Στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἦταν γνωστοὶ οἱ πέντε εὐπαρατήρητοι πλανῆτες Ἑρμῆς Ἀφροδίτη Ἄρης Ζεὺς Κρόνος. μ̉ αὐτὴ τὴ σειρὰ στὴν ἀρχαία Ἀνατολὴ λέγονταν Γαλάζιος Λευκὸς Κόκκινος Πράσινος Κίτρινος. μὲ τὴν ἴδια σειρὰ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα λέγονταν 1) Στίλβων, 2) Ἑῷος Ἑωσφόρος Φωσφόρος Ἕσπερος, 3) Πυρόεις Πυρόης, 4) Φαέθων, 5) Φαίνων. ἀπὸ τὸν Δ’ π.Χ. αἰῶνα στὴν Ἑλλάδα ἄρχισαν νὰ λέγωνται, πάντα μὲ τὴν ἴδια σειρά, 1) ἀστὴρ Ἀπόλλωνος, Ἑρμοῦ, Ἥρας˙ 2) Ἥρας, Ἀφροδίτης˙ 3) Ἡρακλέους, Ἄρεως˙ 4) Διός˙ 5) Κρόνου. κι ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους τὰ ὀνόματα ἐπιλέχτηκαν καὶ μεταφράστηκαν Mercurius, Venus, Mars, Iupiter, Saturnus. στὴ Βίβλο καὶ στὸν Ὅμηρο ἀναφέρεται μόνον ὁ δεύτερος πλανήτης μὲ τὰ ὀνόματα Ὄρθρος, Ἑωσφόρος, Πρωϊνός, Ἕσπερος, Λαμπρός. στὴ σημερινὴ ἑλληνικὴ ὁ ἴδιος αὐτὸς πλανήτης, ὁ μόνος γνωστὸς κι ὠνομασμένος στὸ λαό, λέγεται Αὐγερινὸς ἢ ἄστρο τῆς αὐγῆς τὸ πρωῒ κι Ἀποσπερίτης τὸ βράδυ.
            Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν θεωροῦσαν πλανήτη τὴ Γῆ ‒ μέχρι τὸ 250 π.Χ. δὲν γνώριζαν κἂν ὅτι εἶναι ἀστέρας‒, ἐνῷ θεωροῦσαν πλανῆτες τὸν Ἥλιο καὶ τὴ Σελήνη, πίστευαν δὲ ὅτι τὸ κέντρο τοῦ πλανητικοῦ συστήματος καὶ ὅλων τῶν ἀστέρων τοῦ σύμπαντος εἶναι ἡ Γῆ, τὴν ὁποία φαντάζονταν μεγαλείτερη ἀπ̉ ὅλους γενικὰ τοὺς ἀστέρες κι ἀπὸ τὸ συνολό τους, καὶ διέκριναν τοὺς ἑφτὰ προειρημένους ἀστέρες - «πλανῆτες» ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀστέρες τ̉ οὐρανοῦ, ἐπειδὴ φαινομενικὰ ἔχουν τροχιὰ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν τροχιὰ τῶν ἄλλων καὶ ἄτακτη, σὰ διαδρομὴ ἀλήτου ποὺ τριγυρίζει στοὺς δρόμους ἄσκοπα καὶ χωρὶς κανένα πρόγραμμα˙ γι̉ αὐτὸ καὶ τοὺς ὠνόμασαν πλανήτας (=ἀλῆτες).
           Ὅτι ὑπάρχουν ἑφτὰ ἀστέρες, ὁρατοί, ποὺ κινοῦνται διαφορετικὰ κι ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀστέρες τ᾽ οὐρανοῦ καὶ μεταξύ τους, εἶναι παρατηρημένο ἀπὸ πολλοὺς λαοὺς κι ἀπὸ χρόνια ἀμνημόνευτα καὶ μᾶλλον προϊστορικά. ὁ Ἀριστοτέλης μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Πυθαγόρας (580-500 π.Χ.) τοὺς ἔλεγε κύνας τῆς Περσεφόνης, δηλαδὴ ‘’ἐλεύθερα κινούμενα ζαγάρια της’’ (Περὶ πυθαγορείων, ἀπόσπ. 191 (1512α)). φαίνεται ὅτι πρῶτος ὁ Εὔδοξος ὁ Κνίδιος (408-330 π.Χ.) τοὺς ὠνόμασε ἀστέρας πλάνηταςπλανήταςπλανωμένουςἄστρα πλανητὰπλανώμενα, τοὺς δὲ ἄλλους ἀστέρες ὅλους τοὺς ὠνόμασε ἀστέρας ἀπλανεῖςἐνδεδεμένους ἄστρα ἀπλανῆἐνδεδεμένα, κι ἀπ᾽ αὐτὸν τοὺς ὀνομάζουν ὅλους ἔτσι οἱ σύγχρονοί του Ξενοφῶν, Πλάτων, κι Ἀριστοτέλης (Ξενοφῶν, Ἀπομν. 4, 7, 5. Πλάτων, Τίμ., 38c˙ 40b. Ἀριστοτέλης, Περὶ οὐρανοῦ 2, 4˙ 2, 8˙ Μετεωρ. 1, 6˙ 1, 8˙ Περὶ πυθαγορείων, ἀπόσπ. 191).
    Τὸν F’ π.Χ. αἰῶνα ὁ ἑλληνόγλωσσος Φοίνικας Θαλῆς ὁ Μιλήσιος (640-546 π.Χ.), ὁ ἀρχαιότερος μαθηματικὸς φυσικὸς καὶ ἀστρονόμος τῆς ἀνθρωπότητος, προεῖπε (τὸ 585 π.Χ.) μιὰ ἔκλειψι τοῦ Ἡλίου ἕνα ἔτος πρὶν γίνῃ, προσδιώρισε τὴν εὕρεσι ὅλων τῶν ἐκλείψεων, προσδιώρισε τὶς ἰσημερίες καὶ τὰ ἡλιοστάσια, κάνοντας ἔτσι τὸ ἀρχαιότερο ἐπιστημονικὸ ἡμερολόγιο, κι ἐπισήμανε τὴν ἀειφάνεια κι ἀμετακινησία τοῦ Πολικοῦ ἀστέρος τῆς Μικρᾶς Ἁμάξης (= Μικρᾶς Ἄρκτου), τὸν ὁποῖο ὑπέδειξε στοὺς ναυτικοὺς ὡς σταθερὸ σημεῖο προσανατολισμοῦ (Ἡρόδοτος 1,74,2˙ 1,170,3. Διογένης Λαέρτιος 1, 23). ὁ δὲ μαθητής του Ἀναξίμανδρος (610-530 π.Χ.) ἀνακάλυψε ὅτι ὁ Ἥλιος εἶναι σκέτη φωτιὰ (διάπυρη ὕλη) καὶ μεγαλείτερος ἀπὸ τὴ Γῆ, ἡ Γῆ εἶναι σφαιρική, πρᾶγμα ποὺ τὸ συμπέρανε ἀπὸ τὴν κυρτότητα τῆς σκιᾶς της ἐπάνω στὴ Σελήνη κατὰ τὶς ἐκλείψεις της, κι ὅτι ἡ Σελήνη εἶναι κρύα σκοτεινὴ κι ἑτερόφωτη, ποὺ ἀνακλᾷ τὸ φῶς τοῦ Ἡλίου (Διογένης Λαέρτ. 2, 1 τὴν Σελήνην ψευδοφαῆ (εἶναι) καὶ ἀπὸ Ἡλίου φωτίζεσθαι˙ ἀλλὰ καὶ τὸν Ἥλιον οὐκ ἐλάττονα τῆς Γῆς, καὶ καθαρότατον πῦρ). εἶναι δὲ κι ὁ πρῶτος στὸν κόσμο ποὺ κατασκεύασε σφαῖρα καὶ σχεδίασε γεωγραφικοὺς χάρτες (Διογένης Λαέρτ. 2, 2).
            Τὸν Ε’ αἰῶνα ὁ Κλαζομένιος Ἀναξαγόρας (500-428 π.Χ.) συμπέρανε ὅτι ὁ Ἥλιος δὲν εἶναι τόσο μικρὸς ποὺ φαίνεται, ἀλλὰ μεγαλείτερος κι ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, κι ὅτι εἶναι ὕλη διάπυρη καὶ ὄχι θεός. τόσο αὐτὸ ὅσο καὶ ἄλλες ἐπιστημονικὲς διαπιστώσεις του οἱ Ἀθηναῖοι τῶν κλασσικῶν Ἀθηνῶν καὶ τοῦ «χρυσοῦ αἰῶνος» τοῦ στρατηγοῦ Περικλέους τὰ θεώρησαν βλασφημία τῶν θείων καὶ δίωξαν τὸν Ἀναξαγόρα γιὰ θανάτωσι. ἐκεῖνος ὅμως πρόλαβε καὶ δραπέτευσε, γλυτώνοντας ἔτσι τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὸ σκοταδισμὸ καὶ τὸ θρησκευτικὸ φανατισμὸ τῶν κλασσικῶν Ἀθηνῶν, καὶ πῆγε στὸ Περσικὸ κράτος, ὅπου δὲν παρεμπόδιζαν τὴν ἐπιστήμη, στὴν ἑλληνικὴ πόλι Λάμψακον, κι ἐκεῖ συνέχισε νὰ καλλιεργῇ τὴν ἐπιστήμη του ἀνενόχλητος, ἀφήνοντας τοὺς Ἀθηναίους νὰ τρέφωνται μὲ τὰ μυθιστορήματα τοῦ Αἰσχύλου καὶ τοῦ Σοφοκλέους κι ἀργότερα μὲ τὶς μπαροῦφες τοῦ Πλάτωνος. 
            Τὸν Δ’ π.Χ. αἰῶνα ὁ ἀστρονόμος Εὔδοξος ὁ Κνίδιος (408-330 π.Χ.) ‒ἡ Κνίδος ἦταν κι αὐτὴ ἑλληνικὴ πόλι τοῦ Περσικοῦ κράτους‒, 20 χρόνια νεώτερος τοῦ Πλάτωνος καὶ 24 πρεσβύτερος τοῦ Ἀριστοτέλους, ἀφοῦ ἀπέδειξε γεωμετρικῶς ὅτι ἡ Γῆ εἶναι σφαιρική, πρᾶγμα ποὺ λεγόταν ἤδη καὶ δυὸ αἰῶνες πρὶν ἀπ̉ αὐτὸν ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ἀναξιμάνδρου συμπεραινόμενο ἀπὸ τὴν κυρτότητα τῆς σκιᾶς τῆς Γῆς ἐπάνω στὴ Σελήνη κατὰ τὴν ἔκλειψί της, προχώρησε, γύρω στὸ 360 π.Χ., καὶ στὴ διατύπωσι μιᾶς θεωρίας, γιὰ νὰ ἐξηγήσῃ τὶς ἰδιότροπες τροχιὲς τῶν «ἑφτὰ» πλανητῶν. κατὰ τὴ θεωρία τοῦ Εὐδόξου τὸ κέντρο τοῦ πλανητικοῦ συστήματος κατέχει ἡ σφαιρικὴ Γῆ. γύρω ἀπὸ τὴ Γῆ ὑπάρχουν ὀχτὼ ἄνισες ὁμόκεντρες καὶ διαφανεῖς σφαῖρες, οἱ οὐρανοί, περιεχόμενες ἡ μία μέσα στὴν ἄλλη. καὶ πάνω στὶς σφαῖρες αὐτὲς εἶναι ἀκίνητοι (σὰν κολλητοὶ ἢ βιδωτοὶ νὰ ποῦμε) οἱ ἑφτὰ πλανῆτες ἀνὰ ἕνας καὶ οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες ὅλοι μαζί. ἀμέσως πιὸ ἔξω ἀπὸ τὴ Γῆ εἶναι ἡ σφαῖρα τῆς Σελήνης˙ τελευταία καὶ πιὸ ἀπόμακρη ἡ σφαῖρα τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων˙ μὲ τὴ σειρὰ ἀπὸ μέσα πρὸς τὰ ἔξω εἶναι οἱ σφαῖρες Γῆς Σελήνης Ἡλίου Ἑρμοῦ Ἀφροδίτης Ἄρεως Διὸς Κρόνου ἀπλανῶν˙ σύνολο ἐννέα σφαῖρες˙ ἡ Γῆ καὶ οἱ ὀχτὼ οὐρανοί. ὁ κάθε οὐρανὸς στρέφεται ὁλόκληρος μαζὶ μὲ τὸν κολλημένο ἐπάνω του πλανήτη καὶ μὲ δικό του ἰδιαίτερο τρόπο. ὁ ἐξώτατος στρέφεται μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρες. ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ὀχτὼ διαφορετικὲς κινήσεις, ποὺ φαίνονται στὸν οὐρανό. καλὰ κατάλαβε ὁ Εὔδοξος τὴ σειρὰ τῶν ἀποστάσεων τῶν πλανητῶν ἀπὸ τὴ Γῆ ‒ὄντως αὐτὸ εἶναι ὁ ἆθλος του‒ καλὰ κατάλαβε καὶ ὅτι οἱ ἀπλανεῖς εἶναι πιὸ μακριὰ ἀπ̉ ὅλους τοὺς πλανῆτες, ἀλλὰ δὲν συνέλαβε τὸ ἰλιγγιῶδες μέγεθος τῆς τελευταίας αὐτῆς διαφορᾶς σὲ σύγκρισι μὲ τὶς ἄλλες – εἶναι ὅση ἡ διαφορὰ 15’ λεπτῶν πρὸς τέσσερα ἔτη (=15 πρὸς 2.103.840) ‒, ὅτι οἱ ἀπλανεῖς ἔχουν κι ἐκεῖνοι ὁ καθένας τὴ δική του τροχιά, πολὺ μεγαλείτερη μάλιστα ἀπὸ τὶς συγκριτικὰ μικροσκοπικὲς τροχιὲς τῶν πλανητῶν, ἀλλ̉ εἶναι τόσο μακριά, ποὺ οἱ τροχιές των δὲν φαίνονται, καὶ οἱ ἴδιοι φαίνονται ἔτσι ἀκίνητοι καὶ ἀπλανεῖς ἀστέρες, ὅτι ἡ Σελήνη δὲν εἶναι πλανήτης ἀλλὰ δορυφόρος, ὅτι οὔτε ὁ Ἥλιος εἶναι πλανήτης, καὶ κυρίως ὅτι ἡ Γῆ δὲν εἶναι τὸ κέντρο τῶν πλανητῶν καὶ τοῦ σύμπαντος. τὴ θεωρία τοῦ Εὐδόξου, ἡ ὁποία δὲν στέκεται μέν, ἀλλ̉ ὁπωσδήποτε εἶναι ἕνα τρίτο βῆμα προόδου τῆς ἀστρονομικῆς ἐπιστήμης μεγαλείτερο ἀπὸ τὰ δύο προηγούμενα, μνημονεύει μὲ σεβασμὸ ὁ σύγχρονός του Ἀριστοτέλης ποὺ εἶναι κι ὁ μόνος ἀρχαῖος Ἕλληνας ὁ ὁποῖος παραπέμπει σεμνὰ στὸν Εὔδοξο (Εδοξος μν ον λίου κα σελήνης…). τὴν ἐπαναλαμβάνουν ὅμως καὶ πολλοὶ ἄλλοι Ἕλληνες, κυρίως φιλόσοφοι, ὁ καθένας σὰ δική του θεωρία, καὶ πρῶτοι ὁ πυθαγόρειος Τίμαιος ὁ Λοκρὸς καὶ ὁ Πλάτων˙ ἔπειτα οἱ Κικέρων ὁ Ῥωμαῖος, Φίλων ὁ Ἰουδαῖος, Πλούταρχος ὁ Χαιρωνεύς, Ψευδαριστοτέλης, Πλούταρχος ὁ Ἀθηναῖος, Ἰωάννης Λαυρέντιος ὁ Λυδός, καὶ ἄλλοι. (Τίμαιος Λοκρός, Περὶ ψυχᾶς κόσμω…, 5 (96e- 97a). Πλάτων, Τίμ., 38cd. Ἀριστοτέλης, Μετὰ τὰ φυσ. 11,8 (1073β). Cicero, Nat. deor. 2,20,52-53˙ Res publ. 6,17. Φίλων Ἰουδ., Θείων κληρον., 224. Πλούταρχος Χαιρ., Ἐκλελοιπ. χρηστ., 36-37 (430ab). Ψευδαριστοτέλης, Π. κόσμου 2,9 (392α). Πλούταρχος Ἀθην., Τιμ. ψυχογον., 31-32 (1029abcd). Ἰωάννης Λαυρ. Λυδός, Διοσημ., 9-10). κανεὶς πλὴν τοῦ Ἀριστοτέλους δὲν μνημονεύει τὸν Εὔδοξο. οἱ μετὰ τὸν Πλάτωνα ἴσως ἀφήνουν νὰ ἐννοηθῇ, ἂν ἐννοηθῇ ἀπὸ κάποιον, ὅτι εἶναι θεωρία τοῦ Πλάτωνος. οἱ φλύαροι φιλόσοφοι εἶναι γενικῶς ἀγράμματοι ἀνεπιστήμονες φθονεροὶ καὶ κλέφτες. ἡ φθονερὴ κλοπὴ τῶν νεωτέρων δὲν εἶναι πρᾶγμα ποὺ συμβαίνει μόνο σήμερα. ἐλέγχεται ὅμως ἡ κλοπὴ πάντοτε, ἔστω καὶ ὀψέ ποτε, ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα. ὁ Πλάτων μάλιστα στὴν ἐν λόγῳ κλοπή του, ὅπως οἱ ἀλογοκλέφτες βάφουν τὰ λευκὰ σημάδια τῶν κλεμμένων ἀλόγων, ἐπένδυσε τὸ κλοπιμαῖο του μὲ τὴ μπαρούφα ὅτι οἱ πλανῆτες καὶ ὅλοι οἱ ἀστέρες ἔχουν ψυχὴ καὶ εἶναι ζῷα λογικὰ κι ὅτι, καθὼς οἱ οὐρανοὶ τῶν πλανητῶν περιστρέφονται, παράγουν καὶ μιὰ οὐράνια καὶ θεία μουσική (Τιμ., 41de˙ 47cde) , ἔτσι γιὰ νὰ δείξῃ τὴ βλακεία του καὶ φρενοβλάβειά του πιὸ χοντρή, ἀφοῦ δὲν τοῦ ἔκοβε ὅτι στὸ κενὸ τοῦ διαστήματος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παραχθῇ ἦχος. σιγὰ σιγὰ θὰ μᾶς ἔλεγε κι ὅτι ἡ μουσικὴ ἐκείνη ἡ θεία παράγεται ἀπὸ τὸ τρίξιμο τοῦ ἀλάδωτου κοινοῦ ἄξονος τῶν ὀχτὼ περιστρεφομένων οὐρανῶν σὰν ἀπὸ λατέρνα. ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε μέτρο στὴ μπαρουφολογία του. ἤξεραν δὲ οἱ ἄλλοι ἀρχαῖοι τὸ ῥόλο ποὺ παίζει στὴν παραγωγὴ ἤχου ὁ ἀέρας καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα, διότι πολλὲς φορὲς οἱ ἀρχαῖοι μουσικολόγοι παρομοιάζουν τὸν ἀέρα μὲ χορδὴ ἢ δορὰ τυμπάνου ἡ ὁποία πλήττεται ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἤχου. οἱ παραπάνω ἀρχαῖοι λωποδύτες ἔκαναν ἀκριβῶς ὅπως κάνουν σήμερα οἱ ἀνίκανοι καθηγηταὶ πανεπιστημίου, ὅταν ἀπορρίπτουν ἕναν ἱκανώτερό τους ὑποψήφιο, καὶ στὴ συνέχεια λεηλατοῦν τὰ συγγράμματά του, ὅπως οἱ νικηταὶ σκυλεύουν μετὰ τὴ μάχη τὰ πτώματα τῶν σκοτωμένων ἀντιπάλων τους, γδύνοντάς τα καὶ παίρνοντας ἀπ̉ αὐτὰ τὰ ὅπλα τους, τὰ κοσμήματά τους, τὰ χρήματά τους, ἀκόμη καὶ τὰ ῥοῦχα τους. μόνο ποὺ οἱ ἀνίκανοι καθηγηταί, ὀλιγοφρενεῖς καθὼς εἶναι, κάνουν καὶ τὴν ἀπερισκεψία νὰ σκυλεύουν ὅλοι μαζὶ τὸν ἴδιο ἀπορριφθέντα ὑποψήφιο, ποὺ δολοφονοῦν, κι ἔτσι ἔπειτα φαίνονται τόσο οἱ κλέφτες ὅσο καὶ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἔκλεψαν. αὐτὸ τὸ παθαίνουν οἱ λωποδύτες, ἐπειδή, ὡς κατεργαραῖοι, δὲν μποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν νὰ κλέψουν ὁ καθένας μόνος του ἕναν ὑποψήφιο, καὶ ὄχι πολλοὶ μαζὶ τὸν ἴδιο. κλέβουν δὲ ἔτσι σὰ λωποδύτες καὶ ἄλλοι καὶ μάλιστα οἱ λεγόμενοι Ἑλληναρᾶδες, αὐτοὶ λῃστεύοντας καὶ ζωντανοὺς αὐτοὺς ποὺ φθονοῦν. καὶ σ̉ ὅλο τὸν κόσμο κλέβουν, ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα περισσότερο. ἡ μόνη ἀσφάλεια τοῦ ἀδικουμένου εἶναι νὰ τὸν κλέβουν πολλοὶ μαζί. διότι ἔτσι φαίνονται καὶ οἱ λωποδύτες καὶ δείχνουν ἄθελά τους καὶ ποιόν κλέβουν. κι ὅσο περισσότεροι κλέβουν ἕναν, τόσο καλλίτερα γι̉ αὐτόν. στὴν κλοπὴ τῆς πνευματικῆς ἰδιοκτησίας ἐπικίνδυνος εἶναι ὁ ἕνας μόνο λωποδύτης. εὐτυχῶς ποὺ δὲν τοὺς κόβει, γιὰ νὰ κάνουν ἔτσι.
            Ὁ Ἀριστοτέλης, σύγχρονος καὶ λίγο νεώτερος τοῦ Εὐδόξου, ὅπως εἶπα, ἀνακάλυψε ὅτι καὶ οἱ πλανῆτες ὅπως ἡ Σελήνη εἶναι ἀστέρες κρῦοι καὶ σκοτεινοί, ἑτερόφωτοι ποὺ ἀντικατοπτρίζουν τὸ φῶς τοῦ Ἡλίου, ἐνῷ σὲ σύγκρισι μὲ τοὺς ἄλλους ἀστέρες εἶναι πολὺ πιὸ κοντὰ στὴ Γῆ ἀπ̉ ὅσο μποροῦμε νὰ συλλάβουμε, καὶ ὅτι οἱ ἄλλοι ἀστέρες εἶναι αὐτόφωτοι, δηλαδὴ ἥλιοι ( Ἀναλ. ὕστ. 1,13˙ 1,34˙ (78α˙89β)˙ Περὶ οὐρανοῦ 2,8 (290α). κι αὐτὸ βέβαια τὸ βῆμα, ἂν καὶ μικρότερο τοῦ προηγουμένου, εἶναι πιὸ προσεκτικὸ κι ἀποδεικνύεται ἐξ ὁλοκλήρου ἀληθινό. ἔτσι ὁ Ἀριστοτέλης κατὰ κάποιον τρόπο ἐξαιρεῖ ἀπὸ τοὺς πλανῆτες τὸν Ἥλιο, καὶ τὸν θεωρεῖ μέσα στὸ πλανητικὸ σύστημα μοναδικὴ πηγὴ φωτός. Θαλῆς, Ἀναξίμανδρος, Πυθαγόρας, Ἀναξαγόρας, Εὔδοξος, Ἀριστοτέλης˙ ἐργάτες τῆς ἐπιστήμης.
            Τὸν Γ’ π.Χ. αἰῶνα ὁ Ἀρίσταρχος ὁ Σάμιος (280-210 π.Χ.), συνομήλικος τοῦ Ἀρχιμήδους (287-212 π.Χ.), ἀνακάλυψε ἐπὶ τέλους ὅτι τὸ ἡλιακὸ - πλανητικὸ σύστημα εἶναι ἡλιοκεντρικό. ὅτι ὁ Ἥλιος εἶναι ἀστέρας πολὺ μεγάλος καὶ κατέχει αὐτὸς τὸ κέντρο τοῦ πλανητικοῦ συστήματος, ποὺ στὴν περίπτωσι αὐτὴ μπορεῖ νὰ λέγεται καὶ ἡλιακό. ὅτι καὶ ἡ Σελήνη δὲν εἶναι πλανήτης, ἀλλὰ δορυφόρος τῆς Γῆς. ὅτι καὶ ἡ Γῆ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πλανῆτες. ὅτι οἱ πλανῆτες εἶναι ἕξ, Ἑρμῆς Ἀφροδίτη Γῆ Ἄρης Ζεὺς Κρόνος˙ (οἱ ἄλλοι δὲν φαίνονται χωρὶς τηλεσκόπιο). ὅτι οἱ πλανῆτες στρέφονται γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο. καὶ ὅτι οἱ ἄλλοι ἀστέρες εἶναι πολὺ μακριὰ καὶ πολὺ μεγάλοι καὶ διάπυροι καὶ αὐτόφωτοι ἀστέρες˙ ἥλιοι. ὁ Ἀρίσταρχος ἦταν πολὺ μεγάλος ἐπιστήμων. ἀρκεῖ νὰ σᾶς πῶ ὅτι μιὰ ἄλλη ἐπίσης καταπληκτικὴ γιὰ τὴν ἐποχή του ἀνακάλυψί του εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴ φύσι τοῦ φωτός˙ ὅτι Φς στι τ χρμα τος ποκειμένοις πιππτον κι ὅτι Τν τ σκότ σώματα χρόαν οκ χει, φράσεις ποὺ σημαίνουν ὅτι «Χρῶμα εἶναι τὸ φῶς ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς πέφτει (καὶ ἀνακλᾶται δηλαδὴ) ἐπάνω στὰ διάφορα σώματα» κι ὅτι «Στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι τὰ σώματα δὲν ἔχουν χρῶμα». τὶς φράσεις αὐτὲς διέσωσε στὴν ἀνθολογία του (Ἐκλογ. 1,16,1) ὁ Χριστιανὸς Ἰωάννης Στοβαῖος (500 μ.Χ.). εἶναι φράσεις τὶς ὁποῖες καὶ οἱ ἀρχαῖοι καὶ οἱ νεώτεροι δὲν τὶς κατάλαβαν ὡς ἀξιώματα τῆς φυσικῆς ὅσο πρέπει, οὔτε καὶ τὶς πρόσεξαν ὅσο ἔπρεπε. δὲν κατάλαβαν πόσο μεγάλη ἀξία ἔχουν γιὰ τὴν ἐπιστήμη τῆς φυσικῆς.
            Ἀπὸ μεταγενεστέρους συγγραφεῖς ποὺ διασῴζουν σὰ διαλυμένα καὶ ἀσύνδετα φθέγματα λίγα καὶ μικρὰ ἀποσπάσματα τῶν συγγραμμάτων του, γιὰ τὴν περὶ ἡλιοκεντρικοῦ πλανητικοῦ συστήματος ὑπόθεσί του, ποὺ σήμερα εἶναι ἀξίωμα, ἔχουμε ἀπὸ τὸ σύγγραμμά του ποθέσεις, στὸ ὁποῖο ἀναπτυσσόταν, τὶς παρακάτω φράσεις.
           μεταφράζω.
            α’. Τὴν Σελήνην παρὰ τοῦ Ἡλίου τὸ φῶς λαμβάνειν.
           β’. Τὴν Γῆν σημείου τε καὶ κέντρου λόγον ἔχειν πρὸς τὴν τῆς Σελήνης σφαῖραν.
           f’. …Ἐπιλογίζεται οὖν τὸ τοῦ Ἡλίου ἀπόστημα ἀπὸ τῆς Γῆς τοῦ τῆς Σελήνης ἀποστήματος μεῖζον μὲν ἢ ὀκτωκαιδεκαπλάσιον, ἔλασσον δὲ ἢ εἰκοσαπλάσιον,…
μεταφράζω.
          «α’. Ἡ Σελήνη παίρνει τὸ φῶς ἀπὸ τὸν Ἥλιο.          
            β’. Ἡ Γῆ σὲ σύγκρισι μὲ τὴ (νοητὴ) σφαῖρα (ποὺ ἔχει περιφέρεια τὴν τροχιὰ) τῆς Σελήνης μπορεῖ νὰ λογαριαστῇ σὰν ἕνα σημεῖο καὶ κέντρο τῆς σφαίρας αὐτῆς.
            f’. …Προκύπτει λοιπὸν ὡς λογιστικὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀπόστασι τοῦ Ἡλίου ἀπὸ τὴ Γῆ εἶναι ἀπὸ δεκαοχτὼ μέχρι εἴκοσι φορὲς μεγαλείτερη τῆς ἀποστάσεως τῆς Σελήνης ἀπὸ τὴ Γῆ».
            Δυστυχῶς τὸ βιβλίο τοῦ Ἀριστάρχου ποθέσεις (=Ὑποδομές, θεμέλια), ὅπως καὶ ὅλα τὰ συγγράμματά του, χάθηκε, ὄχι, νομίζω, χωρὶς τὴ φροντίδα τοῦ φθόνου τῶν ἄλλων ἀρχαίων. δὲν ἦταν μόνον ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Πλάτων καὶ οἱ πλατωνικοὶ καὶ οἱ λοιποὶ Ἀθηναῖοι τοῦ Ε’ καὶ Δ’ π.Χ. αἰῶνος ποὺ ἔκαιγαν τὰ συγγράμματα τοῦ Πρωταγόρου καὶ τῶν ἄλλων ἐπιστημόνων ἀπὸ τὸ φθόνο τῆς ἀνικανότητός των (Διογένης Λαέρτιος 9,51-52). καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους τὰ συγγράμματα ἦταν ἐξαφανισμένα ὅλα, καὶ βρέθηκαν σ̉ ἕνα μόνο καταχωνιασμένο χειρόγραφο τοῦ Α’π.Χ. αἰῶνος, καὶ μόνον ἀπὸ τότε διαδόθηκαν κυρίως ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς.
            Τὴ μεγάλη ὅμως ἀνακάλυψι τοῦ Ἀριστάρχου γιὰ τὸ ἡλιοκεντρικὸ πλανητικὸ σύστημα διέσωσε ἄθελά του ὁ Ἀρχιμήδης, συνομήλικός του καὶ πιθανώτατα συμφοιτητής του στὴ σχολὴ τοῦ μαθηματικοῦ φυσικοῦ καὶ ἀστρονόμου Κόνωνος στὴ Σάμο. ὁ Ἀρχιμήδης, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλειτέρους ἐπιστήμονες τῆς ἀρχαιότητος κι αὐτός, στὸ ἔργο του Ψαμμίτης (1,4-6), δίνοντας περίληψι τῆς ὑποθέσεως τοῦ Ἀριστάρχου, γράφει στὴ δωρική του διάλεκτο τὰ ἑξῆς.
            ρίσταρχος δ Σάμιος ποθεσίων τινν ξέδωκε γραφάς, ν ας κ τν ποκειμένων συμβαίνει τν κόσμον πολλαπλάσιον εμεν το νν ερημένου. ποτίθεται γρ τ μν πλανέα τν στρων κα τν λιον μένειν κίνητον, τν δ Γν περιφέρεσθαι περ τν λιον κατ κύκλου περιφέρειαν, ς στιν ν μέσ τ δρόμ κείμενος, τν δ τν πλανέων στρων σφαραν περ τ ατ κέντρον τλί κειμέναν τ μεγέθει ταλικαύταν εμεν, στε τν κύκλον, καθ̉ ν τν Γν ποτίθεται περιφέρεσθαι, τοιαύταν χειν ναλογίαν ποτ τν τν πλανέων ποστασίαν, οαν χει τ κέντρον τς σφαίρας ποτ τν πιφάνειαν. τοτο γ̉ εδηλον ς δύνατόν στιν˙ πε γρ τ τς σφαίρας κέντρον οδν χει μέγεθος, οδ λόγον χειν οδένα ποτ τν πιφάνειαν τς σφαίρας πολαπτέον ατό.
μεταφράζω˙ «Ὁ Ἀρίσταρχος ὁ Σάμιος κυκλοφόρησε σύγγραμμα μὲ κάποιες ὑποθέσεις, στὸ ὁποῖο, βασισμένος στὰ δεδομένα του, συμπεραίνει ὅτι τὸ σύμπαν εἶναι πολλαπλάσιο ἀπ̉ αὐτὸ ποὺ λέγεται ὅτι εἶναι. διατυπώνει τὴν ὑπόθεσι ὅτι οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες καὶ ὁ Ἥλιος μένουν ἀκίνητοι, ἡ δὲ Γῆ περιφέρεται γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο σὲ τροχιὰ κυκλική, ἡ ὁποία βρίσκεται κάπου ἀνάμεσα στὸν Ἥλιο καὶ στοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρες, κι ὅτι ἡ σφαῖρα τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἔχει κέντρο τὸ κέντρο τοῦ Ἡλίου κι ὅτι εἶναι στὸ μέγεθος τόση, ὥστε ὁ κύκλος τῆς ὑποτιθέμενης τροχιᾶς τῆς Γῆς σὲ σύγκρισι μὲ τὴν ἀπόστασι τὴ μέχρι τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρες εἶναι ὅσο τὸ μέγεθος τοῦ κέντρου σὲ σύγκρισι μὲ τὴν ἐπιφάνεια τῆς σφαίρας. εἶναι ὅμως εὐνόητο ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον˙ διότι τὸ κέντρο τῆς σφαίρας δὲν ἔχει κανένα μέγεθος καὶ καμμιὰ ἀναλογία πρὸς τὴν ἐπιφάνεια τῆς σφαίρας».
            Τὸν ἀπορρίπτει λοιπὸν τὸν Ἀρίσταρχο ὁ Ἀρχιμήδης! ἂν ζοῦσε σήμερα καὶ μάθαινε γιὰ τὸ πλανητικὸ σύστημα τὴν ἀλήθεια ἀπὸ ἕνα μαθητὴ τοῦ λυκείου ὁ μεγάλος Ἀρχιμήδης, ἀσφαλῶς ὄχι μόνο θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ λουτρό του ξεβράκωτος, ἀλλὰ καὶ θὰ χτυποῦσε τὸ κεφάλι του στὸν τοῖχο φωνάζοντας «Ἥμαρτον! Ἥμαρτον!». τὴ θεωρία τοῦ Ἀριστάρχου, ποὺ σήμερα εἶναι ἀξίωμα, ὄχι μόνο τὴ μισολέει καὶ τὴ στραβολέει, γιὰ νὰ τὴν κάνῃ πιὸ ἀπορρίψιμη, ἀλλ̉ ἐπὶ πλέον λέει ἐναντίον της καὶ κάτι τὸ μικρόψυχο κρυμμένο πίσω ἀπὸ μιὰ δῆθεν ψύχραιμη καὶ «οὐδέτερη» ἐπιστημονικὴ διατύπωσι˙ ὅτι ὁ Ἀρίσταρχος (δὲν ξέρει τί λέει, ἀφοῦ) κάνει σύγκρισι μεγεθῶν ἀνάμεσα στὸ κέντρο τῆς σφαίρας καὶ στὴν ἐπιφάνειά της, ἐνῷ τὸ κέντρο (εἶναι ἕνα σημεῖο, καὶ τὸ σημεῖο) δὲν ἔχει διαστάσεις, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθῇ μὲ τὴν ἐπιφάνεια τῆς σφαίρας. (ὁ ἀστοιχείωτος Ἀρίσταρχος ἀπὸ γεωμετρία ἔχει μεσάνυχτα. καὶ ἡ χοντροκομμένη θεωρία - φλυαρία του) εἶναι ἀδύνατο νὰ εὐσταθῇ. ὅπερ ἔδει δεῖξαι.
            Ὁ Ἀρίσταρχος ἀντιλαμβανόμενος γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος τὰ ἰλιγγιώδη ἀστρονομικὰ μεγέθη, εἶπε, ἀστρονομικὰ καὶ ὄχι γεωμετρικά, ὅτι ἡ τεράστια ἔκτασι, ποὺ περιέχεται μέσα στὴν κυκλικὴ τροχιὰ τῆς Γῆς γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο, σὲ σύγκρισι μὲ τὸ σύμπαν εἶναι ἕνας κόκκος, ἕνα στίγμα, ἕνα σημεῖο˙ καὶ σὲ ἀστρονομικὲς μετρήσεις, σὰν αὐτὴ ποὺ κάνει, μπορεῖ νὰ λογαριάζεται σὰ σημεῖο. αὐτὸ σήμερα γιὰ τοὺς ἀστρονόμους εἶναι κοινὸς τόπος. ἀκόμα καὶ τὸ πλανητικὸ σύστημα ὁλόκληρο τὸ παίρνουν σὲ μερικοὺς ὑπολογισμούς των σὰ σημεῖο˙ ἀκόμη καὶ τὸ Γαλαξία μας ὁλόκληρο. ὁ Ἀρχιμήδης ἐδῶ, σ̉ αὐτὸ τὸ πρωτοφανὲς ἄνοιγμα τοῦ Ἀριστάρχου, δὲν μπόρεσε νὰ πετάξῃ. καὶ φέρθηκε μικρόψυχα. ἔκανε ὅπως ὅταν λὲν μερικοὶ ἀνόητοι ὅτι «Ἡ Βίβλος δὲν εἶναι ἀλάθητη, ἀφοῦ γράφει λιος γνω τν δύσιν ατο (Ψα 103,19)˙ καθυστερημένο καὶ σκοταδιστικὸ κείμενο»! κατ̉ αὐτοὺς οἱ ποιηταὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ λὲν γιὰ «ἡλιοβασιλέματα», ἀλλὰ πρέπει νὰ λὲν «Στιγμὲς ποὺ ἡ περὶ ἄξονα περιστροφὴ τῆς Γῆς φέρνει τὴ χώρα μας σὲ θέσι ποὺ δὲν ἀντικρύζει πιὰ τὸν Ἥλιο»! ἀλλιῶς εἶναι σκοταδισταὶ καὶ καθυστερημένοι! οἱ κοκορίκοι ἔμαθαν κι αὐτοὶ ἕνα πρᾶγμα στὴ ζωή τους, καί, παίρνοντας ὕφος δυόμισυ Ναπολεόντων, ἐννοοῦν μ̉ αὐτὸ ποὺ ἔμαθαν νὰ σιδερώσουν ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. ἂν εἶχαν μυαλὸ νὰ μάθουν ἄλλο ἕνα πρᾶγμα στὴ ζωή τους, θὰ ἤξεραν ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ πιὸ ἐξελιγμένη ἀστρονομία, ὅταν λ.χ. μιλάῃ γιὰ τὶς ἰσημερίες καὶ τὰ ἡλιοστάσια, λέει˙ «Ὁ Ἥλιος τώρα φτάνει στὸν τροπικὸ τοῦ Καρκίνου, γυρίζει πρὸς τὰ νότια, περνάει τὸν ἰσημερινό, φτάνει στὸν τροπικὸ τοῦ Αἰγόκερω, ξαναγυρίζει πρὸς τὰ βόρεια, ξαναπερνάει τὸν ἰσημερινό, ξαναφτάνει στὸν τροπικὸ τοῦ Καρκίνου, καὶ μ̉ ὅλες αὐτὲς τὶς κινήσεις του συμπληρώνει ἕνα ἔτος». ὁ Ἥλιος δὲν κάνει καμμία τέτοια κίνησι, οὔτε συμπληρώνει ἔτος˙ ἡ Γῆ τὰ κάνει ὅλ̉ αὐτά. κι ὅμως οἱ ἀστρονόμοι ἔτσι βολεύονται καλλίτερα νὰ ἐκφράζωνται, σὰν τοὺς ποιητάς, χωρὶς νὰ παρεξηγοῦν ἀλλήλους. μόνον αὐτοὶ οἱ μικρόψυχοι κοκορίκοι εἶναι ἕτοιμοι νὰ μουντζώσουν τὴ Βίβλο γιὰ πολλοστὴ φορά. δυστυχῶς τὴν ἴδια μικροψυχία δείχνει κι ὁ Ἀρχιμήδης ἔναντι τοῦ συνομηλίκου του Ἀριστάρχου. ὑποτιμητικὰ μιλάει γιὰ τὴν ἀνακάλυψι τοῦ Ἀριστάρχου καὶ στὸν ἐπίλογο τοῦ ἴδιου ἔργου Ψαμμίτης, ἀναφέροντάς τον ἄλλες πέντε φορές, πάντοτε μὲ τὴν περιφρονητικὴ καὶ στερεότυπη φράσι ρίσταρχος ποτίθεται (Ψαμμ. 4,16-19).
            Ὅπως λὲν οἱ Χριστιανοὶ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, «Ὁ φθόνος καὶ τῶν τελείων ἅπτεται». τὸ ν̉ ἀπορρίψῃ μόνον ὁ Ἀρχιμήδης τὸν Ἀρίσταρχο, ἐπειδὴ κάτι «δὲν κατάλαβε», θὰ ἔδειχνε ὅτι ἁπλῶς δὲν τὸ κατάλαβε˙ ἡ μικρόψυχη ὅμως «γεωμετρική» του ἔκφρασι δείχνει φθόνο. ὁ Ἀρχιμήδης ἦταν μεγαλοφυὴς ἄνθρωπος καὶ μέγας ἐπιστήμων, ἐφάμιλλος τοῦ Ἀριστάρχου, χορτάτος ἀπὸ ἀνακαλύψεις κι ἐφευρέσεις, καὶ δὲν θὰ καταδεχόταν ποτὲ νὰ κλέψῃ κιόλας τὸν Ἀρίσταρχο. δὲν εἶχε τὴν κατινιὰ τοῦ Πλάτωνος, ποὺ σκύλευσε τὸν Εὔδοξο˙ καὶ δὲν διέπραξε κάτι τέτοιο. τὸ ὅτι ὅμως ἀπέρριψε τὸν Ἀρίσταρχο εἶχε κακὲς συνέπειες˙ α’) ὅτι βραχυπρόθεσμα συνετέλεσε μὲ τὸ κῦρος του στὸ νὰ περιφρονηθῇ ὁ Ἀρίσταρχος καὶ νὰ χαθοῦν τὰ συγγράμματά του καὶ στὸ νὰ τὸν ἀναφέρουν οἱ μεταγενέστεροι Ἕλληνες σὰν ἀσήμαντο καὶ μόνον γιὰ τὶς «παραξενιές» του σὰν ἐκείνη τὴν περίεργη ἄποψί του γιὰ τὸ φῶς καὶ τὸ χρῶμα˙ β’) ὅτι μεσοπρόθεσμα συνετέλεσε στὸ νὰ μείνῃ ὁ Ἀρίσταρχος τόσο ἄσημος γιὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς τυπογραφίας καὶ μὲ τόσο λίγα ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου του, ὥστε ὁ παπικὸς κληρικὸς Κοπέρνικος νὰ τολμήσῃ νὰ πλασσάρῃ τὴν ἀνακάλυψι ὡς δική του˙ στὴν προσωπική του βιβλιοθήκη βρέθηκε βιβλίο μὲ ἀποσπάσματα τοῦ Ἀριστάρχου πλουσίως τσεκαρισμένα˙ κι ὁ Ἄγγλος Νεύτων νὰ πλασσάρῃ ὡς δική του τὴν ἀνακάλυψι τοῦ Ἀριστάρχου γιὰ τὴ φύσι τοῦ φωτός. γ’) ὅτι μακροπρόθεσμα ὁ Ἀρχιμήδης ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὴν τιμὴ αὐτῆς τῆς ἀστρονομικῆς προόδου σὰν καθυστερημένος ἀντιδραστικός, κάτι ποὺ δὲν ταίριαζε βέβαια στὸ μεγάλο ἐπιστημονικό του ἀνάστημα, τοῦ ἄξιζε ὅμως σὰν τιμωρία γι̉ αὐτὸ ποὺ διέπραξε εἰς βάρος τοῦ Ἀριστάρχου.
            Σὲ τί ἆραγε ὀφείλεται ὁ φθόνος αὐτὸς στὴν ψυχὴ μάλιστα ἑνὸς πραγματικὰ μεγάλου; καὶ εἶχε ἆραγε κάποια προϊστορία ἢ ἦταν ἔτσι μιὰ ἐκ τοῦ μακρόθεν φθονερὴ ἀντίδρασι; γιατὶ καὶ τὸ βιβλίο του Ψαμμίτης μᾶλλον ἐξ αἰτίας τοῦ Ἀριστάρχου τὸ ἔγραψε ὁ Ἀρχιμήδης˙ ὅτι «Νά, τὸ ἀπέραντο σύμπαν σου ἐγὼ τὸ γεμίζω μὲ ἄμμο, ποὺ τοὺς κόκκους της τοὺς ἔχω καὶ μετρημένους˙ σιγὰ τὴν ἀπεραντοσύνη του!». φαίνεται δὲ στὸν πρόλογο καὶ ὅτι τὴ ζηλοτυπία του τοῦ τὴν τσίμπησε ὁ ἐξάδερφός του βασιλεὺς Γέλων, ποὺ προκάλεσε τυπικὰ τὴ σύνταξι τοῦ Ψαμμίτου μὲ μιὰ τιμητικὴ ἀναφορὰ τοῦ Ἀρισταρχείου σύμπαντος. δὲν ἀποκλείεται ὁ μέγας ἐπιστήμων νὰ ἦταν ἄνθρωπος ποὺ «δουλευόταν» καὶ «ἁρπαζόταν». δὲν ἀποκλείεται ὁ φθόνος του κατὰ τοῦ Ἀριστάρχου νὰ ἦταν καὶ ταξικὸς ἢ συναδελφικὸς μὲ τὴν πολὺ στενὴ ἔννοια, δηλαδὴ συμφοιτητικός. ὁ Ἀρχιμήδης ἦταν πλούσιος καὶ πρίγκιπας, ἐξάδερφος τοῦ βασιλέως, ἐνῷ ὁ Ἀρίσταρχος φαίνεται ταπεινῆς καταγωγῆς, ἢ ἔστω μὴ βασιλικῆς. ἐπίσης μεταξὺ τῶν δυὸ συμφοιτητῶν ὁ Ἀρίσταρχος ἦταν καὶ γύρω στὰ πέντε χρόνια μικρότερος. καὶ ἴσως ὁ μεγάλος καὶ πρίγκιπας Ἀρχιμήδης δὲν ἀνεχόταν καὶ πολὺ τὸν «μικρὸ» ἢ τὸν «πεινάλα» νὰ «σηκώνῃ κεφάλι», κάτι ποὺ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τέλει τοῦ κάθεται σὰν κόμπλεξ. εἶναι πράγματα ποὺ τὰ βλέπουμε στὴ ζωή μας κάθε μέρα. ὑποθέσεις κάνω μόνο γιὰ τὰ κίνητρα τοῦ φθόνου τοῦ Ἀρχιμήδους˙ ἡ ὕπαρξι ὅμως τοῦ φθόνου εἶναι αὐταπόδεικτη˙ ἀπὸ τὴν κακεντρέχειά του στὸ ἔργο του Ψαμμίτης.
            Οἱ μεταγενέστεροι φιλόσοφοι, ποὺ ἀναφέρουν τὸν Ἀρίσταρχο σὰν ἕναν ἀσήμαντο καὶ χωρὶς τὴ μεγαλοφυῆ ἀνακάλυψί του, ἀλλὰ γιὰ ἄλλα «δευτερεύοντα» μόνο, δὲν χώνεψαν τὴν ἀνακάλυψί του, ἐπειδὴ τοὺς χαλοῦσε τὴ μετὰ μουσικῆς περὶ κόσμου φαντασμαγορικὴ εἰκόνα τοῦ «θείου Πλάτωνος», δηλαδὴ τὴ θεωρία τὴν κλεμμένη ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Εὐδόξου, ποὺ ὅλοι οἱ πλατωνικοὶ διατυμπάνιζαν ὡς θεωρία τοῦ Πλάτωνος. οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες θαύμαζαν πιὸ πολὺ τὶς κιναιδικὲς μπαροῦφες τῶν φιλοσόφων καὶ τὰ κιναιδικὰ παραμύθια τῶν θεατρικῶν καὶ λυρικῶν ποιητῶν, παρὰ τὰ δυσνόητα ἐπιτεύγματα τῶν ἐπιστημόνων τους. καὶ σήμερα ὁ λαοτζῖκος ἀνάμεσα σὲ μιὰ γεωμετρία καὶ μιὰ βιντεοκασσέττα προτιμάει τὴ δεύτερη. στοὺς ἀρχαίους αὐτὴ ἡ κατινιὰ ἦταν πιὸ ἔντονη. τὴν ἴδια σχεδὸν τύχη εἶχαν καὶ τὰ ἐπιστημονικὰ συγγράμματα τοῦ Ἥρωνος ( Β’ π.Χ. αἰ.), ὁ ὁποῖος ἐφεῦρε τὴν ἀτμομηχανή, ἀλλ̉ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὸν ἀγνόησαν˙ γιὰ νὰ πάρῃ τὴ δόξα ἄλλος, ὁ Ἄγγλος Οὐάτ (Watt 1765). τὰ συγγράμματα τοῦ Ἥρωνος Πνευματικ (=Ἀεροσυμπιεστικὰ) καὶ Ατοματοποιητικ στὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο σῴζονται μόνο κολοβὰ καὶ σήμερα συμπληρώνονται ἀπὸ ἀρχαῖες λατινικὲς μεταφράσεις, τὸ ἔργο του Κατοπτρικ στὸ πρωτότυπο χάθηκε ὁλόκληρο καὶ σῴζεται μόνο σὲ λατινικὴ μετάφρασι. τὴν ἴδια καὶ χειρότερη τύχη εἶχαν καὶ μερικὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους. χάθηκαν τὰ συγγράμματα ὅλων τῶν πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη ἐπιστημόνων, Θαλῆ, Ἀναξιμάνδρου, Ἀναξιμένους, Φερεκύδου, Ἀναξαγόρου, Ἱππάσου, Ἡρακλείτου, Λευκίππου, Δημοκρίτου, Πρωταγόρου, καὶ ἄλλων, ἐνῷ διασώθηκαν ἕνας σωρὸς ἀπὸ θεατρικὲς μπαροῦφες καὶ παραμύθια, δηλαδὴ βιντεοκασσέττες μὲ κατινούλικα σενάρια γεμάτα εὐμίμητες καὶ κοινόχρηστες ἐξυπνάδες μαγκιὲς καὶ ἀτάκες.
            Σὰν γι̉ ἀσήμαντο καὶ δευτέρας ἢ τρίτης διαλογῆς μιλοῦν γιὰ τὸν Ἀρίσταρχο οἱ πλατωνικοὶ φιλόσοφοι Πλούταρχος ὁ Χαιρωνεύς (50-120 μ.Χ.), καὶ Πλούταρχος ὁ Ἀθηναῖος (350-433 μ.Χ.), κι ὁ μπαρουφατζῆς καὶ ἰδιαίτερα αἰσχρὸς «φιλόσοφος» Σέξτος Ἐμπειρικός ( 225 μ.Χ.). ὁ Πλούταρχος ὁ Χαιρωνεὺς στὸ ἔργο του Περὶ τοῦ προσώπου τοῦ ἐμφαινομένου τῷ κύκλῳ τῆς Σελήνης ( § 6 923a), ὅπου θέλει νὰ παραστήσῃ καὶ τὸν ἀστρονόμο καὶ λέει φιλοσοφικὲς βλακεῖες, κάνει εἰς βάρος τοῦ Ἀριστάρχου μαῦρο χιοῦμορ καὶ γράφει˙ «Κι ὁ Λεύκιος γέλασε καὶ εἶπε˙ Μόνο μὴ μᾶς ἀπαγγείλῃς, φίλε μου, καὶ μήνυσι γιὰ ἀσέβεια, ὅπως ὁ (φιλόσοφος) Κλεάνθης φρονοῦσε ὅτι οἱ Ἕλληνες ἔπρεπε νὰ εἰσαγάγουν σὲ δίκη τὸν Ἀρίσταρχο τὸ Σάμιο γιὰ ἀσέβεια πρὸς τοὺς θεούς, ἐπειδὴ (μὲ τὴν ὑπόθεσί του) ἀναστάτωσε τὴν ἑστία τοῦ σύμπαντος˙ διότι ὁ δικός σου ἀποπειράθηκε νὰ ἐξηγήσῃ τὰ φαινόμενα, ὑποστηρίζοντας τὴν ὑπόθεσί του ὅτι ὁ οὐρανὸς μένει ἀκίνητος, ἐνῷ ἡ Γῆ περιφέρεται σὲ λοξὸ κύκλο, καὶ ταυτόχρονα περιστρέφεται καὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά της» (… μένειν τν ορανν ποτιθέμενος, ξελίττεσθαι δ κατ λοξο κύκλου τν Γν, μα κα περ τν ατς ξονα δινουμένην). ἀντὶ περιφέρεσθαι λέει ξελίττεσθαι (=τυλίγεται), ἐπειδὴ μιλάει γιὰ τὸν Ἀρίσταρχο εἰρωνικὰ σὰν γιὰ βλᾶκα. καὶ παρακάτω στὸ ἴδιο ἔργο του (§19 932bc) ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει πάλι τὸν Ἀρίσταρχο εἰρωνικά, γιὰ νὰ γελάσουν οἱ ἀναγνῶστες του. ἀπὸ τὴ φράσι τοῦ Πλουτάρχου ἐξελίττεσθαι κατὰ λοξοῦ κύκλου τὴν Γῆν καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Ἀρίσταρχος ἔγραφε ὅτι ἡ τροχιὰ τῆς Γῆς κι ἐκεῖνες τῶν πλανητῶν εἶναι ἐλλειπτικὲς καὶ ὄχι κυκλικές, πρᾶγμα ποὺ ὁ Ἀρχιμήδης δὲν τὸ πρόσεξε, διότι γράφει ὅτι ὁ Ἀρίσταρχος ὑποτίθεται τὰν Γᾶν περιφέρεσθαι περὶ τὸν Ἅλιον κατὰ κύκλου περιφέρειαν. οὔτε ὁ Κοπέρνικος τὸ κατάλαβε. τὸ κατάλαβαν ἢ τὸ ἀνακάλυψαν ἀργότερα ὁ Δανὸς Τύχων Μπράχε (1546-1605) κι ὁ Γερμανὸς Ἰωάννης Κέπλερ (1571-1630). ὁ Σέξτος ὁ Ἐμπειρικὸς στὸ Κατὰ τῶν φυσικῶν ἐπιστημόνων ῥητορικὸ ἔργο του (Πρὸς τοὺς φυσικοὺς 2,174) προσπαθεῖ νὰ γελοιοποιήσῃ τὸν Ἀρίσταρχο. κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ Ε’ μ.Χ. αἰῶνος ὁ βρυκόλακας τοῦ εἰδωλατρικοῦ παρελθόντος καὶ διευθυντὴς τῆς πλατωνικῆς ἀκαδημίας στὴν Ἀθήνα Πλούταρχος ὁ Ἀθηναῖος, ἀπορρίπτοντας κι αὐτὸς τὸν Ἀρίσταρχο γιὰ βλᾶκα, γράφει˙ ρίσταρχος τν λιον στησι μετ τν πλανν, τν δ Γν κινε περ τν λιακν κύκλον κα κατ τς ταύτης γκλίσεις σκιάζεσθαί (φησι) τν δίσκον (Περὶ τῶν ἀρεσκόντων φιλοσόφοις φυσικῶν δογμάτων 2,24 (891a)˙ καὶ στὸν Ἰωάννη Στοβαῖο, Ἐκλ. 1,25,3)˙ δηλαδή˙ «Ὁ Ἀρίσταρχος στήνει τὸν Ἥλιο ἀκίνητο, σὰν τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρες, καὶ κινεῖ τὴ Γῆ γύρω ἀπὸ τὸν ἡλιακὸ δίσκο, καὶ ἰσχυρίζεται ὅτι σκιάζεται (δηλαδὴ ἔχει νύχτα), ὅταν στρίβῃ καὶ γέρνῃ». σὲ μιὰ γλῶσσα, ποὺ δείχνει ὅτι δὲν καταλαβαίνει τί λέει ὁ Ἀρίσταρχος, τοῦ ὁποίου μᾶλλον ἔχει μπροστά του μόνο ἀποσπάσματα ἀπὸ ἀνθολογίες δοξογράφων, λέει τὶς ἀρλοῦμπες ποὺ λέει. βλέπουμε ὅτι ἀπὸ τοὺς δυὸ πλατωνικοὺς Πλουτάρχους ὁ μὲν ἀρχαιότερος, ὁ Χαιρωνεύς, κατάλαβε τοὐλάχιστον ὅτι ὁ Ἀρίσταρχος ἔλεγε ὅτι ἡ Γῆ ἐκτὸς τοῦ ὅτι περιφέρεται σ̉ ἕνα ἔτος γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο, περιστρέφεται κιόλας γύρω ἀπὸ τὸν ἄξονά της σ̉ ἕνα ἡμερονύκτιο, ὁ δὲ νεώτερος, ὁ Ἀθηναῖος, ὁ διάδοχος τοῦ Πλάτωνος, δὲν κατάλαβε ἢ δὲν πρόσεξε τὴν περὶ ἄξονα περιστροφὴ τῆς Γῆς καὶ τὴ συγχέει μὲ τὴν περιφορά της, νομίζοντας ὅτι κατὰ τὴν περιφορά της γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο γέρνει (ἐγκλίσεις) καὶ σκιάζεται (=ἔχει νύχτες). προφανῶς κατάλαβε ὅτι ἡ Γῆ περιφέρεται γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο σ̉ ἕνα εἰκοσιτετράωρο ὁ πλατωνικός. καὶ προφανῶς ἀπὸ τὰ λάθη τοῦ Πλουτάρχου καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Ἀρίσταρχος ἔλεγε καὶ ὅτι ἡ Γῆ ἔχει τὸν ἄξονά της κεκλιμένο σὲ σχέσι μὲ τὸ ἐπίπεδο τῆς τροχιᾶς της περὶ τὸν Ἥλιο, κι ὅτι γι̉ αὐτὸ ἔχουμε τὰς ρας, δηλαδὴ τὶς τέσσερες ἐποχές, ἐνῷ στὴν περὶ ἄξονα περιστροφή της ὀφείλεται ἡ ἐναλλαγὴ ἡμέρας καὶ νύχτας. φοβήθηκε ὁ Ἀθηναῖος Πλούταρχος, ὁ πλατωνικός, μήπως μὲ τὴν ὑπόθεσι τοῦ Ἀριστάρχου ἀνατραπῇ ἡ φιλοσοφικὴ μπαρούφα τοῦ ἀρχαίου προκατόχου του «θείου Πλάτωνος» γιὰ τὴ μουσικὴ ποὺ ἐκπέμπουν στὸ κενὸ διάστημα οἱ ὀχτὼ οὐρανοί «του», καθὼς γυρίζουν γύρω ἀπὸ τὸν κοινὸ ἄξονά τους. παρεμπιπτόντως ἀπὸ τὸ Χαιρωνέα Πλούταρχο μαθαίνουμε ὅτι κι ὁ ἀρχαῖος σύγχρονος καὶ συνομήλικος τοῦ Ἀριστάρχου στοϊκὸς φιλόσοφος Κλεάνθης, ὁ φτωχὸς ἐκεῖνος «σπουδαστής», γιὰ τὸν ὁποῖο λέγονται τόσα συγκινητικὰ ἀνέκδοτα, φθονοῦσε θανάσιμα τὸν Ἀρίσταρχο καὶ εἶχε τὴ γνώμη ὅτι γιὰ τὴν ἀσέβειά του πρὸς τοὺς θεούς, τὴν ὁποία ἐξέφραζε μὲ τὴν ἀνακάλυψί του, οἱ Ἕλληνες ἔπρεπε νὰ τὸν θανατώσουν. διότι φυσικὰ θάνατος μόνο ἦταν ἡ ποινὴ γιὰ τὴν πρὸς τοὺς θεοὺς ἀσέβεια.
            Περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὴν ἀνακάλυψι τοῦ Ἀριστάρχου καὶ σὲ οὐδέτερο ὕφος δίνει γύρω στὸ 150 μ.Χ. ὁ ἄσημος Σέλευκος ὁ Σελευκειεὺς στὸ ἔργο του Περ μεγεθν καποστημάτων λίου κα Σελήνης˙ λέει δὲ ποστήματα τὶς ἀποστάσεις˙ ἐπίσης κι ὁ Ἰωάννης Στοβαῖος, ὅπως ἀνέφερα, στὴν Ἀνθολογία του, μᾶς διέσωσε καὶ τὴν ἀνακάλυψι τοῦ Ἀριστάρχου γιὰ τὴ φύσι τοῦ φωτός, ἡ ὁποία δὲν ἔχει νὰ ζηλέψῃ τίποτε ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη περὶ φωτὸς ἀντίληψι τῆς σημερινῆς φυσικῆς.
            Ἑκατὸ χρόνια μετὰ τὸν Ἀρίσταρχο, γύρω στὸ 150 π.Χ., ὁ Ἵππαρχος ἀπὸ τὴ Νίκαια τῆς Μ. Ἀσίας ἐπινόησε ὄργανα μὲ τὰ ὁποῖα ὑπολόγισε τὰ πραγματικὰ μεγέθη τὶς πραγματικὲς ἀποστάσεις καὶ τὶς ἀκριβεῖς κινήσεις τοῦ Ἡλίου τῆς Γῆς καὶ τῆς Σελήνης, σχεδὸν ὅσα ἀκριβῶς λέγονται καὶ σήμερα. κι αὐτὸς περιφρονήθηκε καὶ τὰ πολλὰ συγγράμματά του καταστράφηκαν γύρω στὸ 100 π.Χ. ἐξ αἰτίας τῆς εἰς βάρος του κακολογίας τῶν φιλοσόφων. γενικὰ οἱ φιλόσοφοι τύπου Σωκράτους καὶ Πλάτωνος, οἱ λεγόμενοι ἠθικοὶ φιλόσοφοι (ὄχι οἱ φυσικοὶ φιλόσοφοι= ἐπιστήμονες τύπου Θαλῆ καὶ Ἀριστοτέλους), ὑπῆρξαν γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα μεγάλη συμφορὰ καὶ μάστιγα, αἰτία πολλῆς καθυστερήσεως κι ὀπισθοδρομήσεως.  
           Τὸν ΙF’ αἰῶνα ὁ παπικὸς κληρικὸς Κοπέρνικος ἀνακοίνωσε ὡς δική του τὴν ἀνακάλυψι τοῦ Ἀριστάρχου. πολὺ γρήγορα ὅμως οἱ ἐπιστήμονες βρῆκαν ὅτι εἶναι τοῦ Ἀριστάρχου. ὁ καιρὸς τῆς τυπογραφίας δὲν σηκώνει σὲ τόσο μεγάλο βαθμὸ τὶς κλοπὲς καὶ τὶς σκυλεύσεις τῆς πνευματικῆς ἰδιοκτησίας. πάντως καὶ τὸ ὅτι γύρω ἀπὸ τὴν ἀνακάλυψι τοῦ Ἀριστάρχου δοκιμάστηκαν προβεβλημένοι ἄνθρωποι ἢ καὶ ὄντως σπουδαῖοι, δείχνει πόσο μεγάλη ἀνακάλυψι εἶναι.
            Δὲν πρέπει νὰ παραλείψω καὶ κάτι ποὺ μ̉ ἐντυπωσιάζει˙ οἱ ἀστρονομικὲς ἀνακαλύψεις τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τοῦ Ἀριστάρχου, πού, καθὼς φαίνεται, ἔγιναν γνωστὲς στὸ λαό, φαίνονται καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, στὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰούδα (στίχ. 13), ὅπου λέγεται ὡς ἀντικείμενο παρομοιώσεως ἡ φράσι στέρες πλανται ος ζόφος το σκότους ες τν αἰῶνα τετήρηται (=ἀστέρες πλανῆτες ποὺ εἶναι αἰωνίως σκοτεινοί).
            Ὅταν ἔγραψαν τὶς ἀπόψεις των γιὰ τὸ ἡλιακὸ πλανητικὸ σύστημα ὁ Κοπέρνικος (1475-1543) καὶ ὁ Κέπλερ (1571-1630) ἦταν γνωστοὶ οἱ ἓξ πλανῆτες ποὺ γνώριζε κι ὁ Ἀρίσταρχος. ἔπειτα μέσα σὲ 220 χρόνια ἀνακαλύφτηκαν τὸ 1781 ὁ ἕβδομος κι ὁ ὄγδοος, τὸ 1801 ὁ ἔνατος, τὸ 1930 ὁ δέκατος, τὸ 2004 ὁ ἑντέκατος καὶ ὁ δωδέκατος. οἱ δώδεκα πλανῆτες μὲ τὴ σειρὰ ἀπὸ τὸν Ἥλιο πρὸς τὰ ἔξω εἶναι Ἑρμῆς, Ἀφροδίτη, Γῆ, Ἄρης, Δήμητρα καὶ οἱ ἀστεροειδεῖς, Ζεύς, Κρόνος, Οὐρανός, Ποσειδῶν, Πλούτων, Χάρων, καὶ Ζήνα, ὑπάρχουν δὲ ἀνάμεσά τους καὶ 135 παρατηρημένοι δορυφόροι, 1.000.000 ἀστεροειδεῖς, 30 δισεκατομμύρια κομῆτες καὶ τρισεκατομμύρια διᾴττοντες (πεφταστέρια).
 
 
 
 
Βιβλικὰ κι ἐξωβιβλικὰ ἑβραϊκὰ ὀνόματα ἀστέρων καὶ ἀστερισμῶν
 
Ἑβδομήκοντα (ἑλληνιστί)
ἑβραϊκό
Ἐπιφάνιος
παραπομπή
Ἥλιος
 
Σελήνη
 
Ἑρμῆς
Ἀφροδίτη
 
            Ὄρθρος
            Ἑωσφόρος
            Ἕσπερος
Γῆ
Ἄρης
Ζεύς
Κρόνος
Ἀρκτοῦρος
Ὠρίων
Πλειάς (=Πούλια)
Μαζουρώθ (=Ζῴδια)
Τεταγμέναι (=Γαλαξίας)
ἀστήρ
σμσ
῾με
ιρε
λβνε
 
 
 
σ῾ρ
σ῾ρ
κξιλ
αρz
 
βολ
 
κιμε
[κξιλ]
οσ
μζρυτ
δγλ
κυκβ
Σέμες
Ἡμά
Ἰρέε
Ἀλβανά
Ὀχομώδ
Ζερουά
Λουήθ
 
 
 
(Ἄρετς)
Ὀκβόλ
Βάαλ
Σαβήθ
 
 
 
 
 
χωχέβ
Γε 15, 12
Ἆσ 6, 10
Γε 37, 9
Ἆσ 6, 10
 
 
 
Ἆσ 6, 10
Ἰβ 3, 9
Ἰβ 9, 9
Γε 1, 1
 
 
 
Ἰβ 9, 9
Ἰβ 38, 31
Ἰβ 9, 9
Ἰβ 38, 32
Ἆσ 6, 10
Γε 1, 16
πρβλ. Βαρ Χωχεβά
 
Ἐπιφάνιος, Πανάριον 16, 2, 2 - 3˙ Τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα τὰ ἐκ τῆς τῶν πεπλανημένων (=πλανητῶν) ἀστρονομίας κατὰ τὴν ἑβραϊκὴν διάλεκτον... οἷον Ἥλιος Ἡμὰ καὶ Σέμες, Σελήνη Ἰρέε καὶ Ἀλβανά (... Ἰρέε γὰρ ὁ μὴν λέγεται, Μήνη δὲ ἡ Σελήνη...), Ἄρης χωχὲβ Ὀκβόλ, Ἑρμῆς χωχὲβ Ὀχομώδ, Ζεὺς χωχὲβ Βάαλ, Ἀφροδίτη Ζερουὰ ἤ τοι Λουήθ, Κρόνος χωχὲβ Σαβήθ,... (ὁ Ἐπιφάνιος ἦταν Ἑβραῖος).
Ἑλληνικὰ καὶ λατινικὰ ὀνόματα ἀστέρων
 
 ἑλληνικά
λατινικά
ἑλληνικά
λατινικά
ἀστήρ
Ἥλιος
Ἑρμῆς
Ἀφροδίτη,
     Ἑῷος,
     Ἕσπερος
Γῆ
Σελήνη
Ἄρης
Ζεύς
Κρόνος
stella
Sol
Mercurius
Venus,
     Lucifer,
     Vesper
Terra
Luna
Mars
Ιupiter
Saturnus
 
κομήτης
Ἀρκτοῦρος
Ὠρίων
Κύων
     Σείριος
Ζῴδια
Καρκῖνος
Αἰγόκερως
Ἄρκτος - Ἅμαξα
Πλειάς
Γάλα (=Γαλαξίας)
crinitus
Arcturus
Orion
Canis
     Sirius
Signa
Cancer
Capricornus
Septentrio
Pleias
Via Lactea
 
 
 
Μελέτες 2 (2008)