῾Η μητέρα μου ἦταν τῆς γενεᾶς ποὺ φοροῦσαν τὶς παλιὲς τοπικὲς στολές. ὅταν στὰ 85 της χρόνια δὲν εἶχε πιὰ τὸν ἔλεγχο τοῦ σπιτιοῦ, καὶ ἀναγκάστηκα νὰ τὸ τακτοποιήσω κάποτε ἐγὼ μὲ γενικὴ διευθέτησι, βρῆκα τὰ νεανικά της φορέματα μέσα σ᾿ ἕνα σεντούκι, καὶ τὰ περιεργάστηκα. σ᾿ ἕνα κοντόσι της (= μακριὰ ζακέτα), στὴν κάτω παρυφή του (δὲν τὴ λέω ποδόγυρο, διότι ἔφτανε μέχρι τὸ ἰσχίο μόνο), ψηλάφησα ῥαμμένες καὶ κρυμμένες ἀνάμεσα στὸ ἔξω ὕφασμα καὶ στὴ φόδρα 10 λίρες. ἦταν μάλιστα σ᾿ ὁλόκληρο τὸ γῦρο ἀκροβολισμένες σὲ ἴσες ἀποστάσεις μεταξύ τους κι ἐμποδισμένες δεξιὰ κι ἀριστερά της ἡ κάθε μιὰ μὲ ῥαφή, ὥστε νὰ μὴν κυλοῦν καὶ συσσωρεύωνται ὅλες σ᾿ ἕνα σημεῖο καὶ κουδουνίζουν μεταξύ τους. καὶ λέω μέσα μου χαμογελώντας · «῏Α! ἐδῶ λοιπὸν τὶς κρύβεις τὶς λίρες σου!»• ξηλώνω ἐναγώνιος τὴ φόδρα καὶ τὶς βγάζω. ἄνθρακες ὁ θησαυρός μου. ἦταν 10 λίρες μολύβδινες· δηλαδὴ βαρίδια. περιέχουν μάλιστα, νομίζω, καὶ λίγο ἀντιμόνιο, γιὰ νὰ διατηρῆται ὁ μόλυβδος ἀνοξείδωτος καὶ στιλπνὸς ὅπως στὰ κυνηγετικὰ σκάγια καὶ στὰ παλιὰ τυπογραφικὰ στοιχεῖα. ἦταν βαρίδια τεζαρίσματος, γιὰ νὰ κρατοῦν τὸ ῥοῦχο τεζαρισμένο στὸ κορμὶ τῆς κοπέλλας καὶ κατὰ κάποιον τρόπο «σιδερωμένο», σὲ ἐποχὴ ποὺ τὸ σιδέρωμα ἦταν σπάνιο, δύσκολο, ἢ καὶ ἀνύπαρκτο. ξαναγέλασα. τόσα χρόνια ἔβλεπα τὴ μητέρα μου καὶ τὶς ἄλλες συνομήλικές της χωριανές μου νὰ φοροῦν τεζαρισμένο κοντόσι, κι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα δὲν τὸ ἤξερα. ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ μικρὰ γυναικεῖα μυστικὰ ποὺ οἱ ἄντρες συνήθως τ᾿ ἀγνοοῦν, ἐνῷ οἱ γυναῖκες τῶν ἀντρῶν τὶς μπαλαῖνες καὶ τὸ κολλάρο δὲν τ᾿ ἀγνοοῦσαν.
῍Αν καὶ εἶμαι φιλόλογος τῆς παλιᾶς σχολῆς, δηλαδὴ καὶ μισὸς ἀρχαιολόγος καὶ λαογράφος πλήρης, ἐν τούτοις, ἐπειδὴ δὲν εἶμαι ἐξειδικευμένος ἀρχαιολόγος, δὲν ξέρω ἂν ἡ ἐνδυματολογικὴ αὐτὴ συνήθεια εἶναι καὶ ἀρχαία, ἑλληνικὴ ἢ ῥωμαϊκὴ ἢ παραμεσόγεια ἢ παγκόσμια, καὶ ἂν εἶναι γνωστὴ στοὺς ἀρχαιολόγους. γι᾿ αὐτὸ κι ἀνακοινώνω ἐδῶ τὴν ἀνακάλυψί μου. ἀνευρίσκονται ἆρα γε τέτοια βαρίδια τεζαρίσματος φορεμάτων σὲ τάφους καὶ ἀλλοῦ; σὲ σχῆμα καὶ σὲ μέγεθος εἶναι ἀκριβῶς λίρες· μολύβδινες ὅμως.

Συμβολὴ 4 (2004)