Θεοκρατία οἱ ἄνθρωποι λὲν συνήθως τὴν ἱεροκρατία, ἐνῷ τὰ δυὸ αὐτὰ διαφέρουν μεταξύ τους πολύ. ἡ θεοκρατία εἶναι θεάρεστο καὶ ἡ ἱεροκρατία θεομίσητο. τὸ πρῶτο εἶναι θέλημα τοῦ θεοῦ, τὸ δεύτερο ἀνώμαλο καπρίτσι τῶν ἀνθρώπων. θεοκρατία εἶναι ὅταν ἕνα ἐπίγειο κράτος τὸ κυβερνάῃ ὁ θεός˙ ὄχι οἱ ἱερεῖς. ὅταν τὸ κυβερνοῦν οἱ ἱερεῖς, εἶναι ἱεροκρατία˙ ὄχι θεοκρατία. ἡ θεοκρατία εἶναι πρακτικὴ καὶ ἠθική, οὐδέποτε δὲ ἱεροκρατική, ἐνῷ ἡ ἱεροκρατία εἶναι τελεστικὴ εἰσπρακτικὴ κι ἀρχομανική, οὐδέποτε δὲ ἠθικὴ πρακτικὴ καὶ θεάρεστη. τὸ Βατικανὸ λ.χ. καὶ τὸ Ἰρὰν τοῦ Χομεϊνὶ καὶ τῶν λοιπῶν ἀγιατολάχηδων εἶναι ἱεροκρατία˙ δὲν εἶναι καθόλου θεοκρατία. ἄλλο ὁ θεὸς ποὺ θέλει τὴν ἐλευθερία τὴν εὐημερία καὶ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ του, κι ἄλλο τὸ ἱερατεῖο ἐκεῖνο ποὺ θέλει νὰ γαντζώσῃ σὰ βαμπὶρ στὸν τράχηλο τοῦ λαοῦ, γιὰ νὰ τοῦ πίνῃ τὸ αἷμα. τὸ δεύτερο αὐτὸ εἶναι ἐχθρὸς τοῦ θεοῦ. θεοκρατία ἦταν ὁ Ἰσραὴλ τῆς παλαιᾶς διαθήκης, κι αὐτὸς ὄχι πάντοτε, ἐλάχιστα δὲ θεοκρατικὲς πολιτεῖες ἦταν ἡ Ἀγγλία τοῦ Ὄλ. Κρόμβελ καὶ οἱ Η.Π.Α. ἀπὸ τὸν Οὐάσιγκτον μέχρι τὸν Ἀβρ. Λίνκολν˙ κανένα ἄλλο κράτος.
Στὴ θεοκρατία αὐτὸ ποὺ ἐπιβάλλεται ὡς ΄΄ὁ κυβερνῶν θεός΄΄ —κι ὁ θεὸς φυσικὰ εἶναι ὁ ἴδιος ἀόρατος— εἶναι ὁ νόμος του, ἀκριβέστερα ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, δηλαδὴ ὁ μωσαϊκὸς νόμος, ὁ μόνος θεόπνευστος καὶ αὐθεντικὸς κρατικὸς νόμος ἐπάνω στὴ γῆ, ὁ ὁποῖος καὶ εἶναι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ θεὸ ἀκυρωμένος μετὰ τὸ Χριστὸ ποὺ τὸν κατήργησε, ἁπλῶς δὲ παρέμεινε ὡς πυρήνας τοῦ ῥωμαϊκοῦ δικαίου, ποὺ εἶναι σήμερα τὸ θεμέλιο κάθε φιλελεύθερης νομοθεσίας τῶν κρατῶν τῶν τριῶν προηγμένων ἠπείρων Εὐρώπης Ἀμερικῆς κι Αὐστραλίας. μπορεῖ νὰ εἶναι ὑπόδειγμα μιμήσεως καὶ καλῶν ἐπιλογῶν σ’ ἕνα χριστιανικὸ κράτος, ἀλλὰ μόνο ἂν οἱ γενικὲς ἀρχές του διαφωτίζουν τοὺς νομοθέτες τοῦ κράτους ἐκείνου. σὲ καμμία περίπτωσι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ χρησιμοποιηθῇ ὁ μωσαϊκὸς νόμος αὐτούσιος κι ἀφιλτράριστος ὡς νόμος κάποιου κράτους˙ τὸ ἀπαγορεύει ἡ Καινὴ Διαθήκη. ὁ δὲ θεοκρατικὸς νόμος εἶναι κυρίως τρόπος ζωῆς˙ δὲν εἶναι τελεστικὸς καὶ ἱερατικός.
Τελείως διαφορετικὰ ἡ ἱεροκρατία δὲν εἶναι τρόπος ζωῆς, ἀλλὰ μόνο τελεστικὴ φανφάρα, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία κρύβεται ὑποκριτικὰ ὁποιοσδήποτε τρόπος ζωῆς ἀκόμη κι ὁ πιὸ βρόμικος, εἶναι δὲ ἐπιπροσθέτως καὶ εἰσπρακτικὴ μέθοδος, ὅπως κάθε συνηθισμένο νταβατζηλίκι, καὶ πολὺ γρήγορα μετεξελίσσεται σὲ τελεστικὸ κιναιδισμό. ἱεροκρατικὰ κράτη ὑπῆρξαν στὴν ἱστορία πολλά˙ τὸ φαραωνικὸ Αἰγυπτιακό, τὸ Χαλδαϊκὸ τῶν μάγων, τὸ Μινωϊκὸ τοῦ Αἰγαίου, τὸ Ἐτρουσκικὸ τῆς Β. Ἰταλίας, τὸ ἰσλαμικὸ χαλιφάτο τῶν Ἀράβων, τὸ ἰσλαμικὸ χαλιφάτο τῶν Τούρκων, τὸ ἰσλαμικὸ τώρα τῶν ἀγιατολάχηδων τοῦ Ἰράν, τὸ ἰσλαμικὸ τῶν Ταλιμπὰν τοῦ Ἀφγανιστάν, τὰ Ἰνδουϊστικά, τὰ Βουδδιστικά, τὸ σημερινὸ Θιβετιανό, τὸ παπικὸ χαλιφάτο τοῦ Βατικανοῦ, τὰ τῶν μάγων τῶν Νέγρων, τὰ τῶν ἀνθρωποφάγων Καννιβάλων τῆς Καραϊβικῆς, τὸ τῶν Μάγια τῆς Ἀμερικῆς, τὸ τῶν Ἴνκα τῆς Ἀμερικῆς, καὶ ἄλλα παρόμοια. σ’ ὅλα δικτάτωρ καὶ τύραννος ὑπεράνω κριτικῆς εἶναι ὁ χαλίφης ἢ πάπας ἢ δαλάι λάμα ἢ μέγιστος ἀρχιερεὺς ἢ μέγιστος μάγος, φορεὺς διπλῆς ἐξουσίας πάντοτε, θρησκευτικῆς καὶ πολιτικῆς. χαλίφης λέγεται στὴν ἀραβικὴ αὐτὸ ποὺ λὲν οἱ παραμεσόγειοι ΄΄παποκαῖσαρ΄΄˙ ὁ ἱεροβασιλεύς, ὁ μίνως. στὴν ἱεροκρατία νόμος εἶναι τὸ καπρίτσι τοῦ τυράννου ἀρχιερέως, τοῦ χαλίφου, τοῦ pontifex maximus (μεγίστου ἀρχιερέως). ὁ μίνως λ.χ. ἤθελε στὸ τελεστήριο τοῦ λαβυρίνθου ἀπὸ κάθε πόλι κάθε χρόνο 7 ἀγόρια κι 7 κορίτσια˙ τὰ ἤθελε γιὰ χρῆσι σεξουαλική, ὅπως καλὰ ἀντιλαμβάνεται ὁ ἀρχαῖος ποιητὴς Βακχυλίδης. ὁ λαβύρινθος ἦταν τελεστήριο, πορνοστάσιο δηλαδὴ καὶ κιναιδοστάσιο ἱεροδούλων. καὶ τ’ ἀνασκαφικὰ εὑρήματα μαρτυροῦν κάτι τέτοιο. παρεῖχε δὲ ὁ ἱεροβασιλεὺς ἐκεῖνος καὶ στὸ λαό, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καθημερινὴ βακούφικη εἰσπρακτικὴ τελεστικὴ πορνεία, καὶ πανηγυρικὸ πρόστυχο ὄργιο πορνικῶν καὶ κιναιδικῶν δρωμένων μία τοὐλάχιστο φορὰ τὸ ἔτος μέχρι καὶ τέσσερες˙ συνήθως στὰ τέσσερα ἡλιοστάσια ‑ ἰσημερίες τοῦ ἔτους. τὰ ἱερατεῖα τῶν ἱεροκρατικῶν κοινωνιῶν εἶναι πάντοτε καὶ στὰ σεξουαλικὰ καὶ σ’ ὅλη τὴ λοιπὴ ἀδικία κι ἀπληστία πολὺ πιὸ βρόμικα ἀπὸ τὸ λαό, τὸν ὁποῖο χειρίζονται ὅπως οἱ προαγωγοὶ τὶς πόρνες. εἶναι ἐπίσης ναρκισσικῶς ἀλαζονικά, χαϊδεύοντας τὸ τομάρι τους μὲ πλουμιστὰ καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ χλιδάτα ῥοῦχα καὶ κοσμήματα κι ἐνδιαιτήματα, μὲ ἀργία, μὲ ἰδιοποίησι τῆς πρὸς τὸ θεῖο μεσιτείας, τὴν ὁποία ἐννοοῦν κι ὡς εἰσπρακτικὴ πύλη διοδίων, μὲ κάθε φαντασιωτικὴ ἐξουσία. ὁ Χριστιανισμὸς τέτοια πράγματα δὲν ἔχει. ὅλοι ξέρουν ὅτι τέτοια οὔτε ὁ Χριστὸς εἶχε οὔτε οἱ ἀποστόλοί του˙ οὔτε ἡ προχριστιανικὴ λατρεία τοῦ Ἰσραὴλ εἶχε.
Κάποτε στὸν Ἀμερικανὸ πρόεδρο Ῥῆγκαν, ποὺ δὲν ἤξερε νὰ ἐκφράζεται διπλωματικά, ἀλλὰ μιλοῦσε ἀνεπιτήδευτα κι ἀνεπιφύλακτα, προσῆλθαν τὴ μιὰ μέρα ἕνας μουσουλμάνος Ἄραβας καὶ τὴν ἄλλη ἕνας ἱερωμένος ἄλλου ἔθνους καὶ θρησκεύματος, κι ὁ καθένας τοῦ ζητοῦσε κάτι ἐναντίον τῆς πλευρᾶς τοῦ ἄλλου. καὶ δὲν φτάνει ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν πιέσουν νὰ πάρῃ τὸ μέρος τους, ἐπὶ πλέον ὁ καθένας, ἀποχωρώντας ἀπὸ τὸ προεδρικὸ γραφεῖο, τοῦ εἶπε στὰ σοβαρά, λίγο σὰ μεταφυσικὴ ἀπειλὴ λίγο σὰ μεταφυσικὴ ὑπόσχεσι, ὅτι θὰ προσεύχεται στὸ θεὸ γι’ αὐτόν. σὰ νὰ τοῦ ἔλεγε ὁ καθένας˙ ΄΄Κύττα! ἐγὼ εἶμαι ὁ ἐνώπιον τοῦ θεοῦ συνήγορός σου ἢ κατήγορός σου. νὰ μὲ φοβηθῇς καὶ νὰ μὴν τολμήσῃς νὰ πέσῃς στὴ δυσμένειά μου΄΄. κι ὁ Ῥῆγκαν εἶπε στὸν καθένα˙ ΄΄Τὸ ἴδιο μοῦ λέει κι ὁ ἄλλος. κύττα νὰ δῇς˙ ἂν τηλεφωνήσῃς στὸ θεὸ καὶ βρῇς τὸ τηλέφωνό του κατειλημμένο, νὰ ξέρῃς ὅτι μιλῶ μαζί του ἐγώ΄΄. σὰ νἄλεγε καὶ στὸν ἕνα καὶ στὸν ἄλλο˙ ΄΄Μὴ μοῦ πουλᾷς ἐμένα μεσιτεία καὶ προστασία˙ ἔχω ἄμεση πρόσβασι στὸ θεό. οὔτε σὲ φοβᾶμαι οὔτε σὲ χρειάζομαι. συμβουλεύομαι καὶ μόνος μου τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ, ὅταν ἀσκῶ τὸ ἔργο μου. πούλα τα ἀλλοῦ τὰ ψιλικά σου΄΄.
Ὅλοι θυμούμαστε ὅτι στὴν Περσία πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, ἐπὶ ἀγιατολὰχ Χομεϊνί, μιὰ μέρα δραπέτευσαν ἀπὸ τὸ κράτος τους καὶ κατέφυγαν στὸ ἐξωτερικὸ ὁ ΄΄πρόεδρος΄΄ τοῦ κράτους, ὁ ΄΄πρωθυπουργός΄΄, καὶ οἱ κυριώτεροι ὑπουργοὶ τῆς κυβερνήσεως. ἔφυγαν ξαφνικά, γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸ Χομεϊνί, ὁ ὁποῖος τυπικὰ ἦταν μόνο ἱερεύς. αὐτὸ θὰ πῇ ἱεροκρατία. ἐντελῶς ἀντίθετα στὸν Ἰσραὴλ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης βλέπουμε ὅτι ὁ Μωϋσῆς, ποὺ εἶναι ὁ νομοθέτης καὶ κυβερνάει, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ ἱερατεῖο, τὸ δὲ ἱερατεῖο, ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα Ἀαρὼν μέχρι τὸν τελευταῖο Λευΐτη, ἀπ’ αὐτὸν ἐπιλέγεται καὶ διορίζεται, σ’ αὐτὸν πειθαρχεῖ, κι αὐτὸν φοβᾶται. τὸ ἱερατεῖο ὑποτάσσεται στὸν ἀνώτατο πολιτικὸ καὶ στρατιωτικὸ ἄρχοντα, τὸ Μωϋσῆ, τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυή, τὸ Δαυΐδ, τὸ Σολομῶντα, τὸ Ζοροβάβελ, τὸ Νεεμία, ποὺ εἶναι κάθε φορὰ κι ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεως ὁ θεοκρατικός. αὐτὸ εἶναι θεοκρατία. κυβερνάει ὁ θεός, ἡ βιβλικὴ βούλησί του, τῆς ὁποίας ἐκφραστὴς εἶναι ὁ πολιτικὸς καὶ στρατιωτικὸς ἡγέτης˙ δὲν κυβερνάει τὸ ἱερατεῖο. πρυτανεύει ὁ τρόπος ζωῆς ποὺ ὑπαγορεύει ὁ θεὸς στὴ Βίβλο, ὄχι τὸ ἱερατεῖο. ὅταν κάποτε ὁ μέγας ἀρχιερεὺς Ἰωδαὲ ἀποκαθιστᾷ στὸ βασιλικὸ θρόνο τὸν ὀχταετῆ Ἰωάς, τὸν μοναδικὸ βασιλικὸ γόνο ποὺ διέφυγε τὸ δολοφονικὸ μαχαίρι τῆς δικτατόρισσας Γοθολίας, τόσο πολὺ δὲν ὑπάρχει ἱεροκρατία οὔτε τότε, ὥστε ὁ Ἰωὰς ἔπειτα, φερόμενος ἀχάριστα, ἐκτελεῖ ἄδικα τὸν ἀθῷο γιὸ τοῦ Ἰωδαέ, καὶ κανεὶς δὲν τολμάει νὰ τὸν ἀναχαιτίσῃ ἢ νὰ τὸν σχολιάσῃ. στὴν Π. Διαθήκη δὲν ὑπάρχει ἱεροκρατία, ἀλλὰ μόνο θεοκρατία, ἂν καὶ ἡ θεοκρατία ὄχι πάντοτε. διότι ἀρκετὲς φορές, σὲ μέρες ἀποστατῶν βασιλέων, ὑπάρχει εἰδωλολατρικὴ ἱεροκρατία. οὐδέποτε ὅμως, σὲ μέρες ποὺ πρυτανεύει ὀ νόμος τοῦ Μωϋσέως καὶ ἡ πίστι στὸν ἀληθινὸ θεό, ὑπάρχει ἱεροκρατία˙ τὸ ἱερατεῖο τότε τὸ ὄντως ἐκ θεοῦ πειθαρχεῖ στὸ βασιλέα.
Ὅταν κυβερνάῃ κάπου ἕνα ἱερατεῖο, ὁ τρόπος ζωῆς καὶ ἡ τελεστικὴ πρακτικὴ φτάνουν μέχρι ὀργιαστικὰ δρώμενα —λ.χ. τὰ καρναβάλια εἶναι κατάλοιπο εἰδωλολατρικῆς λιτανείας—, μέχρι τελεστικὴ πορνεία, τελεστικὸ κιναιδισμό, τελεστικὲς ἀνθρωποθυσίες ἀκόμη καὶ νηπίων ποὺ ῥίχνονται ζωντανὰ στὴν πυρὰ τοῦ θεοῦ Μολόχ, καὶ τελεστικὸ καννιβαλισμό. ὁ καννιβαλισμός, παντοῦ ὅπου ἐμφανίστηκε, ὑπῆρξε πάντοτε τελεστικὸ δρώμενο˙ οὐδέποτε βιολογικὴ ἀνάγκη τοῦ καταβροχθίζοντος. καὶ γιὰ νὰ τελεστοῦν τέτοια δρώμενα, πρέπει τὸ ἱερατεῖο νὰ ἔχῃ τὴν ἀνωτάτη ἐξουσία˙ νὰ ὑπάρχῃ χαλιφάτο˙ νὰ ὑπάρχῃ ἱεροβασιλεύς˙ καισαρόπαπας. ὅταν κυβερνάῃ ὁ νόμος τῆς Βίβλου, ἐπὶ θεοκρατίας, ὅλα τὰ παραπάνω βδελυρὰ ἔργα αἵματος καὶ ἀσελγείας καταργοῦνται ὁλοσχερῶς, ἐπικρατοῦν ἤθη περίπου χριστιανικά, καὶ τὸ ἱερατεῖο ὑποτάσσεται στὸ κράτος, στὸν πολιτικὸ ἡγέτη, στὴν πολιτικὴ κυβέρνησι˙ ὄχι βέβαια στὰ πνευματικά, ἀλλὰ στὰ οἰκονομικὰ ἀστυνομικὰ καὶ πολιτικά.
Ὑπάρχει σαφὴς διαφορὰ καὶ χάσμα μέγα μεταξὺ θεοκρατίας καὶ ἱεροκρατίας, ὁ δὲ νόμος τῆς Π. Διαθήκης προβλέπει θεοκρατία˙ οὐδέποτε ἱεροκρατία. στὴ δὲ Καινὴ Διαθήκη ὁ Χριστὸς ἀφῄρεσε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους του κάθε ἴχνος πολιτικῆς ἐξουσίας καὶ ἀπαγόρευσε στοὺς Χριστιανοὺς ὁποιαδήποτε χρῆσι ἐπιγείων κυρώσεων. ἡ βαρύτερη ποινή, ἡ ἐσχάτη, εἶναι ἡ διαγραφὴ τοῦ ἐνόχου ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν μελῶν τῆς ἐκκλησίας. ἡ Βίβλος ὁλόκληρη, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, δὲν ἐμφανίζει οὔτε ἴχνος ἱεροκρατίας. θεοκρατία δὲ μόνο ἐμφανίζει μόνη ἡ Παλαιὰ Διαθήκη˙ ἡ Καινὴ οὔτε κι αὐτή. ἕνα θεοκρατικὸ ὄνειρο δὲν εἶναι ποτὲ χριστιανικό, ἕνα δὲ ἱεροκρατικὸ ὄνειρο εἶναι καὶ φαυλότης.
Μελέτες 10 (2010)