Στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀλεξανδρεὺς καὶ ἑλληνόγλωσσος Ἰουδαῖος Φίλων (20 π.Χ. - 50 μ.Χ.), γιὰ νὰ δικαιολογήσῃ τὸ μιμητικὸ φθόνο του πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ διανόησι καὶ γραμματεία, διατύπωσε τὴν οὐτοπικὴ θεωρία του, ὅτι ὁ Μωϋσῆς πρῶτος εἶπε κι ἔγραψε τὰ διανοήματα τῶν Ἑλλήνων σοφῶν καὶ φιλοσόφων, καὶ πολὺ ἔπειτα ἐκεῖνοι ἔκλεψαν ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ ὅλα ὅσα εἶπαν κι ἔγραψανκι αὐτὸς – ὁ Φίλων – μὲ τὴν κατάλληλη ἑρμηνεία τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου ἐπαναφέρει τὰ «κλεμμένα διανοήματα» στὸν ἀρχικὸ πνευματικό τους ἰδιοκτήτη. ἡ «ἐπαναφορά» του γίνεται μὲ μιὰ καββαλιστικὴ ἑρμηνεία ἀπαράδεκτη σὲ κάθε σώφρονα ἄνθρωπο, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος λέει «ἀλληγορία». ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ντρεπόταν γιὰ τὴν πατροπαράδοτη γι᾽ αὐτὸν βιβλικὴ ἑβραϊκὴ διανόησι κι αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη ν᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπ᾽ αὐτή.  ἔνιωθε κομπλεξικὰ μπροστὰ στὴν εἰδωλολατρικὴ διανόησι, ποὺ θαύμαζε κρυφὰ καὶ φθονερά, καὶ ἤθελε, διατηρώντας καὶ ἱκανοποιώντας τὸν ἰουδαϊκὸ ἐθνικιστικὸ ἐγωϊσμό του – μιὰ ποὺ ἡ ἰουδαϊκὴ καταγωγή του τοῦ ἦταν ἔτσι κι ἀλλιῶς ἀναπάλλακτη – , νὰ ἱκανοποιήσῃ καὶ τὴ ζηλόφθονη λαχτάρα του γιὰ τὴν ἑλληνικὴ διανόησι. ἀλλά, γιὰ νὰ μὴν ὁμολογήσῃ τὴν ἀλήθεια, ἔπλασε τὸν παρήγορο γι᾽ αὐτὸν μῦθο τῆς «κλοπῆς» τῶν Ἑλλήνων, ὥστε ἀντὶ ἀποστάτου νὰ φανῇ καὶ ἥρωας καὶ μεγαλοφυής, ποὺ διέγνωσε τὴν «κλοπὴ» κι ἐπανέφερε τὰ «κλεμμένα» στὴ θέσι τους.
        Μὲ μιὰ παραπλήσια νοοτροπία μερικοὶ Ἕλληνες Χριστιανοὶ ἐνέταξαν ἀρχαίους Ἕλληνες ποιητὰς καὶ φιλοσόφους στὸν διατυμπανιζόμενο ἀπ᾽ αὐτοὺς σπερματικὸν θεῖον λόγον (Ἰουστῖνος, Ἀπολ. Β’ 13,3), καὶ τοὺς ἔκαναν μὲ τὴ βία –τὴ βία τῶν κειμένων καὶ τῆς ἑρμηνείας– «προφήτας τοῦ Χριστοῦ ἐξ ἐθνῶν» ἢ «χριστιανίζοντας πρὸ Χριστοῦ». ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὄχι μόνο «ἑρμήνευσαν» καταλλήλως, ἀλλὰ καὶ συμπλήρωσαν μὲ ἀρκετοὺς στίχους τὸν Προμηθέα δεσμώτη τοῦ Αἰσχύλου, ὥστε τὸ «πάθος» τοῦ Προμηθέως στὸν Καύκασο νὰ γίνῃ «προφητεία» γιὰ τὸ σταυρικὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ῥόλος τῆς Ἰοῦς «προφητεία» γιὰ τὴν παρθένο Μαρία.  ἢ τὸν αὐτοδιαφημιστικὸ λόγο τοῦ Πλάτωνος, ποὺ βάζει στὸ στόμα τοῦ Σωκράτους, στὴν Ἀπολογία του, Τὸν λοιπὸν βίον καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον θεὸς ὑμῖν ἐπιπέμψειε κηδόμενος ἡμῶν (Πλάτων, Ἀπολ. Σωκρ., 31a), ὅπου ὁ Πλάτων μ᾽ αὐτὴ τὴν ἐκ τῶν ὑστέρων προφητεία ἐννοεῖ φυσικὰ τὸν ἑαυτό του, τὸν θεώρησαν «προφητεία» τοῦ Σωκράτους γιὰ τὸ Χριστό.  ἢ χάλκευσαν τὴν «Πρὸς Δημόνικον ἐπιστολήν», ποὺ ἀπέδωσαν ψευδεπιγράφως στὸν Ἰσοκράτη, γιὰ ν᾽ ἀποδώσουν στὸν ἀρχαῖο ῥήτορα χριστιανικὲς ἀπόψεις.
        Ἀνάλογες ἐπιδόσεις παρατηρήθηκαν καὶ στοὺς Ῥωμαίους Χριστιανοὺς σχετικὰ μὲ τοὺς δικούς των Λατίνους ποιητὰς – φιλοσόφους οἱ Ῥωμαῖοι δὲν εἶχαν –, καὶ μετὰ τοὺς αὐθεντικοὺς ἐξ αἵματος Ῥωμαίους στοὺς θετοὺς τέτοιους, στοὺς ἐκρωμαϊσμένους δηλαδὴ κι ἐκλατινισμένους πολῖτες ἢ αὐτοκράτορες τοῦ Ῥωμαϊκοῦ κράτους. ἕνα τέτοιο προχριστιανικὸ λατινικὸ κείμενο, ποὺ μὲ τὴ βία ἔγινε «προφητεία» γιὰ τὸ Χριστό, εἶναι ἡ τετάρτη ᾠδὴ (ἐκλογὴ) τῶν Βουκολικῶν τοῦ Βεργιλίου. ὁ Ῥωμαῖος ποιητὴς Βεργίλιος (Publius Vergilius Maro, 70-19 π.Χ.), ὁ Ὅμηρος τῶν Ῥωμαίων, ἔγραψε τὸ προειρημένο ποίημα τῶν Βουκολικῶν του τὸ 40 π.Χ., δυὸ ἔτη μετὰ τὴ μάχη τῶν Φιλίππων, στὴν ὁποία οἱ διάδοχοι τοῦ δολοφονημένου Ἰουλίου Καίσαρος, ὁ ἀρχιστράτηγός του δηλαδὴ Μάρκος Ἀντώνιος κι ὁ ἀνεψιός του Ὀκταβιανὸς Καῖσαρ, νίκησαν κι ἐξώντωσαν τοὺς δολοφόνους καὶ πολιτικοὺς ἀντιπάλους των Κάσσιο καὶ Βροῦτο. τὸ 40 π.Χ. ὁ Ὀκταβιανὸς ἔκανε ἕνα νέο γάμο του, ποὺ δὲν ἦταν ὁ τελευταῖος καὶ ὁριστικός του καὶ ποὺ ἀπὸ τεκνογονία παρέμεινε ἄκαρπος –ὁ Καῖσαρ Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος γενικὰ στὴ ζωή του ὅλη παρέμεινε ἄτεκνος–, κι ὁ αὐλοσυντήρητος ποιητὴς γράφει τὸ ἐν λόγῳ ποίημά του, γιὰ νὰ κολακεύσῃ τὸν αὐτοκράτορα.  καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ εὐχηθῇ «ἕνα γιὸ καὶ διάδοχο», τοῦ «προφητεύει» ὅτι θὰ γεννήσῃ ἕνα γιό, ὁ ὁποῖος θὰ βασιλεύσῃ σὰν τὸν πατέρα του καὶ θὰ φέρῃ μὲ τὴ γέννησί του γιὰ τὴν αὐτοκρατορία μιὰ ἀδιάκοπη εἰρήνη καὶ μιὰ «χρυσῆ ἐποχή», κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ κολυμποῦν στὴν εὐτυχία. σ᾽ αὐτὸ τὸ γιὸ (filium) παῖδα (puerum) oἱ Λατῖνοι Χριστιανοὶ τοῦ Δ’ αἰῶνος εἶδαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, διότι σὰν «προφητεία» γιὰ τὸ Χριστὸ ἑρμήνευσαν τὸ «θεόπνευστο» αὐτὸ κατὰ τὸ λατινικὸ ἐθνικισμό τους βουκολικὸ ποίημα τοῦ Βεργιλίου, παρ᾽ ὅλο ποὺ τὰ Βουκολικά του, ἀπομίμησι τῶν Βουκολικῶν τοῦ Θεοκρίτου, εἶναι ποιήματα ποὺ τὰ διακρίνει μιὰ χριστιανικῶς ἀπαράδεκτη καὶ μὴ ἀνεκτὴ εἰδωλολατρικὴ λαγνεία χωρὶς ἀναστολές, καὶ μάλιστα στὸ δεύτερο ὑπάρχει καὶ σοδομιτικὴ ἔκφρασι ἐπιθυμίας τοῦ ποιητοῦ.  διότι τραγουδάει τὸ σεξουαλικὸ ἔρωτα μεταξὺ δυὸ ἀρρένων. σὲ μιὰ τέτοια ἀκριβῶς ὀξύμωρη ἐπιλογή τους οἱ Λατῖνοι Χριστιανοὶ θαυμασταὶ τῆς ἐθνικῆς των γραμματείας δὲν ἄντεξαν ν᾽ ἀφήσουν νὰ τοὺς ξεπεράσουν οἱ Ἕλληνες Χριστιανοὶ ποὺ θαύμαζαν τοὺς συντάκτες τοῦ Προμηθέως δεσμώτου καὶ τῆς Ἀπολογίας τοῦ Σωκράτους.
Γενικῶς μετὰ τὴν παῦσι τῶν διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν (313 γιὰ τὴ Δύσι καὶ 324 γιὰ τὴν Ἀνατολὴ) σ᾽ ὅλες τὶς χῶρες ἐμφανίζονται ἐθνικόφρονες Χριστιανοὶ ποὺ υἱοθετοῦν τὶς προχριστιανικὲς εἰδωλολατρικὲς κουλτοῦρες «πάσῃ θυσίᾳ». ὁ ἐθνικισμὸς αὐτὸς ἕναν αἰῶνα μετὰ τὴ χρονικὴ ἀφετηρία τῆς ἐμφανίσεώς του καὶ μέχρι τὸν Θ’ αἰῶνα ἀνελίχθηκε ὡς διαφοροποίησι καὶ ἀπόσχισι τῶν ἐθνικῶν «ἐκκλησιῶν» Ἀράβων (νεστοριανῶν), Σύρων (μονοφυσιτῶν), καὶ Λατίνων (παπικῶν), ἐνῷ στὴ γεωγραφικὴ κοιτίδα ἔμεινε ἡ ἐκκλησία τῶν Ἑλλήνων κι ἑλληνογλώσσων (ὀρθοδόξων). καὶ ἀναντίρρητα ὅλοι ὑποστήριξαν τὴν προχριστιανικὴ κουλτούρα τους καὶ ἔβρισκαν σ᾽ αὐτὴ πολλοὺς «θεοπνεύστους» καὶ «προφῆτες», κάνοντας «στραβὰ μάτια» γιὰ τὸ ἱστορικῶς καὶ φιλολογικῶς μαρτυρημένο ἦθος ἐκείνων, ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ χριστιανικὸ ἦταν.
        Τὸ προειρημένο λοιπὸν ποίημα τοῦ Βεργιλίου, μεταφρασμένο σὲ «ὁμηρικὴ» γλῶσσα καὶ σὲ δακτυλικὸ ἑξάμετρο, παρατίθεται, ἴσως καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων, στοῦ Μ. Κωνσταντίνου τὸν Λόγον τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ, δηλαδὴ στοὺς συνέδρους τῆς Α’ οἰκουμενικῆς συνόδου τὸ 325 (κεφ. 19-21, ΒΕΠ 24, 223-227.  ἢ PG 20, 1292-1302). τὴ μετάφρασι ἀπὸ τὰ λατινικὰ ἔκανε ὁ ἀρειανὸς ἐπίσκοπος Καισαρείας Εὐσέβιος, ποὺ ἀνέλαβε ἀργότερα αὐτόκλητος νὰ παρουσιάσῃ στὴν κυκλοφορία τὰ κείμενα τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. ὁ ἴδιος μετέφρασε στὴν ἑλληνικὴ καὶ ὅλο τὸ λόγο, καὶ τὸ Διάταγμα τοῦ Μεδιολάνου (Ἐκκ. ἱστ. 10, 5, 2-14). τὸ πρωτότυπο λατινικὸ κείμενο τοῦ ποιήματος ἔχει 63 στίχους, ἀλλ᾽ ἡ μετάφρασι ἔχει 54 στίχους, οἱ ὁποῖοι μεταφράζουν 49 μόνο στίχους τοῦ πρωτοτύπου. αὐτὸ συμβαίνει, ἐπειδὴ ὑπάρχουν 2 στίχοι (21.  40) ποὺ μεταφράζονται μὲ δύο στίχους ὁ καθένας, ὑπάρχουν ἄλλοι 2 στίχοι (56.  58) ποὺ μεταφράζονται καὶ οἱ δύο μ᾽ ἕνα στίχο, ὑπάρχουν 14 στίχοι (2-3.  7.  10-12.  19.  41.  43.  46-49.  57) ποὺ δὲν μεταφράζονται καθόλου ἀλλὰ καὶ παραλείπονται ὡς ἀνύπαρκτοι, καὶ τέλος ὑπάρχουν 4 στίχοι (μετὰ τοὺς 9.  16.  45) ποὺ δὲν ὑπάρχουν στὸ λατινικὸ πρωτότυπο, ἀλλ᾽ εἶναι τῆς φαντασίας τοῦ μεταφραστοῦ. ἀλλὰ κι ἀπὸ τοὺς ἄλλους στίχους παραλείπονται ἢ τροποποιοῦνται ἀρκετὲς λέξεις καὶ φράσεις. αὐτὰ ποὺ παραλείπονται εἶναι 2 ἱστορικὰ ὀνόματα, 7 ὀνόματα θεῶν, ἀναφορὲς σὲ μύθους, εἰδωλολατρικὰ στοιχεῖα γενικῶς, τὰ ὁποῖα δὲν ταιριάζουν στὸ Χριστό, θέτουν σὲ κίνδυνο τὸν «προφητικὸ» χαρακτῆρα τοῦ ποιήματος, καὶ εἶναι χριστιανικῶς ἀπαράδεκτα. τὸ ποίημα λογοκρίνεται, γιὰ νὰ «ἐκχριστιανιστῇ», τόσο, ποὺ στὸ τέλος εἶναι ἕνα ἄλλο ποίημα στὸ ὁποῖο ἁπλῶς χρησιμοποιοῦνται λέξεις καὶ φράσεις κλεμμένες ἀπὸ τὸ Βεργίλιο.
        Λαμβάνω τὰ δύο κείμενα, λατινικὸ πρωτότυπο καὶ ὁμηρικὴ μετάφρασι, ἀπὸ τὶς καλλίτερες κριτικὲς ἐκδόσεις των. τὸ πρωτότυπο ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τοῦ F. A. Hirtzel (Oxonii 1900, 195915 ).  τὴ μετάφρασι τοῦ Εὐσεβίου ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τοῦ I. A. Heikel (Eusebius Werke, V. 1, GCS, Leipzig 1902.  καὶ ΒΕΠ τ. 24), ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψι μου καὶ τὴν ἔκδοσι τοῦ H. Valesius (PG 20, 1233-1316). στὸ κείμενο τῆς ἐκδόσεως τοῦ Heikel ἐπιφέρω 5 μεταβολές. 
Στίχ. 13.   ἕλκεα ἄλγεα    διώρθωσα.
          23.   ποίηναὐτὰ      χειρόγραφα στὴν ἔκδοσι τοῦ Valesius.
          24.   <….> ποίη       διόρθωσι τῶν Scaliger, Borgasius, Valesius.
          50.  ὁρῶνὅρα       χειρόγραφα στὴν ἔκδοσι τοῦ Valesius.
          62.  γ᾽ ἐγέλασαν γε γέλασαν          διώρθωσα.
 
        Στὴ συνέχεια παραθέτω καὶ τὰ δυὸ ἀρχαῖα κείμενα καὶ ξεχωριστὲς μεταφράσεις μου τοῦ καθενός, γιὰ νὰ εἶναι ἡ διαφορά τους διαγνώσιμη ἀπ᾽ ὅλους. μετὰ τὶς μεταφράσεις σχολιάζω ξεχωριστὰ καὶ τὸ πρωτότυπο καὶ τὴ μετάφρασι τοῦ Εὐσεβίου.
 
 
1. Λατινικὸ πρωτότυπο τοῦ Βεργιλίου
 
 

Bucolica, ecl. IV

 

 
Sicelides Musae, paulo maiora canamus!
non omnis arbusta iuvant humilesque myricae;
si canimus silvas, silvae sint consule dignae.
Ultima Cumaei venit iam carminis aetas;
5
magnus ab integro saeclorum nascitur ordo.
iam redit et virgo, redeunt Saturnia regna,
iam nova progenies caelo demittitur alto.
tu modo nascenti puero, quo ferrea primum
desinet ac toto surget gens aurea mundo,
10
casta fave Lucina: tuus iam regnat Apollo.
Teque adeo decus hoc aevi, te cosule, inibit,
Pollio, et incipient magni procedere menses;
te duce, si qua manent sceleris vestigia nostri,
inrita perpetua solvent formidine terras.
15
ille deum vitam accipiet divisque videbit
permixtos heroas et ipse videbitur illis,
pacatumque reget patriis virtutibus orbem.
at tibi prima, puer, nullo munuscula cultu
errantis hederas passim cum baccare tellus
20
mixtaque ridenti colocasia fundet acantho.
ipsae lacte domum referent distenta capellae
ubera, nec magnos metuent armenta leones;
ipsa tibi blandos fundent cunabula flores.
occidet et serpens, et fallax herba veneni
25
occidet; Assyrium vulgo nascetur amomum.
at simul heroum laudes et facta parentis
iam legere et quae sit poteris cognoscere virtus,
molli paulatim flavescet campus arista,
incultisque rubens pendebit sentibus uva,
30
et durae quercus sudabunt roscida mella.
pauca tamen suberunt priscae vestigia fraudis,
quae temptare Thetim ratibus, quae cingere muris
oppida, quae iubeant telluri infindere sulcos.
alter erit tum Tiphys, et altera quae vehat Argo
35
delectos heroas; erunt etiam altera bella
atque iterum ad Troiam magnus mittetur Achilles.
hinc, ubi iam firmata virum te fecerit aetas,
cedet et ipse mari vector, nec nautica pinus
mutabit merces: omnis feret omnia tellus.
40
non rastros patietur humus, non vinea falcem;
robustus quoque iam tauris iuga solvet arator;
nec varios discet mentiri lana colores,
ipse sed in pratis aries iam suave rubenti
murice, iam croceo mutabit vellera luto;
45
sponte sua sandyx pascentis vestiet agnos.
῾Talia saecla᾿ suis dixerunt ῾currite᾽ fusis
concordes stabili fatorum numine Parcae.
adgredere o magnos (aderit iam tempus) honores,
cara deum suboles, magnum Iovis incrementum!
50
aspice convexo nutantem pondere mundum,
terrasque tractusque maris caelumque profundum:
aspice venturo laetentur ut omnia saeclo !
O mihi tum longae maneat pars ultima vitae,
spiritus et quantum sat erit tua dicere facta:
55
non me carminibus vincet nec Thracius Orpheus,
nec Linus, huic mater quamvis atque huic pater adsit,
Orphei Calliopea, Lino formosus Apollo.
Pan etiam, Arcadia mecum si iudice certet,
Pan etiam Arcadia dicat se iudice victum.
60
incipe, parve puer, risu cognoscere matrem
(matri longa decem tulerunt fastidia menses)
incipe, parve puer: qui non risere parenti,
nec deus hunc mensa, dea nec dignata cubili est.
  
 
2. Mετάφρασι τοῦ Εὐσεβίου

1   Σικελίδες Μοῦσαι, μεγάλην φάτιν ὑμνήσωμεν.
4   ἤλυθε Κυμαίου μαντεύματος εἰς τέλος ὀμφή.
5   αὖθις ἄρ᾽ αἰώνων ἱερὸς στίχος ὄρνυται ἡμῖν.
6   ἥκει παρθένος αὖθις ἄγουσ᾽ ἐρατὸν βασιλῆα.
8   τὸν δὲ νεωστὶ πάιν τεχθέντα, φαεσφόρε μήνη,
9   ἀντὶ σιδηρείης χρυσῆν γενεὴν ὀπάσαντα
0   προσκύνει.
13   τοῦδε γὰρ ἄρχοντος τὰ μὲν ἄλγεα πάντα βρότεια
14   <ἴαται>, στοναχαὶ δὲ κατευνάζονται ἀλιτρῶν.
15   λήψεται ἀφθάρτοιο θεοῦ βίοτον καὶ ἀθρήσει
16   ἥρωας σὺν ἐκείνῳ ἀολλέας. ἠδὲ καὶ αὐτὸς
0   πατρίδι καὶ μακάρεσσιν ἐελδομένοισι φανεῖται,
17   πατροπαραδότοις ἀρετῇσι κυβερνῶν ἡνία κόσμου.
18   σοὶ δ᾽ ἄρα, παῖ, πρώτιστα φύει δωρήματα γαῖα,
20   κριθὴν ἠδὲ κύπειρον ὁμοῦ κολοκασσί᾽ ἀκάνθῳ.
21 α σοὶ δ᾽ αἶγες θαλεραὶ μαστοῖς καταβεβριθυῖαι
21 β αὐτόματοι γλυκὺ νᾶμα συνεκτελέουσι γάλακτος,
22   οὐδὲ θέμις ταρβεῖν βλοσυροὺς ἀγέλῃσι λέοντας.
23   φύσει δ᾽ εὐώδη τὰ σπάργανα σεῖό γε αὐτά.
24   ὄλλυται ἰοβόλου φύσις ἑρπετοῦ, ὄλλυται ποίη
25   λοίγιος.  Ἀσσύριον θάλλει κατὰ τέμπε᾽ ἄμωμον.
26   αὐτίκα δ᾽ ἡρώων ἀρετὰς πατρός τε μεγίστου
27   ἔργ᾽ ὑπερηνορίῃσι κεκασμένα πάντα μαθήσῃ.
28   πρῶτα μὲν ἀνθερίκων ξανθῶν ἤγοντο ἀλωαί,
29   ἐν δ᾽ ἐρυθροῖσι βάτοισι παρήορος ἤλδανε βότρυς,
30   σκληρῶν δ᾽ ἐκ πεύκης λαγόνων μέλιτος ῥέε νᾶμα.
31   παῦρα δ᾽ ὅμως ἴχνη προτέρας περιλείπεται ἄτης.
32
  πόντον ἐπαΐξαι περί τ᾽ ἄστεα τείχεσι κλεῖσαι,
33   ῥῆξαι τ᾽ εἰλιπόδων ἑλκύσμασι τέλσον ἀρούρης.
34   ἄλλος ἔπειτ᾽ ἔσται Τῖφυς καὶ Θεσσαλὶς Ἀργὼ
35   ἀνδράσιν ἡρώεσσιν ἀγαλλομένη, πολέμου δὲ
36   Τρώων καὶ Δαναῶν πειρήσεται αὖθις Ἀχιλλεύς.
37   ἀλλ᾽ ὅταν ἠνορέης ὥρη καὶ καρπὸς ἵκηται,
38   οὐχ ὅσιον ναύτῃσιν ἀλιτρύτοισιν ἀλᾶσθαι,
39   φυομένων ἄμυδις γαίης ἄπο πίονι μέτρῳ,
40 α αὐτὴ δ᾽ ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτοςοὐδὲ μὲν ἀκμὴν
40 β ὀτραλέου δρεπάνοιο ποθησέμεν ἄμπελον οἶμαι,
42   οὐδ᾽ ἐρίου δεύοιτο βροτὸς πόκον, αὐτόματος δὲ
44   ἀρνειὸς Τυρίῃσι περιπρέψει λιβάδεσσι,
45   σάνδυκι πορφυρέῳ λάχνην ῥυπόεσσαν ἀμείβων.
0   ἀλλ᾽ ἄγε τιμῆεν σκῆπτρον βασιλήιδος ἀρχῆς
0   δεξιτερῆς ἀπὸ πατρὸς ἐριβρεμέταο δέδεξο.
50   κόσμου κητώεντος ὅρα εὔπηκτα θέμεθλα,
51   χαρμοσύνην γαίης τε καὶ οὐρανοῦ ἠδὲ θαλάσσης,
52   γηθόσυνόν τ᾽ αἰῶνος ἀπειρεσίου λάσιον κῆρ.
53   εἴθε με γηραλέον δώῃ ποτὲ νήδυμος ἰσχὺς
54   σὴν ἀρετὴν κελαδεῖν, ἐφ᾽ ὅσον δύναμίς γε παρείη.
55   οὐκ ἂν μ᾽ ἐκπλήξειεν ὁ Θρᾳκῶν δῖος ἀοιδός,
56. 58     οὐ Λίνος, οὐ Πὰν αὐτός, ὃν Ἀρκαδίη τέκετο χθών.
59   ἀλλ᾽ οὐδ᾽ αὐτὸς ὁ Πὰν ἀνθέξεται εἵνεκα νίκης.
60   ἄρχεο μειδιόωσαν ὁρῶν τὴν μητέρα κεδνὴν
61   γνωρίζειν.  ἡ γάρ σε φέρεν πολλοὺς λυκάβαντας.
62   σοὶ δὲ γονεῖς οὐ πάμπαν ἐφημερίῳ γε γέλασαν.
63   οὐδ᾽ ἥψω λεχέων, οὐδ᾽ ἔγνως δαῖτα θάλειαν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3. Μετάφρασι τοῦ λατινικοῦ πρωτοτύπου 

 
1
Σικελίδες Μοῦσες, ἄντε νὰ τραγουδήσουμε καὶ λίγο ἀνώτερα πράγματα!
δὲν  ὀμορφαίνουν   τὰ   δάση   μόνο  οἱ  πολλοὶ  καὶ  χαμηλοὶ θάμνοι.
τραγουδοῦμε  τὰ   δάση,  ἀλλὰ   τὰ   δάση   ἀξίζουν   κι  ἕναν  ἀνώτατο.
Φτάνει σὲ λίγο ἡ προθεσμία τοῦ Κυμαίου χρησμοῦ.
 5
ἡ μακρὰ σειρὰ τῶν αἰώνων ἀρχίζει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή.
ἐπιστρέφει   πάλι  ἡ  παρθένος,  ἐπιστρέφει  ἡ  βασιλεία  τοῦ Κρόνου.
τώρα  πιὰ  μιὰ  καινούργια  γενιὰ  κατεβαίνει  ἀπὸ  τὸν  ψηλὸ οὐρανό.
μόνο   νἆσαι  καλά,  ἁγνὴ   Λουκίνα,  τώρα   ποὺ   γεννιέται  ὁ παίδαρος,
ποὺ μ᾽αὐτὸν ἐκλείπει ἡ  σιδηρᾶ κι  ἐπιβάλλεται στὸν  κόσμο ἡ χρυσῆ γενεά.
 10
τώρα πιὰ βασιλεύει στὸν κόσμο ὁ Ἀπόλλων ὁ δικός σου.
Μὲ σένα ἀνώτατον  ἀρχίζει ἡ  ἐποχὴ  αὐτή, ἡ  κορώνα τῶν αἰώνων.
καὶ θ᾽ ἀρχίσουν, Πωλλίων, νὰ παρελαύνουν τοῦ μεγαλείου οἱ μῆνες.   
μὲ σένα ἡγεμόνα, κι ἂν  ἀπομένουν μερικὰ  ἐγκληματικά μας κατάλοιπα,
θὰ γκρεμιστοῦν καὶ θ᾽ ἀπαλλάξουν τὶς χῶρες ἀπὸ τὴ  συνεχῆ τρομοκρατία.
 15
ἐκεῖνος  θὰ  μετάσχῃ  στὴ  ζωὴ τῶν θεῶν  καὶ θὰ  γίνῃ θεατὴς  τῆς συντροφιᾶς
τῶν θεῶν μὲ τοὺς ἥρωες.  κι ἐκεῖνοι θὰ κυττάξουν πρὸς αὐτόν.  
θὰ βασιλεύσῃ  σ᾽ ἕναν  κόσμο  εἰρηνεμένο  μὲ  τὶς  ἀρετὲς τοῦ  πατέρα του.
σὲ   σένα, παίδαρε,   ἡ   γῆ,  χωρὶς καμμιὰ   καλλιέργεια,  θὰ  προσφέρῃ   
τὰ πρῶτα δῶρα, τοὺς κισσοὺς ποὺ ἁπλώνουν ἐδῶ κι  ἐκεῖ,  καὶ τὴ βάκκαρι,
 20
μαζὶ καὶ τὴν εὐφραντικὴ κολοκασία ἄκανθο.
μόνες  οἱ   γίδες   θὰ    φέρνουν   στὸ    σπίτι   τὰ   βυζιά   τους   σπαργωμένα
ἀπὸ  γάλα,   κι  οἱ  ἀγέλες   δὲν   θὰ  φοβοῦνται  θεριωμένα λιοντάρια.   
τὸ σπίτι τῆς κούνιας  σου  μόνο  του  θὰ  σοῦ  προσφέρῃ  ἄνθη  γιὰ τέρψι.
θὰ  ξεπαστρευτῇ  τὸ  φίδι,   θὰ  ξεπαστρευτῇ  τὸ  ὕπουλο  καὶ φαρμακερὸ
 25
ζιζάνιο.  παντοῦ θὰ φυτρώνῃ τῆς Ἀσσυρίας τὸ ἄμωμο.
κι ὅταν διαβάσῃς τοὺς ὕμνους τῶν ἡρώων καὶ τοῦ γονιοῦ σου τὰ ἔργα 
καὶ μπορέσῃς νὰ καταλάβῃς καλὰ τί θὰ πῇ ἀντρειά,
τότε  σιγὰ  σιγὰ  θὰ  ξανθίζῃ  ὁ  κάμπος  ἀπ᾽  τὰ  στάχυα  ποὺ γέρνουν
καὶ στοὺς ἀγρίους βάτους  θὰ  κρέμεται  τὸ  κόκκινο  σταφύλι τους
 30
καὶ τῆς τραχειᾶς δρυὸς θὰ στάζουν τὰ μέλια τὰ δροσερά.
κάποια λίγα ὅμως κατάλοιπα τῆς παλιᾶς ἀπάτης θὰ μείνουν,
ποὺ θὰ βιάσουν μὲ πλοῖα τὴν Θέτιν, θὰ ζώσουν τὶς πόλεις  μὲ τείχη,
θὰ διατάξουν νὰ χαρακωθοῦν καὶ πάλι στὴ γῆ τάφροι.
καὶ τότε θὰ ἐμφανιστῇ ἕνας ἄλλος Τῖφυς, καὶ μιὰ ἄλλη Ἀργὼ
 35
θὰ κουβαλήσῃ ἥρωες διαλεχτούς.  καὶ  θὰ  γίνουν  πόλεμοι  κι ἄλλοι,
γιατὶ πάλι ὁ μέγας Ἀχιλλεὺς θὰ σταλῇ ἐναντίον τῆς Τροίας.
ἔπειτα, ὅταν πιὰ ἡ σιγουρεμένη ἡλικία σου σὲ κάνῃ ἄντρα,
ἀκόμη κι ὁ ἔμπορος  θ᾽  ἀφήσῃ  τὴ  θάλασσα.   καὶ  τὸ  ναυτικὸ πευκόξυλο
δὲν θ᾽ ἀνταλλάσσῃ  ἐμπόρευμα.   κάθε  γῆ  θὰ  προσφέρῃ  τὰ πάντα.
δὲν θὰ ὑπομένῃ  τὸ χῶμα  τὴν  τσάπα,  οὔτε  τὸ  κλαδευτήρι ἡ ἄμπελος.
κι ὁ τραχὺς ζευγολάτης θὰ  λύσῃ  τῶν  ζυγῶν  τὰ  λουριὰ  ἀπ᾽ τοὺς ταύρους.
τὸ μαλλὶ δὲν θὰ ἔχῃ ἐπάνω του διάφορα ψεύτικα χρώματα.  
ὁ κριὸς στὰ λιβάδια ἀπὸ μόνος του τὸ  φυσικό  του  ποκάρι  θ᾽ ἀλλάζῃ
τώρα ἀπὸ ῥὸζ σ᾽ ὁλοκόκκινο, τώρα ἀπὸ μήλινο σὲ κρόκινο.
 45
αὐτομάτως ἡ πορφύρα θὰ ντύνῃ τ᾽  ἀρνάκια  τὴν  ὥρα  ποὺ βόσκουν.
      ῾Τέτοιες ἐποχὲς ἐλᾶτε τροχάδην᾽ στ᾽ ἀδράχτια τους εἶπαν
σύμφωνες οἱ Μοῖρες, δωρίζοντας τὴ μοῖρα ἀμετάκλητα.
φτάνει πιὰ ὁ καιρός.  πλησίασε καὶ πᾶρε τὸ μέγα ἀξίωμα,
ἀγαπημένε γόνε τῶν θεῶν, θρέμμα τοῦ Διὸς μεγάλο.
 50
κύττα τὸν κόσμο ποὺ λυγίζει ἀπὸ τὸ βάρος τὸ κυρτό,
τὶς χῶρες, τῆς θαλάσσης τὸ πλάτος, καὶ τὸ βαθὺ οὐρανό.
κύττα πῶς ὅλα χαίρονται γιὰ τὸν αἰῶνα ποὔρχεται!
      Ἂχ καὶ νὰ μοῦ ἔμενε μεγάλο ἀκόμα τῆς ζωῆς κομμάτι,
τὰ κατορθώματά σου νὰ ὑμνῶ μὲ ἔμπνευσι μεγάλη!
 55
δὲν θὰ μὲ νικοῦσε στοὺς ὕμνους οὔτε ὁ Θρᾴκιος Ὀρφεὺς
οὔτε   ὁ  Λίνος,  κι  ἂν  τὸν  ἕνα  βοηθοῦσε  ἡ  μάννα  του  κι  ὁ πατέρας του τὸν ἄλλο,
τὸν Ὀρφέα ἡ Καλλιόπη καὶ τὸ Λίνο ὁ Ἀπόλλων ὁ ὄμορφος.
ἀλλὰ   κι   ὁ  Πάν,  ἂν  διαγωνιζόταν  μαζί  μου  μὲ  κριτὴ  τὴν  Ἀρκαδία,
ἀκόμη κι ὁ Πὰν μὲ  τὴν  Ἀρκαδία  κριτὴ  θὰ  ὡμολογοῦσε  ὅτι νικήθηκε.
 60
ἀρχίνα, μικρὲ παίδαρε, ν᾽ ἀναγνωρίζῃς τὴ  μάννα  σου  μὲ  τὸ χαμόγελό σου.
 δέκα μῆνες ἔφερναν στὴ μάννα σου ἀναγοῦλες μεγάλες.
ἀρχίνα,     μικρὲ     παίδαρε.      ὅποιος    στὸ     γονιό    του    δὲν χαμογέλασε,
αὐτὸν    οὔτε  θεὸς  μὲ   τραπέζι  τὸν  τίμησε  οὔτε  θεὰ   μὲ ζευγάρωμα.
 
 
4. Μετάφρασι τῆς μεταφράσεως τοῦ Εὐσεβίου
 
1 Σικελίδες Μοῦσες, ἄντε νὰ ὑμνήσουμε τὸ μεγάλο μήνυμα!
4 ἐκπληρώθηκε ἡ θεία φωνὴ τοῦ Κυμαίου χρησμοῦ.
5
ἡ ἱερὴ σειρὰ τῶν αἰώνων ἀσφαλῶς  γιὰ  μᾶς  ξαναρχίζει  ἀπὸ τὴν ἀρχή.
6 ἦρθε πάλι ἡ παρθένος, ποὺ φέρνει τὸν ἀγαπητὸ βασιλέα.
8 σελήνη φωτοφόρε, προσκύνα τὸν ἀρτιγέννητο παῖδα,
9 ποὺ φέρνει τὴ χρυσῆ γενεὰ ἀντὶ γιὰ τὴ σιδερένια.
13 γιατί, ὅσο βασιλεύει αὐτός, οἱ πληγὲς οἱ ἀνθρώπινες ὅλες
14 <γιατρεύονται>, καὶ οἱ στεναγμοὶ τῶν ἀθλίων καλμάρουν.
15 θὰ λάβῃ ζωὴ ἀφθάρτου θεοῦ.  θὰ συνάξῃ τριγύρω του
16 ὅλους τοὺς ἥρωες.  κι αὐτὸς ὁ ἴδιος
0
θὰ ἐμφανιστῇ στὴν πατρίδα του καὶ στοὺς  εὐτυχεῖς  ποὺ  τὸν ποθοῦν,
17 θὰ κυβερνάῃ τὸν κόσμο μὲ ἀρετὲς πατροπαράδοτες.
18
γιὰ   σένα  ἀσφαλῶς,  παίδαρε,  φυτρώνει  ἡ  γῆ  τὰ  πρώτιστα δῶρα της,
20 τὸ κριθάρι καὶ τὸ κύπειρο μαζὶ μὲ τὴν κολακασία ἄκανθο.
21α σὲ σένα γίδες καλοθρεμμένες μὲ τὰ βυζιὰ σπαργωμένα
21β μόνες τους προσφέρουν τ᾽ ὁλόγλυκο γάλα τους.
22 κι οἱ ἀγέλες δὲν ἔχουν νὰ φοβηθοῦν θεριωμένα λιοντάρια.
23 τὰ ἴδια σου τὰ σπάργανα θὰ μοσχοβολοῦν ἀπ᾽ τὴ φύσι τους.
24
ξεπαστρεύτηκε ἡ φύσι τοῦ φαρμακεροῦ φιδιοῦ, ξεπαστρεύτηκε τὸ βότανο
25
τὸ θανατηφόρο στὰ  φαράγγια θάλλει  τῆς  Ἀσσυρίας  τὸ ἄμωμο.
26 τώρα  θὰ  μάθῃς  τὶς ἀρετὲς  τῶν  ἡρώων  καὶ   τοῦ   μεγίστου πατρὸς
27 τὰ ἔργα ὅλα τὰ στολισμένα μὲ ὑπέροχα ἀνδραγαθήματα.
28 στὴν ἀρχὴ ἀρχὴ τὰ στάχυα τὰ ξανθὰ τὰ ἁλώνιζαν,
29 τὸ  ἀνάμεσα  στοὺς  κόκκινους   βάτους κρεμασμένο σταφύλι αὐγάτιζε,
30 κι ἀπ᾽ τὰ τραχιὰ τοῦ πεύκου λαγόνια ἔσταζε μέλι.
31 ἀπομένουν   ὅμως   ἀκόμη  καὶ  λίγα  ἴχνη   τῆς  παλιᾶς   τῆς κατάρας,
32 γιὰ νὰ ὁρμήσουν στὴ θάλασσα,  νὰ  περικλείσουν  τὶς  πόλεις μὲ τείχη,
33 νὰ  σχίσουν  μὲ  τὴν  ἕλξι  τῶν  βοδιῶν  τῆς  ἀρώσιμης  γῆς  τὰ πέρατα.
34 θὰ ξανάρθῃ ἄλλος Τῖφυς καὶ ἄλλη Θεσσαλικὴ Ἀργώ,
35 γεμάτη μὲ ἄντρες ἥρωες.  κι ὁ Ἀχιλλεὺς θὰ ξαναρχίσῃ
36 τὸν πόλεμο τὸν ἀνάμεσα σὲ Δαναοὺς καὶ Τρῶες.
37 ἀλλ᾽ ὅταν θὰ φτάσῃ ἡ ἐποχὴ καὶ ὁ καρπὸς τῆς ἀντρειᾶς,
38 δὲν  θὰ   χρειάζεται  νὰ  τριγυρνοῦν    οἱ    θαλασσοδαρμένοι ναῦτες,
39 γιατὶ θὰ φυτρώνουν ἄφθονα τὰ πάντα ἀπὸ τὴ γῆ.
40α ἡ ἴδια θὰ μένῃ ἄσπαρτη καὶ ἀνόργωτη. οὔτε πιά, νομίζω,
40β θὰ  λαχταράῃ  ἡ  ἄμπελος   τοῦ  κοφτεροῦ κλαδευτηριοῦ τὴν κόψι.
42 μαλλὶ ὁ θνητὸς δὲν θὰ χρειάζεται.  μόνο του τὸ ἀρνὶ
44 θὰ γίνεται πανόμορφο μὲ τὶς πορφυρὲς τῆς Τύρου σταγόνες,
45 ἀλλάζοντας τὸ ῥυπαρὸ ποκάρι του μὲ πορφυρὸ μανδύα.
0 ἀλλ᾽  ἔλα  τώρα  καὶ  τὸ   τιμημένο  σκῆπτρο   τοῦ  βασιλικοῦ ἀξιώματος
0 δέξου ἀπὸ τὸ χέρι τὸ δεξὶ τοῦ πολύβροντου πατέρα.
50 κύττα   τὰ  καλοβαλμένα    θέμελα   τοῦ  γεμάτου    κοιλάδες κόσμου
51 καὶ τὴ χαρὰ τῆς γῆς καὶ τ᾽ οὐρανοῦ καὶ τῆς θαλάσσης
52 καὶ τὴ χαρούμενη γενναία καρδιὰ τῆς ἀτέλειωτης ζωῆς.
53 εἴθε ἡ μπόρεσι ἡ γλυκειὰ γεράματα βαθιὰ νὰ μοῦ δώσῃ,
54 νὰ τραγουδῶ τὴν ἀρετή σου, ὅσο θἄχω τὴ δύναμι.
55 δὲν  θὰ  μ᾽  ἐκπλήξῃ  ὡς  νικητὴς  ὁ  θεῖος  τραγουδιστὴς  τῶν Θρᾳκῶν,
56. 58 οὔτε ὁ Λίνος, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Πάν, τῆς Ἀρκαδίας τὸ γέννημα.
59 ὁ Πὰν οὔτε ποὺ θὰ τολμήσῃ νὰ μ᾽ ἀντιμετωπίσῃ γιὰ τὴ νίκη.
60 ἀρχίνα νὰ γνωρίζῃς τὴ λαμπρὴ μητέρα σου βλέποντάς την
61 νὰ χαμογελᾷ. γιατὶ σὲ κουβαλοῦσε πολλὰ φεγγάρια.
62 γιὰ σένα  οἱ  γονεῖς  σου  χάρηκαν,  γιατὶ  δὲν  εἶσαι  καθόλου ἐφήμερος,
63 οὔτε γυναῖκα ἄγγιξες, οὔτε τραπέζι πλούσιο γνώρισες.
 
Σ Χ Ο Λ Ι Α
 
1. Στὸ λατινικὸ πρωτότυπο
 
 Τίτλος. Ecloga-Ἐκλογή. ἐπὶ μέρους ᾠδὴ μιᾶς ποιητικῆς συλλογῆς.  ἡ συλλογὴ λέγεται Βουκολικὰ (Bucolica), ἡ ἐπὶ μέρους ᾠδὴ Ἐκλογὴ (Ecloga).
       1. SicelidesMusae. Moῦσες τῆς (ἑλληνικῆς) Σικελίας, τῆς ἑλληνικῆς βουκολικῆς ποιήσεως, ἐμπνεύστριες τοῦ Σικελοῦ ποιητοῦ Θεοκρίτου, τὸν ὁποῖο ὁ Βεργίλιος φθονεῖ, μιμεῖται, καὶ λεηλατεῖ στὴ συλλογή του Bucolica. ἐδῶ στὸ στίχο 1 εἰδικὰ μιμεῖται - κλέβει τὸ ῥεφραὶν τῆς Α’ ᾠδῆς τῶν Βουκολικῶν τοῦ Θεοκρίτου
        Ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς
(στίχοι 64 ˙ 70˙ 73˙ 76˙ 79˙ 84˙ 89˙ 94˙ 99˙ 104˙ 108˙ 111˙ 114˙ 119˙ 122˙ καὶ 127˙ 131˙ 137˙ 142).
        4. Cumaeicarminis. χρησμοῦ τῆς Κυμαίας Σιβύλλης. ὁ ἐκστασιομανὴς καὶ ἰσοβίως ἄγαμος Ἐτροῦσκος Βεργίλιος εἶχε ψύχωσι μὲ τὴν Κυμαία Σίβυλλα, ποὺ σχετιζόταν πολὺ μὲ τὸν τελευταῖο Ἐτροῦσκο βασιλέα τῆς Ῥώμης Ταρκύνιο, ἡ ὁποία κατὰ τὴ φαντασίωσί του αὐτὴ κρατοῦσε καὶ προέλεγε τὰ πεπρωμένα τῆς Ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Αἰνείου κιόλας. τὴ Σίβυλλα σχεδὸν αὐτὸς τὴ διέπλασε καὶ ἀπὸ παντρεμένη καὶ γριὰ τὴν ἔφτιαξε νέα καὶ παρθένο (virgo), κάτι ἀνάλογο μὲ τὴ Ζὰν ντ᾽ Ἂρκ ἢ τὴ Μασσαλιώτιδα ἢ τὴ Δημοκρατία τῶν Γάλλων. λίγο ἀργότερα τῆς ἀφιέρωσε ὁλόκληρο τὸ F’ βιβλίο τῆς Αἰνειάδος, ὑποκαθιστώντας μ᾽ αὐτὴ τὴν Κίρκη τῆς Ὀδυσσείας.
        6. Virgo. παρθένος. ἐννοεῖ τὴ Σίβυλλα.
       6. Saturniaregna. μὲ τὴν παλινόρθωσι τῆς βασιλείας τοῦ ἐκπτώτου Κρόνου ὑπαινίσσεται καὶ εὔχεται τὴν παλινόρθωσι τῆς βασιλείας στὴ Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία στὸ πρόσωπο τοῦ Ὀκταβιανοῦ Καίσαρος.
        8. Nascentipuero. πρόκειται γιὰ τὸν ἀναμενόμενο (ἐγκυμονούμενο) «γιὸ» τοῦ Ὀκταβιανοῦ καὶ τῆς Λουκίνης.
    8-9. Ferreagensaurea. ὁ Βεργίλιος ἐδῶ μιμεῖται τὸν Ἡσίοδο, Ἔργ., 109-212 γένος χρύσεον, ἀργύρεον, χάλκειον, ἡρώων, σιδήρεον (109. 127-8. 143-4. 159. 176), τὸν ὁποῖο μετὰ τρία χρόνια θὰ μιμηθῇ πλατύτερα μὲ τὰ Γεωργικά του ὁ πιὸ ἀτάλαντος αὐτὸς καὶ τανυσμένος Ῥωμαῖος ποιητής, λεηλατώντας τὸ ἔπος του Ἔργα καὶ ἡμέραι. ὁ πιὸ μισέλληνας ποιητής, πού, ὅταν στὴν Αἰνειάδα του λέῃ TimeoDanαosetdonaferentis(2, 49), μέσα στὸν κομπλεξικό του φθόνο, ὅπου βράζει, ἐννοεῖ Κλέβω τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς μισῶ, ἀκόμη κι ἂν κάτι μοῦ τὸ κάνουν δῶρο.
     10. Lucina. σύζυγος τοῦ Ὀκταβιανοῦ Καίσαρος, ποὺ τὴν παντρεύτηκε μετὰ τὴ μάχη στοὺς Φιλίππους (42 π.Χ.). καθὼς λίγον καιρὸ μετὰ τὸ γάμο ἀκούστηκε ὅτι εἶναι ἔγκυος, χωρὶς ἐν τέλει νὰ εἶναι, οἱ αὐλοσυντήρητοι παράσιτοι ποιηταὶ σὰν τὸ Βεργίλιο, τέθηκαν σὲ συναγερμὸ κι ἄρχισαν νὰ γράφουν ἐγκώμια γιὰ τὸ «γιὸ» ποὺ θὰ γεννιόταν.  τέτοιο ἐγκώμιο εἶναι καὶ τὸ παρὸν ποίημα.
     10. TuusApollo. Ἀπόλλωνα τῆς Λουκίνης λέει τὸν Ὀκταβιανὸ Καίσαρα, τὸν ἔπειτα Αὔγουστο.
     12. Pollio. Ἀσίνιος Πωλλίων, ὕπατος τοῦ 40 π.Χ., εὐνοούμενος τοῦ Ὀκταβιανοῦ. σ᾽ αὐτὸν ὁ Βεργίλιος, ὡς τελετάρχη τῆς αὐτοκρατορίας, ἀπευθύνει μόνο τὴν εἰδοποίησι τοῦ παρόντος στίχου, ὄχι τὸ ποίημα ὅλο. ἀπὸ παρεξήγησι κάποιοι ἑρμηνευταὶ νόμισαν ὅτι ὁ Βεργίλιος σ᾽ αὐτὸν ἀπευθύνεται σ᾽ ὅλο τὸ ποίημα κι αὐτὸν ἐννοεῖ ὡς ἄντρα τῆς Λουκίνης καὶ πατέρα τοῦ θαυμαστοῦ παιδιοῦ ποὺ ἐγκωμιάζεται καὶ ποὺ «θὰ γεννηθῇ».
     13. Qua manent sceleris  vestigia nostri. ἐννοεῖ τὸν τέως σύμμαχο στὴν τριανδρία καὶ τώρα ἤδη ἀντίπαλο τοῦ Ὀκταβιανοῦ Μάρκο Ἀντώνιο καὶ τὴν Κλεοπάτρα. ὁ Ὀκταβιανὸς ἀμέσως μετὰ τὴ μοιρασιὰ τῆς ἐπικρατείας μ᾽ ἐκεῖνον, ἄρχισε νὰ συκοφαντῇ συστηματικὰ τὸ Μάρκο Ἀντώνιο ὡς ἐπίβουλο τῆς Ῥώμης, ποὺ θέλει νὰ ἐγκαταστήσῃ σ᾽ αὐτὴ ὡς βασίλισσα τὴν Ἑλληνίδα Κλεοπάτρα ποὺ τοῦ πῆρε τὰ μυαλά του. ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε, γιὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὴ σύρραξι, ὥστε ν᾽ ἀπομείνῃ μονοκράτορας. καὶ κυρίως ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος Ὀκταβιανὸς ἔτρεμε τὴν Κλεοπάτρα, ἐπειδὴ οἱ γιοί της ἦταν γιοὶ τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος καὶ Ῥωμαῖοι καὶ περισσότερο ἀπ᾽ αὐτὸν δικαιοῦχοι τοῦ αὐτοκρατορικοῦ θρόνου τῆς Ῥώμης.
    19-20. Hederas cum baccare mixta colocasia acantho. «πρώτιστα δῶρα τῆς γῆς» (prima munuscula telluris) λέει ὁ Βεργίλιος τὸν κισσὸν (hedera) καὶ τ᾽ ἀρώματα βάκκαριν (baccar) καὶ κολοκασίανἄκανθον (colocasia acanthus), τὸ δεύτερο ἐδώδιμο (μπαχαρικὸ) καὶ τὸ πρῶτο μὴ ἐδώδιμο. καὶ τὰ τρία μαζὶ σημαίνουν διονυσιακὸ γλέντι. τὸν κισσὸνὡς ἱερὸν τοῦ Διονύσου ἀναφέρουν ὁ Εὐριπίδης (Βάκχ., 81-82), ὁ Ἀριστοφάνης (Βάτρ., 999-1000), καὶ πολλοὶ ἄλλοι ποιηταί. τὴν βάκκαρινὡς ἄρωμα ἀνέφεραν οἱ ποιηταὶ Ἱππῶναξ, Σιμωνίδης, Αἰσχύλος, Σοφοκλῆς, Ἴων, Ἀχαιός, Ἀριστοφάνης, Κηφισόδωρος, καὶ Μάγνης, τῶν ὁποίων τὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα ἔχει συγκεντρώσει ὁ Ἀθήναιος (15, 40-41 689f-690d). τὸ κολοκάσιονκολοκασίαἄκανθοςἀναφερόταν πάλι κατὰ τὸν Ἀθήναιο (3,1 72b) ἀπὸ τὸν ποιητὴ Νίκανδρο στὰ Γεωργικά του.
     25. Assyriumamomum. ἄρωμα ἐδώδιμο (μπαχαρικὸ) ποὺ εὐδοκιμοῦσε στὴ Συρία καὶ Παλαιστίνη. τὸ ἀναφέρουν οἱ Ἀριστοτέλης (Περὶ μέθης, ἀπόσπ. 105 ἀπὸ τὸν Ἀθήναιο 11,11 464c) καὶ Θεόφραστος (Ἱστ. φυτ. 9,7,2).
    27. Virtus. ἀνδραγαθίες, ἔργα ἀντρειᾶς. ἐννοεῖ τὴν ἐναντίον τοῦ Κασσίου καὶ τοῦ Βρούτου νίκη τοῦ Ὀκταβιανοῦ στοὺς Φιλίππους τὸ 42 π.Χ.
    30. Duraequercussudabuntroscidamella. ὁ Βεργίλιος, ὅπως τὸ λέει, φαίνεται ὅτι ἐννοεῖ μελίγκρα τῆς δρυός, λὲς καὶ ἡ ἀρρώστια αὐτὴ τῶν δέντρων εἶναι κάτι τὸ ὡραῖο καὶ τὸ ποιητικό. ὁ δὲ Εὐσέβιος, ποὺ μεταφράζει σκληρῶνἐκπεύκηςλαγόνωνμέλιτοςῥέενᾶμα, ἐννοεῖ κουφάλα πεύκου, σὰν κάποια ἐγκυμονοῦσα κοιλιά, μέσα στὴν ὁποία σμῆνος ἀγρίων καὶ ἀδεσπότων μελισσῶν στήνει τὴν ἀποικία του, τὸ μελίσσι, καὶ κάνει κηρῆθρες καὶ μέλι, χωρὶς νὰ ξέρῃ ὅτι τὰ ῥητινοφόρα δέντρα δὲν κάνουν κουφάλα. καὶ οἱ δυὸ εἶναι ἀστοὶ ποὺ δὲν ξέρουν ἀπὸ πράγματα τῆς ὑπαίθρου, καὶ λένε ὅ,τι τοὺς κατέβῃ, παριστάνοντας τὸν εἰδήμονα στ᾽ ἀγροτικὰ καὶ βουκολικά. καὶ δὲν μεταφράζει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
    31. Paucapriscaevestigiafraudis. ὅπως καὶ στὸ στίχο 13, ἐννοεῖ τὸ Μάρκο Ἀντώνιο καὶ τὴν Κλεοπάτρα. ὁ Βεργίλιος στὴν πάντοτε στρατευμένη καὶ ἰσοβίως ἐξαγορασμένη ποίησί του λειτουργεῖ ὡς φερέφωνο τῆς πολιτικῆς προπαγάνδας τοῦ Ὀκταβιανοῦ.
    33. Ratesmuri … sulci. τὰ τύμπανα τοῦ πολέμου, ποὺ θὰ κορυφωθῇ στὸ Ἄκτιον, στὴν ἀρχὴ ἠχοῦν ὡς προπαγάνδα μέσῳ τῶν πληρωμένων πoιητῶν τῆς αὐλῆς τοῦ Ὀκταβιανοῦ, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Βεργίλιος.
    34. Tiphys. ΤῖφυςἉγνιάδηςΘεσπιεύς, ὁ κυβερνήτης τῆς Ἀργοῦςτῶν ἀργοναυτῶν (Ἀπολλώνιος Ῥόδιος, Ἀργ. 1, 105 ἑ.. Ἀπολλόδωρος, Βιβλιοθ. 1, 9, 23).
    34. Argo. ἡ θρυλικὴ ναῦςτῶν ἀργοναυτῶν.
    36. IterumadTroiammagnusmitteturAchilles. τὴν πολιτικὴ κατὰ τοῦ Μάρκου Ἀντωνίου προπαγάνδα του ὁ Ὀκταβιανὸς τὴν ἔλεγε διὰ τῶν ποιητῶν στὸ Ῥωμαϊκὸ λαὸ ἀμυντικὸ πόλεμο τῶν Ῥωμαίων ἐναντίον τῆς ἐπίβουλης Ἑλληνίδος Κλεοπάτρας, ὁ δὲ Βεργίλιος, προανακρούοντας τὴν Αἰνειάδα του, λέει τὴ Ῥώμη Τροίακαὶ τὴ μισητὴ Κλεοπάτρα γελοιογραφικῶς μέγαν (θηλυκὸν) ‘Αχιλλέα.
     47. Parcae. ῥωμαϊκὲς θεὲς ὁμόλογες μὲ τὶς ἑλληνικὲς Μοῖρες. τὸ ὄνομά τους παράγεται ἀπὸ τὴ ῥίζα parc-, ποὺ σημαίνει πλέκω, κλώθω.  στὴν ἑλληνικὴ ἡ μία ἀπὸ τὶς Μοῖρες λεγόταν Κλωθώ.
    49. Iovisincrementum. ἡ οἰκογένεια τῶν Καισάρων καυχῶνταν ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὸ Δία μέσῳ Αἰνείου καὶ Ἀφροδίτης.
     53. O mihi … maneat. μὲ τὴν εὐχὴ αὐτὴ ἀρχίζει ὁ ἐπίλογος, στὸν ὁποῖο ὁ ποιητὴς παρεμβάλλει τὸν ἑαυτό του, γιὰ δεύτερη φορὰ μετὰ τὸν πρῶτο στίχο τῆς ᾠδῆς, σὰν τροβαδοῦρο τῆς βασιλικῆς δόξης τοῦ ἐξυμνουμένου «γιοῦ» τοῦ Ὀκταβιανοῦ, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι βρίσκεται κιόλας στὴν κοιλιὰ τῆς Λουκίνης καὶ ὅσον οὔπω θὰ γεννηθῇ.
     55-63. Ὁ Βεργίλιος ἐκδηλώνει τὸ μεγάλο κόμπλεξ ποὺ εἶχε μπροστὰ στοὺς ποιητὰς τῶν Ἑλλήνων καὶ κυρίως τὸν Ὅμηρο, ποὺ δὲν ἀντέχει νὰ τὸν κατονομάσῃ ἐδῶ, καὶ ποὺ τόσο φθονερὰ μιμεῖται, παραλλάσσοντας καὶ ἀνακατατάσσοντας τὸ ποιητικὸ ὑλικό του, τὸ μὲν τοῦ Ὕμνου εἰς Ἀφροδίτην – ποὺ κι αὐτὸν τότε τὸν θεωροῦσαν ἔργο τοῦ Ὁμήρου – σὰν ὑπόθεσινκαὶ ὑποδομὴ τῆς Αἰνειάδος του, τὸ δὲ τῆς Ἰλιάδος στὰ ἓξ δεύτερα βιβλία της (7-12), τὸ δὲ τῆς Ὀδυσσείας στὰ ἓξ πρῶτα (1-6).  τὸ ἴδιο κάνει καὶ στὰ Γεωργικά του λεηλατώντας τὸ Ἔργα καὶ ἡμέραι τοῦ Ἡσιόδου καὶ τὰ χαμένα Γεωργικὰ τοῦ Νικάνδρου, καὶ στὰ Βουκολικά του λεηλατώντας τὰ Βουκολικὰ εἰδύλλια τοῦ Θεοκρίτου. ὁ Βεργίλιος πάντοτε εἶναι σχεδὸν μεταφραστὴς ὅπως καὶ οἱ Πλαῦτος καὶ Τερέντιος τοῦ Μενάνδρου καὶ τῶν ἄλλων ποιητῶν τῆς νέας κωμῳδίας. καὶ πάντοτε καταλάβαινε ὁ Βεργίλιος ὅτι δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ πίθηκος καὶ παπαγάλος τῶν προειρημένων τεσσάρων Ἑλλήνων ποιητῶν, καὶ πολλῶν ἄλλων δευτερευόντως, τῶν Ἑλλήνων ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα οἱ Ῥωμαῖοι τοὺς νίκησαν καὶ ποὺ καὶ σὲ ἄλλα τοὺς ξεπέρασαν, καὶ ὑπέφερε ἀπὸ κόμπλεξ μιμητικοῦ καὶ κλεπτομανοῦς φθόνου. ὁ γενναῖος νικητὴς Ῥωμαῖος νὰ φθονῇ καὶ νὰ κλέβῃ τοὺς ἡττημένους Ἕλληνες καὶ νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζῃ σὰν ἀπροσπέλαστα ἀναγκαστικὰ πρότυπα! αὐτὸ ὁ φθόνος του, προσωπικὸς καὶ ἐθνικός, δὲν τὸ ἄντεχε. καὶ καθὼς δὲν καταδέχεται οὔτε νὰ κατονομάσῃ τὸν Ὅμηρο, ποὺ κυρίως φθονεῖ καὶ ποὺ προφανέστατα σχεδιάζει νὰ λεηλατήσῃ …καὶ νὰ ξεπεράσῃ προσεχῶς μὲ τὴν Αἰνειάδα του, ποὺ θὰ γράψῃ, ξεδίνει λέγοντας ὅτι δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ νὰ τὸν ξεπερνοῦν ὁ Ὀρφεὺς κι ὁ Λίνος, κι αὐτὸς ἀκόμη ὁ ἑλληνικὸς θεὸς Πάν! ὄχι δὲν πρόκειται νὰ τοὺς τὸ ἐπιτρέψῃ νὰ ξεπερνοῦν ἕνα Ῥωμαῖο!
     55. Thracius Orpheus. μέγας μουσικὸς κατὰ τὴ μυθολογία, γιὸς τῆς μούσης Καλλιόπης.
    56.  Linus. στὴν ἀρχὴ φυτό, λίνοςλινάρι, ἔπειτα θρηνητικὸ μέλος γιὰ τὸ θανατούμενο ἐνταφιαζόμενο καὶ θρηνούμενο θεὸ λεγόμενο αἴλινος (=αἲλίνος), κι ἐν τέλει ἕνα ἀπὸ τὰ ὀνόματα τοῦ θρηνουμένου θεοῦ, ποὺ ἐνταφιαζόταν κατὰ τὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο (21 Ἰουνίου), ὅταν ἡ ἡλιοφάνεια καὶ ἡ μέρα ἀρχίζῃ νὰ μικραίνῃ κι ὅταν ἦταν ἡ συγκομιδὴ τοῦ λιναριοῦ. ἀπὸ τὸ θρηνητικὸ μέλος του μυθολογήθηκε καὶ σὰ θεὸς τῆς μουσικῆς καὶ γιὸς τοῦ Ἀπόλλωνος.
    58.  Πάν. αἰγοπόδαρος μικροθεὸς τύπου Σιληνοῦκαὶ Σατύρων (δαίμων, δαιμόνιον), ἰθυφαλλικὸς ἤτοι πριαπικός, λατρευόμενος κυρίως στὴν Ἀρκαδία, σὲ ἀρχαϊκὲς ἐπιγραφὲς τῆς ὁποίας ἀνευρίσκεται καὶ ὡς Πάων, ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ὁ ῥωμαϊκὸς ἢ ἐτρουσκικὸς Faunus. φέρεται καὶ σὰ μουσικὸς τῆς ποιμενικῆς καὶ βουκολικῆς μουσικῆς.
    61. Decem menses. καὶ ἄλλοι μερικοὶ ἀρχαῖοι νόμιζαν ὅτι ἡ ἐγκυμοσύνη τοῦ ἀνθρώπου διαρκεῖ δέκα μῆνες (Φίλων, Περὶ ἀφθαρσίας κόσμου, 19), ἀλλ᾽ ὄχι ὅλοι.  πολλοὶ ἤξεραν ὅτι ἐννιά.
 
 
2. Στὴ μετάφρασι τοῦ Εὐσεβίου
 
    1. Μεγάληνφάτιν. ὁ Εὐσέβιος ἐννοεῖ τὸ εὐαγγέλιον, τὸ μέγα μήνυμα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. γιὰ νὰ γίνῃ προφητεία ἡ βουκολικὴ ᾠδή, πλὴν τῶν ἄλλων παραλείπονται τὰ ἱστορικὰ ὀνόματα Λουκίνακαὶ Πωλλίων, καὶ τὰ μυθικὰ Κρόνος, Ζεύς, Ἀπόλλων, Ὀρφεύς, Μοῖραι, Θέτις, καὶ Καλλιόπη.
    6. Παρθένος. ἐννοεῖ τὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ παρθένο Μαρία.
    6. Βασιλῆα. ἐννοεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
    15. Λήψεται ἀφθάρτοιο θεοῦ βίοτον. τὸ λήψεται δείχνει τὴν ἀρειανικὴ δοξασία τοῦ Εὐσεβίου.
    16-0. Πατρίδι. ἐννοεῖ τὴν Παλαιστίνη.
    16-0. Μακάρεσσιν ἐελδομένοισι. ἐννοεῖ ὅσους σ᾽ ὅλη τὴ γῆ ἀγαποῦν τὸ Χριστό.
    20. Κριθὴν ἠδὲ κύπειρον. ὁ Βεργίλιος λέει κισσὸν (hedera) καὶ βάκκαριν (baccar), ἀλλ᾽ ὁ Εὐσέβιος μεταφράζει κριθὴν καὶ κύπειρον (θηλυκὸ ἢ οὐδέτερο), προφανῶς ἐπειδὴ θέλησε ν᾽ ἀποφύγῃ πράγματα ποὺ ἰδιάζουν στὸ διονυσιακὸ ξεφάντωμα. ἔχω τὴν ὑποψία ὅτι τὴν κριθὴν καὶ τὸ κύπειρον τὰ βρῆκε στοὺς στίχους τῆς Ὀδυσσείας δ 603-4, ὅπου συνεκφέρονται κύπειρον ἠδὲ κρῖ  κι ὅπου ἔψαχνε γιὰ κάποιες λέξεις ποὺ θὰ χρησιμοποιοῦσε σ᾽ αὐτὴ τὴ μετάφρασί του.  τὸ κύπειρον ἡ κύπειρος ἀναφέρεται στὰ Ὁμηρικὰ Ἔπη (Φ 351˙ δ 603-4), στὸν Ὕμνον εἰς Ἑρμῆν (107), κι ἀπὸ τοὺς Ἀριστοφάνη (Βάτρ., 243-4), Θεόκριτο (1, 106), καὶ ἄλλους. βλ. καὶ σχόλιο στοὺς στίχ. 19-20 τοῦ πρωτοτύπου.
    20. Κολοκασσί᾽ ἀκάνθῳ (κολοκασσίᾳ). νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ ἐκθλιβῇ τὸ μακρὸ - .
    21β Συνεκτελέουσι. τελῶ ἐκτελῶ συνεκτελῶ. προσφέρω ὡς τέλος. τέλος δὲ ἡ προσφορὰ καὶ κυρίως ἡ πρὸς τὸ θεῖον, ἐξ οὗ καὶ τελῶ τελετή. τὸ λατινικὸ πρωτότυπο δὲν ἔχει ἀντίστοιχη λέξι. ἡ μετάφρασι τοῦ Εὐσεβίου εἶναι διαφορετική.
    26. Πατρὸς μεγίστου. ὁ Εὐσέβιος ἐννοεῖ τὸν θεὸν πατέρα.
    30. Βλ. ἀντίστοιχο σχόλιο στὸ πρωτότυπο.
    31. Προτέρας ἄτης. τῆς «ἀρχαίας κατάρας». ἐννοεῖ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα.
    44. Τυρίῃσι λιβάδεσσι. Τύριαι λιβάδες δηλαδὴ «σταγόνες τῆς Τύρου» εἶναι οἱ σταγόνες τοῦ αἵματος τῆς πορφύρας, τὴν ὁποία κατεργάζονταν κυρίως οἱ Φοίνικες τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος (Πρξ 12, 20). ὁ Βεργίλιος λέει ἁπλῶς murices.muricesλέγονται καὶ σήμερα στὴ ζῳολογία τὰ δυὸ ἀπὸ τὰ τρία κογχύλια τῆς Μεσογείου, ποὺ ἔδιναν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα τὸ χρῶμα τῆς πορφύρας, murextrunculus (μύρηξ ἀκρόκωλος) καὶ murexbrandaris (μύρηξ τοῦ Brand).  τὸ τρίτο καὶκαλλίτερο λέγεται purpurahaemastoma (πορφύρα αἱμάστομα).
   45-00. Ἀλλ᾽ ἄγε τιμῆεν σκῆπτρον βασιλήιδος ἀρχῆς
               δεξιτερῆς ἀπὸ πατρὸς ἐριβρεμέταo δέδεξο.
ὁ Εὐσέβιος ἐδῶ δὲν μεταφράζει καθόλου τοὺς στίχους 46-49 τοῦ Βεργιλίου, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι μεταφράζει, ἐπειδὴ θέλει ν᾽ ἀποφύγῃ τὸν εἰδωλολατρικὸ μῦθο γιὰ τὶς Μοῖρες (Parcae). αὐτὸ ποὺ γράφει ὅμως σὰ μετάφρασι, τὸ παίρνει ἀπὸ τὸν Ὅμηρο (Β 100-109), ὅπου τὸ βασιλικὸ σκῆπτρον τὸ στέλνει ὡς κληρονομικὸ «χρῖσμα» στὴ δυναστεία τῶν Ἀτρειδῶν ὁ Ζεὺς μὲ τὸν Ἑρμῆ. ὁ Εὐσέβιος ὅμως ἐννοεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ παίρνῃ τὸ σκῆπτρο τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ ἀπὸ τὴν δεξιὰν τοῦ θεοῦ πατρὸς (πρβλ. καὶ Ὅμηρον, Β 245-6. Κ 321.  β 37).
     61. Πολλοὺς λυκάβαντας. ὁ Βεργίλιος λέει decemmenses= «δέκα μῆνες», ὁ Εὐσέβιος ὅμως μεταφράζει πολλοὺς λυκάβαντας. στὸν Ὅμηρο καὶ στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες γενικῶς λυκάβαντες λέγονται τὰ ἔτη, οἱ χρονιές.  οὐδέποτε οἱ μῆνες. ὁ Εὐσέβιος ὅμως λέει τοὺς μῆνες, τὰ «φεγγάρια», τόσο διότι μεταφράζει ἔτσι τοὺς mensesτοῦ Βεργιλίου, ὅσο καὶ διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μιλάῃ γιὰ ἐγκυμοσύνη γυναικὸς ποὺ διαρκεῖ πολλὰ χρόνια. πρόκειται γιὰ ἐλλιπῆ ἑλληνομάθεια τοῦ Εὐσεβίου. καὶ φυσικὰ δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ μόνο λάθος του ποὺ κάνει στραβὰ καὶ κακὰ τὰ «ὁμηρικά» του σ᾽ αὐτὴ τὴ μετάφρασι, οὔτε εἶναι αὐτὸς ὁ μόνος ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς τοῦ Δ’ αἰῶνος ποὺ γράφει ἢ μεταφράζει σὲ ἄθλια «ὁμηρικά». τέτοια εἶναι καὶ τὰ «ὁμηρικὰ» τοῦ Νόννου Πανοπολίτου, τοῦ Ἀπολλιναρίου Ἱεραπόλεως, τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, καὶ τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ ἀργότερα (Η’ αἰ.).
    62-63. Ἡ παραχάραξι διὰ τῆς μεταφράσεως στοὺς δυὸ τελευταίους στίχους εἶναι χαρακτηριστική. ἡ συνεστίασι μὲ τοὺς θεοὺς καὶ ἡ συνουσία θνητῶν μὲ θεὲς τοῦ λατινικοῦ πρωτοτύπου, πίσω ἀπὸ τὰ ὁποῖα κρύβονται τὰ ὀργιαστικὰ συμπόσια καὶ ἡ ἱερὰ πορνεία τῶν εἰδωλολατρικῶν τελεστηρίων, γίνονται ἀνθρώπινα τραπέζια καὶ χριστιανικὴ παρθενία. δὲν ὑπῆρχαν μόνο Ἑλληναρᾶδες, ἀλλὰ καὶ Λατιναρᾶδες κι Ἀσιαταρᾶδες κι Ἀφρικαναρᾶδες καὶ Ῥωμαναρᾶδες, ποὺ ἐξωράιζαν ἔτσι τὸ ἀκάθαρτο παρελθόν τους, γιὰ νὰ κοκορευτοῦν εἰς βάρος τῶν ἀλλοεθνῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν τους, κι αὐτὸ ποὺ θεμελίωσαν μὲ αἵματα τριῶν αἰώνων, νὰ τὸ γκρεμίσουν, καὶ τὴν ἐκκλησία νὰ τὴ διαλύσουν, γιὰ νὰ χαϊδέψουν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπόν τους, ποὺ χριστιανικῶς δὲν ἦταν καθόλου ἀξιέπαινος, οὔτε κἂν βιώσιμος.  ἀποφάσισαν μετὰ τὸ μπάνιο νὰ φορέσουν τὰ ῥοῦχα τους τὰ λερωμένα. καὶ μέσα στὴν ἀπόφασί τους αὐτὴ ἔπρεπε μὲ κάθε τρόπο ὁ καθένας τοὺς δικούς του ἀρχαίους νὰ τοὺς κάνῃ προφῆτες ποὺ προφήτευσαν γιὰ τὸ Χριστό. 
 
Δημοσιεύεται καὶ στὴν ἐπετηρίδα ‘’Σίρις’’, Σέρρες 7 (2003-2007)
Μελέτες 5 (2008)