Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ θὰ εἶχα νὰ πάρω ἀπὸ τὴ Βίβλο καὶ νὰ σχολιάσω πολλά. ἀρκοῦμαι ὅμως σὲ δυὸ κεφάλαια, ἕνα τῆς Γενέσεως (29) κι ἕνα τῆς Βασιλείας Δαυΐδ (Α’ Βα 18), ὅπου ἱστοροῦνται οἱ πρῶτοι ἔρωτες τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Δαυΐδ, χωρὶς νὰ ἐννοῶ ὅτι ἐξαντλῶ τὸ θέμα. σχολιάζω ἀκροθιγῶς μόνο. τὰ δυὸ κεφάλαια ἱστοροῦν τί ἔκαναν ὁ Ἰακὼβ καὶ ὁ Δαυΐδ, γιὰ ν̉ ἀποκτήσουν ὁ ἕνας τὴ Ῥαχὴλ κι ὁ ἄλλος τὴ Μελχόλ, μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν σφοδρὰ ἐρωτευμένοι. εἶναι ἀπὸ τὰ κεφάλαια ἐκεῖνα ποὺ ἀφήνουν ἔκπληκτους τοὺς σημερινοὺς Χριστιανούς. ἄντρες οἱ ὁποῖοι ἔκαναν ʺτρέλλεςʺ ὑψηλοῦ κόστους ἢ καὶ θανάσιμα ἐπικίνδυνες, γιὰ ν’ ἀποκτήσουν τὴν κοπέλλα ποὺ ἀγάπησαν σφοδρά, ὁ θεὸς τοὺς καμαρώνει, ἀκριβῶς ἐκεῖνο τὸν καιρὸ αὐτῆς τῆς ʺτρέλλαςʺ των˙ καμαρώνει τὸν καθένα κάθε φορὰ –διότι ἀπέχουν 800 χρόνια μεταξύ τους– σὰν τὸν ἁγνότερο καὶ ἁγιώτερο ἄντρα τῶν ἡμερῶν του σ’ ὅλη τὴ γῆ, καὶ τοὺς διαλέγει γιὰ προγόνους του, ὅταν θὰ ἐνανθρωπήσῃ, καὶ γιὰ μοναδικοὺς στὸν καιρό τους κρίκους τῆς ἐπιχειρήσεως τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
   Ἡ ἔκπληξί μας, ἀκατανόητη γιὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ βιβλικοῦ κλίματος, ὀφείλεται στὸ ὅτι ἐθιστήκαμε ὀψέ ποτε σὲ ἄλλη νοοτροπία μὴ βιβλική˙ καὶ διαπιστώνουμε ξαφνικὰ ὅτι ὁ θεὸς σκέφτεται ἀρκετὰ διαφορετικὰ ἀπὸ μερικοὺς ʺπατέρεςʺ, σημερινοὺς συμβούλους καὶ ἀθλοθέτες καὶ τιμητὰς τῶν Χριστιανῶν νέων. αὐτοὶ βέβαια, ἂν εἶχαν τὸ θεὸ μπροστά τους, θὰ τὸν ἐπέπλητταν καὶ στὴ συνέχεια θὰ τὸν νουθετοῦσαν αὐστηρά. ἐγὼ ὅμως, ἂν ἤμουν στὴ θέσι τους, θὰ εἶχα πανικοβληθῆ. διότι δὲν ὑπάρχει πιὸ δύσκολη κι ἐπικίνδυνη θέσι ἀπὸ τὸ νὰ διαφωνῇς μὲ τὸ θεὸ καὶ μάλιστα τόσο ἀπότομα. ἡ διαφωνία αὐτὴ ἔχει κάνει στὴ συνείδησι τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ἀσαφῆ τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὸ γάμο καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀνάμεσα στὴ σφοδρὴ καὶ μέχρι θανάτου ἀγάπη ἑνὸς ἀντρὸς γιὰ μιὰ κοπέλλα καὶ στὴν ἐπιρρέπεια πρὸς τὰ σεξουαλικὰ παραπτώματα. ὁ Ἰακὼβ δούλεψε δωρεὰν σὰ δοῦλος 14 χρόνια, ὅπως τοῦ ἔβαλε σὰν ὅρο ὁ ὑποψήφιος πεθερός του, γιὰ νὰ κερδήσῃ τὴ Ῥαχήλ˙ κι ὁ Δαυῒδ σκότωσε στὴ μάχη 100 ἀλλοφύλους μὲ θανάσιμο κίνδυνο, ὅπως τοῦ ἔβαλε πάλι ὅρο ὁ ὑποψήφιος πεθερός του, γιὰ νὰ κερδήσῃ τὴ Μελχόλ. σαρκολάτρες τοῦ θανατᾶ καὶ οἱ δυό τους θὰ χαρακτηρίζονταν ἀπὸ τοὺς ʺπατέρεςʺ μας.
   Ὁ καλὸς θεός, ποὺ φιλοτέχνησε ὅλα τὰ ὡραῖα καὶ προγραμμάτισε τὴ λειτουργία τους καὶ τὴ χρῆσι τους, ἐνῷ μεταξὺ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ ἔδωσε μία ἐπιλογή, ἔπειτα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἐπιλέγουν τὸ καλὸ δίνει δυὸ ἐπιλογές, τὸ καλὸ καὶ τὸ καλλίτερο. καλὸ εἶναι ὁ γάμος καὶ καλλίτερο ἡ παρθενικὴ ἀγαμία. ἀγαπάει καὶ τοὺς δυὸ ποὺ θὰ διαλέξουν ἕνα ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ δύο, καὶ δὲν πιέζει κανέναν νὰ διαλέξῃ τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο. ἄλλωστε σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγκειται καὶ ἡ ὑπέροχη ἀξία τῆς ἐν Χριστῷ ἀγαμίας, στὸ ὅτι ὁ γάμος εἶναι τὸ καλό. γιατί, ἂν ὁ γάμος ἦταν κακό, ἢ ἔστω ἀνεκτὸ κακό, ἡ ἀγαμία θὰ ἦταν τὸ καλό, καὶ ὄχι τὸ καλλίτερο˙ καὶ θὰ ἦταν μικρὸς ὁ ἔπαινος τοῦ ἀγάμου ποὺ δὲν διάλεξε τὸ κακὸ τοῦ γάμου. τώρα ὅμως ὁ ἔπαινός του εἶναι μεγάλος, διότι διάλεξε τὸ καλλίτερο, ἐνῷ θὰ εἶχε τὴν εὔνοια τοῦ θεοῦ, καὶ ἂν διάλεγε τὸ καλὸ τοῦ γάμου. δὲν εἶναι τόσο σπουδαῖος ἔπαινος τὸ νὰ μὴν κάνῃς τὸ κακό˙ σπουδαῖος εἶναι τὸ νὰ μπορῇς νὰ διαλέξῃς τὸ καλό, ἀλλὰ νὰ διαλέγῃς τὸ καλλίτερο.
   Ὁ θεὸς μοιάζει μὲ τὸν καλὸ πατέρα, πού, καθὼς βγαίνει γιὰ τὴν ἀγορά, λέει σὲ δυὸ παιδιά του, τί θέλουν νὰ τοὺς φέρῃ˙ κι ὁ ἕνας γιός του ζητάει ἕνα παιχνίδι, ὁ ἄλλος ἕνα βιβλίο. δὲν ὑπαγόρευσε ὁ πατέρας τί νὰ ζητήσουν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια εὔνοια τοὺς φέρνει ὅ,τι ζήτησε ὁ καθένας. ἔπειτα ὅμως ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει τὸ βιβλίο φθονεῖ ἐκεῖνον ποὺ παίζει τὸ παιχνίδι του, ἐνῷ αὐτὸς ʺδὲν παίζει, ἀλλὰ διαβάζειʺ. κι ἐπειδὴ δὲν γίνεται νὰ τἄχῃ καὶ τὰ δυὸ δικά του, παιχνίδι καὶ βιβλίο, δὲν γίνεται δηλαδὴ νὰ εἶναι κανεὶς καὶ ἄγαμος καὶ ἔγγαμος, ὑποβλέπει φθονερὰ τὸν ἄλλο ποὺ παίζει, καὶ θέλει νὰ τοῦ καταστρέψῃ τὸ παιχνίδι˙ καὶ δαπανᾷ ὅλη τὴν ὥρα του, ὅλη τὴ ζωή του, γιὰ νὰ τοῦ καταστρέψῃ τὸ παιχνίδι, τὸ γάμο του. μποροῦσε κι αὐτὸς νὰ ζητήσῃ παιχνίδι. κανεὶς δὲν τὸν πίεσε νὰ διαλέξῃ βιβλίο. ἐκτὸς ἂν τὸν πίεσε ἡ ἀνθρωπαρέσκειά του νὰ διαλέξῃ τὴν ἀγαμία. καὶ ἀσφαλῶς αὐτὸ τὸν πίεσε. κι ἐννοεῖ τώρα νὰ θλίψῃ τοὺς ἄλλους. νὰ πληρώσουν οἱ ἄλλοι γιὰ τὸ δικό του λάθος. τοῦ εἶναι δὲ ἀβάσταχτη ἡ θεία εὔνοια πρὸς ἐκείνους ποὺ ἀπολαμβάνουν τὰ τοῦ γάμου, τὰ ὁποῖα αὐτὸς θέλει νὰ σπιλώσῃ μὲ κάθε τρόπο. κι ὁ ἀποτελεσματικώτερος τρόπος τῆς σπιλώσεώς των εἶναι νὰ τὰ συγχέῃ καὶ νὰ τὰ ταυτίζῃ μὲ τὰ τῆς πορνείας. ἔχω ἀκούσει ʺἄγαμοʺ νὰ λέῃ˙ ʺὍταν οἱ παντρεμένοι κάνουν τὴν πορνεία τους …ʺ. καὶ τοῦ θεοῦ δὲν τοῦ συγχωρεῖ τὸ ὅτι εὐνοεῖ κι ἐκείνους καὶ χαίρεται μὲ τὴ χαρά τους, τὴν ὁποία αὐτὸς προγραμμάτισε, ἐξωράισε, καὶ γλύκανε.
   Ὑπάρχουν δηλαδὴ πολλοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ μέσα τους λαχταροῦν τὸ καλό, καὶ καλὰ κάνουν βέβαια, ἐν τούτοις πρῶτα μὲν καὶ κυρίως ἀπὸ φθόνο πρὸς τοὺς ἄλλους, ποὺ διαλέγουν τὸ καλλίτερο, καὶ γιὰ νὰ καταφρονήσουν τοὺς ὁμοίους των ὡς κατωτέρους, ἔπειτα δὲ ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, διαλέγουν τὸ καλλίτερο. αὐτοὶ μετὰ τὴν ἐκλογή τους ἐννοοῦν νὰ μείνουν στὴν ἐπιλογή τους μόνο μὲ τὸ φθονερὸ ὅρο οἱ ἄλλοι, ποὺ διάλεξαν τὸ γάμο, νὰ στερηθοῦν ὅ,τι στεροῦνται κι αὐτοί, οἱ ἄγαμοι, ἢ νὰ καταφρονοῦνται οἱ ἔγγαμοι συνεχῶς καὶ νὰ κατακρίνωνται καὶ νὰ ὀνειδίζωνται. αὐτοὶ στεροῦνται˙ γιατί οἱ ἄλλοι ν’ ἀπολαμβάνουν; διότι αὐτοὶ ὄντως στεροῦνται. ἀσφαλῶς ὁ ἀποφασισμένος ἄγαμος, ὁ ἐκ πίστεως, δὲν στερεῖται ποτὲ τὶς ἀπολαύσεις τοῦ γάμου, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν στερεῖται κανεὶς κάτι ποὺ δὲν ἐπιθυμεῖ. δὲν στεροῦμαι λ.χ. ποτὲ τὸ τσιγάρο, ὅταν δὲν ἔχω καπνίσει ποτέ μου καὶ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ καπνίσω. ὁ μὴ ἐκ πίστεως ὅμως, ἀλλ’ ἐκ φθόνου κι ἐξ ἀνθρωπαρεσκείας ἄγαμος, φθονεῖ ἔπειτα ἐνδόμυχα κι ἀνομολόγητα ἐκείνους ποὺ ἀπολαμβάνουν τὰ τοῦ γάμου. δὲν τοὺς ἀνέχεται νὰ τ’ ἀπολαμβάνουν διατηρώντας καὶ τὴν ἴση εὔνοια τοῦ θεοῦ. κι ἐννοεῖ νὰ τοὺς τὰ βγάλῃ ἀπὸ τὴ μύτη. καὶ τοὺς κατακρίνει. καὶ τοὺς παρεμποδίζει. ὁ ὄντως ἄγαμος ἀφ’ ἑνὸς μὲν χαίρεται κι ἀπολαμβάνει τὴν ἀγαμία του ὅσο χαίρονται οἱ ἄλλοι τὸ γάμο τους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ χαίρεται ποὺ χαίρονται κι ἐκεῖνοι μ’ ἐκεῖνο ποὺ διάλεξαν. τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ἄγαμος οὔτε ὁ ἔγγαμος. τὸ πρόβλημα εἶναι ὁ ἐκ φθόνου κι ἐξ ἀνθρωπαρεσκείας ἄγαμος, γιὰ τὴ σφαλερὴ ἐπιλογὴ τοῦ ὁποίου εὐθύνονται ὁπωσδήποτε καὶ κάποιοι κακοὶ παραινέτες, οἱ ὁποῖοι ἔπαθαν πρὶν ἀπ’ αὐτὸν ὅ,τι ἔπαθε κι αὐτὸς ἐξ αἰτίας των.
   Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ προβληματικοὶ κατὰ λάθος ἄγαμοι, κρατώντας στὰ ἐνδόμυχά τους τὸ πρόβλημά τους ἀφανές, γίνονται πρῶτον μὲν πολὺ φαρμακεροὶ τιμηταὶ καὶ θεσμοθέτες, δεύτερον δὲ δημιουργοὶ τῆς νοοτροπίας ἐκείνης, ποὺ δὲν θὰ δικαιολογοῦσε οὔτε τὸν Ἰακὼβ οὔτε τὸν Δαυῒδ γιὰ τὶς ἐρωτικὲς "παλαβομάρες" των τὶς θανάσιμα ἐπικίνδυνες, οὔτε τὸ θεὸ ποὺ τοὺς ἀνέχεται καὶ μάλιστα καὶ τοὺς καμαρώνει! αὐτὸ γι’ αὐτοὺς εἶναι τὸ ἀκατανόητο καὶ τὸ ἀβάσταχτο.
   Ἔχω ἀκούσει κι ἔχω δῆ στὴ ζωή μου πολλά, ἀνάμεσα δὲ σ’ αὐτὰ ἔχω ἀκούσει ἀπὸ "πνευματικοὺς πατέρες" καὶ ν’ ἀπαγορεύουν στοὺς νέους νὰ διαβάζουν τὴν Π. Διαθήκη, "διότι λέει πολλὰ τολμηρά, καὶ εἶναι γιὰ τοὺς νέους βλαβερή"! ἔχω διαβάσει τέτοιες ἀνοησίες καὶ στὴ ῥαββινικὴ γραμματεία (Ταργούμ, Μισνά, Ταλμούδ, Μιδρασίμ, κλπ.)˙ γνῶμες κι ἀποφθέγματα ῥαββίνων οἱ ὁποῖοι ὑπερηφανεύονταν σὰν κοκόρια ποὺ γεννήθηκαν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ μέσα τους βλαστημοῦσαν τὴν ὥρα ποὺ δὲν γεννήθηκαν εἰδωλολάτρες. οἱ ῥαββῖνοι τοῦ ἐξορίστου ἑβδομηκονταμελοῦς Συνεδρίου τῆς Ἰαμνείας, ποὺ κυβέρνησε τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τὴν πρώτη καταστροφὴ τῆς Ἰερουσαλὴμ (70 μ.Χ.) μέχρι τὴ δεύτερη (135), ἤθελαν νὰ πετάξουν ἀπὸ τὴ Βίβλο ἑφτὰ βιβλία της ὡς ψυχοφθόρα˙ τὰ δυὸ ἀπὸ τὰ ἑφτὰ ἦταν ὁ Ἰεζεκιὴλ καὶ τὸ Ἆισμα, ποὺ τὰ χαρακτήριζαν βλαβερὰ γιὰ τὰ ἤθη τῶν νέων, μιὰ ποὺ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι λόγῳ τῆς γεροντικῆς ἡλικίας των, καὶ νἄθελαν, δὲν μποροῦσαν νὰ βλαφτοῦν ἀπὸ τὰ "βλαβερὰ" αὐτὰ βιβλία. ἔκαναν ἠθικὴ τὸ λάγνο φθόνο τους! ἔπειτα ὁ διαβόητος ῥαββῖνος Ἀκιβά, ὁ θεωρούμενος ὡς ὁ μεγαλείτερος ῥαββῖνος ὅλων τῶν ἐποχῶν κι ἐπονομαζόμενος "νέος Μωϋσῆς" καὶ "δεύτερος Μωϋσῆς", ὁ "πνευματικὸς" πατέρας τοῦ Βαρχωχεβά, ἀρχηγοῦ τῆς ἰουδαϊκῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 132-135, ὁ μεγάλος ἐχθρὸς καὶ διώκτης τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, ἀποφάσισε νὰ κρατήσῃ μέσα στὴ Βίβλο τὰ "ἀπόβλητα" βιβλία μὲ τρεῖς ὅρους˙ 1) νὰ λογοκριθοῦν καὶ ψαλιδιστοῦν τὰ κείμενά τους˙ 2) ν’ ἀπαγορευτῇ νὰ τὰ διαβάζουν οἱ κάτω τῶν 30 ἐτῶν˙ καὶ 3) νὰ ἰσχύσῃ γι’ αὐτὰ ἰδιαίτερη ἑρμηνευτικὴ κλείδα, ἡ ὁποία δὲν θὰ ἰσχύῃ γιὰ τ’ ἄλλα βιβλία τῆς Π. Διαθήκης, καὶ ἡ κλείδα δὲν ἦταν ἄλλη ἀπὸ τὴν καββαλιστικὴ ἑρμηνεία, τὴν ὁποία αὐτὸς ἐπέβαλε νὰ λέγεται "ἀλληγορική". ὁ ἴδιος λ.χ. τοὺς δύο μαστοὺς τῆς κοπέλλας τοῦ Ἆισματος τοὺς ἑρμήνευε ὡς "δύο πέτρινες πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές".
   Ὁ ἀκάθαρτος καὶ φαρμακερὸς ῥαββινισμός, ἀφοῦ μὲ τὸν αὐτευνουχισμένο Ὠριγένη πέρασε στὰ κλίματα τῶν Χριστιανῶν – δὲν δέχομαι νὰ πῶ "στὴν ἐκκλησία" – , ἐπανεμφανίστηκε κατὰ καιροὺς καὶ σὰ νεορραββινισμός, ποὺ ἀπαγορεύει τὴν ἀνάγνωσι ἀκόμη κι ὁλόκληρης τῆς Π. Διαθήκης. ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἐφιστᾷ τὴν προσοχὴ στὸ ὅτι οἱ ἀκάθαρτοι αἱρετικοὶ τοῦ νικολαϊτικοῦ τύπου ἀρχίζουν τὸ ψυχοφθόρο ἔργο τους ὄχι ἀπὸ τὴν ἐξώθησι στὴν ἀκαθαρσία τῆς πορνείας, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν παρεμπόδισι τοῦ γάμου (Κλ 2,20 - 21˙ Ἑβ 13,4˙ Α’ Τι 4,1 - 5). εἶναι τὸ κλασσικὸ ἄλλοθι, τὸ πολύχρηστο τέχνασμα τῆς παραπλανήσεως.
  Ἡ Βίβλος ὅμως μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ ἅγιος καὶ πάνσοφος θεὸς δὲν θὰ φιλοτεχνοῦσε οὔτε θὰ ἔθετε σὲ λειτουργία κάτι, τοῦ ὁποίου ἔπειτα θὰ θεωροῦσε ἁμαρτία ἢ ἔστω ἥττημα καὶ τὴν ἀπόλαυσι καὶ τὴ λειτουργία καὶ τὴν ὕπαρξι. ὁ ἁγνὸς ἄνθρωπος, εἴτε τὸ γάμο διάλεξε εἴτε τὴν ἀγαμία, οὔτε ἀπὸ τὴ Βίβλο βλάφτεται ποτὲ οὔτε ἀπὸ τὶς φυσικὲς διαδικασίες τῆς ζωῆς, ἀκόμη κι ὅταν ὡς ἀγρότης – ὁ Ἰακὼβ κι ὁ Δαυῒδ καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἄντρες τῆς πίστεως ἦταν βοσκοί – ὄχι μόνο παρακολουθεῖ ἀπὸ κοντὰ αὐτὲς τὶς λειτουργίες, ἀλλὰ καὶ τὶς φροντίζει νὰ γίνουν μὲ πολλὴ ἐπίδοσι, διότι εἶναι ἀκριβῶς ἡ τίμια δουλειά του (Γε 31,11 - 12), ἀπὸ τὴν ὁποία βγάζει τὸ ψωμί του. θέλω νὰ πῶ ὅτι ὁ βοσκός, ἐργαζόμενος γιὰ τὸ ψωμί του, φροντίζει νὰ γονιμοποιήσουν οἱ τράγοι του καὶ τὰ κριάρια του ὅλες τὶς γίδες καὶ τὶς προβατίνες του, γιὰ νὰ ἔχῃ περισσότερα γιδοπρόβατα, περισσότερη σοδειά. μόνον ἄρρωστοι ψυχικὰ ἄνθρωποι ἐνοχλοῦνται καὶ "φθείρονται" ἀπ’ αὐτὰ τὰ πράγματα, φθαρμένοι ὄντες καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτά. τὸ δὲ γενεσιουργὸ αἴτιο τῆς ψυχικῆς των ἀρρώστιας καὶ στὴ συνέχεια τῆς ἀρρωστημένης καὶ φτιαχτῆς ἠθικῆς των εἶναι κάποια λαθεμένη ἀπόφασί τους ἐκ φθόνου καὶ ἀνθρωπαρεσκείας, ἡ ὁποία δηλητηριάζει ἰσοβίως καὶ τὴ δική τους ζωὴ πρῶτα καὶ τὴ ζωὴ τοῦ περιγύρου τους ἔπειτα. καὶ θέτει βέβαια σὲ θανάσιμο κίνδυνο καὶ τὴ σωτηρία τους.
   Αὐτὰ γιὰ νὰ μὴ μᾶς ξενίζουν μερικὰ κεφάλαια τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
 
 
Μελέτες 8 (2010)