12. ΤΗΣ ΑΓΝΟΙΑΣ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ
Τρία πουλάκια κάθονταν στῆς ἄγνοιας τὸ κάστρο˙
τό ̉να τηράει τὴ θέσι του, τ̉ ἄλλο τὴ βόλεψί του,
τὸ τρίτο κυνικώτερο μπουρδολογάει καὶ λέει˙
Ἀφῆστε τὶς κοτσάνες σας, ἄστε τὶς παρλαπίπες,
μιὰ ἀλήθεια ἔχω νὰ σᾶς πῶ γυμνὴ καὶ ψωμωμένη. 5
Ἀπὸ τὴ Βίβλο πίνουμε, ἀπὸ τὴ Βίβλο τρῶμε,
τὴ Βίβλο διασύρουμε, τὴ Βίβλο πολεμᾶμε.
ὁλημερὶς γκρεμίζουμε, βράδυ γιὰ ὕπνο πᾶμε,
τὴν ἄλλη συνεχίζουμε καὶ πάλι νὰ γκρεμᾶμε.
τὸ κάνουμ̉ ἀπὸ ἀρχοντιὰ κι ἀπ̉ ἀντρειὰ περίσσια 10
νὰ τρῶμε καὶ νὰ πίνουμε ἀπ̉ ὅ,τι πολεμᾶμε.
κομπογιανῖτες εἴμαστε, κλόουν καὶ τσαρλατάνοι,
μὲ ὕφος ἐπιστήμονος, μὲ ὕφος διδασκάλου,
μὲ Ναπολέοντος θωριά, μὲ τέχνη σαλτιμπάγκου.
ἔχουμ̉ ἀπόψεις μπόλικες καὶ λέμε σαχλαμάρες, 15
γιατὶ μᾶς καίει, μᾶς πονεῖ, μᾶς ἐνοχλεῖ ἡ Βίβλος,
καὶ σπάζει σὰν κεραμικὰ τὰ δόλια μας κεφάλια Ψα 2,9˙ Ἀπ 2,27
ἡ ῥάβδος της ἡ σιδηρᾶ, ὁποὺ κρατεῖ στὸ χέρι.
αὐτὸ τὸ σαχλολόγημα, ποὺ ὅλοι φλυαροῦμε,
εἶν̉ ἡ φωνὴ τοῦ πόνου μας, τὸ παραμιλητό μας, 20
τοῦ πυρετοῦ μας βογγητό, τὸ παραλήρημά μας,
τοῦ πόνου μας ὀλολυγμός, τοῦ πόνου μας τὸ κλάμα.
Δημοτικό
|