Ὁ βιβλικὸς Ἰσραὴλ εἶχε δεκατρεῖς φυλὲς ἀπὸ τοὺς δώδεκα γιοὺς τοῦ Ἰακὼβ ἢ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ προῆλθαν δύο φυλές, Ἐφραῒμ καὶ Μανασσή, ἐπώνυμες τῶν δύο γιῶν του. οἱ δώδεκα φυλὲς πλὴν τῆς φυλῆς Λευῒ κατοικοῦσαν σὲ δεκατρεῖς νομοὺς τῆς χώρας, ἐπειδὴ ἡ φυλὴ Μανασσὴ κατοικοῦσε σὲ δύο νομούς, ἀνατολικῶς καὶ δυτικῶς τοῦ Ἰορδάνου. ἡ φυλὴ τοῦ Λευΐ, ποὺ ἦταν τὸ ἱερατεῖο, ἦταν χωρὶς νομὸ καὶ χωρὶς κλῆρο. ἀπὸ τοὺς τρεῖς γιοὺς τοῦ Λευΐ, Καὰθ Γεδσὼν καὶ Μεραρί, ἡ φυλὴ τοῦ Λευῒ εἶχε τρεῖς ὁμωνύμους δήμους, ποὺ μὲ τὸ πέρασμα τῶν χρόνων ἐξελίχτηκαν σὲ τρεῖς ὑποφυλές. ὁ ὀλιγαριθμώτερος δῆμος Καάθ, στὸν ὁποῖο ἀνῆκαν κι ὁ Μωϋσῆς κι ὁ ἀδερφός του ἀρχιερεὺς Ἀαρών, ἦταν τὸ κατ̉ ἐξοχὴν ἱερατεῖο, ὁ μεσαῖος στὸ πλῆθος δῆμος Γεδσὼν ἦταν ὁ στρατὸς καὶ ἡ ἀστυνομία τοῦ ναοῦ τῶν παραρτημάτων του καὶ τῶν ἀνὰ τὴ χώρα ἀποθηκῶν καὶ συναγωγῶν του, καὶ ὁ πολυπληθέστερος δῆμος Μεραρὶ ἦταν οἱ δημόσιοι ὑπάλληλοι, πλὴν τοῦ πολεμικοῦ στρατοῦ καὶ τῶν κυβερνητικῶν ἀξιωματούχων ποὺ ἦταν ἀπ̉ ὅλο τὸ ἔθνος.
     Ὁ ἱερατικὸς δῆμος Καὰθ διακρινόταν στὸν οἶκο τοῦ Ἀαρών, ἤτοι τὴν ἀρχιερατικὴ δυναστεία, καὶ στὸ ὑπόλοιπο πλῆθος τῶν θυτῶν. ὁ Ἀαρὼν εἶχε τέσσερες γιούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ δύο πρῶτοι, ποὺ ἦταν συναρχιερεῖς καὶ ἀναπληρωταί του, θανατώθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο σὲ μιὰ στιγμὴ γιὰ κάποιο παράπτωμά τους˙ καὶ τὴ θέσι τους πῆραν οἱ ἄλλοι δυὸ γιοί του Ἐλεάζαρ καὶ Ἰθάμαρ. ἀπὸ τὶς οἰκογένειες τῶν δυὸ αὐτῶν κατάγονταν οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ οἱ 24 μεγάλοι ἱερεῖς οἱ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ 70 μ.Χ. ποὺ ἐξωντώθηκε καὶ διαλύθηκε τὸ ἱερατεῖο, ὅταν ἀποδεκατίστηκε καὶ διαλύθηκε τὸ ἔθνος τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὸ Ῥωμαῖο αὐτοκράτορα Βεσπασιανὸ καὶ τὸ γιό του στρατηγὸ Τῖτο. στὴν ἀρχὴ ἀρχιεράτευαν οἱ γόνοι τοῦ μεγαλειτέρου ἀπὸ τοὺς δυὸ γιούς, τοῦ Ἐλεάζαρ, ἐπειδὴ ὁ γιός του Φινεὲς ἔκανε ἕνα ἡρωϊκὸ ἔργο πίστεως, κι ὁ Κύριος ἔδωσε τὴν ἀρχιερωσύνη σ̉ αὐτὸν καὶ στὸ σπέρμα του. σὲ ἄγνωστη ὥρα τῆς ἐποχῆς τῶν κριτῶν καὶ γιὰ ἄγνωστο λόγο ἡ ἀρχιερωσύνη πέρασε στὴν οἰκογένεια τοῦ Ἰθάμαρ, στὴν ὁποία ἀνῆκαν ὁ γνωστὸς Ἠλὶ κι ὁ ἀρχιερεὺς τοῦ Δαυῒδ Ἀβιάθαρ, δισέγγονος τοῦ Ἠλί. ὅταν ὅμως ἔγινε βασιλεὺς ὁ Σολομών, ἀπομάκρυνε τὸν Ἀβιάθαρ κι ἔκανε ἀρχιερέα τὸν Σαδδὼκ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Ἐλεάζαρ - Φινεές, κι αὐτὴ ἡ οἰκογένεια ἀρχιεράτευσε μέχρι τέλους. στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέγεται στὰ Εὐαγγέλια, οἱ γόνοι τῆς ἀρχιερατικῆς οἰκογενείας τοῦ Σαδδὼκ λέγονταν Σαδδουκαῖοι. οἱ ἀρχιερεῖς Ἄννας καὶ Καϊάφας, πεθερὸς καὶ γαμπρός, ποὺ θανάτωσαν τὸ Χριστὸ καὶ τὸ Στέφανο, καὶ οἱ γιοί τους κι ἔγγονοί τους ποὺ παρὰ λίγο θὰ θανάτωναν καὶ τὸν Παῦλο μὲ τρεῖς ἀπόπειρες δολοφονίας, ἦταν Σαδδουκαῖοι. οἱ ἀρχιερεῖς ἦταν ἀρχηγοὶ τοῦ ἱερατείου καὶ τῆς φυλῆς Λευῒ καὶ ἔμπαιναν μόνοι αὐτοὶ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων μία μόνο φορὰ τὸ χρόνο γιὰ μία μόνο στιγμή.
     Οἱ 24 ἐφημερίες ἱερέων, τῶν ἀμέσως μετὰ τὸν ἀρχιερέα, ἔμπαιναν μόνο στὰ ἅγια καὶ οἱ ἱεροπραξίες των ἦταν δύο φορὲς τὴν ἡμέρα, πρωῒ καὶ βράδυ, νὰ θυμιοῦν, ν̉ ἀνάβουν τὸ βράδυ καὶ νὰ σβήνουν τὸ πρωῒ τὴν ἑπτάφωτη λυχνία, καὶ ν̉ ἀλλάζουν μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα τοὺς πέντε ἄρτους τῆς προθέσεως. τέτοιος ἦταν στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννου βαπτιστοῦ Ζαχαρίας, ἀπὸ τὴν ὀγδόη πατριὰ κι ἐφημερία Ἀβιὰ (Α’ Πα 24,4˙ 24,10˙ Λκ 1,5) ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Ἐλεάζαρ - Φινεές. τὶς 24 αὐτὲς ἱερατικὲς οἰκογένειες κι ἐφημερίες ἐπέλεξε διώρισε καὶ προγραμμάτισε ὁ Δαυΐδ, ὅταν κατασκεύασε τὴ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου. ἦταν ὅλες γόνοι τοῦ Ἀαρών. κάθε ἐφημερία ἱεράτευε γιὰ ἕνα δεκαπενθήμερο τοῦ ἔτους.
     Ὁ μοναδικὸς ναὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἢ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου λεγόμενος ἦταν δυὸ φορὲς λυόμενη καὶ φορητὴ σκηνὴ καὶ τρεῖς φορὲς ναὸς κτιστός. πρώτη σκηνὴ ἦταν ἡ τοῦ Μωϋσέως. αὐτὴ ἐπὶ Μωϋσέως ἄλλαξε 41 θέσεις στὴν ἔρημο τοῦ Σινὰ καὶ στὴν ἀνατολικῶς τοῦ Ἰορδάνου Παλαιστίνη κι ἔπειτα ἐγκαταστάθηκε γιὰ τέσσερες αἰῶνες δυτικῶς τοῦ Ἰορδάνου, στὸ νομὸ τῆς φυλῆς Ἐφραΐμ, δίπλα στὴν πόλι Σηλώμ, καὶ γύρω ἀπ̉ αὐτὴ ἀναπτύχθηκε ἡ ἱερατικὴ κωμόπολι Νομβά. ὁ Δαυΐδ, ὅταν κατέλαβε τὴν ἰεβουσαϊκὴ πόλι Ἰερουσαλήμ, ποὺ ἦταν ἀνάμεσα στοὺς νομοὺς τῶν φυλῶν Ἰούδα καὶ Βενιαμίν, χωρὶς ν̉ ἀνήκῃ σὲ κανένα νομὸ φυλῆς, καὶ τὴν ἔκανε πρωτεύουσά του, κατασκεύασε νέα μεγαλοπρεπέστερη σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἐπάνω στὴ Σιὼν τὴν ἀκρόπολι τῆς Ἰερουσαλὴμ καὶ δίπλα στὸ ἀνάκτορό του, και σ̉ αὐτὴ μετέφερε τὴν κιβωτὸ τῆς διαθήκης, μὲ ἀρχιερέα τὸν Ἀβιάθαρ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Ἰθάμαρ. ἄφησε ὅμως στὴ Νομβὰ τῆς Σηλὼμ καὶ τὴ σκηνὴ τοῦ Μωϋσέως μὲ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα μωσαϊκὰ ἱερὰ σκεύη καὶ ἔπιπλα καὶ μὲ δευτερεύοντα ἀρχιερέα καὶ φύλακά της τὸν ἀρχηγὸ τῆς ἄλλης ἀρχιερατικῆς οἰκογενείας, τῆς τοῦ Ἐλεάζαρ - Φινεές, τῆς ὁποίας γόνος ἐπὶ Δαυῒδ ἦταν ὁ Σαδδώκ. ὅταν ὁ Σαδδὼκ πῆρε ἀπὸ τὸ Σολομῶντα τὴν ἀρχιερωσύνη στὴν Ἰερουσαλήμ, τότε στὴ Νομβὰ τοποθετήθηκε ἡ ἄλλη ἀρχιερατικὴ οἰκογένεια τῶν Ἰθάμαρ - Ἠλί - Ἀβιάθαρ. ὁ Κύριος ἐπίτηδες τὰ ἔφερε ἔτσι, ὥστε, ὅταν ὁ Ἰσραὴλ χωρίστηκε σὲ δυὸ βασίλεια, ὁ μὲν ναὸς τῆς Ἰερουσαλὴμ νὰ εἶναι στὸ νότιο βασίλειο, ἡ δὲ μωσαϊκὴ σκηνὴ τῆς Νομβὰ νὰ μείνῃ στὸ βόρειο βασίλειο, μὲ ἀρχιερέα μάλιστα, ὥστε νὰ ἔχουν κι ἐκεῖνοι τόπο καὶ τρόπο λατρείας ὀρθόδοξο, καὶ νὰ μὴν ἔχουν δίκαιη τὴν πρόφασι λατρείας τῶν δυὸ χρυσῶν ἀγελάδων ποὺ ἔφτιαξαν, ἐπειδὴ τάχα δὲν ἤθελαν νὰ πηγαίνουν γιὰ λατρεία καὶ γιὰ πάσχα στὴν Ἰερουσαλὴμ τοῦ ἐχθρικοῦ πλέον νότου. ἡ σκηνὴ τοῦ Μωϋσέως ἀφανίστηκε τὸ βραδύτερο μὲ τὴν ἀσσυριακὴ κατοχὴ στὸ βόρειο βασίλειο τοῦ Ἰσραὴλ κατὰ τὰ χρόνια τοῦ βασιλέως τῆς Ἰερουσαλὴμ Ἐζεκίου καὶ τοῦ προφήτου Ἠσαΐου.
     Ὁ Σολομὼν ἔκτισε τὸν πρῶτο καὶ μεγαλοπρεπῆ κτιστὸ ναὸ τῆς Ἰερουσαλὴμ στὴν ἴδια θέσι ὅπου ἦταν ἡ σκηνὴ τοῦ Δαυΐδ. ὁ ναὸς αὐτὸς καταστράφηκε μετὰ 430 χρόνια ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους τοῦ Ναβουχοδονόσορ. μετὰ 70 ἕως 110 χρόνια ἔκτισε στὴν ἴδια θέσι τὸ δεύτερο καὶ ταπεινὸ κτιστὸ ναὸ τῆς Ἰερουσαλὴμ ὁ Ζοροβάβελ. ὁ ναὸς αὐτὸς ἔμεινε γιὰ 500 ἕως 520 χρόνια, τὰ περισσότερα ἀπ̉ ὅλους τοὺς ναοὺς καὶ τὶς σκηνές. καὶ τὸν τρίτο καὶ μεγαλοπρεπῆ ναό, πάντα στὴν ἴδια θέσι τῆς Σιών, ἔκτισε ὁ Ἡρῴδης Α’ ὁ σφαγέας τῶν νηπίων λίγα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ˙ κι ὁ ναὸς αὐτὸς καταστράφηκε μετὰ 80 περίπου χρόνια μαζὶ μὲ τὴν Ἰερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους τοῦ Τίτου.
     Ἀπὸ τὸ λοιπὸ ἱερατεῖο τοῦ δήμου Καὰθ ὁ Δαυῒδ ἐπέλεξε καὶ τρεῖς οἰκογένειες, τοῦ Ἀσὰφ τοῦ Ἀιμὰν καὶ τοῦ Ἰδιθούν, γιὰ νὰ εἶναι ψαλτῳδοὶ τῶν ψαλμῶν του στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ μὲ φωνὴ καὶ μὲ μουσικὰ ὄργανα. οἱ ἐν ἐνεργείᾳ ψαλτῳδοὶ ἦταν πάντοτε 288 καί, διῃρημένοι κι αὐτοὶ σὲ 24 δωδεκαμελεῖς ἐφημερίες - χορῳδίες - μπάντες, ἔψαλλαν τὸν Κύριο ἀπὸ ἕνα δεκαπενθήμερο τὸ χρόνο. τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τοῦ ἔτους μάθαιναν καὶ ἀσκοῦνταν στὰ μουσικά. ὁ Δαυῒδ ποὺ ἦταν ὁ ποιητὴς τῶν ψαλμῶν κι ἐφευρέτης καὶ πρῶτος διδάσκαλος τῆς μουσικῆς παρασημάνσεως (νότες) καὶ μουσικοσυνθέτης τῶν ψαλμῶν τῆς λατρείας, δίδασκε τὸν κάθε ψαλμὸ καὶ τὴ μουσική του μόνο σὲ ἕναν, στὸν Ἀσάφ, κι ἐκεῖνος ἔπειτα τὰ δίδασκε σ̉ ὅλους τοὺς ἄλλους. γι̉ αὐτὸ κι ὁ Ἀσὰφ λέγεται καὶ προφήτης. ἡ Βίβλος διευκρινίζει˙ ‘’δὲν ἦταν προφήτης τοῦ θεοῦ, ἀλλὰ προφήτης τοῦ Δαυΐδ’’. δύο ἄντρες στὴν Π. Διαθήκη εἶχαν προφήτη, ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Δαυΐδ˙ ὁ Μωϋσῆς τὸν ἀδερφό του Ἀαρών, κι ὁ Δαυῒδ τὸν Ἀσάφ. οἱ δυὸ αὐτοὶ δὲν ἦταν θεόπνευστοι προφῆτες τοῦ θεοῦ, ὅπως ὁ Μωϋσῆς κι ὁ Δαυΐδ, ἀλλὰ φωτισμένοι προφῆτες τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ Δαυΐδ.
     Οἱ λοιποὶ ἱερεῖς τοῦ δήμου Καὰθ ἦταν θῦτες. θυσίαζαν, ἔγδερναν, ἔπλυναν τὰ ἱερὰ σφάγια, τὰ τεμάχιζαν, τὰ μοίραζαν, τ̉ ἀνέβαζαν στὸ θυσιαστήριο ποὺ εἶχε ὕψος ἑνὸς ὀρόφου, τὰ ἔκαιγαν, τὰ ἔψηναν, τὰ τηγάνιζαν, τὰ μαγείρευαν, πετοῦσαν ὡς ἀπόβλητα τοὺς πεπτικοὺς σωλῆνες καὶ τὰ νύχια ὅλων τῶν σφαγίων, καὶ τὴ στάχτη τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ταμίευαν τὰ δέρματα τὰ κέρατα καὶ τὰ ξύγγια γι̉ ἀξιοποίησι. μεγάλες ἐγκαταστάσεις μεταφορᾶς, λουτρῶν, νιπτήρων, καὶ ἀποχετεύσεων μὲ σκάρες καὶ ὑπονόμους καὶ μὲ τεράστιες δεξαμενὲς νεροῦ καὶ μὲ βρύσες ὑπῆρχαν στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ. ὑπῆρξε περίπτωσι ποὺ θυσιάστηκαν 22.000 μοσχάρια καὶ περισσότερες χιλιάδες γιδοπρόβατα. καταλαβαίνει κανεὶς πόσο σκληρὴ δουλειὰ ἦταν οἱ θυσίες καὶ πόσοι ἄντρες τοῦ ἱερατείου χρειάζονταν.
Κι ἕνα μέρος τῶν ἱερέων τοῦ δήμου Καὰθ ἦταν ταμίες καὶ διαχειρισταὶ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ ἱερατείου.
     Ὁ δῆμος Γεδσών, μεσαῖος σὲ πληθυσμό, ἦταν, ὅπως εἶπα, ὁ στρατὸς καὶ ἡ ἀστυνομία ποὺ φρουροῦσαν τὸ ναό, ὁ ὁποῖος καὶ πολλὰ πολύτιμα σκεύη εἶχε καὶ θησαυροφυλάκιο τοῦ ἱερατείου καὶ τῆς λατρείας ἦταν. ὁ ἴδιος στρατὸς - ἀστυνομία τηροῦσε τὴν εὐταξία κατὰ τὶς πολυπληθεῖς ἑορτὲς τοῦ Ἰσραήλ, ὅταν τὸ ἔθνος συγκεντρωνόταν στὴν Ἰερουσαλὴμ καὶ λάτρευε στὸ ναὸ τὸν Κύριο. γι̉ αὐτὸ καὶ ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει Λευῖτες στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ τόσο στὶς προδοτικὲς διαπραγματεύσεις τοῦ Ἰούδα καὶ στὴ σύλληψι τοῦ Χριστοῦ (Λκ 22,4˙ 22,52) ὅσο καὶ στὴ σύλληψι τῶν δώδεκα ἀποστόλων (Πρξ 4,1˙ 5,24˙ 26). ὁ ναὸς μαζὶ μὲ τὸ ἀνάκτορο τοῦ Δαυῒδ καὶ τῶν ἄλλων βασιλέων ἦταν ἐπάνω στὴν ἀκρόπολι τὴ λεγόμενη Σιών, ἡ ὁποία ἦταν ὠχυρωμένη μὲ ἰδιαίτερο τεῖχος, ξεχωριστὸ ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως. ἀλλὰ καὶ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δυό, ναὸς καὶ ἀνάκτορο, ἦταν ἰδιαιτέρως ὠχυρωμένο. ὁ λαὸς καὶ ὁποιοσδήποτε ἄλλος, γιὰ νὰ μπῇ στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ, ἔπρεπε νὰ περάσῃ ἀπὸ στρατιωτικῶς ἐλεγχόμενες πύλες. αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ ψαλμῳδός, ὅταν λέῃ (Ψα 23,7˙ 9)˙
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι,
         καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης.
ἀλλὰ καὶ σ̉ ὅλη τὴ χώρα τοῦ Ἰσραὴλ ἦταν κατάσπαρτοι οἱ στρατιωτικοὶ Λευΐτες τοῦ δήμου Γεδσὼν ὡς ὄργανα περισυλλογῆς τῆς δεκάτης, τὴν ὁποία ὁ λαὸς πλήρωνε σὲ εἶδος, (σιτηρά, ὄσπρια, λάδι, κρασί, μέλι, ζωοτροφές, γαλακτοκομικά, μαλλί, δέρματα, ὑφάσματα, ἐνδύματα, ὑποδήματα, ἀφιερούμενα ζῷα φαγώσιμα ἢ φορτηγὰ κι ἐργατικά, χρυσός, ἄργυρος, ἄλλα μέταλλα, κλπ.), καὶ ὡς φρουροὶ τῶν κατὰ πόλεις ἱερατικῶν ἀποθηκῶν καὶ ταμείων. τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ δὲν πήγαιναν ὅλα στὴν Ἰερουσαλήμ, ἀλλὰ τὰ περισσότερα διανέμονταν στοὺς κατὰ πόλεις Λευῖτες τῶν δήμων Γεδσὼν καὶ Μεραρί. οἱ Γεδσωνῖτες ἐπίσης ἔβοσκαν συντηροῦσαν καὶ μετέφεραν τόσο τὰ πρὸς θυσίαν φαγώσιμα ζῷα (μόσχους γίδια πρόβατα) ὅσο καὶ τὰ φορτηγὰ κι ἐργατικὰ ζῷα (ὄνους ἡμιόνους ἵππους) τὰ ὁποῖα ἀφιερώνονταν ὡς πρωτότοκα. γιὰ τὴν περισυλλογὴ συσκευασία ἀποθήκευσι ταμίευσι φύλαξι συντήρησι ἐκτροφὴ μεταφορὰ διαχείρισι καὶ διανομὴ ὅλων αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν, μὲ τὰ ὁποῖα συντηροῦνταν διακινοῦνταν κι ἐξυπηρετοῦνταν ἡ ἀνὰ τὴ χώρα κατάσπαρτη φυλὴ τοῦ Λευΐ, χρειαζόταν ἕνας ὁλόκληρος στρατὸς καὶ μιὰ ἀστυνομία˙ κι αὐτοὶ ἦταν ὁ δῆμος Γεδσών.
     Τὰ πρῶτα 40 χρόνια τοῦ Ἰσραήλ, στὴν ἔρημο τοῦ Σινὰ μὲ τὸ Μωϋσῆ, οἱ Λευῖτες τοῦ δήμου Γεδσὼν ἔλυναν συσκεύαζαν μετέφεραν ἀποσυσκεύαζαν καὶ συναρμολογοῦσαν τὴ λυόμενη καὶ φορητὴ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου μὲ τὴν ἑξῆς διάκρισι. ὅσα ἦταν κομμάτια ἀπὸ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, τὰ ἔλυναν συσκεύαζαν ἀποσυσκεύαζαν καὶ συναρμολογοῦσαν οἱ τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἀαρών. οἱ Γεδσωνῖτες μόνο τὰ μετέφεραν, παραλαμβάνοντας καὶ παραδίδοντάς τα καλυμμένα μὲ τὴ συσκευασία τους. τὰ κομμάτια ἀπὸ τ̉ ἁπλῶς ἅγια ἔλυναν συσκεύαζαν ἀποσυσκεύαζαν καὶ συναρμολογοῦσαν οἱ ἱερεῖς τοῦ δήμου Καάθ. τὰ κομμάτια τῆς αὐλῆς καὶ τῶν παραρτημάτων τῆς σκηνῆς ἔλυναν συσκεύαζαν ἀποσυσκεύαζαν καὶ συναρμολογοῦσαν οἱ λοιποὶ τοῦ δήμου Καάθ, οἱ θῦτες. καὶ ὅλ̉ αὐτὰ τὰ φόρτωναν μετέφεραν ξεφόρτωναν οἱ τοῦ δήμου Γεδσών. ἡ κάθε οἰκογένεια ἤξερε ὅτι λ.χ. θὰ λύσῃ δέσῃ συσκευάσῃ ἀποσυσκευάσῃ ἢ θὰ φορτώσῃ μεταφέρῃ ξεφορτώσῃ τὸ ὑπ̉ ἀριθμὸν 4 δερμάτινο φύλλο τῆς στέγης τῆς σκηνῆς ἢ τοὺς ὑπ̉ ἀριθμὸν 81-100 χάλκινους πασσάλους - κιονίσκους τοῦ αὐλογύρου μαζὶ μὲ τὶς χάλκινες βάσεις των. καὶ κάθε μεταγενέστερη μεταφορὰ ἢ ἐπανεγκατάστασι ἀπὸ σκηνὴ σὲ σκηνὴ κι ἀπὸ κτιστὸ ναὸ σὲ ναὸ –ὅλες ὅλες ἀπὸ τὸ Δαυῒδ μέχρι τὸ Χριστὸ ἦταν τέσσερες– γινόταν μ̉ αὐτὸ τὸν προγραμματισμὸ ἁρμοδιοτήτων. ἡ φυλὴ τοῦ Λευῒ δούλευε σὰν ὠργανωμένη κι ἐξασκημένη διμοιρία ἐπιδείξεων. φύλαγαν δὲ οἱ Γεδσωνῖτες καὶ τὶς κατὰ πόλεις συναγωγὲς ( = αἴθουσες κηρυγμάτων καὶ μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς). τέλος οἱ τοῦ δήμου Γεδσὼν ἦταν καὶ σαλπιγκταί. οἱ ἱερατικὲς σάλπιγγες, ποὺ σ̉ ὅλες τὶς πόλεις σήμαιναν τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς πρωτομηνιὲς καὶ τὴν ἔναρξι τοῦ σαββάτου, ἦταν ὅ,τι εἶναι σήμερα οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν.
     Ὁ πολυπληθέστερος λευϊτικὸς δῆμος Μεραρὶ ἦταν οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων καὶ τῆς ἐκπαιδεύσεως, ὅλοι οἱ δημόσιοι ὑπάλληλοι πλὴν τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ καὶ τῶν κυβερνητικῶν ἀξιωματούχων. γραμματεῖς - γραμματικοὶ - φιλόλογοι, ἀντιγραφεῖς - ἐκδότες τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Βίβλου, καὶ πιθανῶς παρασκευασταὶ διφθερῶν ἀπὸ τὰ πρόβεια καὶ γιδίσια δέρματα τῶν θυσιῶν κι ἀργότερα προμηθευταὶ τοῦ παπύρου καὶ γενικὰ τῶν γραφικῶν ὀργάνων καὶ ὑλικῶν, δάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ τῶν σχολείων, ἀρχισυνάγωγοι, δικασταί, καὶ ὑγειονομικοὶ ἐπόπτες ποὺ ἔβαζαν τοὺς λεπροὺς καὶ ἄλλους μολυσματικοὺς σὲ καραντίνα ἢ τοὺς ἔδιναν πιστοποιητικὸ ἀποθεραπείας κι ἐπανεντάξεως στὴν κοινωνία. μ̉ αὐτὴ τὴν ἰδιότητα πιθανῶς αὐτοὶ τελοῦσαν καὶ τὴν περιτομὴ καὶ διενεργοῦσαν μικρὲς χειρουργίες καὶ πρόχειρες περιθάλψεις. καὶ στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ αὐτοὶ κυρίως ἦταν οἱ γραμματεῖς. μερικοὶ προφῆτες ἦταν Λευῖτες.
     Τοῦ ἱερατικοῦ δήμου Καὰθ καὶ μάλιστα τῆς ἀρχιερατικῆς οἰκογενείας τοῦ Ἀαρὼν γόνοι ἦταν μαρτυρημένα καὶ σίγουρα οἱ προφῆτες Ἰερεμίας, Ἰεζεκιήλ, Ἔσδρας, καὶ Ἰωάννης βαπτιστής. τοῦ δήμου Μεραρὶ προφανῶς ἦταν οἱ προφῆτες Σαμουὴλ καὶ Ἠλίας. γιὰ τοὺς προφῆτες Ἀμὼς καὶ Ἠσαΐα, πατέρα καὶ γιό, γνωρίζουμε ὅτι ἦταν χωρικοὶ ἀπὸ τὴν πόλι Θεκωὲ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, ποὺ κατοικοῦσαν στὴν Ἰερουσαλήμ, καὶ γιὰ τὸ Δανιὴλ ξέρουμε ὅτι ἦταν κι αὐτὸς ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ γόνος τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας τοῦ Δαυΐδ. γιὰ τοὺς ἄλλους δὲν γνωρίζουμε.
     Ἡ φυλὴ τοῦ Λευῒ ἦταν πάντοτε θεωρητικὰ μὲν τὸ 1/13 ( = 8%) πραγματικὰ δὲ τὸ 1/20 ( = 5%) τοῦ ἔθνους τοῦ Ἰσραὴλ κι αὐτοὶ ἦταν ὅλοι σχεδὸν οἱ δημόσιοι ὑπάλληλοι τοῦ ἔθνους καὶ τοῦ κράτους. ἄλλοι κρατικοὶ ἦταν οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς κυβερνήσεως καὶ ὁ στρατός. αὐτοὶ ἦταν ἁπαξάπαντες τοῦ βασιλέως. οἱ ἀξιωματοῦχοι ἦταν οἱ αὐλικοί, οἱ ὑπουργοί, τὸ μέγα συνέδριον ἤτοι ἡ βουλὴ τῶν 72 μὲ 6 ἀντιπροσώπους τῆς κάθε φυλῆς, οἱ 12 φύλαρχοι - νομάρχες, οἱ δήμαρχοι, οἱ πρεσβύτεροι (=δημογέροντες) τῶν δήμων ποὺ ἦταν καὶ δικασταὶ (κυρίως σὰν τοὺς σημερινοὺς ἐνόρκους) μὲ πρόεδρο τοῦ δικαστηρίου πάντοτε νομομαθῆ Λευΐτη τοῦ δήμου Μεραρὶ (αὐτοὶ στὰ Εὐαγγέλια λέγονται νομικοί Μθ 22,35˙ Λκ 7,30˙ 10,25˙ 11,45-46˙ Ττ 3,13), καὶ κρατικοὶ ὑπηρέτες τῶν ὑπηρεσιῶν. ὁ κρατικὸς στρατὸς ἦταν τριττός. 1) ἐθνικὸς στρατὸς τοῦ πολέμου, δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ προέκυπτε ἀπὸ γενικὴ ἐπιστράτευσι. αὐτὸς ἐπὶ Δαυῒδ εἶχε ἕναν ἀρχιστράτηγο, τρεῖς ἐπιστρατήγους σωματάρχες, καὶ 30 στρατηγοὺς μεράρχους. 2) ὁ στρατὸς τῆς ἐν εἰρήνῃ διαρκοῦς ἐπιφυλακῆς˙ γιὰ κάθε μῆνα ἀπὸ μία φυλὴ πλὴν τῆς τοῦ Λευΐ, μὲ ἕνα στρατηγὸ ἀρχηγό. 3) ὁ προσωπικὸς στρατὸς τοῦ βασιλέως, 600 ἄντρες εἰδικῶν δυνάμεων (κομμάντος) διακεκριμένοι σὲ τέσσερες εἰδικότητες καὶ λόχους τῶν 150 ἀντρῶν˙ αὐτοὶ φρουροῦσαν τὸ ἀνάκτορο καὶ τὸ βασιλέα σ̉ ὅλες τὶς μετακινήσεις του, καὶ ἦταν πολὺ κοντά του οἱ ἄοπλοι τῶν πολεμικῶν τεχνῶν ἄνευ ὅπλων (σὰ νὰ λέμε καρατιέρηδες), λίγο πιὸ ἔξω οἱ μαχόμενοι μόνο μὲ ἕνα στιλέττο, πιὸ ἔξω οἱ πάνοπλοι κανονικοὶ ὁπλῖτες ἀλλ̉ ἰδιαιτέρως ταλαντοῦχοι κι ἐξασκημένοι, καὶ πιὸ ἔξω καὶ μακριὰ οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι ἀκροβολισταὶ - ἐλεύθεροι σκοπευταὶ τῶν ἑκηβόλων ὅπλων (τοξότες, σφενδονῆτες, ἀκοντισταί). οἱ στρατηγοὶ τῶν τριῶν στρατῶν ἦταν διαφορετικοί. οἱ ἐν εἰρήνῃ δήμαρχοι στὸν πόλεμο ἦταν χιλίαρχοι ( = συνταγματάρχες) τῶν δημοτῶν τους, οἱ δὲ κατώτεροι δημοτικοὶ ἄρχοντες ἦταν ἑκατόνταρχοι πεντηκόνταρχοι δέκαρχοι ( = λοχαγοὶ ὑπολοχαγοὶ ἀνθυπολοχαγοὶ) τοῦ στρατοῦ. κάτι παρόμοιο συνέβαινε, φαίνεται, καὶ στὴν ἀρχαία Ῥώμη ὅπου tribus εἶναι ἡ φυλὴ ἢ ὁ δῆμος, tribunus ὁ φύλαρχος ἢ δήμαρχος, καὶ tribunus militum (δήμαρχος στρατιωτῶν) ὁ χιλίαρχος ἤτοι συνταγματάρχης. ἦταν δὲ στὸν Ἰσραὴλ ὅλοι οἱ στρατηγοὶ κι ἀξιωματικοὶ τῶν τριῶν στρατῶν, ὅπως καὶ οἱ κυβερνητικοὶ ἀξιωματοῦχοι, προσωπικὴ ἐπιλογὴ τοῦ βασιλέως. ἂν συνυπολογίσουμε καὶ τὸν ἱερατικὸ στρατὸ τοῦ λευϊτικοῦ δήμου Γεδσών, ὑπῆρχαν τέσσερες στρατοὶ ἀνεξάρτητοι μεταξύ τους. ὁ ἱερατικός, ὁ προσωπικὸς βασιλικός, ὁ διαρκὴς ἐθνικός, κι ὁ μέγιστος καὶ ἔκτακτος ἐθνικὸς τῶν πολέμων. ὁ τρίτος ἀπ̉ αὐτοὺς ἦταν καὶ ἀστυνομία.
     Ἡ φυλὴ τοῦ Λευῒ κατ̉ οὐσίαν ἦταν μιὰ μικρὴ ἀλλὰ πλήρης ἐφεδρικὴ κρατικὴ μηχανή. σὲ περιπτώσεις σὰν τὰ μεσοδιαστήματα τῆς ἐποχῆς τῶν κριτῶν, ὅταν τὸ ἔθνος εἶχε τὴν καλῶς νοούμενη καὶ μοναδικὴ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος ἤρεμη ἀναρχία (ἀνὴρ τὸ εὐθὺ ἐνώπιον αὑτοῦ ἐποίει), ἐρχόταν αὐτομάτως στὸ προσκήνιο ἡ ἐφεδρικὴ κρατικὴ μηχανὴ τοῦ ἱερατείου μαζὶ μὲ τοὺς κατὰ τόπους δημοτικοὺς ἄρχοντες, καὶ τὸ κράτος λειτουργοῦσε καὶ χωρὶς κεντρικὴ κυβέρνησι ἢ ἀνώτατο ἄρχοντα. ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς οἱ γιοὶ καὶ συναρχιερεῖς τοῦ Ἠλὶ ἦταν ἀρχηγοὶ τοῦ πολέμου ποὺ ἔχασαν, ὁ Λευΐτης καὶ Μεραρίτης Σαμουὴλ ἦταν ἐπὶ δεκαετίες ἀρχηγὸς τοῦ κράτους, ἀρχηγὸς νικηφόρου πολέμου, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχρισε βασιλεῖς τὸ Σαοὺλ καὶ τὸ Δαυΐδ, κι ὁ ἀρχιερεὺς Ἰωδαὲ ἀνέτρεψε κι ἐκτέλεσε μαζὶ μὲ τοὺς στρατηγοὺς τὴ δικτατόρισσα βασιλομήτορα Γοθολία κι ἀποκατέστησε στὸ θρόνο τὸν ἀνήλικο ἀλλὰ νόμιμο βασιλέα Ἰωὰς ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ δολοφονήσῃ ἐκείνη. ἐπαναλαμβάνω, τὸ ἀνέκαθεν ὠργανωμένο ἱερατεῖο, τὸ ὁποῖο οὐδέποτε ἀναμιγνυόταν στὴ διακυβέρνησι τοῦ ἔθνους, μερικὲς φορὲς λειτουργοῦσε ὡς ἐφεδρικὸ καθεστὼς κι ἐφεδρικὴ κρατικὴ μηχανή. περίπου ὅπως λέγαμε πρὸ ἐτῶν ἐμεῖς ‘’ὑπηρεσιακὴ κυβέρνησι’’.
 

Μελέτες 6 (2010)