1
 
Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Βαρδιάνος στὰ σπόρκα (1893).
 
      Ἡ ὑπόθεσι τοῦ μικροῦ μυθιστορήματος (νουβέλας) εἶναι κλεμμένη ἀπὸ τὸ μικρὸ μυθιστόρημα (νουβέλα) τοῦ Ἰουλίου Βὲρν (1828-1905) «Στὴν κόλασι τοῦ ἐμφυλίου πολέμου». ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν στὸ ἐπάγγελμα μεταφραστὴς ἀπὸ τ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικὰ σὲ διάφορες ἐφημερίδες. τὴν ὑπόθεσι τοῦ μυθιστορήματος τοῦ Βὲρν α) τὴ γύρισε ἀνάποδα, βάζοντας τὴν ἀρχὴ στὸ τέλος καὶ τὸ τέλος στὴν ἀρχή, καὶ β) τὴ μετέστρεψε, κάνοντας τ ἀντρικὰ πρόσωπα γυναικεῖα καὶ τὰ γυναικεῖα ἀντρικά. αὐτὸ τὸ ἀνακάλυψα τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1981 διαβάζοντας τὸν Ἰούλιο Βὲρν πάνω σ ἕνα τραῖνο ἀπὸ Θεσσαλονίκη πρὸς Ἀθήνα.
      Δεκαεννιὰ χρόνια πιὸ μπροστά, τὸ 1962, εἶχα μελετήσει τὸ Βαρδιάνο στὰ σπόρκα τοῦ Παπαδιαμάντη ὡς τριτοετὴς φοιτητὴς τῆς φιλολογίας, διότι τὸν διδασκόμουν ἀπὸ τὸν καθηγητή μου Λίνο Πολίτη. τότε, ὡς φοιτητής, καθὼς ὅλοι, καθηγητὴς καὶ φοιτηταί, ἀπορούσαμε γιατί ὁ Παπαδιαμάντης χώρισε τὸ μυθιστόρημά του σὲ κεφάλαια κόβοντάς τα στὰ πιὸ ἀκατάλληλα σημεῖα τοῦ κειμένου καὶ διακόπτοντας στὴ μέση ἀκόμη καὶ συναρπαστικοὺς διαλόγους, σὲ μιὰ στιγμὴ κατάλαβα καὶ εἶπα στὸν καθηγητὴ καὶ στοὺς συμφοιτητάς μου˙ «Δὲν εἶναι κεφάλαια, ἀλλὰ συνέχειες στὰ φύλλα τῆς ἐφημερίδος, στὴν ὁποία πρωτοδημοσιεύτηκε˙ ὁ διευθυντὴς τῆς ἐφημερίδος ἐπίτηδες διέκοπτε τὴ συνέχεια σὲ τέτοια σημεῖα, γιὰ ν αὐξάνῃ τὴν ἀγωνία τῶν ἀναγνωστῶν καὶ νὰ πουλάῃ φύλλα». ὁ Πολίτης θαύμασε, καί, καθὼς τὴν ἄλλη ἡμέρα ἔφυγε γιὰ λίγες μέρες στὴν Ἀθήνα, πῆγε στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη, βρῆκε τὰ σχετικὰ φύλλα τῆς ἐφημερίδος, καὶ διαπίστωσε ὅτι εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι. ὅταν ἐπέστρεψε μ̉ ἐπῄνεσε πολὺ μπροστὰ στοὺς συμφοιτητάς μου, καὶ μοῦ ἀνέθεσε ὡς ἐργασία νὰ χωρίσω τὸ μυθιστόρημα σὲ κεφάλαια ἐγὼ «ὡς ὁ ἁρμόδιος». καὶ χρησιμοποιοῦσε ἔκτοτε τὴ διαίρεσί μου, καὶ κάποτε ἀργότερα μοῦ ζήτησε τὴν ἄδειά μου νὰ δημοσιεύσῃ τὸ Βαρδιάνο (ἐκδόσεις «Γαλαξία», 1968) μὲ τὴ δική μου διαίρεσι˙ ἦταν ταπεινόφρων καὶ πολὺ εὐγενής.
      Ὅταν μετὰ 19 χρόνια ἀνακάλυψα τὴν κλοπὴ ἀπὸ τὸν Ἰούλιο Βέρν, καὶ τὴν ἀνακοίνωσα στὸν Πολίτη μὲ γράμμα, ἔμεινε κατάπληκτος, καὶ μοῦ ἐξέφρασε τὸ θαυμασμό του πρῶτα μὲ τηλεγράφημα κι ἔπειτα μὲ τὸ ἀκόλουθο γράμμα του.
 
Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Λ. Πολίτου
Αθήνα, 8 Μαρτίου 1981
 
Αγαπητέ κύριε Σιαμάκη,
      Πολύ σας ευχαριστώ για το γράμμα σας. Φαίνεται πως το έχει η τύχη σας να κάνετε πάντα ωραίες ανακαλύψεις σχετικά με τον «Βαρδιάνο στα σπόρκα». θυμούμαι όταν διδάσκαμε στο φροντιστήριο το έργο αυτό του Παπαδιαμάντη, εσείς ήσαστε που επισημάνατε πως ο χωρισμός με τους αστερίσκους στις προηγούμενες εκδόσεις δεν ήταν οργανικές τομές του διηγήματος, αλλά απλούστατα ο τυχαίος χωρισμός στα φύλλα της εφημερίδας όπου πρωτοδημοσιεύτηκε. Και τώρα κάνετε την πολύ σημαντική αυτή ανακάλυψη για το πρότυπο από όπου πήρε ο Παπαδιαμάντης την υπόθεση και άλλες λεπτομέρειες, ένα μυθιστόρημα του Ιουλίου Βέρν! Και εγώ δεν ασχολούμαι πια με τον Παπαδιαμάντη και δε μου μένει και καιρός. Το ωραίο-σας εύρημα θα το ανακοινώσω στον κ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλο, που ασχολείται ειδικά με τον Παπαδιαμάντη και έχει δημοσιεύσει ήδη αρκετές καλές μελέτες˙ ετοιμάζει μάλιστα έναν τόμο με μελετήματα σχετικά με τον Παπαδιαμάντη που θα εκδοθεί από το «Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο». Δεν νομίζω πως θα έχετε αντίρρηση, αφού μου γράφετε πως δεν ενδιαφέρεστε, γιατί τα δικά-σας ενδιαφέροντα είναι άλλα. Θα πω βέβαια του κ. Τριανταφυλλόπουλου να μνημονεύσει πως εσείς εξακριβώσατε το πράγμα (αν και δεν χρειάζεται να του το πω, γιατί είναι αυτονόητο).
 
Σας ευχαριστώ και άλλη μια φορά
 
Με φιλικούς χαιρετισμούς
και πολλές ευχαριστίες
Λ. Ν. Πολίτης
 

 

 

2
 
Ἀλ. Παπαδιαμάντη κλοπιμαῖα ἀδήλου προελεύσεως.
 
      Στὸ μυθιστόρημά του «Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν» (1882) ἔχει ἢ τὴν ὅλη ὑπόθεσι ἢ τὸν ἐντυπωσιακὸ τίτλο κλεμμένα ἀπὸ κάποιον ξένο συγγραφέα. ὁ ξένος πῆρε τὴν ἔκφρασι ἔμποροι τῶν ἐθνῶν, εἴτε παραπέμποντας στὴΒίβλο εἴτε κλέβοντας ἀπ΄ αὐτή, ἀπὸ τὸν προφήτη Ἰεζεκιήλ (Ἰζ 27,36˙ βλ. καὶ τοὺς στίχους 12˙ 15˙ 17˙ 18˙ 20˙ 21˙ 22˙ 23˙ 25˙ καὶ ὅλο τὸ κεφάλαιο). δὲν γνωρίζω ἂν ὁ ξένος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔκλεψε ὁ Παπαδιαμάντης, ἤξερε ὅτι ἡ φράσι εἶναι βιβλική, ἢ ἂν τὴν εἶχε κλέψει κι ἐκεῖνος ἀπὸ ἄλλον, ἀλλὰ πάντως ὁ πρῶτος χρήστης τὴν ἤξερε ὡς βιβλική. ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δὲν ἤξερε τὴ βιβλικὴ προέλευσι τῆς φράσεως, διότι δὲν ἔχει γι αὐτὸ οὔτε ὑπαινιγμό. κι ἀπ᾽ αὐτὸ φαίνεται ἡ κλοπή του.
      Στὸ διήγημά του «Ἰατρεῖα τῆς Βαβυλῶνος» (1907) κλέβει πάλι τὴν ἔκφρασι αὐτὴ ἀπὸ κάποιον ἄλλο, Ἕλληνα ἢ ξένο, διότι ἡ φράσι εἶναι βιβλική, ἀλλ αὐτὸς δὲν τὴν παίρνει ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο κείμενο τῶν Ἑβδομήκοντα, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ τὴ βρῇ. καὶ δὲν μπόρεσε νὰ τὴ βρῇ, ἐπειδὴ κατὰ τοὺς Ο’ βρίσκεται στὸν Ἰερεμία 28,9, ὅπου λέγεται Ἰατρεύσαμεν τὴν Βαβυλῶνα, καὶ οὐκ ἰάθη, ἀλλὰ στὸ μασοριτικὸ ἰουδαϊκὸ κείμενο καὶ στὶς νεώτερες εὐρωπαϊκὲς μεταφράσεις του βρίσκεται στὸ Ἰε 51,9˙ κι ἀπὸ μιὰ ξένη προτεσταντικὴ μετάφρασι ἢ ἀπὸ κάποιο ἄλλο ξενόγλωσσο δημοσίευμα τὸ μετέφρασε ὡς Ἐθεραπεύσαμεν τὴν Βαβυλῶνα, καὶ οὐκ ἰάθη. προσπάθησε μεταφράζοντας νὰ ἐπαναφέρῃ τὸ ἀρχικό, ἀλλὰ δὲν τὸ πέτυχε. ἐξ ἄλλου δὲν γνωρίζει καὶ τὸ φραστικῶς παράλληλο καὶ διαφωτιστικὸ χωρίο πάλι τοῦ Ἰερεμίου 31,2 ὅπου φαίνεται τὸ οὐσιαστικὸ τὸ παράγωγο τοῦ σχετικοῦ ῥήματος μὲ σαφὲς τὸ γένος του˙ Οὐκ ἔστιν ἰατρεία (τῇ) Μωάβ˙ «δὲν ὑπάρχει γιατρειά …». αὐτὸ ποὺ λέω φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης γράφει μὲ περισπωμένη ἰατρεῖα τῆς Βαβυλῶνος, δηλαδὴ τὰ ἰατρεῖα, καὶ ὄχι μὲ ὀξεῖα ἡ ἰατρεία (=ἡ γιατρειά). διασώθηκε μάλιστα καὶ τὸ χειρόγραφο αὐτοῦ τοῦ διηγήματος, καὶ ἡ φωτογραφία του μὲ τὴ λέξι ἰατρεῖα περισπωμένη δημοσιεύεται στὴν ἔκδοσι Ν. Δ. Τριανταφυλλοπούλου (τ. 5, σ. 561). πιθανῶς ὁ πρῶτος χρήστης τῆς φράσεως εἶχε τὴν ἐπίμαχη λέξι σὲ τίτλο μὲ κεφαλαῖα ΙΑΤΡΕΙΑ, καὶ δὲν φαινόταν ὁ τόνος καὶ τὸ γένος της, κι αὐτὸ παραπλάνησε τὸν Παπαδιαμάντη, ὅταν τὴν ξεσήκωσε.
      Ὑποθέτω ὅτι στὸ ὅλο ἔργο του ἔχει πολλὰ κλεμμένα ἀπὸ ξένους. χωρὶς καμμία ἔρευνα, βρῆκα τρία κλοπιμαῖα. διότι ἀπὸ 22 ἐτῶν ποὺ πῆρα τὸ πτυχίο μου, δὲν ξανασχολήθηκα μὲ τὴ λογοτεχνία παρὰ σπανίως, ὅπως ὅταν διάβασα τὸ μυθιστόρημα τοῦ Βὲρν στὸ τραῖνο. πρὶν ἀνεβῶ στὸ τραῖνο, ἀγόρασα τὸ βιβλίο γι ἀπασχόλησι κατὰ τὶς νυχτερινὲς ὧρες στὸ δρόμο. θέλω νὰ πῶ ὅτι μιὰ σοβαρὴ ἔρευνα ἀπὸ εἰδικοὺς θ ἀποφέρῃ πολλὰ συμπεράσματα.
 
 
 
3
 
Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ἡ φόνισσα (1903).
 
      Μὲ τὴ νουβέλα του αὐτὴ δὲν στρέφεται κατὰ τῆς τεκνογονίας, τὴν ἀποφυγὴ τῆς ὁποίας στιγματίζει στὸ διήγημά του «Ἰατρεῖα τῆς Βαβυλῶνος» (1907), ἀλλὰ κατὰ τῆς θηλυγονίας. «Τὰ κορίτσια θέλουν προῖκα κι ἀποκατάστασι, γι αὐτὸ θέλουν πνίξιμο», εἶναι ἡ περίληψί της˙ καὶ «πιθανῶς ὁ θεὸς ἀνέχθηκε τὴ φόνισσα, ποὺ ἔπνιξε πολλὰ νήπια κορίτσια, γιὰ ν ἀπαλλάξῃ τοὺς γονεῖς ἀπὸ τὸ βάσανο τῆς προίκας, καὶ στὸ τέλος αὐτοκτόνησε», εἶναι ὁ ἐπίλογος καὶ τὸ ἀπαρρησίαστο συμπέρασμά του καὶ μήνυμά του. ἡ νουβέλα εἶναι ἔκφρασι ἀνομολογήτων ἀδελφοκτόνων προσωπικῶν του πόθων. ὁ Παπαδιαμάντης, ὑψηλόμισθος ἐπὶ 15 περίπου χρόνια, ἀλλ ἐγωκεντρικὸς καὶ σπάταλος ἀλκοολικός, χωρὶς κανένα κουμάντο καμμιὰ οἰκονομία καὶ καμμιὰ βοήθεια στὸ γέρο καὶ φτωχὸ πατέρα του, ποὺ τὸν ἔτρεφε μέχρι τὰ 32 του χρόνια, μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του αἰσθανόταν τὶς τρεῖς ἀπὸ φτώχεια ἀνύπαντρες ἀδερφές του σὰν ἀσήκωτο καὶ πολὺ ὀχληρὸ βάρος καὶ ἀσίγαστο ἔλεγχο τῆς ἀσωτίας του. καί, γιὰ νὰ ξεσπάσῃ ὅπως κάθε ἀλκοολικός, ἔγραψε τὸ ἐν λόγῳ διήγημα. δὲν ἔχει καμμιὰ ἠθικὴ ἢ ἠθοπλαστικὴ ἢ ἠθογραφικὴ ἀξία˙ εἶναι μιὰ τελείως ἐξωπραγματικὴ ἀδελφοκτόνος φαντασίωσι ἑνὸς ἀνευθύνου μεθύστακα, γι αὐτὸν μόνο ντροπὴ καὶ αἶσχος. γηροκομήθηκε ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀδερφές του, οἱ ὁποῖες γέρασαν καὶ πέθαναν ἀνύπαντρες, καὶ πέθανε ῥάκος ματαιοδοξίας καὶ καταχρήσεων στὰ 60 του χρόνια ἀπὸ τὸ πολὺ τὸ τσιγάρο καὶ τὸ ἀλκοόλ.
 
 
 
4
 
Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Γουλιέλμος Βίλδ (ἰατρός) (νεκρολογία 1899).
 
      «Ὁ Γουλιέλμος Βίλδ… ἀπὸ τοῦ 1846 εἶχεν ἀποκατασταθῆ εἰς Σκίαθον καὶ ἦτο ζηλευτὸς ἰατρός… ὁ ἀγαθὸς Βαυαρός, ὁ φιλάνθρωπος ἐπιστήμων,… ὅστις ἐκηδεύετο χθές (=1899)… δὲν ἐλάτρευσε τὸν μαμωνᾶν,… ὁ ἐνάρετος ἐπιστήμων, ὁ ἀγαθὸς Γερμανός, ὁ Γουλιέλμος Βίλδ…
Ἂς εἶναι ἄφθιτος ἡ μνήμη του μετ ἐγκωμίου».
Ἐξωπραγματικὲς παρλαπίπες. τὸν ἔκανε καὶ ἥρωά του ὁ Παπαδιαμάντης στὸ μυθιστόρημά του «Βαρδιάνος στὰ σπόρκα», παραλλάσσοντας τὸ ὄνομά του σὲ Βίλελμ Βοὺντ ἢ ἴσως μὴ ἐνθυμούμενος τότε πῶς ἀκριβῶς λεγόταν ὁ γιατρός. ὁ μεθύστακας δὲν μποροῦσε νὰ ξεχωρίσῃ τὸ ἄρθρο ἀπὸ τὸ διήγημα, τὴν πραγματικότητα ἀπὸ τὴ φαντασίωσι.
      Παραθέτω τί γράφει γι αὐτὸν τὸν ἀπάνθρωπο τυχοδιώκτη καὶ κομπογιανίτη ἡ συνομήλικη καὶ γνωστή του Δανέζα Χριστιάνα Λύτ, ἡ γυναίκα τοῦ πάστωρος τῆς βασιλίσσης Ἀμαλίας, στὸ Ἡμερολόγιό της (τόμος «Ἀρμενίζοντας - Πέντε ταξίδια στὸ Αἰγαῖο 1845-1851, ἔκδ. Ἑρμῆς, Ἀθήνα 1999, 23 - 5 - 1851, σ. 228)˙ «Ὅταν φτάσαμε στὸ κοιμητήριο, ὁ Wild γύρισε καὶ μᾶς εἶπε˙ Ἐδῶ βρίσκονται ἐξ αἰτίας μου ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς μου. δὲν βγάζεις ἄκρη μὲ τὸν Ἕλληνα! εἶναι χαζός. ὅσο ζῇ, τὸν βοηθάει ἡ Παναγία, καί, ὅταν πεθάνῃ, τὸν ἔχει σκοτώσει ὁ γιατρός! πρὶν δύο χρόνια εἶχε πέσει ἐπιδημία χολέρας στὸ νησὶ μὲ ἀρκετὰ θύματα. οἱ θάνατοι ὀφείλονταν κυρίως στὴν ἔλλειψι περιθάλψεως, γιατὶ ἐὰν κάποιος σ ἕνα σπίτι ἀρρώσταινε, οἱ ὑπόλοιποι τὸν ἐγκατέλειπαν ἀπὸ φόβο μὴν κολλήσουν καὶ δὲν ἐπέστρεφαν μὲ τίποτα». αὐτὰ τὰ γράφει ἡ Χ. Λὺτ τὴ χρονιὰ ποὺ ὁ Ἀλ. Παπαδιαμάντης γεννήθηκε˙ εἶναι ἡ πραγματικότης ἐκείνων ποὺ γράφει ὁ Παπαδιαμάντης μετὰ 42 χρόνια, τὸ 1893, ὡς μῦθο τοῦ «Βαρδιάνος στὰ σπόρκα», δηλαδὴ 6 χρόνια πρὶν πεθάνῃ ὁ Wild τὸ 1899. καὶ τὴν ἄλλη μέρα, 24 –5–1851 ἡ Λὺτ γράφει (σ. 232)˙ «Ὁ Wild καὶ ἡ γυναίκα του προχωροῦσαν μπροστά… τὸ νυσταλέο του πρόσωπο ζωντάνεψε μόλις εἶδε τὸν Wild, τὸν ὁποῖο σέβονται ὅλοι οἱ καλόγεροι, ἐπειδὴ εἶναι πλούσιος καὶ γιὰ τὸ ὅτι, ὅπως τοὐλάχιστον πιστεύουν, στέλνει τὸν κόσμο στὴν αἰωνιότητα, μιὰ καὶ δὲν μπορεῖ πάντα νὰ τὸν γλυτώσῃ ἀπὸ τὸ θάνατο». καὶ πολὺ παρακάτω, στὶς 19–6–1851 (σ. 290) γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὸ ἦθος τοῦ Wild˙ «Μόλις ῥίξαμε τὴν ἄγκυρα, κατέφθασε ὁ δρ Wild, ὁ ὁποῖος ζαλίστηκε μὲ μιᾶς, ἐπειδὴ τὸ κότερο ἐξακολουθοῦσε νὰ κουνάῃ πολύ, λόγῳ τοῦ στεριανοῦ ἀέρα. πρὸς τὸ βράδυ ἦρθε νὰ μᾶς ἐπισκεφθῇ ὁ γιατρὸς μὲ τὴ σύζυγό του. ἦταν θυμωμένος, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν ἀρρωστήσει φέτος κι ἔλεγε˙ Αὐτὸ εἶναι κατάντια! δὲν ὑπάρχουν ἀρρώστιες! χωρὶς τὶς ἐπιδημίες πῶς θὰ κερδήσω χρήματα; εἶναι πραγματικὸς Ἑβραῖος, ὅσον ἀφορᾷ στὴν ἀμοιβή του, γιατὶ δὲν κάνει οὔτε ἕνα βῆμα, ἂν δὲν πληρωθῇ προκαταβολικά». αὐτὰ «ὁ ἀγαθὸς Βαυαρός, ὁ φιλάνθρωπος ἐπιστήμων…, ὁ ἐνάρετος ἐπιστήμων, ὁ ἀγαθὸς Γερμανός…, ὅστις… δὲν ἐλάτρευσε τὸν μαμωνᾶν». ἄρθρο γράφει ἐδῶ, δὲν γράφει μυθιστόρημα, ὁ Παπαδιαμάντης, ὥστε νὰ ἔχῃ τὴν «ποιητικὴ ἄδεια» νὰ λέῃ ὅ,τι ἀρλούμπα τοῦ καπνίσῃ.
 
 
 
5
 
      Τὰ παγανιστικὰ τοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντη εἶναι συγκρατημένα μὲν ἀλλὰ καὶ βαθιά, καὶ γι αὐτὸ ἰσχυρὰ κι ἀπειλητικά. ὅσο κι ἂν δηλώνει κι ὁμολογεῖ ὀρθόδοξος Χριστιανός, οἱ εἰδωλολατρικὲς λιγοῦρες του φαίνονται τόσο σὲ ἀρκετὰ διηγήματά του ὅσο κυρίως καὶ στὴ Γυφτοπούλα του καὶ στὸ ταξιδιωτικό του Ταξίδι – Βαπόρι – Ῥωμέικο. στὸ νεανικό του μυθιστόρημα Γυφτοπούλα στὸ μὲν πρόλογο καὶ στὸ τελευταῖο κεφάλαιο (3,11) δὲν μπορεῖ νὰ κρύψῃ τὴ συμπάθειά του γιὰ τὸ Γεμιστὸ ἢ αὐτοκαλούμενο Πλήθωνα, ποὺ ἐν ὄψει τῆς τουρκοκρατίας ἀποπειράθηκε «γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Ἑλλάδος» νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν προχριστιανικὴ εἰδωλολατρία της, στὸ δὲ τελευταῖο κεφάλαιο (3,11) πάλι δείχνει τὴ βαθειὰ ἐκτίμησί του στὴν ἴδια εἰδωλολατρία μὲ ὅσα λέει γιὰ τοὺς θεοὺς καὶ τὶς θεὲς καὶ κυρίως γιὰ τὴν πανόμορφή του καὶ ὑπέροχή του Ἥρα καὶ γιὰ τὰ πολυτίμητά του ἀγάλματά τους μὲ τὴν κατ αὐτὸν σεμνὴ γύμνια τους. καὶ στὸ κατὰ τὴ μέση ἡλικία του γραμμένο ταξιδιωτικό του κείμενο Ταξίδι – Βαπόρι – Ῥωμέικο (§ 4), ποὺ εἶναι μάλιστα ἕνα δημοσιογραφικὸ ῥεπορτὰζ ἔξω ἀπὸ τὴ λογοτεχνικὴ μέθη καὶ ἀσυδοσία, μιλάει μὲ τρυφερὴ συγκίνησι γιὰ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τῆς Σουνιάδος Ἀθηνᾶς, ποὺ ἀντικρύζει ἀπὸ τὸ καράβι καὶ ποὺ κατὰ τὴ φαντασίωσί του τὴ χαϊδεύει τρυφερὰ ἡ Ἑκάτη (= τὸ φεγγάρι), καὶ τῆς στέλνει μὲ τὴ σκέψι του σὰν μὲ τὸ χέρι τηλεφιλιὰ λατρείας. τῆς κάνει δὲ καὶ τὸ σταυρό του αὐθόρμητα. μ αὐτὸ τὸ τελευταῖο πάει νὰ δώσῃ στὸ Χριστιανισμὸ τὴν ἰδιότητα τῆς συνεχείας ἢ ἕναν «γιὰ τὴ βελτίωσί του καὶ ὁλοκλήρωσί του γόνιμο» ἐμβολιασμὸ μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ εἰδωλολατρία. πολὺς συγκρητισμός. ὁ «ὀρθόδοξος» Παπαδιαμάντης πάνω στὸν παγανιστικὸ ἐρεθισμό του στάζει εἰδωλολατρία καὶ ἡδονίζεται σὰ βέρος εἰδωλολάτρης. γιὰ ἕναν παραλιβανισμένο Σκιαθίτη καὶ μαστουρωμένο μὲ «βυζαντινὴ» μουσικὴ δεξιὸ ψάλτη τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου ὁ παγανιστικός του οἶστρος εἶναι ἰδιαίτερα λάγνος. ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου στὰ 31 του ἀποπειράθηκε νὰ καταφύγῃ, ἀποκόμισε μόνο τὸ πολὺ τσιγάρο καὶ τὸ πολὺ ποτό. εἶναι ἐμφανὲς ὅτι φρονοῦσε ὅτι ἕνας λογοτέχνης ὡς ταλαντοῦχος καὶ ἐμπνευσμένος καὶ μὴ κοινὸς θνητὸς ἔχει τὸ θεῖο προνόμιο νὰ εἶναι παγανιστὴς κι ὅτι τὸ ἔργο του γίνεται μ αὐτὸ πιὸ ἐμπνευσμένο, ἔχει δὲ καὶ τὸ προνόμιο νὰ εἶναι ἀκόμη καὶ κίναιδος. αὐτὸ ἔδειξε, ὅταν κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς δίκης ἑνὸς Ἄγγλου κιναίδου ποιητοῦ, τὸν ὁποῖο αὐτὸς θαύμαζε μὲ λατρεία, φουρκίστηκε μὲ τὴν εἰς βάρος ἐκείνου εὐτράπελη καζούρα τῶν δημοσιογράφων συναδέλφων του. ὁ λογοτέχνης κατὰ τὴν ὁσία γνώμη του μπορεῖ ὡς ἐμπνευσμένος νὰ ἔχῃ ἁγνὸ λατρευτὸ σεβαστὸ κι ἀποθεωμένο ἀκόμη καὶ τὸν κιναιδικὸ πρωκτό του. ἀπαράδεκτοι ἁμαρτωλοὶ εἶναι μόνο οἱ κοινοὶ θνητοί, οἱ ἁμαρτωλὲς γυναικοῦλες τῆς γειτονιᾶς, οἱ ὑπηρέτριες ποὺ κατὰ τὴν ἔξοδό τους βολτάρουν γαμπρίζοντας στὴν ὁδὸ πανεπιστημίου καὶ φλερτάρονται μὲ τοὺς ναῦτες, προσβάλλοντας κι ἐνοχλώντας τὴ ζηλοτυπία τῆς ἁγιοσύνης του. ὁ ἴδιος ὅμως μπορεῖ στὴν ἀρχὴ τοῦ μυθιστορήματός του «Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν» (1882) νὰ πορνογραφῇ κιόλας, σκληρὰ μάλιστα γιὰ τὰ μέτρα τῆς ἐποχῆς του, γιὰ νὰ δολώση τοὺς ἀναγνῶστες τῆς ἐφημερίδος καὶ νὰ πουλήσῃ, ἢ στὴν ὥριμη ἡλικία του νὰ παθιάζεται μὲ ἡδονοβλεπτικὰ ὄνειρα στὸ κῦμα. θεῖο προνόμιο τῶν ἐμπνευσμένων λογοτεχνῶν.
 
 
 
6
 
Οὑ. Ἔκο, Τὸ ὄνομα τοῦ ῥόδου.
 
      Συγγραφεὺς τῆς ὑποστάθμης ὁ Ἔκο μὲ ἀφύσικη φήμη. ἡ ὑπόθεσι τοῦ ἐν λόγῳ μυθιστορήματός του εἶναι κλεμμένη ἀπὸ τὶς «Χίλιες καὶ μία νύχτες τῆς Χαλιμᾶς» (Θ’αἰ.) ἢ «Παραμύθια τῆς Χαλιμᾶς» ἀλλιῶς λεγόμενα, ἀπὸ τὸ ἕβδομο παραμύθι «Ἱστορία τοῦ γιατροῦ Δαβάν».
 
 
 
7
 
Ντιφόου Δ. (Defoe D.), Ῥόβινσον Κροῦσος.
 
      Ὁ Ἄγγλος Ντιφόου(1660-1731) ἔγραψε τὸ ἔργο του Ῥόβινσον Κροῦσος τὸ 1719, καὶ σήμερα αὐτὸ θεωρεῖται ὡς τὸ ἀρχαιότερο μυθιστόρημα τῶν τυπογραφικῶν χρόνων. ἔχω ὑπ’ ὄψι μου τὴν ἔκδοσι τοῦ ΄΄Ἐλευθέρου Τύπου΄΄ (Ἀθήνα 2007, σελίδες 380). τὸ κείμενό του εἶναι μιὰ πρεσσαριστὴ συνέχεια, χωρὶς διαίρεσι σὲ κεφάλαια καὶ παραγράφους, χωρὶς ὑποτίτλους φυσικά, κι ἐκτείνεται σὲ 374 σελίδες. στὸ μυθιστόρημα αὐτὸ ὁ ἐκδότης ἐφημερίδος καὶ συγγραφεὺς καὶ λογοτέχνης Ντιφόου, σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν, ὑποστηρίζει τὴ ‘’θρησκεία’’ καὶ ἰδιαιτέρως τὸν προτεσταντισμό. φαίνεται γνώστης τῆς Βίβλου, φορεὺς θεολογικῶν ἀπόψεων, καὶ χρήστης ἐπιχειρημάτων κατὰ τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς παπικῆς θρησκείας, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει καὶ εἰρωνικά. λόγῳ τῆς ἀρχαιότητός του τὸ βιβλίο του ἔχει μερικὲς χρήσιμες πληροφορίες τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου καὶ τῆς τεχνολογίας τῆς ἐποχῆς του. μαρτυρεῖ λ.χ. τὰ πιστόλια (371), τὴν τεχνικὴ μάχης μὲ ἐναλλὰξ γεμιζόμενα ὅπλα (328), τοὺς σκληροὺς ναυτικοὺς νόμους τῆς Ἀγγλίας (343), τὰ ΄΄μαντήλια τοῦ λαιμοῦ΄΄ (341) ποὺ ἐξελίχτηκαν σὲ γραβάτες, τὰ χαρτονομίσματα (358), τὴ ζάχαρι ὡς μεγάλο συμπαγὲς κρυσταλλικὸ κομμάτι ποὺ τυλίγεται σὲ εἰδικὸ πανί (323). γράφει ὅμως καὶ πολλὲς χροντρὲς ἀρλοῦμπες.
      Νομίζει ὅτι ὁ σεισμὸς προκαλεῖ βροχὲς κι ἀνέμους (σελ.105).
      Ὅτι στὰ ἰσημερινὰ νησιὰ τῆς Ν. Ἀμερικῆς ὑπάρχουν ἀρκοῦδες (369).
      Ὅτι τὰ λιοντάρια (35) καὶ οἱ λεοπαρδάλεις (41 - 42) κολυμποῦν στὸ νερὸ καὶ στὴ θάλασσα.
      Ὅτι οἱ λύκοι σκαρφαλώνουν στὰ δέντρα (373 - 4). εἶναι Ἄγγλος καὶ δὲν ξέρει, ἐπειδὴ στὴν Ἀγγλία δὲν ὑπάρχουν λύκοι.
      Ὅτι στὴν ἰσημερινὴ Ν. Ἀμερικὴ ὑπῆρχαν τὸ ΙΖ΄ αἰῶνα λεμονιὲς πορτοκαλιὲς καὶ κιτριές (128).
      Ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ γονιμοποίησι καὶ καρποφορία τῆς χλωρίδος, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν ἔντομα (σ’ ὅλη τὴν ἔκτασι τοῦ βιβλίου).
      Ὅτι σ’ ἕνα ἀπομονωμένο ἐρημονήσι μὲς στὸν ὠκεανὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ ἰσόρροπη πανίδα καὶ χλωρίδα χωρὶς σαρκοφάγα ζῷα μεγαλείτερα ἀπὸ γάτες (σ’ ὅλη τὴν ἔκτασι τοῦ βιβλίου).
      Ὅτι διατηρεῖται χωρὶς νὰ χαλάσῃ καὶ βρομίσῃ τὸ κρέας, γιὰ πολλὲς ἡμέρες καὶ μέσα στὴ ζέστη, χωρὶς ἁλάτι, ψυγεῖο, καὶ κάθε ἄλλη συντηρητικὴ φροντίδα (σελ. 81).
      Ὅτι ψήνεται στὸν ἥλιο κεραμίδι, τὸ ὁποῖο ἔπειτα ἀντέχει στὴ φωτιὰ τοῦ μαγειρέματος (153 - 4).
      Ὅτι τὸ κάπνισμα εἶναι πολλαπλῶς ὠφέλιμο γιὰ τὴν ὑγεία κι ὅτι τὸ ταμπάκο ἢ καπνός, ποὺ καπνίζεται μὲ πίπα ἢ μασιέται ἢ πίνεται βρασμένο σὰν τσάι, εἶναι θεραπευτικὸ φάρμακο γιὰ ῥίγη, πυρετούς, πονοκεφάλους, καὶ διάφορες ἄλλες ἀρρώστιες (47˙ 63˙ 120 - 2˙ 126˙ 138˙ 165˙ 183˙ 236˙ 341˙ 350). εὐτυχῶς, λέει, ποὺ στὴ μακροχρόνια ἀπομόνωσί του στὸ ἐρημονήσι εἶχε ἀρκετὴ ποσότητα καπνοῦ καὶ πίπες.
      Ὅτι οἱ καννίβαλοι ἀνθρωποφαγοῦσαν ἀπὸ βιολογικὴ ἐπιθυμία κι ἀνάγκη (πεῖνα) κι ὅτι προτιμοῦσαν νὰ τρῶν ἐμπολέμους ἀντιπάλους των (33˙ 57˙ 139˙ 159˙ 196˙ 209).
      Ὅτι ὁ καννίβαλος, μόλις φάῃ μαγειρεμένο κρέας ζῴου, παύει πλέον ν’ ἀνθρωποφαγῇ καὶ σιχαίνεται στὸ ἑξῆς τὴν ἀνθρωποφαγία καὶ γενικῶς τὴν ὠμοφαγία (265).
      Ὅτι μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἤρεμος καὶ χωρὶς νὰ παραφρονήσῃ ἕνας ἄνθρωπος σ’ ἕνα ἔρημο νησὶ τοῦ ὠκεανοῦ ὁλομόναχος ἐπὶ 29 χρόνια (ὅλο τὸ βιβλίο).
      Ἑρμηνεύει τὴ Βίβλο σὰν προτεστάντης, λὲς καὶ εἶναι ἀνθολογία ἀσχέτων μεταξύ τους ἀποφθεγμάτων (τσιμπητὰ ξεκομμένα ἀπὸ τὴ συνάφειά τους χωρία, αὐθαίρετη ἑρμηνεία) (199).
      Νομίζει ὅτι ὁ εἰδωλολάτρης γίνεται ΄΄Χριστιανὸς΄΄ (=προτεστάντης) μόνο μὲ ἐνημέρωσι - κατήχησι (301).
      Πιστεύει ὅτι μεγάλες ἀρετὲς ὅπως ἡ εὐγνωμοσύνη δὲν εἶναι στὸν ἄνθρωπο καθόλου ἔμφυτες (304 - 5), ἐνῷ στὰ ζῷα εἶναι (216).
      Θεωρεῖ καλὸ πρᾶγμα τὴ δουλεία (μιλώντας ἀπὸ τὴ θέσι τοῦ ἐλευθέρου καὶ κυρίου βέβαια, ἀπὸ τὴν ὁποία θεωρεῖ καὶ τὴ λευκὴ φυλὴ φύσει ἀνώτερη ἀπὸ τὶς ἄλλες), θεωρεῖ καὶ τὸ δουλεμπόριο νέγρων ΄΄τίμια΄΄ δουλειά, ἀλλὰ δύσκολη καὶ μὲ μεγάλο ῥίσκο γιὰ τὴν ἐπιτυχία της καὶ τὰ κέρδη της (44˙ 46˙ 47˙ 50˙ 52˙ 53˙ 159˙ 244˙ 253˙ 254˙ 257-8˙ 287-8˙ 347˙ 350˙ 359).
      Θεωρεῖ σωστὸ ἠθικὸ ἔντιμο καὶ χριστιανικὸ τὸ νὰ ὑποσχεθῇ ὁ λευκὸς κύριος στὸ νέγρο ἢ μαυριτανὸ δοῦλο ὅτι, ἂν ἐκεῖνος γίνῃ Χριστιανὸς τώρα, αὐτὸς θὰ τὸν ἐλευθερώσῃ σὲ 10 χρόνια (46).
      Δικαιολογεῖ πολέμους καὶ φόνους, ὅταν γίνωνται ΄΄ἐν ὀνόματι τοῦ θεοῦ΄΄ (292).
      Ἐγκρίνει τὸ μαστίγωμα καὶ τὸ ἁλάτι στὶς πληγὲς τοῦ μαστιγωμένου καὶ κάθε ἄλλο πειθαρχικὸ βασανιστήριο στοὺς ναῦτες ἐπάνω στὸ πλοῖο (345).
      Πιστεύει στὸν πνευματισμὸ (μέντιουμ) καὶ στὴ νεκρομαντεία (312).
      Μὲ τὸ μυθιστόρημα αὐτὸ τοῦ Ἄγγλου Ντιφόου σιγὰ σιγὰ καὶ ἀνεπαίσθητα ἀρχίζει ὅλη ἐκείνη ἡ πλημμύρα βλακείας ἡ γνωστὴ σήμερα ὡς ΄΄ἐπιστημονικὴ (!) φαντασία΄΄, ἡ ὁποία ἔχει ἀποβλακώσει ἀπὸ τὴν ἀρχή της κιόλας τὴ διαπλασσόμενη ἀντίληψι καὶ λογικὴ τῶν ἀνηλίκων τόσο τῶν μικρονοϊκῶν ὅσο καὶ τῶν ἐξ ἀρχῆς ὑγιῶν.
 
 
 
Μελέτες 4 (2008)