Τὸ μασάλι εἶναι λέξι τῆς δημοτικῆς ἀπὸ τὴ βιβλικὴ ἑβραϊκὴ μασάλ (μσλ), πληθυντικὸς μασαλί (μσλι), τὴν ὁποία στὸ βραχυγραφημένο μασοριτικὸ κείμενο οἱ ῥαββῖνοι τῆς τουρκοκρατίας καὶ οἱ σημερινοὶ βιβλικοὶ καθηγηταὶ ὅλων τῶν θεολογικῶν σχολῶν φωνηεντίζουν καὶ διαβάζουν λαθεμένα ὡς μὶσλ - μισλέ. σημαίνει δὲ αὐτὸ ποὺ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ λέγεται αἶνος (=παραίνεσις, διδασκάλιο, διδακτικὸ ἀφήγημα). γιὰ παράδειγμα οἱ σήμερα λεγόμενοι ’’Μῦθοι τοῦ Αἰσώπου’’ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ λέγονται Αἶνοι τοῦ Αἰσώπου· διότι βέβαια δὲν εἶναι μῦθοι καὶ δὲν ἔχουν καμμία σχέσι μὲ τοὺς μύθους τῆς μυθολογίας. ἡ μετάφρασι ’’Μῦθοι τοῦ Αἰσώπου’’ εἶναι λαθεμένη. τέτοια μασάλια ἔχει ἀρκετὰ καὶ ἡ Βίβλος στὰ βιβλία Κριταὶ Βασιλεῖαι καὶ κυρίως Παροιμίαι (Κρ 9,8-15· Δ’ Βα 14,9 = Β’ Πα 25,18· Πρμ 24,50 = 30,15), καὶ στὰ Εὐαγγέλια τὶς περίφημες παραβολὲς τοῦ Κυρίου. στοὺς Ο’ ἡ λέξι μασὰλ - μασαλὶ μεταφράζεται κυρίως παραβολή, ἀλλὰ καὶ προοίμιον, θρύλημα, παιδεῖαι (=διδασκάλια), παροιμίαι.

    Ἡ λέξι παροιμία σημαίνει ’’παράλληλος δρόμος’’ (οἶμος = δρόμος, Ἡσίοδος, Ἔργ., 290), ’’παράλληλη πορεία σκέψεως’’, ’’παράλληλο νόημα’’, καὶ εἶναι τὸ ἐπιγραμματικὸ διδασκάλιο· σχεδὸν πάντα ἔμμετρο, μονόστιχο ἢ δίστιχο καὶ σπανίως τετράστιχο.

 

   

Μελέτες 9 (2010)