Ἡ Βίβλος δὲν εἶναι βιογραφία οὔτε περιέχει βιογραφία κανενὸς προσώπου, οὔτε κι αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. γράφει ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα καὶ ἐπαρκῆ γιὰ τὸ σκοπό της, καὶ τίποτε περισσότερο. ἡ Κ. Διαθήκη μάλιστα δὲν δίνει οὔτε ἴχνος πληροφορίας – κι αὐτὸ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικό – γιὰ τὸ ἀνάστημα τὴ σωματικὴ διάπλασι καὶ τὴ μορφὴ τῶν μεγάλων προσώπων της, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς μητέρας του Μαρίας, τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ καὶ τῶν γονέων του, τῶν Παύλου, Πέτρου, Ἰωάννου, Ἰακώβου, Ματθαίου, Λουκᾶ, Μάρκου, καὶ τῶν ἄλλων ἀποστόλων. δὲν μᾶς ἄφησε νὰ γνωρίζουμε οὔτε τὰ ὀνόματα τῶν γονέων τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου, τοῦ Παύλου, τοῦ Πέτρου, ἢ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς τοῦ Πέτρου, ἢ ἂν ὁ Πέτρος εἶχε παιδιά, ἢ ἂν οἱ ἄλλοι μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἦταν παντρεμένοι. ὁ Λουκᾶς στὶς Πράξεις δὲν μᾶς λέει οὔτε ἂν βγῆκε ποτὲ ἀπὸ τὴ φυλακὴ στὴ Ῥώμη ὁ πρωτεργάτης τῶν Πράξεων καὶ διδάσκαλός του Παῦλος. κανένα βιβλίο δὲν μᾶς λέει γιὰ τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ τὸ θάνατο τοῦ Ἰωάννου. στοὺς περισσότερους ἀνθρώπους ὅμως ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀρέσει ν’ ἀκοῦν ἀφηγήσεις, καὶ κυρίως παραμύθια. ἐπειδὴ τέτοια ἄτομα δὲν ἔλειψαν οὔτε κι ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἐκκλησία, νωρίτατα ἔχει ἐμφανιστῆ κι ἀναπτυχθῆ γιὰ τὸ Χριστὸ πολλὴ μυθιστορία.
   Ἤδη πρὸ Χριστοῦ ὑπῆρχαν μῦθοι καὶ παραμύθια καὶ μυθιστορήματα γύρω ἀπὸ τὸν Ἰωσήφ, τὸ Μωϋσῆ, τὸ Δαυΐδ, τὸ Σολομῶντα, τὸ Δανιήλ, τὸ Ζοροβάβελ, ἀκόμη καὶ γύρω ἀπὸ ἀνύπαρκτα καὶ δῆθεν βιβλικὰ πρόσωπα. ἀπὸ τὶς ἀρχὲς δὲ τοῦ Γ’ μ.Χ. αἰῶνος, καὶ μᾶλλον ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ἀλεξάνδρου Σεβήρου (222 – 238), ἄρχισαν νὰ γράφωνται ἀφηγηματικὰ ἀπόκρυφα, ποὺ βομβοῦσαν γύρω ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, καὶ σ’ αὐτὰ ἐμφανίζονταν μυθιστορηματικὲς διηγήσεις γιὰ τὸ Χριστὸ κυρίως καὶ τὴ μητέρα του κι ἔπειτα καὶ γιὰ τοὺς ἀποστόλους καὶ τ’ ἄλλα ἀποστολικὰ πρόσωπα. σ’ αὐτὴ τὴν κάψα τῶν μυθομανῶν ἀνθρώπων, ποὺ λιγουρεύονται νὰ παραμυθιάζωνται, διάφοροι ἐπιτήδειοι ἑτερόδοξοι κι ἑτεροδιδάσκαλοι εὕρισκαν τὸ δεκτικὸ καὶ γόνιμο ἔδαφος νὰ ἐνσπείρουν τὶς ἀντιβιβλικὲς κι αἱρετικὲς ἀπόψεις των, γιὰ νὰ θεμελιώσουν τὶς αἱρέσεις των. γι’ αὐτὸ καὶ τὰ πλαστὰ καὶ ψευδεπίγραφα κείμενα, τὰ λεγόμενα καὶ ἀπόκρυφα, φαινομενικὰ μὲν ”συμπληρώνουν τὰ κενὰ” τῶν γνησίων – αὐτὸ εἶναι τὸ δόλωμα τὸ ἀνταποκρινόμενο στὴ μυθομανία –, οὐσιαστικὰ δὲ ἐκφράζουν καὶ παροχετεύουν στὴν ἀκρισία τῶν μυθομανῶν τὴν ἀντίρρησί τους πρὸς τὰ γνήσια καὶ θεμελιώνουν “ἄλλο εὐαγγέλιο” ἀντίθετο πρὸς τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία τὴ θησαυρισμένη στὰ γνήσια κείμενα. μετὰ τὸ 324 καὶ μέχρι τὴν ἐμφάνισι τῆς τυπογραφίας μυθιστορήματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους γράφτηκαν πολλά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὄχι λίγα διασώθηκαν μέχρι σήμερα.
    Γιὰ τὸ φαινόμενο αὐτὸ τῆς ἐγκεφαλικῆς μανίας καὶ τῆς ἀκουστικῆς φαγούρας τῶν ἀνθρώπων νὰ παραμυθιάζωνται, ἀποστρεφόμενοι τὴν ἀλήθεια ποὺ δὲν εὐνοεῖ τὰ πάθη τους, γράφει προφητικὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος˙ Ἔσται καιρὸς ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἰδίας ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν, καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται (Β’ Τι 4,3-4). οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι μισοῦν τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ δὲν εὐνοεῖ τὴν κακοήθειά τους, κι ἀγαποῦν τὸ ψέμμα, ἐπειδὴ τοὺς τὴν καλύπτει καὶ τοὺς τὴν ἱκανοποιεῖ. αὐτὸ λέει καὶ τὸ πορνικὸ τραγούδι τους, ὅπου ἡ κοπέλλα λέει πρὸς τὸν ἀποπλανητή της˙
    “Πές μου ψέμματα, πές μου ψέμματα”.
    Μεγάλη πηγὴ μυθιστορίας γιὰ τὸ Χριστὸ ὑπῆρξε ἡ παπικὴ ἐκκλησία. σ’ αὐτὴ ὁ πάπας Ῥώμης, ποὺ ἄρχισε νὰ προβάλλεται ὡς ἀρχηγὸς τῶν ἐπισκόπων, κι ἀργότερα ὡς χαλίφης, δηλαδὴ ἱεροβασιλεὺς διπλῆς ἐξουσίας, ἤδη ἀπὸ τὸ 306 ἀπαγόρευσε τὸ γάμο σ’ ὅλους τοὺς βαθμοὺς τῶν κληρικῶν. ἡ γενικὴ ἀγαμία τοῦ παπικοῦ ἱερατείου, ἄσχετη μὲ τὴν παρθενία καὶ τὴ σώφρονα χριστιανικὴ ἀγαμία, εἶναι πορνόβιος στρατιωτικὴ “ἀγαμία” ἀξιωματικῶν λεγεῶνος μισθοφόρων συμφωνημένη μὲ τὸ κράτος ποὺ τοὺς στρατολογεῖ γιὰ λογαριασμό του καὶ τὸ ἴδιο φροντίζει νὰ ἱκανοποι­­­ῇ τὶς πορνικὲς (ἢ καὶ κιναιδικὲς) ἀνάγκες των μὲ στίφη στρατολογημένων πορνῶν, ποὺ φέρονται ὡς μοναχές. κι αὐτὸ ἐπειδὴ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὰ ὄργανά του νὰ μὴν ἔχουν οἰκογενειακὰ βάρη. εἰλικρινέστεροι εἶναι οἱ χιλιασταί, οἱ ὁποῖοι θέλουν τοὺς ἐπισκόπους των περιωρισμένης χρονικῶς θητείας καὶ παντρεμένους, κατὰ δὲ τὴν ἐπισκοπικὴ θητεία τους τοὺς ἀπαγορεύουν νὰ τεκνογονοῦν, ἐπιβάλλοντάς τους ὑποχρεωτικὴ ἀντισύλληψι. αὐτὸ τὸ ἀνατριχιαστικὸ μοῦ τὸ εἶπε χιλιαστὴς ἐπίσκοπος σὲ συζήτησί μας. ἡ κατωτερότητα τῶν παπικῶν ἔναντι τῶν χιλιαστῶν ἔγκειται στὸ ὅτι αὐτοὶ ἀλλάζουν συχνὰ τὴν Τερέζα τους, κι ἔτσι περνοῦν πολλές, καθὼς καὶ στὴν ὑποκρισία τους, στὸ νὰ φέρωνται ὅτι εἶναι ἄγαμοι, καὶ στὸ νὰ ἐκτρέπωνται πολὺ καὶ πρὸς τὸν κιναιδισμό. αὐτὸ λοιπὸν τὸ τέτοιο παπικὸ ἱερατεῖο σὰ θεωρητικὴ “κατοχύρωσι” τῆς πορνικῆς κι ἐρωτομανοῦς πρακτικῆς του ἀνέπτυξε μιὰ μυθιστορηματικὴ καὶ λάγνα μαγδαληνολογία, ποὺ φυσικὰ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὴν ἱστορικὴ Μαγδαληνὴ Μαρία τῶν Εὐαγγελίων. οἱ μέσα στὰ Εὐαγγέλια ἐμφαινόμενες μαθήτριες τοῦ Χριστοῦ ἦταν μητέρες τῶν τριαντάρηδων μαθητῶν του, θεῖες του, ἄλλες συνομήλικες ἐκείνων, ἡ μητέρα του, καὶ ἡ σεβαστὴ μεταξύ τους καὶ ὡς ἐπὶ κεφαλῆς φερόμενη Μαρία ἡ Μαγδαληνή. κι ἐφ’ ὅσον ἐκεῖνες ἦταν ἑξηντάρες, ἡ Μαγδαληνὴ ἦταν περίπου ἑβδομηντάρα˙ δηλαδὴ τὸ Χριστὸ σὲ ἡλικία τὸν εἶχε γιὸ ἢ ἔγγονό της. οἱ καψουριασμένοι ὅμως “ἄγαμοι” τοῦ παπικοῦ ἱερατείου τὴ γερόντισσα αὐτὴ τὴ φαντάστηκαν σὰν κοριτσόπουλο, ἐρωτομανἐς ἔμπειρο καὶ λάγνο, ποὺ ἔτρεχε πίσω ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἐλαυνόμενο ἀπὸ ἔρωτα, χωρὶς νὰ λείπῃ κάποια ἀνταπόκρισι κι ἐκ μέρους ἐκείνου. δίνει τροφὴ δηλαδὴ στὰ μυθιστορήματα κι αὐτὴ ἡ ὀνείρωξι τῶν “ἀγάμων” τῆς παπικῆς μισθοφορικῆς λεγεῶνος, ἀφοῦ πρῶτα ἐπὶ αἰῶνες ἐμπέδωσε τὴν ἀρρωστημένη αὐτὴ νοοτροπία στοὺς λαοὺς τῆς Δ. Εὐρώπης καὶ Ἀμερικῆς καὶ Αὐστραλίας.
    Ὅταν ἐμφανίστηκε ἡ τυπογραφία, ἕνα εἶδος γραφῆς ὄμορφο ἀσφαλὲς εὐανάγνωστο καὶ καρποφόρο, ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ καὶ πολὺ δαπανηρό, ἐπειδὴ τὰ πρὸς ἔκδοσι κείμενα διαλέγονταν μὲ αὐστηρὰ κριτήρια γιὰ τὴν ποιότητά τους κι ἐπειδὴ ἡ δημοσιογραφικὴ κερδοσκοπία δὲν εἶχε ἐμφανιστῆ ἀκόμη, ἡ παραγωγὴ μυθιστορημάτων καὶ ἀποκρύφων καὶ κάθε μὴ ἀπαραίτητη ἔκδοσι γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα ἀναστάλθηκαν. ὅταν ὅμως ἀναπτύχθηκε πάλι ἡ δημοσιογραφικὴ εὐχέρεια, ὁ ξεπεσμὸς τῶν μυθιστορημάτων ἐμφανίστηκε δριμύτερος καὶ σ’ ὅλα τὰ πεδία. ἤδη ἀπὸ τὸν ΙΗ΄ αἰῶνα κι ἔπειτα ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζωνται κείμενα σὰν τὴν Ἐπιστολὴ τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐπιστολὴ τῆς Παναγίας, καὶ τὸν Ἀγαθάγγελο.
    Τὰ προηγμένα καὶ παραγωγικώτερα τυπογραφικὰ μέσα ὁ κινηματογράφος τὸ ῥαδιόφωνο ἡ τηλεόρασι καὶ τὸ ἠλεκτρονικὸ διαδίκτυο προσέφεραν στὸν κάθε ἄνθρωπο τόσο μεγάλη δημοσιογραφικὴ εὐχέρεια, ποὺ τίναξαν στὰ ὕψη τὴ μυθιστορία τόσο τὴ γενικὴ ὅσο καὶ τὴν εἰδικὴ τὴ γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. σήμερα τὸ τέτοιο μυθιστόρημα ὀργιάζει. ἀκόμη καὶ τὰ τέσσερα γνήσια Εὐαγγέλια, Ματθαίου Λουκᾶ Μάρκου καὶ Ἰωάννου, παραχαράχτηκαν σὲ βαθμὸ πολὺ σοβαρό, προκειμένου νὰ γίνουν κινηματογραφικὰ ἔργα. ἡ “Ζωὴ τοῦ Χριστοῦ” γυρίστηκε μέχρι σήμερα σὲ 80 – 100 τέτοια “ἔργα”. καὶ μόνο τὸ ὅτι εἶναι τόσα δείχνει ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ δίνεται σ’ αὐτὰ παραποιημένη. συνήθως σ’ αὐτὰ παρουσιάζεται ἕνας Χριστὸς ἀφελὴς ὀνειροπαρμένος καὶ ἀγαθιάρης, ποὺ χτυπάει τὸ φόνο τὴν κλοπὴ τὴν ὑποκρισία τὸν πλοῦτο τὴ χλιδὴ τὴν ἀπονιὰ τὸ φθόνο τὸ μῖσος, λὲς καὶ ὑπάρχει στὴ γῆ ἄνθρωπος ποὺ ἀμφιβάλλει γι’ αὐτά, ὅτι εἶναι ἐλαττώματα καὶ παραπτώματα, ἢ λὲς καὶ χρειαζόταν νὰ ἔρθῃ ὁ Χριστός, γιὰ νὰ μᾶς τὸ πῇ, καὶ δὲν θίγει ποτὲ οὔτε μὲ ὑπαινιγμὸ τὴν πορνεία καὶ γενικῶς τὸν παράνομο ἔρωτα καὶ τὴ σεξουαλικὴ ἀκαθαρσία, ἐπειδὴ οἱ “ἠθοποιοί”, ποὺ ”παίζουν” τὸ σχετικὸ ἔργο, κι οἱ οἰκονομικοὶ παραγωγοί του εἶναι ὅλοι μοιχοὶ καὶ πόρνοι καὶ πόρνες καὶ κίναιδοι καὶ λεσβίες καὶ ἄλλοι τέτοιοι ἀνώμαλοι. καὶ φτιάχνουν ἕνα Χριστὸ τῆς ἀρεσκείας των, τὸν ὁποῖο βγάζουν δῆθεν μέσ’ ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, καὶ τὸν βάζουν νὰ λέῃ ὡς διδασκαλία του αὐτὰ ποὺ ἤθελαν αὐτοὶ ν’ ἀποτελοῦν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. ἐπὶ πλέον ὅμως παράγονται κι ἀναρίθμητα μυθιστορήματα καὶ σενάρια, ποὺ θέλουν ἕνα “Χριστὸ” τελείως διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ τῶν Εὐαγγελίων. καὶ κυρίως δὲν τὸν θέλουν Κύριο καὶ θεό, ἐπειδὴ παρ’ ὅλη τὴν παραχάραξί τους γιὰ τὴν ἀπόκρυψι τῆς διδασκαλίας του στὰ σεξουαλικὰ πράγματα, φοβοῦνται πάλι τὸν αὐθεντικὸ Χριστὸ μὲ τὴν περὶ ἁγνότητος καὶ σωφροσύνης διδαχή του, καί, “γιὰ καλὸ καὶ γιὰ κακό”, τὸν θέλουν καθῃρημένο ἀπὸ τὴ θεότητά του καὶ ὄχι τόσο ἀξιόπιστο ἢ ἀξιόφοβο κριτή, γιὰ νὰ μειώσουν ἢ κι ἐξουδετερώσουν τὸ κῦρος τῆς αὐθεντικῆς διδασκαλίας του μέσα στὴν Κ. Διαθήκη καὶ νὰ παρακάμψουν ἔτσι καὶ νὰ “θάψουν” τὴ χριστιανικὴ ἠθική. τοὺς ἐνοχλεῖ ἀφάνταστα, καὶ θέλουν καὶ νὰ τὴ ”θάψουν” καὶ συνάμα νὰ δείχνουν ὅτι δὲν τοὺς ἀπασχολεῖ οὔτε ποτὲ τοὺς ἀπασχόλησε.
    Ἐμφανίζουν λοιπὸν στὰ κινηματογραφικὰ “ἔργα” τους ἕνα Χριστὸ μὴ θεό, μὴ παρθένο, παντρεμένο καὶ πολύτεκνο, μὴ ἀναμάρτητο, ἀνεκτικὸ σὲ κάθε εἴδους σεξουαλικὰ ἁμαρτήματα, ἐρωτευμένο ἴσως ἢ κατὰ βάθος ἐρωτιάρη, ἀκόμη καὶ ἐρωτομανῆ καὶ θηλυμανῆ, σὰν αὐτούς, ἐνδεχομένως πόρνο, μὲ νόθα ἢ νόμιμα παιδιά, καὶ ὅ,τι ἄλλο ψεύτικο φαντάζονται, γιὰ νὰ παρηγορήσουν τὴν ἀσίγαστη ἐνοχή τους. αὐτὸ τὸ ψεύτικο ὅμως, ποὺ τοῦ καρφιτσώνουν ἀμάρτυρα καὶ αὐθαίρετα, ἔχω παρατηρήσει ὅτι εἶναι πάντοτε μόνο σεξουαλικό. ποτὲ δὲν ἔχει σχέσι μὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἁμάρτημα ἢ ἐλάττωμα. ποτὲ δὲν ἔφτιαξαν Χριστὸ κλέφτη, ψεύτη, φονιᾶ, ὑποκριτή, φθονερό, φιλάργυρο, ἄσπλαχνο, καὶ συκοφάντη. σ’ αὐτὰ τὸν ἔχουν πάντοτε ὄχι μόνο ἀγαθὸ ἄλλα καὶ ἀγαθιάρη. τὸν θέλουν ὅμως πάντοτε μὲ σεξουαλικὲς ἀδυναμίες καὶ σεξουαλικὴ γεῦσι νόμιμη ἢ παράνομη. δείχνουν ἔτσι τί τοὺς καίει καὶ τί τοὺς ἐνοχλεῖ˙ ἡ παρθενική του ἁγνότητα καὶ ἡ ἀνάλογη διδασκαλία του γιὰ τὴν παρθενία καὶ τὴ σώφρονα μονογαμία.
    Τὴν παραποίησι τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔκαναν οἱ παπικοὶ ἢ οἱ προτεστάντες ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο “ἐκκλησιαστικὸ κατεστημένο” μέσα σὲ 17 αἰῶνες, οἱ σεναριογράφοι καὶ μυθιστορηματογράφοι τὴν κάνουν σὲ μία μέρα, κι ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἔχουν μιὰ παραποίησι ἑκατονταπλάσια καὶ χιλιοπλάσια. κι ἔχουν καὶ τὸ ἀδιάντροπο θράσος νὰ κατηγοροῦν τοὺς παραπάνω γιὰ παραχάραξι καὶ πλαστογραφία, αὐτοὶ χιλιοπλασίως πλαστογράφοι καὶ παραχαράκτες ὑπάρχοντες. οἱ προειρημένοι αἱρετικοὶ καὶ κάθε κατεστημένο ὑπέσκαψαν τὴν ἀλήθεια μὲ πολλὴ βραδύτητα καὶ μὲ πολλὴ ἀντίστασι τῆς ἀληθείας, ἐνῷ οἱ μυθιστορηματογράφοι καὶ σεναριογράφοι ἀνατρέπουν τὰ πάντα καὶ φέρνουν τὰ πάνω κάτω σὲ μία ὥρα. αὐτὰ ποὺ γράφουν ἢ σκηνοθετοῦν μοιάζουν σὰ νὰ ὑποστηρίζῃ κάποιος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε ἓξ πόδια σὰν ἀκρίδα, καὶ νὰ τὸ στηρίζῃ “βιβλικῶς” στὸ ὅτι ὁ Ἰωάννης ποὺ τὸν βάπτισε ἔτρωγε ἀκρίδες (Μθ 3,4).
    Καθὼς ὁ κινηματογράφος πουλάει πάντοτε σὲξ καὶ βία, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν κακία καὶ τὴν ἀσέλγεια τῶν πελατῶν του, καὶ καθὼς ἐμφανίζει συνεχῶς μεγάλη ζήτησι σεναρίων, οἱ σεναριογράφοι καὶ μυθιστορηματογράφοι, ποὺ θέλουν νὰ ἐμφανίσουν πάντα κάτι καινούργιο καὶ πρωτόφαντο, ἔχουν ἐκτροχιαστῆ σὲ μιὰ ὑπερπαραγωγὴ μὲ τὶς πιὸ περίεργες κι ἀλλόκοτες καὶ κακὲς κοπὲς καὶ παραλλαγὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσουν καὶ νὰ κορέσουν τὴ μπουχτισμένη καὶ βουλιμικὴ περιέργεια τοῦ κοινοῦ. γι’ αὐτὸ παρουσιάζουν Χριστὸ σοῦπερ στάρ, Χριστὸ χίππι, Χριστὸ ἐρωτιάρη, Χριστὸ γενικῶς ἀκάθαρτο, σὰν τὰ ὑποκείμενά τους, τόσο διότι ἕνας τέτοιος Χριστὸς τοὺς χρειάζεται, ὅσο καὶ διότι ἡ συμπρωταγωνίστρια τοῦ ἠθοποιοῦ, ὁ ὁποῖος παριστάνει τὸ Χριστό, ἀκριβοπληρωμένη πόρνη τῆς ὀφθαλμοπορνίας πάντοτε, θέλει νὰ δράσῃ στὴν ὀθόνη ὅπως ἐννοεῖ αὐτὴ καὶ νὰ δείξῃ στὸ κοινὸ αὐτὰ ποὺ θέλει νὰ δείξῃ ἀπὸ τ᾽ ἀπόκρυφα τοῦ σώματός της˙ καὶ νὰ τὰ δείξῃ σὲ χρῆσι ἀπὸ τὸν πόρνο ποὺ παριστάνει τὸ Χριστό. καὶ τὸ κοινὸ θέλει νὰ δῇ τέτοια, διότι ἂν δὲν δῇ, δὲν δέχεται νὰ δῇ τὸ ἔργο, καὶ ἀπειλεῖ νὰ καταστρέψῃ οἰκονομικῶς ἠθοποιοὺς καὶ παραγωγοὺς κι ἐμπορικοὺς μεσάζοντες καὶ κάθε σχετικὸ παράγοντα. συνεπῶς ὁ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο παραγόμενος “Χριστὸς” πηγάζει ἀπὸ τὰ πιὸ ἀκάθαρτα ἀνθρώπινα πάθη. τὰ κινηματογραφικὰ ἔργα, ποὺ ἔχουν θέμα τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀναντιρρήτως τὰ χειρότερα ὅλων.
    Ἀσφαλῶς οἱ τέτοιες τάσεις ἀποτελοῦν θρησκομανία, καὶ εἶναι πολὺ χειρότερες ἀπὸ τὴν ἀθεΐα. ἡ ἀθεΐα περιορίζεται σὲ μιὰ ἁπλῆ ἀπόκρουσι τῆς ἀληθείας, καὶ δὲν προχωρεῖ σὲ παραχάραξι καὶ πλαστογραφία. μετὰ τὴν καθαρὴ χριστιανικὴ πίστι προτιμότερη καὶ πλησιέστερη πρὸς αὐτὴν εἶναι ἡ ἀθεΐα. οὐδέποτε ἄθεοι δίωξαν Χριστιανούς. οἱ διῶκτες ἦταν πάντοτε ἢ θρῆσκοι ἢ φιλόσοφοι. ἡ μυθιστορικὴ παραχάραξι καὶ ἡ αἵρεσι εἶναι ἀπειλὴ ἐναντίον τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. στὴ χλιδάτη καὶ δημοκρατικὴ ἐποχή μας, ποὺ ἡ χριστιανικὴ πίστι δὲν κινδυνεύει τόσο ἀπὸ διωγμούς, κινδυνεύει κυρίως ἀπὸ τὴν τέτοια παραχάραξι, τὴ μυθιστορία γιὰ τὸ Χριστό.
 
Μελέτες 8 (2010)