Στὴν ἀρχὴ προκαλεῖ ἐντύπωσι κι ἐν τέλει πονοκέφαλο στοὺς ἑρμηνευτὰς τὸ ὅτι πολλοὶ κανόνες τῶν συνόδων, στοὺς ὁποίους διατάσσεται ἡ ἐπιβολὴ τῶν δύο βαρυτέρων ποινῶν, τῆς ἐσχάτης καὶ τῆς προτελευταίας, γιὰ τὸ ἴδιο παράπτωμα διατάσσεται γιὰ μὲν τοὺς λαϊκοὺς ἀφοριζέσθω γιὰ δὲ τοὺς κληρικοὺς καθαιρείσθω, ἢ ἄλλοτε, ποὺ πρόκειται μόνο γιὰ κληρικό, διατάσσεται γιὰ κάποιο παράπτωμά του ἀφοριζέσθω, ἐπιμένων δὲ καθαιρείσθω· «ἂν ἐπιμένῃ καὶ συνεχίζῃ ν᾿ ἁμαρτάνῃ ἀδιόρθωτος, τότε νὰ καθαιρῆται». γιατί γιὰ τὸ ἴδιο παράπτωμα ὁ μὲν λαϊκός, πού, ἐννοεῖται, εἶναι λιγώτερο ὑπεύθυνος, ἀφορίζεται (= παύει νὰ εἶναι μέλος τῆς ἐκκλησίας ;) ὁ δὲ κληρικός, ὁ πιὸ ὑπεύθυνος, μόνο καθαιρεῖται ἀπὸ τὸ ἀξίωμα, χωρὶς νὰ παύῃ νὰ εἶναι μέλος τῆς ἐκκλησίας ; καὶ γιατί ὁ κληρικὸς μὲ τὴν πρώτη διάπραξι κάποιου παραπτώματος, ἀφορίζεται (= παύει νὰ εἶναι μέλος τῆς ἐκκλησίας ;), μὲ τὴν ἀμετανόητη δὲ ἐξακολούθησι τῆς παρανομίας του μόνο καθαιρεῖται ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του ; καὶ πῶς καθαιρεῖται ἀπὸ τὸ ἀξίωμα, ἀφοῦ πιὸ μπροστὰ ἔχει παύσει νὰ εἶναι μέλος τῆς ἐκκλησίας ; σὰ νὰ μιλοῦμε γιὰ φυλάκισι μετὰ τὴν ἐκτέλεσι θανατοποινίτου (λαϊκὸς ἀφοριζέσθω, κληρικὸς καθαιρείσθω· ᾿Αποστ. καν. 63· 64· 65· 66· 69· 70 ·84· Ζ΄ οἰκ. σύν., 5· 9· κλπ.. ἀφοριζέσθω, ἐπιμένων δὲ καθαιρείσθω· ᾿Αποστ. καν. 5· 30· 45· 58· 59· κλπ.).
Καὶ μόνο τὸ ὅλο νόημα τῶν συμφραζομένων μᾶς δίνει νὰ καταλάβουμε ὅτι στοὺς κανόνες αὐτοὺς τὸ ἀφορίζεσθαι δὲν ἔχει τὴν ἔννοια μὲ τὴν ὁποία τὸ λέμε σήμερα. ἔτσι κι ἀλλιῶς ἄλλωστε τὸ ἀφορίζεσθαι καὶ στὴ Βίβλο καὶ στὴ μεταβιβλικὴ χριστιανικὴ γραμματεία ἔχει πολλαπλῆ σημασία. ὅταν ἡ Γραφὴ λέῃ ὅτι ὁ Παῦλος στὴν ῎Εφεσο ἀφώρισε τοὺς μαθητάς (Πρξ 19,9), ἐννοεῖ ὅτι ξεχώρισε τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς ᾿Ιουδαίους μετὰ ἀπὸ τρεῖς μῆνες κοινὴ σύναξι στὴν ἰουδαϊκὴ συναγωγή, ὅπου μπῆκε μὲ σκοπὸ νὰ ἐκχριστιανίσῃ ὅσους ᾿Ιουδαίους προλάβῃ, καὶ τοὺς ἀπεξάρτησε ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμό. ὅταν ὁ Παῦλος λέῃ ὅτι ὁ Κύριος τὸν ἀφώρισεν ἐκ κοιλίας μητρός, ...ἵνα εὐαγγελίζηται αὐτόν (Γα 1,15), ἢ συστήνεται ὡς ἀφωρισμένος εἰς εὐαγγέλιον θεοῦ (῾Ρω 1,1), ἐννοεῖ ὅτι «ἐπιλέχθηκε καὶ σημαδεύτηκε» γιὰ τὸ ἔργο αὐτό. ὅταν λέῃ ὅτι ὁ Πέτρος στὴν ᾿Αντιόχεια ἔκανε τὸ λάθος ν᾿ ἀφορίζῃ ἑαυτὸν ἀπὸ τοὺς ἀπεριτμήτους Χριστιανοὺς (Γα 2,12), ἐννοεῖ ὅτι ὁ Πέτρος μόνος του, μὲ κάποιες μὴ σωστὲς διακρίσεις, ποὺ ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ κάνῃ, «ξεχώριζε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐκείνους καὶ τοὺς ἀπέφευγε». ὅταν ὁ Χριστὸς στὸ Κατὰ Λουκᾶν λέῃ Μακάριοί ἐστε, ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς (Λκ 2,22), ἐννοεῖ τὸ ῥῆμα μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὸ ἐννοοῦμε καὶ σήμερα, ἀλλὰ φυσικὰ ἀπὸ τὴν ἀνάποδη (ὅταν οἱ κακοὶ «ἀφορίσουν» τοὺς καλούς). ἔχει δηλαδὴ τὸ ῥῆμα καθ᾿ ἑαυτὸ μὲν πάντοτε τὴν ἴδια σημασία τοῦ «ξεχωρίζω», ἀλλὰ μέσα στοὺς συμφραζομένους συντακτικοὺς ὅρους λειτουργεῖ κάθε φορὰ ἀλλιῶς καὶ ὑπηρετεῖ ἄλλο νόημα. ἄλλοτε σημαίνει ὅτι ἀφορίζει (= ξεχωρίζει) κάποιος κάτι γιὰ καλὸ ἢ γιὰ κακό, ἄλλοτε ὅτι οἱ καλοὶ ἀφορίζουν (= ξεκόβουν) τοὺς κακοὺς ἀπὸ τοὺς καλούς, ἢ οἱ κακοὶ ἀφορίζουν τοὺς καλοὺς (κακὸ τῆς κεφαλῆς τους κάνοντας βέβαια), ἄλλοτε ὅτι οἱ καλοὶ ἀφορίζονται μόνοι τους ἀπὸ τοὺς κακούς, ἄλλοτε ὅτι κάποιοι ἀφορίζουν κάποιους γιὰ λίγο μόνο ἢ γιὰ πάντα, καὶ γιὰ ἀποχὴ ἀπὸ ἕνα μόνο πρᾶγμα ἢ ὁλότελα, κλπ..
Κι αὐτὸ τὸ τελευταῖο συμβαίνει στοὺς ἐν λόγῳ κανόνες. τὸ ἀφοριζέσθω σὲ ἀντιδιαστολὴ ἀπὸ τὸ καθαιρείσθω, σημαίνει κάτι ἐλαφρότερο, ἤτοι γιὰ μὲν τὸ λαϊκὸ «νὰ ἐμποδιστῇ ἀπὸ τὴ θεία εὐχαριστία ἐπὶ ἕνα διάστημα ἢ μέχρι τὶς παραμονὲς τοῦ θανάτου, χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ εἶναι μέλος τῆς ἐκκλησίας ἔστω καὶ τιμωρημένο», γιὰ δὲ τὸν κληρικὸ σημαίνει «νὰ γίνῃ πάλι ἀκοινώνητος, ὅπως ὁ λαϊκός, καὶ φυσικὰ καὶ ἀργός, χωρὶς νὰ καθαιρεθῇ ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του, τὸ ὁποῖο βέβαια θὰ ἔχῃ πάλι ἐνεργὸ καὶ λειτουργικὸ μετὰ τὴν ἔκτισι τῆς ποινῆς του τὴ μετάνοιά του καὶ τὴ διόρθωσί του». ἔτσι καταλαβαίνουμε πῶς στοὺς κανόνες αὐτοὺς τὸ ἀφορίζεσθαι λέγεται σὰν ποινὴ ἐλαφρότερη ἀπὸ τὸ καθαιρεῖσθαι, ὁπότε καταλαβαίνουμε καὶ ὅτι γιὰ τὸ ἴδιο παράπτωμα ὁ κληρικός, ὡς περισσότερο ὑπεύθυνος, τιμωρεῖται αὐστηρότερα ἀπὸ τὸ λαϊκὸ μὲ τὸ νὰ καθαιρῆται, καὶ πῶς γίνεται λόγος γιὰ καθαίρεσι μετὰ τὸν ἀφορισμό. ὑπάρχει ἄλλωστε ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ στὸν κανόνα 6 τῆς Γ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου, ὅπου ἡ πρώτη ἔκφρασι ἀνευρίσκεται ἀναλυμένη καὶ λεκτικῶς τροποποιημένη ὡς εἰ μὲν ἐπίσκοποι εἶεν ἢ κληρικοί, τοῦ οἰκείου παντελῶς ἀποπίπτειν βαθμοῦ, εἰ δὲ λαϊκοί, ἀκοινωνήτους ὑπάρχειν, καὶ στὸν κανόνα 8 τῆς Δ΄, ὅπου τὸ ἴδιο λέγεται εἰ μὲν εἶεν κληρικοί, τοῖς τῶν κανόνων ὑποκείσθωσαν ἐπιτιμίοις, εἰ δὲ μονάζοντες ἢ λαϊκοί, ἔστωσαν ἀκοινώνητοι. ὑπάρχει δὲ καὶ στὴ λεγομένη Πενθέκτη σύνοδο ἡ διαφωτιστικὴ διατύπωσι ἐπὶ ἑβδομάδα μίαν ἀφοριζέσθω (καν. 27). τέλος πρέπει νὰ προσθέσω ὅτι αὐτὸ τὸ ἀφοριζέσθω λέγεται ἀλλιῶς καὶ ἀναθεματιζέσθω, ἐννοούμενο μὲ τὴν ἴδια πρόσκαιρη ἰσχύ, στοὺς κανόνες 7 τῆς Γ΄ καὶ 27 τῆς Δ΄ οἰκουμενικῆς συνόδου. στὸν ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς δυὸ κανόνες λέγεται τὸν μὲν ἐπίσκοπον ἀπαλλοτριοῦσθαι τῆς ἐπισκοπῆς καὶ εἶναι καθῃρημένον, τὸν δὲ κληρικὸν ὁμοίως ἐκπίπτειν τοῦ κλήρου, εἰ δὲ λαϊκός τις εἴη, καὶ οὗτος ἀναθεματιζέσθω· στὸν δὲ ἄλλο κανόνα λέγεται εἰ μὲν κληρικοὶ εἶεν, ἐκπίπτειν τοῦ ἰδίου βαθμοῦ, εἰ δὲ λαϊκοί, ἀναθεματίζεσθαι. καὶ τὸ ἀναθεματίζεσθαι ἐννοεῖται ὡς πρόσκαιρη ἀκοινωνησία.
᾿Επειδὴ ὅμως οἱ κανόνες ἔχουν διατυπωθῆ σὲ διάστημα χιλίων περίπου ἐτῶν, μέσα στὸ ὁποῖο εἶναι καὶ τὰ ἔτη 284-610, ὅταν ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Βυζαντίου ἐκκλησιαστικὴ μὲν ἦταν ἡ ἑλληνική, κρατικὴ δὲ ἦταν ἡ λατινική, ποὺ ἀλλοίωσε πολὺ τὴ δημώδη ἑλληνική, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα καὶ ἡ σημασία τοῦ ἀφορίζεσθαι ἐπιμερίστηκε καὶ περιωρίστηκε· καὶ σὲ ὀψιμώτερα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα ἀνευρίσκεται μόνο μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὸ συνηθίζουμε σήμερα, καὶ ποὺ ἀπαντᾶται βέβαια ἤδη στὰ Εὐαγγέλια (Λκ 2,22).
Συμβολὴ 12 (2006)