Β' Τι 3, 16· Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ,...
  Μεταφράζω· Κάθε θεόπνευστο βιβλίο εἶναι καὶ ὠφέλιμο γιὰ διδασκαλία, γιὰ ἔλεγχο πορείας, γιὰ ἐπανόρθωσι πορείας, γιὰ ἀγωγὴ ποὺ πρέπει σὲ δικαίους,...
   Αὐτὴ εἶναι ἡ σωστὴ μετάφρασι αὐτοῦ τοῦ χωρίου τοῦ Παύλου, ἡ δὲ ἑρμηνεία του ἄκρως εὐνόητη. οἱ μέχρι τοῦδε ὅμως Ἕλληνες μεταφρασταὶ (Μάξιμος, Βάμβας, Τρεμπέλας, Κολιτσάρας, Ψαρουδάκης, Ἀγουρίδης, Π. Βασιλειάδης, Γαλάνης, Γαλίτης, Καραβιδόπουλος, Στογιάννος, Φόρης, Χιωτέλλη, Σωτηρόπουλος, Καζανάκης, καὶ οἱ προτεστάντες Φίλος, Καραλῆς, Ἰωαννίδης, καὶ οἱ ἀνώνυμοι τῆς προτεσταντικῆς Ἑταιρίας Κοινωνικῆς καὶ Πνευματικῆς Ἀνάπτυξης, καὶ οἱ ἀνώνυμοι χιλιασταὶ) δὲν κατάλαβαν τὸ ἁπλούστατο αὐτὸ χωρίο. ἔχουν ὅλοι τους τὴ μετάφρασι τοῦ πρώτου, τοῦ Μαξίμου, ὁ καθένας μὲ δικά του λόγια, ὅτι “Ὅλη ἡ Γραφὴ εἶναι θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος εἰς διδασκαλίαν, εἰς ἔλεγχον, εἰς διόρθωσιν, εἰς παίδευσιν,...”· ὄχι ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅλοι τὸ Μάξιμο, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἔχουν τὴν ἴδια μ᾿ ἐκεῖνον προτεσταντικὴ ἐξάρτησι. λὲν ἀρλοῦμπες, ἐπειδὴ δὲν κατάλαβαν ὅτι τὸ θεόπνευστος εἶναι ἐπιθετικὸς προσδιορισμός, ἐνῷ τὸ ὠφέλιμος εἶναι κατηγορούμενο, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν κατάλαβαν οὔτε καὶ σὲ ποιά θέσι πρέπει νὰ ἐννοήσουν τὸ ἐννοούμενο ἐστίν˙ ὅτι δηλαδὴ πρέπει νὰ τὸ ἐννοήσουν ἀνάμεσα στὸ θεόπνευστος καὶ στὸ ὠφέλιμος, καὶ ὄχι πρὶν κι ἀπὸ τὰ δύο. ὅτι ὁ Παῦλος ἐννοεῖ πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος (ἔστι) καὶ ὠφέλιμος..., “κάθε θεόπνευστη γραφὴ εἶναι καὶ ὠφέλιμη...”. δὲν εἶναι δηλαδὴ ζήτημα ἀρχαιομαθείας, ἀλλ᾿ ἁπλῆς γλωσσικῆς λογικῆς, κοινῆς νοημοσύνης. διότι τὸ χωρίο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἐξ ἴσου ἀκατανόητο γι᾿ αὐτοὺς καὶ στὴ νεοελληνική του διατύπωσι “κάθε γραφὴ θεόπνευστη καὶ ὠφέλιμη...”, δηλαδὴ “κάθε βιβλίο θεόπνευστο εἶναι καὶ ὠφέλιμο...”. δὲν καταλαβαίνουν δὲ καὶ τὰ ἑξῆς ἐξ ἴσου ἁπλᾶ· ὅτι τὸ χωρὶς ἄρθρο πᾶσα γραφὴ σημαίνει “κάθε γραφή”, “κάθε βιβλίο”, καὶ ὄχι “ὅλη ἡ Γραφὴ” ὅπως θὰ σήμαινε τὸ ἔναρθρο πᾶσα ἡ γραφή· στὴν πρώτη περίπτωσι ὁ προσδιορισμὸς πᾶσα εἶναι ἐπιθετικός, στὴ δεύτερη θὰ ἦταν κατηγορηματικός· ὅτι ὁ Παῦλος καὶ γενικὰ οἱ νοήμονες θεόπνευστοι συντάκτες τῆς Βίβλου δὲν θὰ ἔλεγαν ποτὲ ὅτι “Ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι θεόπνευστη”, γιατὶ αὐτὸ εἶναι τὸ αὐτονόητο καὶ τὸ ἁπλῶς προϋποτιθέμενο, κι ὅποιος τὸ πῇ εἶναι σὰ νὰ λέῃ ὅτι “Ὁ θεὸς εἶναι καλὸς καὶ δὲν εἶναι κακός”, ἢ “Ὅλος ὁ θεὸς εἶναι καλὸς κλπ.”· δὲν λένε ποτὲ τέτοιες ἀρλοῦμπες οἱ βιβλικοὶ συγγραφεῖς· ὅτι τὸ πρὸς ἔλεγχον δὲν σημαίνει “γιὰ νὰ κάνῃ κανεὶς ἐλεγκτικὸ κήρυγμα”, ἀλλ᾿ αὐτὸ ποὺ λέμε ἀλλιῶς “γιὰ κοντρόλ”· ὅτι τὸ πρὸς ἐπανόρθωσιν δὲν σημαίνει “γιὰ νὰ διορθωνόμαστε” ἢ “γιὰ νὰ διορθώνουμε τοὺς ἄλλους”, ἀλλὰ “γιὰ ἐπανόρθωσι πορείας”, “γιὰ συνεχὲς πιλοτάρισμα”· ὅτι τὸ πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ σημαίνει “γιὰ ἀγωγὴ ποὺ ταιριάζει σὲ δικαίους”, “γιὰ χριστιανικὴ ἀγωγή”, κι ὄχι ἐκεῖνα τὰ μικρονοϊκὰ ποὺ ἐννοοῦν καὶ λὲν οἱ μεταφρασταί. ἀλλ᾿ αὐτὰ εἶναι τὰ δεύτερα λάθη τους· τὸ κύριο εἶναι τὸ πρῶτο.
   Ἀκόμη κι ὁ Βέλλας μὲ τοὺς κομπάρσους του (Εὐ. Ἀντωνιάδης, Ἀλιβιζᾶτος, Κονιδάρης) δὲν πολυκαταλαβαίνει τὴ σωστὴ μετάφρασι, ποὺ ἔχει, γιατὶ ἔχει διαζευκτικῶς καὶ τὴ σωστὴ καὶ τὴ λαθεμένη ποὺ ἔχουν οἱ ἄλλοι, καὶ δὲν ἀποφασίζει ὁριστικὰ ποιά ἀπὸ τὶς δυὸ εἶναι ἡ μόνη σωστή. κι αὐτὸ τοῦ συμβαίνει, ἐπειδὴ τὴ σωστὴ δὲν τὴ γνωρίζει ἔχοντας προσπελάσει τὸ πρωτότυπο ἑλληνικὸ κείμενο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ἀρχαίας του ἑλληνικῆς γλώσσης, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ εἶδε καὶ τὶς δυὸ μεταφράσεις σὲ ξένες μεταφράσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐξαρτῶνται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ὅλοι ἀνεξαιρέτως, καὶ δὲν ξέρει ποιές ἔχουν τὸ σωστό. διότι ἡ γερμανικὴ καὶ ἡ ἰταλικὴ ἔχουν τὸ σωστό, ἐνῷ ἡ γαλλικὴ ἡ ἱσπανικὴ καὶ ἡ ἀγγλικὴ ἔχουν τὸ λάθος. καὶ οἱ ἄλλοι πλὴν τοῦ Βέλλα ἐξαρτῶνται μόνον ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ μετάφρασι, μόνος δὲ ὁ Βέλλας κι ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ κι ἀπὸ τὴ γερμανική. ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης τοῦ πρωτοτύπου δὲν τὸ προσπελάζει τὸ χωρίο κανείς τους, οὔτε τὴ Βίβλο γενικῶς. ἐννοεῖται δὲ ὅτι οἱ Ἕλληνες μεταφρασταὶ καὶ ἀντιγράφονται μεταξύ τους. ὁ Βέλλας εἶναι ἐρευνητικώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ ἀνέτρεξε καὶ σὲ δεύτερο τυφλοσύρτη, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ νοημονέστερος οὔτε ἑλληνομαθέστερος. ἄλλωστε, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, εἰδικὰ αὐτὸ τὸ χωρίο δὲν χρειάζεται τόσο ἔρευνα κι ἀρχαιομάθεια ὅσο ἁπλῆ νοημοσύνη. εἶναι πολὺ ἁπλό. ἐδῶ ὁ γενικὸς πνιγμὸς ἔγινε μόνο σὲ μιὰ κουταλιὰ νερό. οἱ Ἕλληνες μεταφρασταί, ὀρθόδοξοι κι αἱρετικοί, δείχνουν ὅλοι τους περιωρισμένη ἀντίληψι. ἀκόμη κι ὅταν βλέπουν ἕτοιμο τὸ σωστὸ ἀνάμεσα στὰ λαθεμένα, δὲν τὸ πιάνουν, δὲν μποροῦν κἂν νὰ τὸ ξεχωρίσουν. ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας δεύτερος λόγος, ποὺ δὲν καταλαβαίνουν εἰδικὰ αὐτὸ τὸ τόσο εὐνόητο χωρίο ἢ κι ἄλλα πολλὰ ἐξ ἴσου εὐνόητα· δὲν τὸ ἀγαποῦν αὐτὸ τὸ κείμενο· δὲν τὸ σέβονται. δὲν τὸ ἀγαποῦν ὅσο ἀγαποῦν λ.χ. οἱ φιλόλογοι τὰ μικρότερας ἀξίας κείμενά τους. σ᾿ αὐτὸ ὀφείλεται ἡ τσαπατσουλιά τους, ποὺ δὲν τὴν ἐννοῶ μόνο γιὰ τὸ μεταφραστικό τους ἔργο, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλη τὴν ἀπασχόλησί τους ἢ μᾶλλον ἀνάμιξί τους στὴν ἐπιστήμη τῶν Ἱερῶν Γραμμάτων.
 
Μελέτες 10 (2010)