ βάλουν μυαλό,
              διότι τὰ μάτια τους γκαβώθηκαν, καὶ δὲν βλέπουν,
              καὶ τὸ μυαλό τους ἀποβλακώθηκε.
       τὸ μυαλό του δὲν φτάνει μέχρι τοῦ νὰ σκεφτῇ,
              οὔτε ἡ διάνοιά του φτάνει μέχρι τοῦ νὰ συλλογιστῇ,
              οὔτε ἡ νοημοσύνη του φτάνει στὸ σημεῖο νὰ καταλάβῃ,
       ὅτι τὸ μισὸ ἀπ̉ αὐτὸ τὄχει κάψει στὴ φωτιὰ
              καὶ στὰ κάρβουνά του ἔψησε ψωμιὰ καὶ κρέατα νὰ φάῃ,
       καὶ τ̉ ἄλλο μισὸ τὸ ἔκανε ἕνα πρόστυχο ὁμοίωμα,
              γιὰ νὰ τὸ προσκυνοῦν.
       κατάλαβέ το˙ τὸ μυαλό τους εἶναι στάχτη, καὶ πλανῶνται˙
              καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σώσῃ ἀπ᾽ αὐτὸ τὴν ψυχή τους.
       γιὰ κυττάξτε, εἰδωλολάτρες! οὔτε τώρα θὰ πῆτε
              ὅτι ῾Στὴν τέχνη μου κρύβεται τὸ ψέμμα᾽;
       σκέψου τα αὐτὰ Ἰακὼβ καὶ Ἰσραήλ,
              διότι σὺ εἶσαι παιδὶ δικό μου.
 
* * *
 
       Συγκρητισμὸς λέγεται τὸ φαινόμενο κατὰ τὸ ὁποῖο δυὸ ἢ περισσότεροι λαοὶ ποὺ ἀναμιγνύονται ἢ συμβιώνουν, συνήθως ὡς κυρίαρχος καὶ ὑπόδουλοι, ἀναμιγνύουν καὶ τὶς θρησκεῖες των σ̉ ἕνα μῖγμα. ἡ λέξι ἦταν πολιτικὸς καὶ στρατιωτικὸς ὅρος τῶν Κρητῶν τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι κατασπαράζονταν ἀπὸ ἐμφύλιες διαμάχες˙ ὅταν ὅμως τοὺς ἐπετίθεντο ἐχθροὶ προερχόμενοι ἀπ̉ ἔξω ἀπὸ τὴν Κρήτη, συμφιλιώνονταν καὶ συμμαχοῦσαν κατὰ τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ. αὐτὸς ὁ συνασπισμὸς λεγόταν ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Κρῆτες συγκρητισμός, δηλαδὴ ‘’παγκρήτιος συνασπισμός’’. λέει ὁ Πλούταρχος ποὺ διασῴζει τὴ λέξι καὶ τὴν ἱστορία της˙ …Μιμούμενον αὐτὸ γοῦν τοῦτο τῶν Κρητῶν, οἳ πολλάκις στασιάζοντες ἀλλήλοις καὶ πολεμοῦντες, ἔξωθεν ἐπιόντων πολεμίων, διελύοντο καὶ συνίσταντο˙ καὶ τοῦτ̉ ἦν ὁ καλούμενος ὑπ᾽ αὐτῶν ῾συγκρητισμός᾽ (Φιλαδελφ., 19 (490b). πρβλ. καὶ Ἐτυμολ. Μ., λ. συγκρητίσαι (732,55)˙ καὶ Σούμμα, λ. συγκρητίσαι). αὐτὸν τὸν ὅρο συγκρητισμὸς σήμερα τὸν χρησιμοποιοῦν οἱ ἐπιστήμονες ὡς θρησκειολογικό, γιὰ νὰ σημάνουν τὴν ἀνάμιξι τῶν θρησκειῶν, τὸ χαρμάνιασμα τῶν διαφορετικῶν θεολογιῶν καὶ λατρειῶν. καὶ ἔρχομαι ἀπὸ τὴ λέξι στὸ πρᾶγμα.
       Ἤδη ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ θρησκεία, ὅπως δείχνει ἡ μυθολογία της, ἦταν προϊὸν συγκρητισμοῦ. οἱ θεοὶ Ζεὺς Ἀπόλλων Ἑρμῆς Ἄρειος ἢ Ἄρης Διόνυσος Ἥρα Ἄρτεμις Ἀφροδίτη φαίνονται ἑλληνικοί, ἐνῷ οἱ θεοὶ Οὐρανὸς Κρόνος Ἥφαιστος Ποσειδῶν Ὑάκινθος Ἴακχος Γαῖα Στὺξ Ῥέα Μαῖα Μήτηρ Δημήτηρ Ἀθήνη Κυθέρεια φαίνονται πελασγικοί, οἱ θεοὶ Βάκχος Ἄδωνις Κύπρις φοινικικοί, ἡ Κυβέλη λυδική, ὁ Ὀρφεὺς θρακικός. καὶ ταυτίστηκαν σὲ ἕνα πρόσωπο ἡ πελασγικὴ Κυθέρεια (Ῥέα) ἡ ἑλληνικὴ Ἀφροδίτη καὶ ἡ φοινικικὴ Κύπρις, ἢ ὁ πελασγικὸς Ὑάκινθος - Ἴακχος ὁ ἑλληνικὸς Διόνυσος κι ὁ φοινικικὸς Βάκχος. οἱ πανηγύρεις φαίνονται ἑλληνικές, τὰ ὄργια καὶ τὰ μυστήρια πελασγικὰ καὶ φοινικικά. ἀργότερα ἔγινε συγκρητισμὸς μεταξὺ ἑλληνικῆς κι αἰγυπτιακῆς θρησκείας, κι ἔτσι μπῆκαν στὴν ἑλληνιστικὴ θρησκεία ἡ Ἶσις ὁ Ὄσιρις ὁ Ἆπις κι ὁ Ἄμμων, στὴ δὲ ἑλληνικὴ γλῶσσα τὰ ὀνόματα Ἰσίδωρος Σεραπίων καὶ Ἀμμώνιος. ἀκόμη ἀργότερα οἱ ‘’ἑλληνικοὶ’’ θεοὶ Κρόνος Ζεὺς Ἄρης Ἑρμῆς Ποσειδῶν Ἥφαιστος Ἥρα Ἄρτεμις Ἀφροδίτη Ἀθηνᾶ ταυτίστηκαν μὲ τοὺς ῥωμαϊκοὺς Saturnus Iupiter Mars Mercurius Neptunus Vulcanus Iuno Diana Venus Minerva. οἱ θεοὶ Ἀπόλλων Διόνυσος Ianus, ποὺ δὲν βρῆκαν τὸν ἀντίστοιχό τους, δὲν ταυτίστηκαν, ἀλλὰ μόνο μεταγράφτηκαν ἀταύτιστοι ὡς Apollo Dionysus Ἰανός. μόνη ἐξ ἀρχῆς κοινὴ ὀνομασία θεότητος μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων, ὀφειλόμενη στὴν κοινὴ καταγωγὴ τῶν δυὸ ἐθνῶν, φαίνεται ἡ Ἑστία - Vesta. εἶναι φανερὸ ὅτι τὰ ὀνόματα τῶν ταυτισμένων θεῶν δὲν εἶναι τὰ μὲν μεταφράσεις τῶν δέ, ἀλλὰ μόνο συγκρητιστικὲς ταυτίσεις.
       Συγκρητισμὸ πῆγαν νὰ κάνουν οἱ εἰδωλολάτρες τοῦ Ἑλληνορρωμαϊκοῦ κόσμου καὶ μὲ τὸ Χριστιανισμό. ἐπειδὴ ἡ δύναμι καὶ τὸ γόητρο τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ἀπλησίαστα καὶ ἀκατάβλητα, ἀλλ̉ ἡ ἠθική του ἀνεπιθύμητη καὶ ὀχληρὴ καὶ ἀντιλαϊκή, γι̉ αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες, φθονώντας τὸ μεγαλεῖο τῶν Χριστιανῶν, ἀποπειράθηκαν νὰ κακώσουν τὴ Χριστιανικὴ πίστι μὲ δύο τρόπους, μὲ βιασμὸ καὶ μὲ δολοφονία. δολοφονία εἶναι οἱ φονικοὶ διωγμοὶ καὶ βιασμὸς καὶ μαγάρισμα ὁ συγκρητισμός. ἔτσι οἱ εἰδωλολάτρες ἔπηξαν τὶς λεγόμενες γνωστικὲς νικολαϊτικὲς καὶ μανιχαϊκὲς αἱρέσεις τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, τοῦ καιροῦ δηλαδὴ τῶν διωγμῶν, ποὺ ἦταν γεμάτες πολυθεΐα καὶ σεξουαλικὸ ὄργιο, φυσικὸ καὶ διάστροφο, καὶ τεκνοφαγία στὴ μορφὴ τῆς σπερμοφαγίας. στὸ ‘’θεολογικὸ’’ μέρος, μὴ βρίσκοντας στὸ Χριστιανισμὸ τόσους θεούς, καὶ καθὼς δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη τότε καὶ οἱ μετέπειτα ‘’ἅγιοι’’, ὅπως ἐννοοῦνται σήμερα (τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἅγιοι λέγονταν ἁπαξάπαντες οἱ Χριστιανοὶ καὶ ζῶντες, κι ὅποιος δὲν ἦταν ἅγιος, δὲν ἦταν οὔτε καὶ Χριστιανός), οἱ εἰδωλολάτρες συγκρητισταὶ ἁρπάχτηκαν πολὺ σπασμωδικὰ ἀπὸ τὴ λέξι τοῦ Παύλου αἰῶνες, μὲ τὴν ὁποία ὁ Ἑβραῖος κι ἑβραιομαθὴς Παῦλος λέει ἀντωνυμικῶς τὰς γενεάς, κι ἔπλασαν ἀναριθμήτους ἀρσενικοὺς καὶ θηλυκοὺς καὶ ζευγαρωμένους αἰῶνες, θεοὺς δηλαδὴ καὶ θεὲς φτιαγμένους μ̉ ἕνα εἶδος κλωνισμοῦ ἀπ̉ αὐτὴ τὴ λέξι, καὶ ἄφθονους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἐνέταξαν καὶ τὰ τρία πρόσωπα τοῦ ἀληθινοῦ θεοῦ, Πατέρα καὶ Πνεῦμα καὶ Υἱὸν ἀλλὰ καὶ Ἰησοῦν καὶ Χριστὸν καὶ Κύριον! τὰ ἓξ τοὺς βόλευαν καλλίτερα ἀπὸ τὰ τρία. κι ‘’ἔφτιαξαν’’ κατὰ τὴ γνώμη τους καὶ μαστόρεψαν καὶ μερεμέτισαν τὸ θρήσκευμά τους τὸ συγκρητιστικό.
       Ἐκφυλισμένα κύματα συγκρητισμοῦ εἶναι κι ὁ ἀρειανισμὸς (‘’ἀποδοχὴ θεότητος δύο ταχυτήτων’’ θὰ τὸν λέγαμε σήμερα), καὶ ἡ δοξασία τῶν πνευματομάχων, καὶ ὁ παπισμὸς τῆς λατινογλώσσου Δύσεως μὲ τ̉ ἀγάλματά του (=εἴδωλα) καὶ πάλι μὲ τὴ ‘’θεότητα τῶν δύο προελεύσεων’’, ἂν ὄχι ‘’δύο ταχυτήτων’’, μὲ τὸ Filioque, καὶ τὸ ἰσλὰμ τοῦ Μωάμεθ (αἵρεσι τοῦ Χριστιανισμοῦ ἱστορικῶς, ἤτοι μετεξέλιξι καὶ συγκρητισμὸς ἀρειανισμοῦ καὶ νεστοριανισμοῦ καὶ ἀφθαρτοδοκητικοῦ μονοφυσιτισμοῦ), ποὺ κράτησε καὶ τὴν εἰδωλολατρικὴ ‘’διοπετῆ’’ πέτρα Καάβα ἀπὸ τὴν προϊσλαμικὴ θρησκεία τῶν Ἀράβων, δέχτηκε καὶ τὰ εἰδωλολατρικὰ τρόφιμα τοῦ παραδείσου (πιλάφι, μέλι, κλπ.), καὶ τὶς εἰδωλολατρικὲς ὀργιαστικὲς καὶ πορνικὲς θεές - νύμφες ποὺ λέγονται Μαυρομάτες (=Οὐρὶ) τοῦ παραδείσου, λαχταριστὲς παρθένες μὲ ἐπαναληπτικὴ τὴν παρθενία τους μετὰ ἀπὸ κάθε συνουσία, προωρισμένες γιὰ τὴ μεταθανάτια σεξουαλικὴ ἐκτόνωσι τῶν μουσουλμάνων τοῦ Μωάμεθ. γι̉ αὐτὸ ὁ μουσουλμάνος γίνεται εὐχαρίστως καμικάζι τρομοκράτης, καὶ μόνο ἂν βαρεθῇ τὴ γυναῖκα του ἢ τὸ χαρέμι του ἢ χάσῃ τὴ στῦσι του. γι̉ αὐτὸ εἶπα στὴν ἀρχὴ ὅτι ὁ μωαμεθανισμὸς εἶναι θρήσκευμα εἰδωλολατρικὸ παρὰ τὴ φαινομενικὴ μονοθεΐα του καὶ τὸν δῆθεν ἀνείδωλο χαρακτῆρα του. δὲν ἔχει ἀγαλμάτινα εἴδωλα, ἀλλ̉ ἔχει τὴν ἄξεστη πέτρα, ποὺ δὲν χρειάζεται καὶ ταλέντο.
       Κατὰ βάθος καὶ ἡ κάποια ἐκτίμησι μερικῶν ἀρχαιοτέρων Χριστιανῶν συγγραφέων πρὸς τοὺς φιλοσόφους τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος ἢ πρὸς τὴν εἰδωλολατρικὴ ὁρολογία εἶναι ἐκφυλισμένο καὶ ἀδυνατισμένο κῦμα συγκρητισμοῦ, καὶ ἡ μερικὴ ἢ γενικὴ ταύτισι χριστιανισμοῦ κι ἐθνικισμοῦ, ὡς συντηρητικῶν στοιχείων δῆθεν καὶ τῶν δύο, εἶναι ἐν μέρει συγκρητισμὸς κι ἐν μέρει παγανισμός. ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ συγχέουν τὴ χριστιανικῶς ἐπιβεβλημένη φιλοπατρία μὲ τὸν ἐθνικισμό, τὴν ὡραία κι ἀσύγκριτη ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὴν ἀκάθαρτη κι ἀπάνθρωπη ἀρχαία ἑλληνικὴ θρησκεία, καὶ τὴν ὑπέροχη ἀρχαία ἑλληνικὴ ἐπιστήμη τῶν Θαλῆ, Πυθαγόρου, Ἀναξαγόρου, Πρωταγόρου, Ἱπποκράτους, Μέτωνος, Θουκυδίδου, Ἀριστοτέλους, Εὐκλείδου, Ἐρατοσθένους, Ἀριστάρχου ἀστρονόμου, Ἀριστάρχου φιλολόγου, Ἥρωνος, καὶ τόσων ἄλλων μὲ τὴν ἀκάθαρτη καὶ ἀρρενομανῆ ‘’φιλοσοφία’’ τῶν ἀκαθάρτων φιλοσόφων. διότι ἡ λεγόμενη ‘’φιλοσοφία’’, ἡ κενὴ ἀπάτη ὅπως τὴ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δὲν εἶναι ἐπιστήμη, εἶναι μόνο μιὰ ἰδιωτικὴ θρησκεία, ἀφοῦ δὲν ἔχει κοινὸ ἀντικείμενο μὲ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλ̉ ἀποπειρᾶται ν̉ ἀπαντήσῃ στὰ ἴδια ἀκριβῶς ἐρωτήματα ποὺ ‘’ἀπαντοῦν’’ οἱ θρησκεῖες καὶ ποὺ γι̉ αὐτὰ δὲν ἐνδιαφέρεται ἡ ἐπιστήμη.
 
* * *
 
       Ὁ ὅρος παγανισμὸς (paganismus) εἶναι λατινογενὴς ἀπὸ τὸ pagus (=μικρὸ χωριὸ) καὶ σημαίνει τὴν καθ̉ ὑποτροπὴν εἰδωλολατρία καὶ τὴν παρὰ καιρὸν εἰδωλολατρία, τὴν ἀναζωπύρωσι τῆς εἰδωλολατρίας ἀπὸ εἰδωλολατρικὰ κατάλοιπα ἐθίμων σὲ ἀπόμερα καὶ δυσπρόσιτα χωριά (pagi), ὅπου ἐπιβίωσαν μὲ δράστες των ἀκοινώνητους χωριάτες (pagani). λέει σχετικὰ ὁ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεὺς (Ῥωμ. ἀρχ. 4,15,2-3) ὅτι ὁ ἕκτος ἀρχαϊκὸς βασιλεὺς τῆς Ῥώμης Σέρβιος Τύλλιος (578-534 π.Χ.), γιὰ ν̉ ἀσφαλίσῃ τὴ ζωὴ τῶν ἀγροτῶν ποὺ κατοικοῦσαν στὸν κάμπο καὶ στὰ βουνὰ κατάσπαρτοι, ἔκτισε κατὰ διαστήματα κάστρα, μέσα στὰ ὁποῖα κατέφευγαν ὅλοι τους, ὅταν δέχονταν ἐπίθεσι ἀπὸ ἐχθρούς, μέχρι νὰ φτάσῃ ὁ ἐθνικὸς στρατός. αὐτὰ τὰ κάστρα ὠνομάστηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο pagi. τοὺς ὥρισε δὲ καὶ μιὰ ἐτήσια ἑορτὴ καὶ πανήγυρι, κατὰ τὴν ὁποία διασκέδαζαν καὶ ὠργίαζαν, τὰ παγανάλια (paganalia). τὰ κάστρα pagi μὲ τὸν καιρὸ ἐξελίχτηκαν σὲ χωριὰ μόνιμης ἐγκατοικήσεως. σὲ προχωρημένα βυζαντινὰ χρόνια, ὅταν ὅλη ἡ αὐτοκρατορία ἦταν ἐκχριστιανισμένη πρὸ πολλοῦ, οἱ ἀπομονωμένοι καὶ ἀκοινώνητοι ἐκεῖνοι χωριάτες ἦταν ἀκόμη εἰδωλολάτρες˙ τελευταῖοι τέτοιοι ὑπῆρξαν οἱ κάτοικοι τῶν κάστρων τῆς Μάνης, ποὺ ἐκχριστιανίστηκαν τὸν Θ’ αἰῶνα. ὅταν οἱ χωριάτες αὐτοὶ (pagani) ἐκχριστιανίστηκαν ὄψιμα, ὁ ἐκχριστιανισμός των ἦταν ἐπιπόλαιος καὶ ἐλλιπής, χωρὶς ἴσως κατήχησι, κι ἔτσι κράτησαν πολλὲς εἰδωλολατρικὲς δοξασίες των, δεισιδαιμονίες των, καὶ ὀργιαστικὲς πανηγύρεις των, ὅπως καρναβάλια, πυροβασίες, καλικαντζάρους, προβασκάνια, κλπ.. αὐτὸ κατ̉ ἀρχήν, κι ἔπειτα ἡ ἀντιδραστικὴ παλινδρόμησι ἀποστατῶν ἀπὸ τὸ Χριστιανισμὸ στὴν εἰδωλολατρία, ὠνομάστηκαν ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη παγανισμός, καὶ οἱ ὀπαδοὶ παγανισταί.
       Ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος, ὅταν δὲν ἀνέχεται τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια, ἐπειδὴ τὸν ἐνοχλεῖ ἡ χριστιανικὴ ἠθική, γίνεται ἄθεος˙ ἕνας μικρονοϊκὸς ὅμως γίνεται παγανιστής, ἂν δὲν γίνῃ μουσουλμάνος, ἐπειδὴ τῆς μικρονοίας του εἶναι νὰ θέλῃ καὶ τὰ μπιχλιμπίδια καὶ τὶς φανφάρες τῆς εἰδωλολατρίας. τοῦ βλάκα τοῦ ἀρέσει νὰ φοράῃ στὸ καπέλλο του καὶ φτερό, κι ἂν εἶναι καὶ παγωνιοῦ, τὸ χαίρεται περισσότερο. εἶπα ὅτι παγανισμὸς ἐν μέρει εἶναι –κι ἐν μέρει συγκρητισμός– καὶ ὁ θαυμασμὸς πρὸς τὰ κατακάθια τῆς εἰδωλολατρίας ἢ τῆς φιλοσοφίας (τῆς λαϊκῆς δηλαδὴ θρησκείας ἢ τῆς ἰδιωτικῆς), ποὺ παρατηρεῖται σὲ ὡρισμένους ‘’Χριστιανοὺς’’ συγγραφεῖς τοῦ παρελθόντος ἢ σημερινούς, εἴτε μόλις διακρινόμενος εἴτε καὶ μανιακῶς ἐκπεφρασμένος.
       Ἔντονο καὶ πρῶτο κροῦσμα παγανισμοῦ ὑπῆρξε ἐκεῖνο τὸ τοῦ Βυζαντινοῦ Γεωργίου Γεμιστοῦ, ποὺ νόμισε ὅτι τὸ Βυζάντιο θὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἂν ἐπιστρέψῃ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ εἰδωλολατρία. αὐτός, ὅταν πῆγε στὴν Ἰταλία ὡς εὐνοούμενος τῶν λατινοφρόνων Παλαιολόγων, γιὰ νὰ συμβάλῃ στὴν ‘’ἕνωσι’’ τῶν παπικῶν μὲ τὴν ἐκκλησία, δηλαδὴ στὴν ὑπαγωγὴ τῆς ἐκκλησίας στοὺς παπικούς, σκέφτηκε ὅτι ἔπρεπε ν̉ ἀναβάλῃ τὶς εἰδωλολατρικὲς ἐπιδόσεις του καὶ νὰ συμπεριφερθῇ ὡς ‘’ὀρθόδοξος’’, ὥστε νὰ κυβερνήσῃ τὴν Ἑλλάδα (ὅπως ἀκριβῶς σκέφτονται καὶ κάνουν σήμερα οἱ παγανισταὶ νεοναζισταὶ τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Καραχαβιάρη, ποὺ ἐσχάτως κορδώθηκαν γιὰ ‘’ὀρθόδοξοι’’, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ψηφοθηρήσῃ καὶ νὰ κυβερνήσῃ τὸ κίνημά τους), μετὰ τὴν ἀποτυχία ὅμως τῆς προσπάθειας ἐκείνης στὴ Φλωρεντία, ἐπανεκδήλωσε τὸν παγανισμό του δριμύτερο, μέχρι ποὺ εἶδε ὅτι ἡ εἰδωλολατρία δὲν ἀνασταίνεται, κι ἔφυγε στὴν Ἰταλία γιὰ πάντα. ἐκεῖ ἀπ̉ αὐτὸν καὶ τοὺς ὁμοδόξους του ἐνισχύθηκε καὶ ὤργασε ὁ ἰταλικὸς παγανισμὸς τῆς λεγομένης ἀναγεννήσεως, ποὺ ἐπιδίωξε κυρίως τὴ σύνταξι πορνογραφικῶν κειμένων καὶ τὸ γυμνὸ στὶς εἰκαστικὲς τέχνες ζωγραφικὴ καὶ γλυπτική, ἐπειδὴ τότε δὲν ὑπῆρχαν πορνογραφικὲς βιντεοκασσέττες καὶ περιοδικά, καὶ δὲν ἔβρισκαν ἄλλον τρόπο ἐκτονώσεως. καὶ ἡ γαλλικὴ ἐπανάστασι μὲ τὸ διαφωτισμό της ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εἰλικρινέστερη ἀθεϊστικὴ ἀπόκλισί της εἶχε καὶ παγανιστικὴ γιὰ τοὺς μικρονοϊκούς˙ καὶ τὸ ναζιστικὸ κίνημα τοῦ Χίτλερ ἐπίσης˙ καὶ τὰ σημερινὰ νεοναζιστικὰ κόμματα καὶ κινήματα, ἰδίως μετὰ τὴν πτῶσι τοῦ ἐπικινδύνου κομμουνισμοῦ ποὺ ἦταν σοβαρότερη καὶ εἰλικρινέστερη ἀπ̉ αὐτοὺς ἀθεΐα, διότι οἱ τύποι αὐτοὶ ἀπαλλάχτηκαν ἀπὸ τὸν τρόμο τους, καὶ τώρα μέσα στὴν ἄνεσί τους σαχλαμαρίζουν. ἂν ξανακινδυνεύσουν, θὰ ξαναφωνάξουν ῾Χριστέ μου!᾽, ἐπειδὴ καὶ γελοῖοι εἶναι καὶ παρὰ τὴ μικρόνοιά τους ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὁ μὲν ὑπαρκτὸς θεὸς τῶν Χριστιανῶν ἐνδέχεται νὰ τοὺς λυπηθῇ καὶ μπορεῖ νὰ τοὺς σώσῃ, οἱ δὲ δικοί τους μὴ ὑπαρκτοὶ ‘’θεοὶ’’ ἀποκλείεται νὰ αἰσθανθοῦν καὶ νὰ καταφέρουν κάτι τέτοιο.
       Ἐπιχειροῦν μάλιστα οἱ τέτοιοι νεοναζισταὶ καὶ νεοειδωλολάτρες τῆς Ἑλλάδος σήμερα νὰ κάνουν καὶ συγκρητιστικὸ θρησκευτικὸ χαρμάνι, γι̉ αὐτὸ καὶ φλυαροῦν ἢ γράφουν ‘’Χριστὸς καὶ Δίας’’ ἢ ‘’Ἰησοῦς Χριστὸς Ἕλληνας ἀπὸ μοιχεία Ἕλληνος στρατιώτου μὲ τὴ μοιχαλίδα μητέρα του’’ ἢ κρεμοῦν τὸν ‘’Ἁη Γιώργη’’ στὸ γραφεῖο τους, ὅταν μάλιστα λέγωνται καὶ Γιώργηδες, κι αὐτὸ φροντίζουν νὰ τὸ ἐπιδεικνύουν ἀπὸ τὰ κανάλια τους, καὶ ἄλλα τέτοια μαϊμουδίσματα καὶ παπαγαλίσματα κάνουν γι̉ αὐτὸ ποὺ τοὺς καίει, καὶ ‘’Ὀρθόδοξοι’’ αὐτονομάζονται (ὑπ̉ ὄψιν ὅτι ‘’Ὀρθόδοξοι’’ αὐτονομάζονται καὶ μιὰ μερίδα προτεσταντῶν στὴν Ἀμερικὴ καὶ μιὰ μερίδα μωαμεθανῶν στὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ οἱ παπικοὶ οὐνῖτες καὶ ἄλλοι ἴσως ποὺ δὲν τοὺς ξέρουμε). τὸ ‘’ὀρθόδοξος’’ ποὺ θὰ πῇ ἁπλῶς ‘’ὀρθογνώμων’’ –καὶ ποιός δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὀρθογνώμονα; – δὲν περιέχει Χριστὸ ποὺ νὰ τοὺς ἐνοχλῇ, καὶ μπορεῖ νὰ δηλωθῇ ὡς ταυτότητα κι ἀπὸ αἱρετικὸ κι ἀπὸ εἰδωλολάτρη κι ἀπὸ ἄθεο. δὲν ἀποκλείεται ὅμως οἱ παγανισταὶ τῆς Ἑλλάδος ν̉ αὐτονομαστοῦν κάποτε καὶ ‘’Χριστιανοί’’, διότι ἔχουν τόση κάψα νὰ κυβερνήσουν καὶ γλίχονται τόσο πολὺ γιὰ τὴν ψῆφο τῶν Χριστιανῶν, ποὺ μπορεῖ νὰ μιμηθοῦν καὶ τοὺς χιλιαστὰς σ̉ αὐτό, οἱ ὁποῖοι, παρ̉ ὅλο ποὺ δὲν δέχονται τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τελευταία αὐτονομάζονται κι αὐτοὶ ‘’Χριστιανοί’’. ὁ εἰδωλολάτρης εἶναι σὰν τὴν πόρνη˙ τώρα λέει ὅτι εἶναι ταίρι αὐτοῦ τοῦ ἀντρὸς καὶ μετὰ δέκα λεπτὰ τοῦ ἄλλου.
       Παγανιστικὰ κατακάθια ἀναζωπυρωμένα εἶναι καὶ τὸ λεγόμενο ‘’Χριστουγεννιάτικο δέντρο’’ τῆς γερμανικῆς δεντρολατρικῆς εἰδωλολατρίας, καὶ ὁ ‘’θεὸς’’ Χρόνος ἢ Ἁη Νικόλας (Σάντα Κλάους) ἢ Ἁη Βασίλης λεγόμενος τῆς σκανδιναβικῆς εἰδωλολατρίας τὸν ὁποῖο ‘’ἀνάστησε’’ ἡ ἀμερικανικὴ ἑταιρία τῆς Ἀτλάντα ‘’Κόκα κόλα’’ κατ̉ ἀρχὴν γιὰ λόγους διαφημιστικοὺς κι ἐν τέλει μᾶς ἔγινε συγκρητιστικὸ σκουπίδι, καὶ ἡ φλόγα τῆς γερμανικῆς εἰδωλολατρίας ποὺ τὸ 1936 ὁ Χίτλερ τὴν ἔκανε ‘’ὀλυμπιακὴ φλόγα’’, καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια σκουπίδια τῆς εἰδωλολατρικῆς μικρονοίας.
       Αὐτὰ γιὰ τὴν εἰδωλολατρία, τὸ συγκρητισμό, καὶ τὸν παγανισμό.
 
                                                                                                                                 Μελέτες 2 (2008)