Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας τοῦ ἀνατολικοῦ Ῥωμαϊκοῦ κράτους, τοῦ λεγομένου σήμερα καὶ Βυζαντινοῦ, Λέων Α’ (457 - 474) ἀναγόρευσε συναυτοκράτορά του τὸν νήπιο ἔγγονό του Λέοντα Β’ ( 470), καθὼς στὴν Κωνσταντινούπολι ἑώρταζαν τὸ γεγονὸς μὲ ἱππικοὺς ἀγῶνες, ἀκριβῶς στὶς 12 ἡ ὥρα τὸ μεσημέρι (ὥρᾳ ἕκτῃ τῆς ἡμέρας ), ἐμφανίστηκαν ξαφνικὰ στὸν οὐρανὸ πύρινα σύννεφα. οἱ κόκκινες φλόγες κάλυψαν τὸν ἥλιο κι ὅλο τὸν οὐρανό, κι ἐνῷ τὰ σύννεφα ἦταν πύρινα, σκότος βαθὺ καὶ κατάμαυρο, χωρὶς οὔτε ἁμυδρὴ ἀκτῖνα φωτός, σκέπασε ὅλη τὴν πόλι, καὶ μᾶλλον καὶ τὴν παραπέρα ὕπαιθρο. κι ἄρχισε νὰ βρέχῃ πῦρ ἢ κατ’ ἄλλους ἐν εἴδει νιφετοῦ ὕσθη κόνις (=ἔπεσε δίκην βροχῆς σκόνη σὲ μορφὴ νιφάδων χιονιοῦ), σκόνη φλογόχρωμη. καὶ ὅλοι ἔτρεμον ἀπὸ τὸ φόβο τους. καὶ ὅλοι οἱ κληρικοὶ κι οἱ λαϊκοί, προεξάρχοντος προφανῶς καὶ τοῦ παρόντος στὴν αὐτοκρατορικὴ στέψι πατριάρχου, ἄρχισαν νὰ λιτανεύωσι τὸ θεὸ τρέμοντας πανικόβλητοι.
      Πρέπει νὰ φοβήθηκε κι ὁ γενναῖος αὐτοκράτορας Λέων, ἕνας ἰδιαίτερα σκληραγωγημένος καὶ ἱκανὸς στρατηγός, πιστὸς στὸν προηγούμενο γέρο καὶ ἄτεκνο αὐτοκράτορα Μαρκιανό, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἄφησε διάδοχό του. ὁ Λέων κι ὡς αὐτοκράτορας, ποὺ βασίλευσε πάνω ἀπὸ 17 χρόνια, ἦταν πανίσχυρος καὶ διώρισε αὐτοκράτορα στὴ Ῥώμη καὶ στὸ δυτικὸ Ῥωμαϊκὸ κράτος τὸν ἕνα γαμπρό του, ἐνῷ τὸν ἄλλο γαμπρό του, τὸν μετέπειτα αὐτοκράτορα Ζήνωνα, τὸν εἶχε στρατηγό του. ὁ Λέων ἦταν πολὺ ὀρθόδοξος, ἐνῷ ὁ γαμπρός του Ζήνων ἦταν κρυφὸς μονοφυσίτης, κι ὁ Λέων τὸ ἤξερε. γι’ αὐτὸ ἔχρισε συναυτοκράτορά του ὄχι τὸ γαμπρό του, ἀλλὰ τὸ γιὸ τοῦ γαμπροῦ του, τὸν ἔγγονό του Λέοντα Β’. πάππος καὶ ἔγγονος ἦταν συναυτοκράτορες λίγα χρόνια, κι ἔπειτα ὁ Λέων Α’ πέθανε. ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ψηλὸς καὶ ξερακιανός, πετσὶ καὶ κόκκαλο. καὶ πέθανε βαριὰ ἄρρωστος μὲ πόνους στὴν κοιλιά. λίγον καιρὸ μετὰ τὸν πάππο πέθανε κι ὁ ἔγγονος αὐτοκράτορας, νήπιος ἀκόμη. λίγο πρὶν πεθάνῃ τὸ παιδάκι, ἔστεψε συναυτοκράτορά του τὸν πατέρα του, φορώντας του τὸ στέμμα μὲ τὰ ἴδια του τὰ χεράκια. κι ἀμέσως μετὰ ἀρρώστησε βαριὰ καὶ πέθανε. ὁ πατέρας του Ζήνων βασίλευσε πάνω ἀπὸ 17 χρόνια (474 - 491), καὶ παρ’ ὅλο ποὺ γιὰ ἕνα χρόνο τὸν ἀνέτρεψε κάποιος σφετεριστὴς τοῦ θρόνου (475 - 6), αὐτὸς κατώρθωσε νὰ ξαναπάρῃ τὸ θρόνο. ὡς αὐτοκράτορας ἐκδηλώθηκε κι ὡς φανατικὸς μονοφυσίτης˙ δίωξε ἄγρια τοὺς ὀρθοδόξους, καὶ εἶχε εὐνοούμενό του τὸν Ἀλεξανδρινὸ ἱερέα Πέτρο Κναφέα, σκληρὸ μονοφυσίτη, τὸν ἱδρυτὴ τοῦ μέχρι σήμερα τελουμένου Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ ἐκμονοφυσιτίσῃ ὅλη τὴν ἐκκλησία καὶ μὲ τοὺς νεωτερισμούς του ἀναστάτωσε ὅλη τὴν ὀρθοδοξία. ἡ κατακραυγὴ τῶν διωκομένων ὀρθοδόξων ἦταν τόση, ποὺ ὁ Ζήνων, παρ’ ὅλο ποὺ τὸν προώριζε γιὰ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, δὲν μπόρεσε νὰ τὸν κάνῃ. τὸν ἔκανε ὅμως πατριάρχη Ἀντιοχείας γιὰ πέντε διακεκομμένα χρόνια ( 465 - 6˙ 474 - 5˙ 475). αὐτὸς ὁ Πέτρος ὁ Κναφεὺς ἦταν ὁ δάσκαλος τοῦ μεγάλου μονοφυσίτου Σεβήρου Ἀντιοχείας. αὐτοκράτορας καὶ πατριάρχης ἐπὶ 18 χρόνια προσπάθησαν πολὺ νὰ ἐκμονοφυσιτίσουν τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφεραν.
      Ἐκείνη λοιπὸν τὴν ἡμέρα, ποὺ ὁ πάππος Λέων Α’ ἔστεψε συναυτοκράτορά του τὸν νήπιο ἔγγονό του Λέοντα Β’, ἔγινε πάνδημη λιτανεία γιὰ τὴ φλογόχρωμη σκόνη ποὺ ἔπεσε ξαφνικά, καὶ ὅλοι τρομοκρατήθηκαν, καὶ κανένας δὲν σκέφτηκε γιατί, ἀφοῦ τὰ σύννεφα ἦταν πύρινα, μαῦρο πηχτὸ σκοτάδι κάλυψε ὅλη τὴν πόλι. κι ὅλοι ἔψαλλαν τρέμοντας καὶ παρακαλώντας τὸ θεὸ νὰ τοὺς λυπηθῇ. καὶ ἡ πύρινη σκόνη συσσωρεύτηκε στὶς στέγες τῶν σπιτιῶν σὲ πάχος τεσσάρων δακτύλων (ὕψους παλαιστῆς). ἡ κρύα φλογόχρωμη σκόνη ἑρμηνεύτηκε ἀπ’ ὅλους ὡς σβησμένη φωτιά, τὴν ὁποία ὁ θεὸς ἔσβησε καὶ τὴν ἔκανε ἀκίνδυνη, εἰσακούοντας τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐλιτάνευον, καὶ ἐλεώντας αὐτούς. (Θεοφάνης, Χρον., Α.Μ. 5966 PG 108,300ab. Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψ. Ἱστορ., PG 121,668c).
      Καὶ σήμερα κάθε δυὸ ἢ τρία χρόνια, μερικὲς φορὲς καὶ κάθε χρόνο ὁ ἀφρικανικὸς νότιος ἄνεμος σηκώνει ἀπὸ τὴ Σαχάρα χιλιάδες τόνων κοκκινωπῆς ἄμμου, ποὺ εἶναι ἀσβεστολιθικὴ κι ἐλαφριὰ σὰ στάχτη καὶ σὰν τσιμεντόσκονη, καὶ ὄχι χαλαζιακὴ καὶ βαρειὰ σὰν τὴ δική μας ἄμμο, καὶ τὴ φέρνει στὴν Εὐρώπη (φτάνει μέχρι τὴ Γερμανία, κι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα εἶναι συχνότερη), καὶ τὴ ῥίχνει ἄλλοτε μαζὶ μὲ βροχή, κοκκινωπὴ σὰν αἷμα, κι ἄλλοτε χωρὶς βροχή, ξηρὴ σκόνη σὰν κόκκινη στάχτη. σήμερα ὅλοι ξέρουν τί ἀκριβῶς εἶναι, τὰ μετεωρολογικὰ δελτία προλέγουν τὴν πτῶσι της, κανεὶς δὲν φοβᾶται, καὶ λιτανεῑες δὲν γίνονται. κι ἀλήθεια τότε ποὺ γίνονταν λιτανεῖες, ἐπειδὴ ἔτρεμαν ἀπὸ φόβο μήπως ὁ θεὸς τοὺς κάψῃ, σὰν τὰ Σόδομα, γιατί πίστευαν ὅτι γιὰ ἔργα ποὺ προκαλοῦσαν ″πῦρ ἐξ οὐρανοῦ″ θὰ ξεπλύνονταν μὲ μιὰ λιτανεία; καὶ σήμερα γιατί αὐτὸς ὁ φόβος τῆς ἀμαθείας ὁ τόσο πρωτόγονα γελοῖος ἀποτελεῖ γιὰ μερικοὺς στοιχεῖο τῆς ″ ἱερᾶς παραδόσεως″; γιατί κανεὶς δὲν προσέχει ὅτι φυσικὰ φαινόμενα, ποὺ προκαλοῦν καταστροφές, σεισμὸς ἡφαίστειο κεραυνὸς τσουνάμι τρικυμία ἢ σὰν αὐτὴ τὴν κόκκινη ἄμμο, οὐδέποτε στὴ Βίβλο ἀπειλοῦνται ὡς τιμωρίες γι’ ἁμαρτήματα κι ἐκδηλώματα θείας ὀργῆς; γιατί καὶ μερικοὶ ἱεροκήρυκες, μελετηταὶ τῆς Βίβλου ὑποτίθεται, δὲν ἐννοοῦν νὰ μάθουν ὅτι αὐτὰ μόνο σὲ εἰδωλολατρικὰ θρησκεύματα θεωροῦνται ὀργὴ θεοῦ (μῆνις θεοῦ, θεομηνία), καὶ γι’ αὐτὸ αὐτοὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν ὡς ἀπειλὲς τιμωρίας γι’ ἁμαρτήματα; γιατί ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴ Βίβλο καὶ γίνονται τόσο γελοῖοι;
Μελέτες 3 (2008)