Καθὼς λέγεται στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων (23,12 - 35), ὅταν ὁ Ῥωμαῖος χιλίαρχος καὶ φρούραρχος τῶν Ἰεροσολύμων Κλαύδιος Λυσίας ἀρνήθηκε νὰ παραδώσῃ τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὶς δολοφονικὲς ὀρέξεις τῶν Ἰουδαίων, πάνω ἀπὸ σαράντα φανατικοὶ Ἰουδαῖοι τρομοκράτες αὐτοκτονίας συνωμότησαν καὶ ὡρκίστηκαν νὰ μὴ φᾶν καὶ νὰ μὴν πιοῦν τίποτε, μέχρι νὰ τὸν δολοφονήσουν˙ καὶ ὥρισαν ὡς καταλληλότερη μέρα τῆς δολοφονίας του τὴν ἡμέρα τῆς μεταγωγῆς του ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα στὴν Καισάρεια, τὴν ἕδρα τοῦ Ῥωμαίου ἐπιτρόπου (procurator). αὐτὸ τὸ ἄκουσε ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Παύλου καὶ πῆγε στὴ φυλακὴ καὶ τοῦ τὸ εἶπε, ὁ δὲ Παῦλος τὸν ἔστειλε νὰ τὸ πῇ στὸ χιλίαρχο. καὶ ὁ χιλίαρχος, γιὰ ν᾽ ἀποτρέψῃ μιὰ καθ̉ ὁδὸν τρομοκρατικὴ δρᾶσι τῶν Ἰουδαίων γι̉ ἀπαγωγὴ καὶ δολοφονία τοῦ Παύλου, ἔλαβε ἔκτακτα μέτρα. τὸν ἀπόστολο ἔφιππο τὸν συνώδευσε μέχρι τὴν Καισάρεια μία στρατιωτικὴ δύναμι, τὴν ὁποία ἀποτελοῦσαν 200 στρατιῶται, 70 ἱππεῖς, καὶ 200 δεξιολάβοι. κι ἔτσι ὁ Παῦλος ἔφτασε ἀσφαλὴς στὴν Καισάρεια, ὅπου τὸν παρέδωσαν στὸν ἐπίτροπο Φήλικα.

   Οἱ μέχρι σήμερα ἑρμηνευταὶ καὶ μεταφρασταί, ἀρχαῖοι καὶ νεώτεροι, ἑλληνόγλωσσοι καὶ ξένοι, ὅσοι πέρασαν τὸ χωρίο αὐτό, δὲν κατάλαβαν τί ἦταν οἱ δεξιολάβοι. παραθέτω τὶς προϋπάρχουσες μεταφράσεις κι ἑρμηνεῖες.

  

  Ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἑρμηνευτὰς τῶν Πράξεων οἱ Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἀμμώνιος Ἀλεξανδρεύς, Οἰκουμένιος, καὶ Θεοφύλακτος (PG 60,340-1˙ 85,1592a˙ 118,277-280˙ 125,808a) στὰ σχετικὰ χωρία τους περνοῦν τὸ δεξιολάβους ἀπαρατήρητο, ἐπειδὴ στὰ χρόνια τους ἡ λέξι ἦταν ἀκόμη σὲ λαϊκὴ χρῆσι καὶ ἄρα πασίγνωστη. στὴν ἐλεύθερη χρῆσι τῆς Βίβλου ἀπὸ τοὺς ἑλληνογλώσσους ἀρχαίους τὸ χωρίο δὲν χρησιμοποιεῖται ποτέ. λατινόγλωσσοι ἑρμηνευταὶ τῶν Πράξεων εἶναι οἱ Εὐχέριος (PL 50,809), Κασσιόδωρος (70,1315), Ἀλοῦλφος (79,1269), Ἰσίδωρος Ἱσπάλεως (83,178), Βέδας (92,937), Βαλαφρῖδος Στραβός (114,426), Φούλμπερτος (141,277), καὶ Πέτρος Κομέστωρ (198,1645), ἀλλὰ κανείς τους δὲν ἑρμηνεύει τὸ χωρίο καὶ τὴ λέξι˙ τὰ ὑπομνήματά τους εἶναι ἢ ἐπιλεκτικὰ ἢ τόσο συνοπτικὰ ποὺ δὲν ἀσχολοῦνται μ̉ αὐτό.

    Ἔξω ἀπὸ τὴ Βίβλο χρησιμοποιοῦν τὴ λέξι δεξιολάβοι τὸν F' αἰῶνα ὁ Ἰωάννης Λυδὸς (στὸν Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο, Περὶ θεμάτων, 1 CSHB, σ. 17) καὶ τὸν Ζ' αἰῶνα ὁ Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (Ἱστ. 4,1,8). κι αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία της χρῆσι. τὸν Η' ἢ Θ' αἰῶνα ὁ Ψευδοδαμασκηνὸς ἔχει τὸ ῥῆμα δεξιολαβηθέντες (Πρὸς Θεόφιλον περὶ εἰκόνων, 11 PG 95,360a), ἀλλ̉  ἐννοεῖ “δεξιᾶς χειραψίαν δεχθέντες”. ἀπὸ τὰ τέσσερα μεταφράσματα ποὺ δίνουν ὁ Λατῖνος καὶ οἱ ἄλλοι πέντε Εὐρωπαῖοι ξένοι τὸ ἐπικουρικοὺς εἶναι ἀόριστο καὶ τὸ λογχοφόρους λαθεμένο. ἔξυπνο ἀλλ̉  ἀνιστόρητο εἶναι τὸ ἀστυνομικούς, κι ἐξυπνώτερο ὅλων καὶ ἱστορικῶς ὄχι ἀδύνατο τὸ ἀκροβολιστάς. ἕνα συγκρότημα σωματοφυλάκων, ὅταν θέλῃ νὰ ἔχῃ ἐπάρκεια γιὰ πολλὲς περιπτώσεις καὶ νὰ μπορῇ ν̉ ἀντιμετωπίζῃ τοὺς ἀντιπάλους του τόσο ἐκ τοῦ συστάδην μὲ ὅπλα ἀγχέμαχα ὅσο κι ἀπὸ μακριὰ μὲ ὅπλα ἑκηβόλα καί, σὲ περίπτωσι ποὺ οἱ ἀντίπαλοι φεύγουν μὲ ἢ χωρὶς τὸν ἐπίμαχο γι᾿ ἀπαγωγὴ ἢ δολοφονία, νὰ μπορῇ νὰ τοὺς καταδιώκῃ, πρέπει νὰ συγκροτῆται ἀπὸ ὁπλῖτες, ἀπὸ ἀκροβολιστάς, καὶ ἀπὸ ταχυκινήτους ἱππεῖς. μ̉  αὐτὸ τὸ σκεπτικό, νομίζω, ὁ Γερμανὸς μεταφραστὴς μετέφρασε ἐξυπνώτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους μὲ τὴ λέξι ἀκροβολιστὰς (Schutzen), δηλαδὴ χειριστὰς ἑκηβόλων ὅπλων, τοξότες ἢ ἀκοντιστὰς ἢ σφενδονῆτες. παρὰ ταῦτα κανένα ἀπὸ τὰ μεταφράσματα, οὔτε ἔξυπνο οὔτε λαθεμένο οὔτε ἀόριστο οὔτε συγκεκριμένο, δὲν μεταφράζει τὸ δεξιολάβους, οὔτε κἂν τὸ πλησιάζει. οἱ δὲ ἀκροβολισταὶ μποροῦν νὰ περιέχωνται στοὺς στρατιώτας (στρατιῶται ἱππεῖς δεξιολάβοι). ἀπὸ τοὺς Νεοέλληνες μεταφραστὰς ὁ μὲν Μάξιμος, ποὺ μεταφράζει σωματοφύλακας, εἶναι ὁ πιὸ ἀόριστος, ἀφοῦ σωματοφύλακες ἦταν ὅλοι, οἱ δὲ λοιποί, ποὺ ἔχουν ὅλοι τὴ λαθεμένη μετάφρασι λογχοφόρους, μεταφράζουν ὄχι τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο, ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνουν, ἀλλὰ τὴν ἀγγλικὴ μετάφρασι τῆς λατινικῆς μεταφράσεως. εἶναι  δηλαδὴ “τέταρτο χέρι” (πρωτόπυπο - λατινικὴ - ἀγγλικὴ - νεοελληνική), καὶ μερικοὶ “πέμπτο χέρι”, διότι παίρνουν ἀπὸ τὸν Τρεμπέλα ἢ τοὺς χιλιαστάς. οἱ ξένοι ὑπομνηματισταὶ τῶν Πράξεων δὲν ἔχουν καμμιὰ ἀπολύτως ἀξία, διότι, ὅπως πάντα, ἔτσι καὶ στὸ χωρίο αὐτὸ παίρνουν ὅ,τι λένε ἀπὸ μιὰ ἀπὸ τὶς προειρημένες πέντε “μητρικὲς” νεώτερες μεταφράσεις, τὶς ὁποῖες οὐδέποτε μποροῦν νὰ ξεπεράσουν. κι ὅταν ἀκόμη φιγουράρουν παραθέτοντας στὰ ὑπομνήματά τους φράσεις τοῦ ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου, καθὼς ἔχω παρατηρήσει, πολλὲς φορὲς δὲν τὶς καταλαβαίνουν, ἀλλὰ τὶς παίρνουν σὰν ἀπὸ ἀβάκιο ἀντιστοιχίας καὶ τὶς ἐννοοῦν φυσικὰ μέσῳ τῶν δικῶν τους πέντε μεταφράσεων, τὶς ὁποῖες καταλαβαίνουν, σίγουροι ὄντες ὅτι αὐτὲς ἀποδίδουν ἐπακριβῶς τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο.

    Ἡ λέξι δεξιολάβοι σχεδὸν λέει τὴ σημασία της μόνη της. οἱ 15 (δεκαπέντε) καθηγηταὶ πανεπιστημίου Leeves, Lowndes, Βάμβας, Τρεμπέλας, Δημητρόπουλος, Βέλλας, Εὐ. Ἀντωνιάδης, Ἀλιβιζᾶτος, Κονιδάρης, Ἀγουρίδης, Π. Βασιλειάδης, Γαλάνης,  Γαλίτης, Καραβιδόπουλος, καὶ Στογιάννος, δὲν τὴν κατάλαβαν, ἐπειδὴ στὸ ἐδῶ βιβλικὸ χωρίο δὲν τοὺς βοήθησε κανείς, οὔτε ἀρχαῖος ἑρμηνευτὴς οὔτε νεώτερος οὔτε κανένα λεξικό˙ ἦταν ὁλομόναχοι καὶ τελείως ἀβοήθητοι ἀπ̉  ὁπουδήποτε.

    Δεξιαὶ λαβαὶ ἤτοι ἐπιδέξιαι λαβαὶ εἶναι τὰ συνθετικὰ τῆς λέξεως δεξιολάβοι. τὸ φαινόμενο νὰ συντίθενται λέξεις ἀπὸ φράσεις δὲν εἶναι σπάνιο˙ ἔτσι λ.χ. συντίθενται, καὶ μάλιστα χωρὶς παράβασι τοῦ “χρυσοῦ κανόνος τοῦ Ἡρῳδιανοῦ” (ἢ κατ̉ ἄλλους τοῦ Scaliger), οἱ λέξεις ἀκροχειρίζομαι καὶ ἀποσκορακίζω, καὶ οἱ ἑλληνικὲς ὡς λέξεις ἀλλ̉ ἑβραΐζουσες ὡς ὑποκείμενες φράσεις προσωποληπτῶ (πρόσωπον λαμβάνω), προσωπολήπτης, προσωποληψία, ἀπροσωπολήπτως, ἀρσενοκοίτης (ἄρσενος κοίτη), ἐθελοθρησκεία, δουλαγωγῶ, κλπ.. ἡ λέξι δεξιολάβοι μέχρι τὸν καιρὸ τῆς Κ. Διαθήκης εἶναι ἅπαξ λεγόμενο σ̉ ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ γραμματεία, θύραθεν καὶ χριστιανική.  οὔτε παραδεδομένο κείμενο οὔτε ἐνεπίγραφο ἀνασκαφικὸ εὕρημα βοηθάει στὴν ἑρμηνεία της. ἡ σημασία της προσπελάζεται μόνο ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία της κι ἀπὸ τὴν πραγματολογική της ἔνταξι. καὶ φρονῶ ὅτι δεξιολάβοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀντιμετωπίζουν τὸν ἀντίπαλο μὲ ἐπιδέξιες λαβές. ἡ λέξι λαβαὶ καὶ δεξιαὶ λαβαὶ (= ἐπιδέξιες λαβές, ἔντεχνες λαβές) ἦταν ἀθλητικὸς ὅρος˙ ἡ ἴδια ἔννοια λεγόταν καὶ μὲ τὴ λέξι παλαίσματα (= τεχνάσματα πάλης)˙ βρῆκα δὲ μία μόνο φορά, στοὺς Ἑβδομήκοντα, νὰ λέγεται καὶ μὲ τὴ λέξι κόλπος (=κόλπο παλαιστικό, ἀγκάλιασμα καὶ γράπωμα παλαιστικό) ˙ κι ἄλλη μία, στὴν Κ. Διαθήκη, νὰ λέγεται μὲ τὴ λέξι μεθοδεῖαι. καὶ τὸ “ἐφαρμόζω παλαιστικὴ λαβὴ” στοὺς Ο' πάλι τὸ βρῆκα νὰ λέγεται ἐγχειρῶ. σήμερα ὅλ̉  αὐτὰ λέγονται ἐπίσης λαβές, κόλπα (ἐπιβίωσι τοῦ ἀρχαίου κόλποι τῶν Ο' ), τεχνάσματα, χτυπήματα (ὅταν πρόκηται γιὰ πάλη μὲ χτυπήματα˙ πρβλ. “χτυπήματα κάτω ἀπὸ τὴ ζώνη”, ποὺ εἶναι κι ἀπαγορευμένα), καὶ μὲ τὸν τουρκικὸ ὅρο τσαλίμια. τοὺς δεξιολάβους τοὺς βρῆκα στοὺς Ο' νὰ λέγωνται ἁδροὶ (= μπρατσαρᾶδες, ῥωμαλέοι). ὑπάρχουν δὲ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἑλληνορρωμαϊκὴ πάλη, τὴν ἐλευθέρα πάλη (κάτς), καὶ τὴν πυγμαχία, καὶ πολλὰ συστήματα δεξιολάβων τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ ἓξ γνωστότερα εἶναι ζίου ζίτσου, τζοῦντο, κοὺγκ φού, καράτε, τάε κβὸν ντό, καὶ ἀικίντο. πάλη ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὸ σημερινὸ τζοῦντο σημαίνουν οἱ παλαιστικοὶ ὅροι ἀκροχειρίζομαι, ἀκροχειρισμός, καὶ ἀκροχειριστής, καὶ οἱ λατινικοὶ manus (= χέρι) καὶ manubrium (= μανούβρα, μανοῦβρες = χειρισμοί, ἑλιγμοί, τεχνάσματα, τσαλίμια παλαιστικά).

    Ὡς παλαίσματα ἀναφέρουν τὰ τεχνάσματα τῆς τέχνης τῆς ἄοπλης πάλης οἱ Αἰσχύλος (Εὐμ. , 589), Πίνδαρος (Ὀλ. 9,13), Ἡρόδοτος (9,33,2), Πλάτων (Φαῖδρ., 256b), καὶ πολλοὶ ἄλλοι. ὡς λαβὰς τ̉ ἀναφέρουν οἱ Πλούταρχος (Θησ. 5,4) καὶ Ψευδοπλούταρχος (Ἀποφθ. βασιλ., Ἀλέξ., 10   180b). τοὺς ὅρους ἀκροχειρίζομαι, ἀκροχειρισμός, καὶ ἀκροχειριστής χρησιμοποιοῦν, ὅταν μιλοῦν γιὰ τὸ ἄθλημα οἱ Πλάτων, Ἀριστοτέλης, Ποσειδώνιος, Ἀθήναιος, Παυσανίας, Λουκιανός, Πολυδεύκης, Ἀρισταίνετος, καὶ ἄλλοι ἴσως (Πλάτων, Ἀλκιβ. Α', 107e.  Ἀριστοτέλης, Ἠθ. νικ. 3,2 (1111α). Ποσειδώνιος, στὸν Ἀθήναιο 4,40 (154ab). Παυσανίας 6,4,1. Λουκιανός, Λεξιφ., 5. Πολυδεύκης 2,153-154. Ἀρισταίνετος, Ἐπιστ. 1,4). ὁ Ἀρισταίνετος, τρέποντας τὸν παλαιστικὸ ὅρο ἀκροχειρίζω πρὸς τὸ εὐτράπελο καὶ σόκιν, τοῦ δίνει νόημα σεξουαλικό. αὐτὸ γίνεται μέχρι καὶ σήμερα, ὅταν στὴν κατ̉ ἀρχὴν ἀθλητικὴ παλαιστικὴ φράσι “τοῦ ἔβαλε χέρι”, δηλαδὴ “τοῦ ἐφήρμοσε ἔντεχνη παλαιστικὴ λαβὴ καὶ τὸν τούμπαρε”, δίνουν τὸ εὐτράπελο νόημα ποὺ ἔχει τὴ διατύπωσι “τῆς ἔβαλε χέρι” (καὶ τὴν τούμπαρε), ἢ ἀκόμη καὶ τὸ νόημα τῆς κλοπῆς καὶ λωποδυσίας “τοῦ ἔβαλαν χέρι”. μὲ εὐτράπελη τὴ μία σημασία ἑνὸς πονηροῦ δισήμαντου λέει κι ὁ Ῥωμαῖος κωμικὸς ποιητὴς Πλαῦτος τὶς λέξεις  manus (= χέρι) καὶ manubrium (= χειρισμός, ἀκροχειρισμός, μανούβρα, ἑλιγμός, πανούργα ἔντεχνη λαβή) (Plautus, Aul., 471˙ Pseud., 785), σημασία ποὺ ξεκίνησε, νομίζω, ὁπωσδήποτε ἀπὸ ἀθλητικὴ καὶ παλαιστικὴ ἀφετηρία, ἐπειδὴ αὐτὸ ἀκριβῶς μαρτυρεῖ καὶ τὸ σήμερα λεγόμενο στὴ νεοελληνική μας γλῶσσα manubrium ἤτοι μανούβρα - μανοῦβρες, ποὺ σημαίνει ἑλιγμό, χειρισμό, τσαλίμι, τέχνασμα παλαιστικό, ἔπειτα διπλωματικό, κι ἔπειτα κυκλοφοριακό. μεθοδεῖαι λέγονται ὅλ̉ αὐτὰ τὰ παλαίσματα τῆς ἔντεχνης πάλης ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὴν Πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή (6,11-12), ὅπου γράφει˙ Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου˙ ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς σάρκα καὶ αἷμα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχὰς... τοῦ σκότους. μεταφράζω˙ Φορέστε τὴν πανοπλία τοῦ θεοῦ, γιὰ νὰ μπορῆτε ν̉ ἀντιστέκεστε στὰ παλαιστικὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. διότι γιὰ μᾶς ἡ πάλη δὲν εἶναι πρὸς θνητοὺς μὲ σάρκα καὶ αἷμα, ἀλλὰ πρὸς τὶς ἀρχὲς... τοῦ σκότους. (καὶ Ἐφ 4,14˙ πρβλ. καὶ Β' Βα 19,27 μεθώδευσε). γράφει σαφῶς καὶ ῥητῶς ὁ ἀπόστολος ὅτι πρόκειται γιὰ πάλην καὶ μεθοδείας πάλης, κι ὅτι ἡ πάλη αὐτὴ γίνεται σὲ χῶρο καὶ ὥρα μάχης μὲ ἐνόπλους, φορεῖς πανοπλίας, ὅπως ἀκριβῶς φαίνεται καὶ στὰ ἑπόμενα κείμενα τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Ἀρχιλόχου, καὶ τοῦ Πλουτάρχου, καὶ στὶς Πράξεις μὲ τοὺς δεξιολάβους.

    Στὴν ἀρχαία δηλαδὴ ἑλληνικὴ πραγματικότητα ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς προειρημένους παλαιστικοὺς ὅρους μνημονεύεται καὶ εἰδικὸ κούρεμα τῶν τεχνιτῶν τῆς ἄοπλης ἔντεχνης πάλης ἢ μάχης˙ αὐτὸ ἦταν τὸ σύρριζο κούρεμα ἢ καὶ ξύρισμα τῆς κεφαλῆς,  τὸ ὁποῖο κάνουν καὶ σήμερα οἱ παλαισταὶ κάθε τέτοιας πάλης, ἐλευθέρας ἢ καράτε ἢ τζοῦντο κλπ.˙ κι αὐτὸ τὸ κούρεμα ἀπὸ χρόνια προϊστορικὰ λεγόταν θησηὶς κουρά. στὸν Πλούταρχο (Θησ. 5,1) ὁ ὅρος ἑρμηνεύεται μὲ τὸν αἰτιολογικὸ μῦθο ὅτι τέτοιο κούρεμα, ποὺ κάνει τοὺς μαχητὰς νὰ μὴ “δίνουν λαβὴ” στὸν ἀντίπαλο τὰ μαλλιά τους, κουρεύτηκε πρῶτος ὁ Ἀθηναῖος ἥρωας Θησεὺς κατὰ τὸν πόλεμό του ἐναντίον τῶν Δελφῶν. ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια ὅμως, ποὺ κρύβεται, νομίζω, στὸ μῦθο καὶ ποὺ βγαίνει μὲ τὴν ἐτυμολογικὴ προσπέλασι τῆς λέξεως καὶ μὲ τὴν πραγματολογική της ἔνταξι, εἶναι ὅτι καὶ τὸ Θησεὺς καὶ τὸ θησηὶς μαζὶ μὲ τὰ τεθμὸς θεσμός, τέθμιος θέσμιος, θησεῖον, θεσμοφόρος, θεσμοφορία εἶναι ὅλα παράγωγα τοῦ ῥήματος τίθημι (=θεσμοθετῶ, νομοθετῶ, βάζω κανόνες) καὶ σημαίνουν τὰ θησεὺς καὶ θησεῖς “ὁ πρῶτος ἢ οἱ πρῶτοι βασιλεῖς ποὺ ἔθεσαν θεσμούς, ἤτοι νόμους, καὶ δὲν κυβερνοῦσαν μόνο μὲ τὸ θέλημά τους τῆς κάθε στιγμῆς”. γι ̉ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὁ Θησεὺς φέρεται στὸ μῦθο του νὰ ἐξοντώνῃ ὅλους ἐκείνους τοὺς μεταξὺ Ἰσθμοῦ καὶ Ἀθηνῶν προκρούστας καὶ πιτυοκάμπτας καὶ λοιποὺς ἐγκληματικοὺς παλληκαρᾶδες καὶ βασανιστάς. καὶ τεθμοὶ θεσμοὶ εἶναι οἱ τιθέμενοι νόμοι τῶν θησέων, καὶ τέθμια θέσμια τὰ σχετικὰ μ̉ αὐτοὺς τοὺς νόμους των, καὶ θησεῖον τὸ οἴκημα ὅπου ἐξετίθεντο πρὸς δημοσίευσι ἢ φυλάγονταν σὰν σὲ ἀρχεῖο οἱ νόμοι˙ κι αὐτὸ μετὰ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων μετεξελίχτηκε σὲ ἱερό, ὅπως ἦταν καὶ τὸ πρὶν ἀπ̉ αὐτὸ μητρῷον τῆς θεσμοφόρου προϊστορικῆς θεᾶς Μητρὸς τῶν θεῶν˙ καὶ θεσμοφόρια ἦταν ἡ ἑορτὴ αὐτῆς τῆς θεᾶς Μητρὸς ἢ Δήμητρος. ὅταν δὲ τὸ θησεύς, ἤτοι “ἔννομος βασιλεύς”, θεωρήθηκε ὡς κύριο ὄνομα Θησεύς, τότε καὶ ἡ θησηὶς κουρὰ θεωρήθηκε ὡς τὸ κούρεμα ποὺ ἔκανε πρῶτος αὐτός. σημαίνει ὅμως θησηὶς κουρὰ τὴν κουρὰ ποὺ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς κανόνες (θεσμοὺς) μιᾶς κάποιας τέχνης, τῆς παλαιστικῆς καὶ μαχητικῆς τέχνης, ἡ ὁποία βασίζεται ὄχι τόσο στὴ ῥωμαλεότητα καὶ τὴ μυϊκὴ δύναμι τοῦ παλαιστοῦ, ποὺ κι αὐτὴ βέβαια εἶναι χρήσιμη κι ἐπιλέξιμη, ὅσο στοὺς κανόνες καὶ στὰ τεχνάσματα ποὺ τοῦ παρέχει ἡ ἐκπαίδευσί του καὶ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιδεχτῇ ἡ ἰδιαίτερη ὀξύτητα τῶν ἀνακλαστικῶν του μὲ τὴν ὁποία εἶναι καὶ φύσει προικισμένος. (Ὅμηρος, Α 265 (Θησεύς)˙ ψ 296 (θεσμός). Αἰσχύλος, Ἀγ.,304 (θεσμός)˙ 845 (τίθημι)˙  1564 (θέσμιος)˙  Εὐμ.,391 (θεσμός)˙ 484 (τίθημι). Πίνδαρος, Ὀλ. 3,22 (τίθημι)˙  6,69˙ 7,88 (τεθμοί, δωριστὶ ἀντὶ θεσμοί)˙  Πυ. 1,64 (Αἰγιμιοῦ τεθμοί˙ ὁ Αἰγιμιὸς φημίζεται στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία ὡς ὁ πρῶτος θησεύς)˙ Νέ. 11,27˙ Ἴσ. 6,20 (τέθμιος). Ἡρόδοτος 2,171,2 (θεσμοφόρια)˙ 6,91,2 ˙ 6,134,2 (θεσμοφόρος Δημήτηρ). Ἀριστοφάνης, Ἱππ., 1312 (θησεῖον˙  σῴζεται ἀκέραιο μέχρι σήμερα στὴν ἈθήναὌρν., 1519 (θεσμοφόρια˙ καὶ κωμῳδία  Θεσμοφοριάζουσαι) ).

    Μετὰ τὸν ἑρμηνευτικὸ αἰτιολογικὸ μῦθο τῆς θησηίδος κουρᾶς  ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει καὶ τρεῖς ἱστορικὲς μαρτυρίες ἐφαρμογῆς της, στρατιωτικῆς μάλιστα πάντοτε, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, τὸν Ἀρχίλοχο, καὶ τὸ Μ. Ἀλέξανδρο. ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει ὅτι ἕνα ἀπὸ τ̉ ἀξιόμαχα ἑλληνικὰ φῦλα, ποὺ ἐξεστράτευσαν ἐναντίον τῆς Τροίας, οἱ Ἄβαντες, εἶχαν μαλλιὰ μόνο ἀπὸ πίσω (αὐχενικὴ οὐρίτσα), ἐνῷ ἀπὸ μπροστὰ εἶχαν τὸ  κρανίο τους κουρεμένο, προφανῶς σύρριζα, ἢ καὶ ξυρισμένο. λέγονται στὴν Ἰλιάδα Ἄβαντες θοοὶ ὄπιθεν κομόωντες (Β 542)˙ καὶ τὸ θοοὶ μπορεῖ νὰ μὴ σημαίνῃ ταχεῖς στὸ τρέξιμο (τοὺς τέτοιους ὁ Ὅμηρος τοὺς λέει ὠκεῖς ὠκύποδες), ἀλλὰ γενικῶς “σβέλτοι”, “ἄνθρωποι μὲ οξύτατα ἀνακλαστικὰ κι ἀκαριαῖες ἀντιδράσεις”, σὰν τοὺς καρατιέρηδες, γιὰ τὰ ὁποῖα διακρίνονται οἱ τεχνῖτες κάθε τέτοιας ἄοπλης ἔντεχνης πάλης καὶ μάχης. ὁ Ἀρχίλοχος (Ζ' π.Χ. αἰ.) ἐξηγεῖ ὅτι στὸν πόλεμο αὐτοὶ ἢ κάποιοι σὰν αὐτοὺς δὲν μάχονταν μὲ τὰ συνήθη ὅπλα, οὔτε εἶχαν ἄλλα ὅπλα ἀμυντικὰ ἢ ἐπιθετικά, ἀλλὰ μάχονταν μόνο μὲ ξίφη (στιλέτα) κι ἐπέφεραν στὸν ἐχθρὸ μεγάλη σφαγή˙ ἦταν δηλαδὴ σκέτοι “σφαγεῖς”, ἤτοι caesares (ἀπὸ τὸ caedo = σφάζω) ὅπως τοὺς ἔλεγαν αὐτοὺς οἱ Ῥωμαῖοι, καὶ στὴν οἰκογένεια τῶν Καισάρων κάθισε ὡς ἐπώνυμο, ὅπως καὶ σ̉ ἐμᾶς τὰ ἐπαγγελματικὰ Ῥάπτης, Χασάπης, Οἰκονόμος, κλπ.. καὶ ὁ Μ. Ἀλέξανδρος πρῶτος αὐτὸς καὶ ὁ στρατός του, πρὶν κι ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους, ἦταν, συνεχίζει ὁ Πλούταρχος, ξυρισμένοι˙ αὐτὸ τὸ εἶχε διατάξει ὁ Ἀλέξανδρος, διότι, καθὼς εἶπε, τὰ γένεια εἶναι ἡ κυριώτερη κι εὐκολώτερη λαβὴ στὴ μάχη (Πλούταρχος, Θησ. 5,1-4 ). πρέπει, νομίζω, νὰ προσθέσω ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος καὶ οἱ Μακεδόνες εἶχαν νὰ συνάψουν μάχες μὲ Ἀσιᾶτες ἀντιπάλους πολλῶν ἐθνικοτήτων καὶ εἰδικοτήτων, ποὺ ἀνέκαθεν διακρίνονταν γιὰ τὴν ἐπίδοσί τους σὲ τέτοιες τέχνες.

    Ἔχοντας ἄλλωστε ὁ Πλούταρχος ὑπ̉ ὄψι του τὴν πραγματικότητα τῆς δικῆς του ἐποχῆς, λέει γιὰ τοὺς Ἄβαντες ὅτι τὸ σχετικὸ κούρεμά τους τὸ συνήθιζαν, ἐπειδή, μιμούμενοι τοὺς Μυσοὺς καὶ τοὺς Ἄραβες, ἦταν ἐκπαιδευμένοι νὰ μάχωνται ἀπωθώντας τοὺς ἀντιπάλους μὲ τὰ χέρια, καὶ ὄχι μὲ ὅπλα˙ (μάλιστα δὴ πάντων εἰς χεῖρας ὠθεῖσθαι τοῖς ἐναντίοις μεμαθηκότες). ἀπὸ τὴν ἔκφρασί του αὐτὴ φαίνεται ὅτι αὐτὸς ἔχει ὑπ̉ ὄψι τοὺς δεξιολάβους, ἐνῷ ὁ Ἀρχίλοχος στοὺς παρατιθέμενους στίχους  του ἐννοεῖ “σφαγεῖς”, χειριστὰς τοῦ στιλέτου. ὅσο γιὰ τὸν Ὅμηρο δὲν φαίνεται πῶς ἀκριβῶς ἐννοεῖ ὁ ἴδιος ὅτι μάχονταν οἱ Ἄβαντες οἱ ἀπὸ μπροστὰ κοντοκουρεμένοι. ὁ Μ. Ἀλέξανδρος φαίνεται σαφῶς ὅτι ξυρίζεται γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι “σφαγέων” καὶ  ὄχι ὁπλιτῶν παρατάξεως ἢ ἀκροβολιστῶν˙ διότι οἱ ὁπλῖτες εἶχαν ἀπασχολημένα καὶ τὰ δύο χέρια τους στὴν ἀσπίδα καὶ τὸ δόρυ, καὶ δὲν ἅρπαζαν τὸν ἀντίπαλο ἀπὸ τὰ γένεια˙ (ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ Δαυῒδ Ἰωάβ, γνώστης τῆς τέτοιας τέχνης, ὅταν ἔσφαξε τὸν ἀρχιστράτηγο Ἀμεσαΐ, μὲ τὸ ἕνα χέρι τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γένεια καὶ μὲ τὸ ἄλλο τοῦ ἄνοιξε τὴν κοιλιὰ μὲ τὸ στιλέτο, ποὺ εἶχε κρυμμένο κάτω ἀπὸ τὸ μανδύα του (Β' Βα 20,9))˙ οἱ δὲ ἀκροβολισταὶ βρίσκονταν μακριά. σὲ κάθε περίπτωσι κι ὁ ἑλληνορρωμαϊκὸς κόσμος, ἀπὸ τοὺς θησεῖς καὶ τὸν Ὅμηρο μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Πλουτάρχου, φαίνεται γνώστης τῆς ἔντεχνης ἄοπλης ἢ ἁπλῶς στιλετοφόρου πάλης καὶ μάχης καὶ τῆς χρήσεώς της σὲ πολεμικὲς καὶ στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις.

    Στὸ Βυζάντιο βλέπουμε τὴ στρατιωτικὴ ἢ ἀστυνομικὴ χρῆσι δεξιολάβων στοὺς ἱστορικοὺς Ἰωάννη Λυδό (F' αἰ.), Θεοφύλακτο Σιμοκάττη (Ζ' αἰ.), καὶ Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο (Θ' αἰ.). ἔχουμε ἐπίσης, ὅπως ἤδη ἀνέφερα, καὶ τὸ ὅτι οἱ ἑρμηνευταὶ τῶν Πράξεων Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἀμμώνιος Ἀλεξανδρεύς, Οἰκουμένιος, καὶ Θεοφύλακτος (ΙΑ' αἰ.) δὲν αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ ἑρμηνεύσουν τὴ λέξι δεξιολάβοι, ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι κοινότυπη καὶ τελείως εὐνόητη τόσο σ̉ αὐτοὺς ὅσο καὶ στοὺς ἀκροατὰς ἢ ἀναγνῶστες των, ὅπως σ̉ ἐμᾶς σήμερα οἱ λέξεις κομμάντος, λοκατζῆδες, καὶ καρατιέρηδες. καμμιὰ φορὰ δηλαδὴ καὶ κάτω ἀπὸ ὡρισμένες συνθῆκες βοηθάει στὴν ἑρμηνεία μιᾶς λέξεως καὶ ἡ ἀπόλυτη παράλειψι τῆς ἑρμηνείας της, ἀρκεῖ νὰ ξέρῃ ὁ σημερινὸς ἐπιδέξιος ἑρμηνευτὴς τί μπορεῖ νὰ σημαίνῃ κάτι τέτοιο.

    Ἤδη ἀπὸ τὴ βαθειὰ ἀρχαιότητα παντοῦ καὶ πάντοτε, ἀλλοῦ λιγώτερο κι ἀλλοῦ περισσότερο ὑπῆρχαν τέτοιες τέχνες, “παλαιστικὲς” ἢ “πολεμικὲς τέχνες ἄνευ ὅπλων” λεγόμενες, ἢ τέχνες μὲ ὅπλα ἁπλᾶ καὶ τυχαῖα ἀντικείμενα τοῦ περιβάλλοντος, λ.χ. ἕνα μολίβι, ἕνα κλειδί, ἕνα χαρτί, ἕνα καπέλλο, ἕνα κουτάλι, ἕνα βιβλίο, ἕνα μπαλόνι, κλπ., καὶ πρώτη φορὰ στὴν παγκόσμια γραμματεία οἱ σχετικοὶ τεχνῖτες ἀναφέρονται στὰ βιβλία τῆς Π. Διαθήκης Βασιλεία Δαυῒδ (Β' Βα 23,20-23) καὶ Παραλειπομένη (Α' Πα 11,22-25) ὡς μέλη τῆς σωματοφυλακῆς τοῦ βασιλέως Δαυΐδ. πρῶτος τέτοιος μεγάλος τεχνίτης καὶ προφανῶς καὶ δάσκαλος αὐτῆς τῆς τέχνης ἀναφέρεται ὁ Βαναΐας, δεύτερος τῇ τάξει στρατηγὸς τοῦ Δαυῒδ μετὰ τὸν ἀρχιστράτηγο Ἰωάβ, ἀρχηγὸς τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τοῦ Δαυῒδ καὶ τῆς σωματοφυλακῆς του καὶ τῶν μυστικῶν του ὑπηρεσιῶν πληροφοριῶν. νὰ τί λέγεται γιὰ τὸ Βαναΐα στὴ Βασιλεία Δαυΐδ˙  Καὶ ὁ Βαναῒας, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωδαέ, ἄντρας μέγας καὶ πολὺς στὰ κατορθώματα, ἀπὸ τὴν Καβεσεήλ. αὐτὸς σκότωσε τοὺς δυὸ παλληκαρᾶδες τῆς Ἀριὴλ τοῦ Μωάβ. ὁ ἴδιος ἐπίσης κατέβηκε καὶ σκότωσε τὸ λεοντάρι μέσα στὴ χαράδρα τὴν ἡμέρα ποὺ εἶχε χιονίσει. ὁ ἴδιος ἐπίσης σκότωσε τὸν Αἰγύπτιο, ἕναν ἄντρα θεόρατο, ποὺ στὸ χέρι του κρατοῦσε ἕνα δόρυ μεγάλο σὰν τὸ ξύλινο κοντάρι προωθήσεως τῆς πλωτῆς διαβάθρας˙ εἶχε κατεβῆ μόνο μ̉ ἕνα ῥαβδί, τὸν πλησίασε, τοῦ ἅρπαξε ἀπὸ τὸ χέρι τὸ δόρυ, καὶ τὸν σκότωσε μ̉ αὐτὸ τὸ ἴδιο. αὐτὰ ἔκανε ὁ Βαναΐας, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωδαέ, καὶ τ̉ ὄνομά του περάστηκε στοὺς τρεῖς γενναίους ἐπιστρατήγους σωματάρχες˙ ἀλλ̉ ἦταν προβεβλημένος πιὸ πάνω ἀπὸ τοὺς τρεῖς, δὲν ἀνῆκε στὴν τριάδα τους. ὁ Δαυῒδ τὸν διώρισε ἀρχηγὸ τῆς ὑπηρεσίας πληροφοριῶν του. στὴν Παραλειπομένη προστίθεται κι ὅτι Τὸν ἔκανε ἀρχηγὸ τοῦ βασιλικοῦ οἴκου του. καὶ ἀλλοῦ φαίνεται πολλὲς φορὲς ἀρχηγὸς τῆς σωματοφυλακῆς τοῦ Δαυῒδ, τῶν πραιτωριανῶν του, ὅπως θὰ λέγαμε κατὰ τὰ ῥωμαϊκὰ δεδομένα, καὶ σύμβουλός του, δηλαδὴ σύνεδρός του σὲ στενότατες συσκέψεις (Β' Βα 8,18˙  15,18˙ 20,7˙ 20,23˙ Γ' Βα 1,38˙ 1,44). αὐτὸς ὁ Βαναΐας μάλιστα ἦταν τόσο εὐσεβὴς καὶ ταπεινόφρων καὶ ἁγνὸς κι ἀνιδιοτελής, ποὺ ὁ Δαυῒδ τὸν ἄφησε ἀρχιστράτηγο καὶ ἀντιβασιλέα ἐπίτροπο τοῦ ἀνηλίκου γιοῦ καὶ διαδόχου του Σολομῶντος, τοῦ δωδεκάχρονου αὐτοῦ βασιλέως, ποὺ κινδύνευε ἀπὸ δυὸ πανίσχυρους ἄντρες τῆς ἐπικρατείας, τὸν τέως ἀρχιστράτηγο Ἰωάβ, ποὺ εἶχε δολοφονήσει τέσσερες στρατηγούς, καὶ τὸ σφετεριστὴ τοῦ θρόνου Ἀδωνία, γιὸ τοῦ Δαυῒδ κι αὐτὸν καὶ σαραντάρη στὴν ἡλικία. ἀργότερα, ἐπὶ βασιλέως Ἰωσαφάτ, ἀναφέρεται στὴ Βίβλο ἕνας δισέγγονος τοῦ Βαναΐου, ὁ Ὀζιήλ, ὡς θεόπνευστος προφήτης, καὶ παρατίθεται καὶ ἡ προφητεία του (Β' Πα 20,14-17).

    Ὁ Δαυΐδ, ποὺ εἶχε ὑπ̉ ὄψι του πόσο εὔκολα μποροῦσε νὰ ἐκτελέσῃ τὸ Σαούλ, ὅπως τὸν παρώτρυναν καὶ οἱ ἄντρες του, τόσο ὅταν ἐκεῖνος μπῆκε στὸ σπήλαιο τῆς Ἐγγαδδί, γιὰ ν̉ ἀφοδεύσῃ, ἀφήνοντας λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὴ θέσι του τὸ πανωφόρι του, ἀλλ̉ αὐτὸς ἀρκέστηκε νὰ κόψῃ μόνο ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ πανωφόρι του σὰν τεκμήριο τῆς εὐκαιρίας του, ποὺ δὲν ἐκμεταλλεύτηκε (Α' Βα 24,4-12), ὅσο κι ὅταν ἀργότερα διεισέδυσε νύχτα μαζὶ μὲ τὸν Ἀβεσσὰ στὸ κέντρο τῆς στρατοπεδίας τοῦ Σαοὺλ μέχρι καὶ τὴ σκηνή του καὶ τοῦ πῆρε ἀπὸ τὸ προσκέφαλό του τὸ δόρυ του καὶ τὸ παγούρι του (Α' Βα 26,4-22), καὶ πόσο εὔκολα δολοφονήθηκε ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ Σαοὺλ Ἀβεννήρ (Β' Βα 3,27), καὶ πόσο εὔκολα δυὸ τυχαῖοι ἀξιωματικοὶ τοῦ βασιλέως Ἰεβοσθέ, γιοῦ καὶ διαδόχου τοῦ Σαούλ, μπῆκαν μέρα μεσημέρι στὴν κρεβατοκάμαρά του καὶ τοῦ ἔκοψαν  τὸ κεφάλι στὸν ὕπνο (Β' Βα 4,5-12), ἀπέφυγε νὰ εἶναι ἕνας τόσο γραφικὸς κι εὐάλωτος βασιλίσκος. αὐτὸς ἦταν ἕνας μεγαλοπρεπὴς καὶ μεγαλεπήβολος αὐτοκράτωρ, νικητὴς καὶ κατακτητὴς 13 ἐθνῶν, ποὺ εἶχε γιὰ σωματοφυλακή του ἕναν ὁλόκληρο στρατό. συγκρότησε δηλαδὴ ὁ Δαυῒδ ἕναν προσωπικὸ στρατὸ 600 ἐπιλέκτων ἀντρῶν ὑψηλῆς καὶ εἰδικῆς ἐκπαιδεύσεως, καταδρομεῖς καὶ κομμάντος ὅπως λέμε τώρα, ἐντελῶς ξεχωριστὸ καὶ ἄσχετο πρὸς τὸν ἐθνικὸ στρατὸ τοῦ πολέμου, τὸν ὁποῖο προσωπικὸ στρατὸ εἶχε θέσει κάτω ἀπὸ τὶς ἄμεσες διαταγὲς τοῦ ἐμπίστου στρατηγοῦ του Βαναΐου. 600 ἦταν οἱ ἄντρες τοῦ Δαυῒδ καὶ ὅταν ἦταν καταζητούμενος φυγὰς στὸ βουνό, καὶ ἴσως ἀπὸ κεῖ προσδιώρισε τὴν ἐπάρκεια τῆς ἀσφαλείας του στὴ δύναμι 600 ἀντρῶν  καὶ ὡς βασιλεύς. αὐτὸ τὸ τάγμα τῶν 600 κομμάντος ἦταν ἡ φρουρὰ τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ ἀνακτόρου πάνω στὴν ἀκρόπολι Σιών˙ καὶ συγκροτοῦνταν ἀπὸ τέσσερες λόχους διαφορετικῆς εἰδικότητος, ποὺ λέγονταν κατὰ τὴ Βίβλο (Β' Βα 15,18) ἁδροί, μαχηταί, κερτί, πελτί.

  Οἱ πελτί, ποὺ ἑβραϊστὶ γράφονται στὸ μασοριτικὸ συντομογραφικῶς πλτι, στὰ χειρόγραφα τῶν Ο' ἀνευρίσκονται ὡς φελτὶ φελεττὶ φελεθὶ φελεθθὶ φελετθὶ (γραφὴ καὶ προφορὰ ἐν μέρει μεταγενέστερη καὶ μαλακὴ εἰσηγμένη μὲ τὰ Ἑξαπλᾶ τοῦ Ὠριγένους κι ἐν μέρει λαθεμένη ἀπὸ χειρόγραφο σὲ χειρόγραφο), καὶ στὸν Ἀκύλα φεληθί, καὶ στὸ Σύμμαχο φεληθαῖοι, ἦταν οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι ἀκροβολισταὶ τῶν ἑκηβόλων ὅπλων, τοξότες σφενδονῆτες ἀκοντισταί, ἐλεύθεροι σκοπευταὶ ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, καὶ φρουροῦσαν τὸ βασιλέα ἐξ ἀποστάσεως, ἀπὸ στέγες ἐξῶστες καὶ παράθυρα ἴσως, καὶ ἡ σημιτικὴ ὀνομασία τους ἐξελληνισμένη στὴν κατάληξι, κατὰ τὸ Ἰακὼβ - Ἰάκωβος, ἔχει περάσει πολὺ πρὸ τῶν Ο' καὶ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ὡς πέλτη καὶ πελτασταί (Ἡρόδοτος 7,75,1˙ 7,89,1-2.  Θουκυδίδης 2,29,5. Ξενοφῶν, Ἑλλ. 4,4,16˙ 4,5,12˙ Ἀνάβ. 1,10,12˙ 2,1,6. Εὐριπίδης, Ἄλκ., 498˙ Βάκχ., 783. Ἀριστοφάνης, Λυσ., 563).

    Οἱ κερτί, ποὺ ἑβραϊστὶ γράφονται στὸ μασοριτικὸ συντομογραφικῶς κρτι, στὰ χειρόγραφα τῶν Ο' ἀνευρίσκονται ὡς χερτὶ χεττὶ χερεθθὶ χερεθὶ χελεθθὶ χελεθί, στὸν Ἀκύλα χερηθί, καὶ στὸ Σύμμαχο χερηθαῖοι, ἦταν κομμάντος ποὺ δροῦσαν μόνο μὲ μικρὸ ξίφος (στιλέτο), τὸ ὁποῖο χειρίζονταν μὲ πολλὴ τέχνη ἡ ὀνομασία σημαίνει “σφαγεῖς” καὶ ἀσφαλῶς πρέπει νὰ ἦταν κοντὰ στὸ βασιλέα. τὴν πολεμικὴ αὐτὴ τέχνη πρέπει πρὶν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες νὰ τὴν εἶχαν οἱ Φιλισταῖοι (Πλστιμ = Παλαιστινοὶ γραφόμενοι στὸ ἑβραϊκό, καὶ Φιλιστιὶμ μεταγραφόμενοι στοὺς Ο' ), γι̉ αὐτὸ καὶ μιὰ ἀπὸ τὶς ὀνομασίες των, ἀπὸ τὸν παλιὸ καιρὸ ποὺ ἦταν δυνάστες τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔχοντάς τους σὰν Εἵλωτες, εἶναι στὸ ἑβραϊκὸ τῆς Π. Διαθήκης κρτιμ, ἤτοι “σφαγεῖς”, ἡ ὁποία μερικὲς φορὲς στοὺς Ο' μεταφράζεται ἀλλόφυλοι (Ἠσ 2,6˙ 61,5), ὅπως ἔλεγαν οἱ Ἰσραηλῖτες μόνο τοὺς Φιλισταίους, καὶ οὐδέποτε ἄλλον ξένο λαό. ὅταν πρόκηται γι̉ αὐτούς, τὸ μασοριτικὸ ἔχει μιὰ δεύτερη συντομογραφία τοῦ ὀνόματος, κρτιμ, μὲ ὡλοκληρωμένη δηλαδὴ τὴν κατάληξί του, μὲ τὴν ὁποία ὁ πληθυντικὸς φαίνεται σαφῶς, ἐνῷ ὅταν πρόκηται γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες κομμάντος, οἱ μασορῖτες, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὰ χειρόγραφα τῶν Ο', τοὺς ὁποίους ἐπαναμεταφράζουν, γράφουν μόνο κρτι, ἐπειδὴ δὲν κατάλαβαν ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια λέξι˙ ἢ ἴσως ἐκεῖνοι μὲν κατάλαβαν, ἀλλ̉ ἔκαναν ἔτσι συμβατικὴ διάκρισι μεταξὺ  Ἰσραηλιτῶν κομμάντος καὶ Φιλισταίων, ἐκεῖνοι δὲ ποὺ δὲν κατάλαβαν εἶναι οἱ σημερινοὶ “βιβλικοὶ ἐπιστήμονες”, ποὺ δὲν διακρίνονται μόνο γιὰ τὶς χοντρὲς μπαροῦφες των τὶς ὁποῖες φλυαροῦν ὡς “ἀπόψεις”˙ ὅλο “ἀπόψεις” εἶναι, καὶ ἀπὸ γράμματα τελείως φτωχοί. σὲ τέσσερα χωρία δυὸ προφητῶν (Σφν 2,5˙ 2,6˙ Ἰζ 25,16˙ 30,5) κάποιοι ἀρχαῖοι ἀναγνῶστες, μᾶλλον Ἰουδαῖοι, ξέροντας ὅτι τὸ ἑβραϊκὸ ἔχει κρτιμ, διάβασαν κι ἔγραψαν στὸ περιθώριο χειρογράφων τῶν Ο' ὡς ἀνάγνωσί τους Κρῆτες Κρήτη, γραφὲς ποὺ σὲ δεύτερο χρόνο παρεισέφρησαν σὰ γλωσσήματα, σὰ διορθώσεις δηλαδὴ παροραμάτων ἀντιγραφῆς ποὺ “ἀποκαταστάθηκαν στὴ θέσι τους”, μέσα στὸ κείμενο, καὶ ἀντικατέστησαν τὶς αὐθεντικὲς ἀλλόφυλοι γῆ ἀλλοφύλων. ἔτσι σήμερα δημιουργήθηκαν ἀπὸ μερικοὺς οἱ πεπλανημένες ἀντιλήψεις ὅτι οἱ ἀναφερόμενοι εἶναι οἱ Κρῆτες ἢ ὅτι οἱ Φιλισταῖοι ἦταν Κρῆτες. ἡ γελοία αὐτὴ ὑπόθεσι ἔχει κι ἄλλα εὐτράπελα, ποὺ δὲν εἶναι τώρα τῆς ὥρας. στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ὁ Ἀκύλας ἔχει ἄλλοτε χερεθιὶν (= -ὶμ ) κι ἄλλοτε ἔθνος ὀλέθριον (= ἐξολοθρευταί, σφαγεῖς), ὁ Θεοδοτίων ἄλλοτε καριθὶμ  κι ἄλλοτε ἔθνος ὀλεθρίας, ὁ Σύμμαχος ἄλλοτε ὀλέθριοι κι ἄλλοτε ἔθνος ὀλοθρευόμενον, κι ὁ Ἱερώνυμος στὸ Σοφονία perditores (=ἐξολοθρευταί), καὶ στὸν Ἰεζεκιὴλ interfectores (= δολοφόνοι, σφαγεῖς, φονιᾶδες).

   Οἱ μαχηταὶ εἶναι οἱ ἐπίλεκτοι ὁπλῖτες ποὺ μάχονται μὲ τὰ συνηθισμένα ὅπλα σὲ μάχη παρατάξεως.

    Καὶ τέλος οἱ ἁδροὶ (= μπρατσαρᾶδες) εἶναι αὐτοὶ ποὺ μάχονται χωρὶς ὅπλα, οἱ ἀριστοτέχνες τῶν ἐντέχνων παλαιστικῶν λαβῶν καὶ χτυπημάτων, οἱ “καρατιέρηδες” θὰ λέγαμε σήμερα, οἱ δεξιολάβοι ὅπως ἔλεγαν στὸν καιρὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. αὐτοὶ οἱ ἁδροὶ πρέπει νὰ ἦταν οἱ πλησιέστατοι πρὸς τὸ βασιλέα, ὅπως σήμερα οἱ λεγόμενοι “φουσκωτοὶ” ἢ “γορίλες” τῶν ὑψηλῶν προσώπων, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ στὸν προστατευόμενο δὲν παρεμβάλλεται κανείς. αὐτοῦ τοῦ προσωπικοῦ στρατοῦ τῶν κομμάντος τοῦ Δαυῒδ ἄμεσος ἀρχηγὸς καὶ προφανῶς ἐπιλογεὺς καὶ στρατολόγος  καὶ πρῶτος ἐκπαιδευτὴς ἦταν, ὅπως ἀνέφερα, ὁ στρατηγὸς Βαναΐας˙ αὐτὸ σημαίνει ἡ φράσι ποὺ λέγεται γι ̉ αὐτόν, ὅτι Βαναΐας υἱὸς Ἰωδαὲ ἐπὶ τοῦ κερτὶ καὶ ἐπὶ τοῦ πελτί (Β' Βα 20,23˙ καὶ Γ' Βα 1,38˙ 1,44).

    Οἱ δικοί μας – τόσοι βιβλικοὶ “ἐπιστήμονες”, καὶ καθηγηταὶ πανεπιστημίου μάλιστα, 13 στὸν ἀριθμὸ – αὐτὰ δὲν τὰ ἔβλεπαν φυσικά, διότι ἔβλεπαν ἀγγλιστί. καὶ ἐξηγοῦμαι. τὸ χωρίο αὐτὸ στοὺς Ο' ἔχει ὡς ἑξῆς.

    (Ὅταν ὁ Δαυῒδ ἀνατράπηκε ἀπὸ τὸ γιό του τὸν Ἀβεσσαλώμ, ἔφυγε ἀπὸ τὸ ἀνάκτορό του ἔξω ἀπὸ τὴν Ἰερουσαλήμ.) καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ ἀνὰ χεῖρας αὐτοῦ παρῆγον, καὶ πᾶς ὁ κερτὶ καὶ πᾶς ὁ πελτί , καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῆς ἐλαίας ἐν τῇ ἐρήμῳ. καὶ πᾶς ὁ λαὸς παρεπορεύετο ἐχόμενος αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ περὶ αὐτόν, καὶ πάντες οἱ ἁδροὶ καὶ πάντες οἱ μαχηταί, ἑξακόσιοι ἄνδρες, παρῆσαν ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ˙ καὶ πᾶς ὁ κερτὶ καὶ πᾶς ὁ πελτί, καὶ πάντες οἱ Γεθαῖοι, οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες οἱ ἐλθόντες τοῖς ποσὶν αὐτῶν ἐκ Γέθ, πορευόμενοι ἐπὶ πρόσωπον τοῦ βασιλέως.

    Κάποιος γραφεὺς χειρογράφων πήδησε ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ πᾶς ὁ κερτὶ καὶ πᾶς ὁ πελτὶ στὸ ἄλλο καὶ πᾶς ὁ κερτὶ καὶ πᾶς ὁ πελτί, ἐπειδὴ οἱ δυὸ γειτονικὲς φράσεις εἶναι ὁλόιδιες. αὐτὸ συμβαίνει καὶ στοὺς σημερινοὺς τυπογράφους - πληκτρολόγους, ἀλλὰ διορθώνουμε αὐτὰ τὰ λάθη μὲ τὴν ἀντιπαραβολὴ τῶν τυπογραφικῶν δοκιμίων πρὸς τὰ χειρόγραφά μας. καὶ κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ἦταν τὸ συχνότερο χονδροειδέστερο ἀλλὰ καὶ ἁπλούστερο λάθος τῶν γραφέων. εἰδικὰ τὸ εἶδος τοῦ τέτοιου λάθους ποὺ συνέβη σ̉ αὐτὸ ἐδῶ τὸ χωρίο (Β' Βα 15,18) λέγεται στὴν ἐπιστήμη τῆς κριτικῆς κειμένου  “διασκελισμὸς ἐξ αἰτίας τοῦ ὁμοιοτελεύτου”˙ ἐπειδὴ πηδάει ὁ γραφεὺς ἀπὸ τὴ μιὰ ὅμοια φράσι στὴν ἄλλη, καὶ κυρίως ὅταν λάχῃ αὐτὲς νὰ εἶναι καὶ οἱ δύο τέλος ἀράδας ἢ καὶ ἀρχὴ ἀράδας τοῦ κειμένου στὸ χειρόγραφο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀντιγράφει. ἀπὸ ἕνα τέτοιο χειρόγραφο λοιπόν, λαθεμένο ἢ ἀντίγραφο τοῦ λαθεμένου, ἐπαναμετέφραζαν τοὺς Ο' οἱ μασορῖτες ῥαββῖνοι τῶν Ἰουδαίων, ὅταν ἐξεργάζονταν τὸ κείμενό τους τὸ μασοριτικό. γι̉ αὐτὸ τὸ σημερινὸ μασοριτικό, τὸ “θεῖον ἀρχέτυπον” κατὰ τοὺς δικούς μας βιβλικοὺς “ἐπιστήμονες”, παραλείπει τὸ κείμενο τὸ μεταξὺ τῶν δυὸ ὁμοίων φράσεων, δηλαδὴ τὸ κείμενο  καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῆς ἐλαίας ἐν τῇ ἐρήμῳ. καὶ πᾶς ὁ λαὸς παρεπορεύετο ἐχόμενος αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ περὶ αὐτόν, καὶ πάντες οἱ ἁδροὶ καὶ πάντες οἱ μαχηταί, ἑξακόσιοι ἄνδρες, παρῆσαν ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ˙ καὶ πᾶς ὁ κερτὶ καὶ πᾶς ὁ πελτί. ἔτσι τὸ “θεῖον ἀρχέτυπον” δὲν ἔχει τοὺς ἅπαξ λεγομένους στὴ Βίβλο ἁδροὺς καὶ τοὺς μαχητάς, καὶ ἔχει μόνο καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ ἀνὰ χεῖρας αὐτοῦ παρῆγον, καὶ πάντες οἱ κρτι καὶ πάντες οἱ πλτι καὶ πάντες οἱ Γεθαῖοι καὶ πάντες οἱ πλτι καὶ πάντες οἱ κρτι, οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες οἱ ἐλθόντες τῷ ποδὶ αὐτῶν ἐκ Γέθ, πορευόμενοι ἐπὶ πρόσωπον τοῦ βασιλέως.

    Περίπου τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴ λατινικὴ μετάφρασι τοῦ Ἱερωνύμου ποὺ ἔχει γίνει ἀπὸ τὸ μασοριτικὸ τῆς ἐποχῆς του˙ ὁ Ἱερώνυμος μαζὶ μὲ τὸν Ἰουδαῖο Baranina μεταφράζουν˙ Et universi servi eius ambulabant iuxta eum, et legiones cerethi et phelethi et omnes Gethaei pugnatores validi (sexcenti viri qui secuti eum fuerant de Geth pedites) praecedebant regem.

    Πολὺ μετὰ τὴ συμμόρφωσι τοῦ ἑβραϊκοῦ τῶν μασοριτῶν πρὸς ἐκεῖνο τὸ χασματικὸ χειρόγραφο τῶν Ο', μὲ μιὰ δεύτερη συμμόρφωσί του μὲ ἄλλο ἀκέραιο χειρόγραφο τῶν Ο', προστέθηκε στὸ μασοριτικό, ἀνεστραμμένη μάλιστα, ἡ δεύτερη φράσι καὶ πάντες οἱ πλτι καὶ πάντες οἱ κρτι, ποὺ δὲν ὑπάρχει σὲ καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες μεταφράσεις οἱ ὁποῖες ἔγιναν ἀπὸ τὸ μασοριτικό˙ οὔτε σὲ καμμιὰ ἀπὸ τὶς νεώτερες˙ διότι χωρὶς τὴν ἀποκατάστασι τοῦ ὅλου χάσματος ἡ ἐπαναφορὰ αὐτῆς μόνο τῆς φράσεως φαινόταν σὰ διττογραφία. ἐπίσης πολὺ μετὰ τὴν ἐμφάνισι τῆς λατινικῆς τῶν Baranina -Ἱερωνύμου, ποὺ ἔγινε κατὰ τὸν καιρὸ τὸν ἀνάμεσα στὶς δυὸ συμμορφώσεις τοῦ μασοριτικοῦ, προστέθηκαν σ̉ αὐτὴ οἱ δυὸ λέξεις pugnatores validi (= μαχηταὶ ῥωμαλέοι), οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι παρὰ παρερμηνεία καὶ ἀσυνεχὲς καὶ ἀνεστραμμένο καὶ παρατοποθετημένο ἐράνισμα τῶν λέξεων τῶν Ο' ἁδροὶ καὶ μαχηταί, ποὺ ἔγινε κι αὐτὸ μὲ μιὰ ἐκ τῶν ὑστέρων σύγκρισι μὲ κάποιο ἀκέραιο χειρόγραφο τῶν Ο'. καμμία ἀπὸ τὶς νεώτερες εὐρωπαϊκὲς μεταφράσεις, ποὺ “συμβουλεύτηκαν” τὴ λατινική, δὲν ἔχει αὐτὲς τὶς δύο λέξεις˙ διότι καὶ πάλι χωρὶς τὴν ἀποκατάστασι τοῦ ὅλου χάσματος οἱ δυὸ ξεκάρφωτες λέξεις φαίνονταν σὰν ἀπόβλητα. καὶ γενικῶς καμμία ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες καὶ νεώτερες μεταφράσεις δὲν ἔχει αὐτὲς τὶς δυὸ ὕστερες ἐπιδιορθώσεις τοῦ μασοριτικοῦ καὶ τῆς λατινικῆς˙ ὅλες ἔχουν καθαρὸ τὸ ἀρχικὸ χάσμα, ποὺ περάστηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ κάποιο χασματικὸ χειρόγραφο τῶν Ο' στὸ μασοριτικὸ κείμενο˙ κι αὐτὲς εἶναι ἡ χαλδαϊκὴ Ταργοὺμ (= Παράφρασι), οἱ μεταφράσεις τῶν ἑλληνογλώσσων Ἰουδαίων Ἀκύλα, Θεοδοτίωνος, Συμμάχου, οἱ ἀρχαῖες ἀλλόγλωσσες χριστιανικὲς μεταφράσεις συριακὴ καὶ ἀραβική, καὶ ἡ λατινικὴ βέβαια σὲ σύγκρισι μὲ τὸ ὕστερο μασοριτικό.

    Καὶ οἱ πέντε παλιὲς μεταφράσεις τῶν προτεσταντῶν, γερμανικὴ γαλλικὴ ἱσπανικὴ ἰταλικὴ ἀγγλική, ἔχουν τὸ χωρίο μὲ καθαρὸ τὸ ἀρχαῖο χάσμα. καὶ οἱ δικοί μας βιβλικοὶ “ἐπιστήμονες” καὶ καθηγηταὶ πανεπιστημίου Βάμβας, Χαστούπης, – καὶ οἱ ἑλληνόγλωσσοι χιλιασταί – , Βέλλας, Οἰκονόμου, Παπαδόπουλος, Σιμωτᾶς, Τσάκωνας, Κωνσταντίνου, ποὺ μεταφράζουν τὸ “ἑβραϊκὸν θεῖον ἀρχέτυπον” ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ μετάφρασι, ἔχουν τὸ ἴδιο. μόνον ὁ Γιαννακόπουλος καὶ ὁ Ψαλτάκης, ποὺ δὲν εἶναι καθηγηταὶ πανεπιστημίου, μεταφράζουν ἔχοντας τὸ χωρίο ὁλόκληρο, ὅπως εἶναι στοὺς Ο'˙ καὶ μεταφράζουν τὸ ἁδροὶ ὁ Γιαννακόπουλος “ἐπίσημοι” κι ὁ Ψαλτάκης “δυνατοί”. στὴ φράσι ὅμως τῶν Ο' καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῆς ἐλαίας ἐν τῇ ἐρήμῳ, παρ̉ ὅλο ποὺ μὲ τὸ ἄρθρο τῆς ἐλαία ἐννοεῖται ὡς συγκεκριμένη, μεταφράζουν λαθεμένα ὁ Γιαννακόπουλος “εἴς τινα ἐλαίαν”, καὶ ὁ Ψαλτάκης “εἰς κάποιαν ἐλαίαν”. ἀγνοοῦν ἢ λησμονοῦν ὅτι στὸ ἑβραΐζον κείμενο τῶν Ο' , πάρα πολλὲς φορὲς οἱ λέξεις δρῦς, τερέβινθος, φυτόν, ξύλον, ἄμπελος, ἐλαία, σημαίνουν δρυμός, δάσος τερεβίνθων, φυτεία, δάσος, ἀμπελών, ἐλαιών.

    Ἐξ ἄλλου τὸ χωρίο αὐτὸ τῶν Ο', παρ̉ ὅλο ποὺ εἶναι μόνο στὴ μετάφρασι αὐτὴ πλῆρες, εἶναι ἐμφανῶς ταραγμένο. νομίζω ὅτι ἡ ἀρχικὴ μορφή του ἔχει ὡς ἑξῆς.

    Καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ παρῆγον ἀνὰ χεῖρας αὐτοῦ. πᾶς ὁ κερτὶ καὶ πᾶς ὁ πελτὶ καὶ πάντες οἱ ἁδροὶ καὶ πάντες οἱ μαχηταί, ἑξακόσιοι ἄνδρες, παρῆσαν ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ˙ καὶ πάντες οἱ περὶ αὐτὸν καὶ πᾶς ὁ λαὸς παρεπορεύοντο ἐχόμενα αὐτοῦ˙ καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῆς ἐλαίας ἐν τῇ ἐρήμῳ. καὶ πάντες οἱ Γεθαῖοι, οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες οἱ ἐλθόντες τοῖς ποσὶν αὐτῶν ἐκ Γέθ, πορευόμενοι ἐπὶ πρόσωπον τοῦ βασιλέως. καὶ μεταφράζεται˙ Καὶ ὅλοι οἱ γιοί του προχωροῦσαν δεξιὰ κι ἀριστερά του. ὅλοι οἱ ξιφοφόροι κομμάντος καὶ ὅλοι οἱ ἀκροβολισταὶ καὶ ὅλοι οἱ ἄντρες τῆς ἄοπλης ἔντεχνης πάλης τῶν ἐπιδεξίων λαβῶν καὶ χτυπημάτων καὶ ὅλοι οἱ εἰδικοὶ ὁπλῖτες τῆς ἐκ παρατάξεως μάχης, ἑξακόσιοι ἄντρες, βρίσκονταν γύρω του˙ καὶ ὅλο τὸ περιβάλλον του καὶ ὅλος ὁ στρατὸς προχωροῦσαν πλαισιώνοντάς τον˙ καὶ στάθμευσαν στὸν ἐλαιῶνα ἔξω στὴν ἀκατατοίκητη ὕπαιθρο. ὅλοι δὲ οἱ Γεθαῖοι, οἱ ἑξακόσιοι ἄντρες ποὺ ἦρθαν πεζῇ ἀπὸ τὴ Γέθ, προχωροῦσαν μπροστὰ ἀπὸ τὸ βασιλέα. ἔστω δὲ ὑπ̉ ὄψιν ὅτι ἡ ἐπαναλαμβανόμενη φράσι οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες σημαίνει ὅ,τι λέμε σήμερα “τὸ τάγμα”.

    Ἐκτὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Ο' πουθενὰ στὸ χωρίο αὐτὸ τῆς Βασιλείας Δαυῒδ δὲν φαίνονται αὐτοὶ οἱ ἁδροὶ καὶ οἱ μαχηταί, οὔτε ἡ ἀπαρτία καὶ ἡ διάρθρωσι τῆς σωματοφυλακῆς τοῦ Δαυΐδ, τῶν 600 κομμάντος, οὔτε ὁ σχετικὸς ῥόλος τοῦ στρατηγοῦ Βαναΐου. ἔτσι οἱ λίγοι ποὺ μεταφράζουν τοὺς Ο', ὅπως τοὺς μεταφράζουν τέλος πάντων, ἦταν τελείως ἀβοήθητοι στὴν κατανόησι τῶν σχετικῶν λέξεων καὶ μάλιστα τῆς λέξεως ἁδροὶ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ καὶ ποὺ ἐκφράζει τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἔννοια μὲ τὴ λέξι τῆς Κ. Διαθήκης δεξιολάβοι. οἱ δὲ πολλοί, ποὺ μεταφράζουν τὸ “ἑβραϊκὸν θεῖον ἀρχέτυπον” ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ ἀγγλικανικὴ μετάφρασι τῆς λατινικῆς του μεταφράσεως, καὶ φυσικὰ βλέπουν ἀγγλιστί, δὲν βρῆκαν τὸ ἁδροὶ πουθενά.

    Καὶ ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ τῶν πολέμων Ἰωὰβ φαίνεται, ὅπως ἤδη μνημόνευσα, ὅτι ἤξερε ἔντεχνες λαβὲς καὶ χτυπήματα (Β' Βα 20,9-10). καὶ μᾶλλον κι ὁ ἴδιος ὁ Δαυΐδ, ποὺ προσωπικὰ ὁ ἴδιος μὲ ἐλάχιστο προσωπικό του ἄγημα κατέλαβε ὡς κομμάντο τὴν ἀπόρθητη ἀκρόπολι τῆς Ἰεβοὺς - Ἰερουσαλήμ, τὴ Σιών, καὶ γι̉ αὐτὸ τὴν πῆρε ὁλόκληρη γιὰ οἰκόπεδό του, ἐνῷ βράβευσε κατὰ τὴν ὑπόσχεσί του μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιστρατήγου ἐκεῖνον ποὺ ἀνέβηκε πρῶτος στὸ τεῖχος τῆς ὑπόλοιπης Ἰερουσαλήμ, τὸν Ἰωάβ.

    Τὸν παλαιστικὸ ὅρο ἐγχειρῶ  (= “ἐφαρμόζω παλαιστικὴ λαβὴ”) χρησιμοποιεῖ  ὁ Ἰερεμίας (Ἰε 29,16, στὸ μασορ. 49,16), ὅταν λέῃ πρὸς τὴν Ἰδουμαία˙ Ἡ παιγνία σου ἐνεχείρησέ σοι (= ἡ παιδιαρίστικη τακτική σου σοῦ ἔκανε ἐπικίνδυνη παλαιστικὴ λαβή˙ δηλαδὴ μὲ τὰ καμώματά σου ἔμπλεξες ἄσχημα). ὅτι οἱ ἀρχαῖοι καὶ οἱ σημερινοὶ μεταφρασταὶ κι ἑρμηνευταὶ συλλήβδην ἁπαξάπαντες δὲν κατάλαβαν τί λέει ἐδῶ ὁ προφήτης, φαίνεται ἀνάγλυφα στὴν ἑπόμενη παράθεσι τῶν μεταφράσεών τους.   

 

           

οἱ μεταφρασταὶ ἐξαρτήθηκαν ἀπὸ τὸ λάθος τῶν μασοριτῶν καὶ τῆς λατινικῆς μεταφράσεως μέσῳ τῶν μητρικῶν εὐρωπαϊκῶν μεταφράσεων γερμανικῆς γαλλικῆς ἱσπανικῆς ἰταλικῆς ἀγγλικῆς, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μεταφράζουν˙ μὲ κανέναν τρόπο δὲν μποροῦσαν νὰ φτάσουν στὴν ἀλήθεια.

    Κόλπος, ἤτοι κόλπο, βρῆκα νὰ λέγεται ἕνα συγκεκριμένο παλαιστικὸ τέχνασμα μία μόνο φορὰ στοὺς Ψαλμοὺς (88,51), ὅπου λέγεται˙

 

Μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ὀνειδισμοῦ τῶν δούλων σου,

οὗ ὑπέσχον ἐν τῷ κόλπῳ πολλῶν ἐθνῶν.

 

Θυμήσου, Κύριε, τὸ χλευασμὸ ποὺ τραβοῦν οἱ δοῦλοι σου,

αὐτὸν ποὺ ὑπομένουν μέσα στὸ κεφαλοκλείδωμα πολλῶν ἐθνῶν.

 

ἀπ̉ αὐτὸν τὸν κόλπον, ἢ τὸ κόλπο καὶ τὰ κόλπα, λέγεται καὶ κολπαδόρος ὁ τεχνίτης τῆς πάλης αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἀρχικά, κι ἔπειτα κατὰ συνεκδοχὴν καὶ μεταφορικῶς κι ὁ καθένας ποὺ μὲ τεχνάσματα ἐξαπατάει καὶ τουμπάρει τὸν ἀντίπαλο ἢ τὸ κοινό.

    Ἐπειδὴ ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα Χριστιανοὶ καὶ Ἰουδαῖοι ἑρμηνευταὶ δὲν κατάλαβαν ἐδῶ τὴ λέξι κόλπος, συνέβη νὰ μὴν καταλάβουν καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ ῥήματος ὑπέσχον, ποὺ εἶναι γ' πληθυντικό, ἐνῷ τὸ πέρασαν γιὰ α' ἑνικό, καὶ τὸ εἶδος τῆς γενικῆς πολλῶν ἐθνῶν, ποὺ εἶναι ὑποκειμενικὴ στὸ κόλπῳ, γι̉ αὐτὸ ἡ ἑπόμενη συνέπεια ἦταν νὰ προσπαθήσουν νὰ “θεραπεύσουν” τὸ ὑγιέστατο χωρίο, καταστρέφοντάς το μὲ τὴν προσθήκη ἑνὸς μου μετὰ τὸ κόλπῳ ὡς γενικῆς κτητικῆς, ὥστε νὰ γίνῃ ἐν τῷ κόλπῳ μου. ἔτσι τὸ πολλῶν ἐθνῶν ἀποσυνδέθηκε ἀπὸ τὴ σύνταξι. ἔμεινε μετέωρο κι ἀκαντανόητο, καὶ κατ̉ οὐσίαν ἔγινε ἕνα ἄχρηστο σκουπίδι ποὺ “παρεμποδίζει τὴν κατανόησι τοῦ χωρίου”. δὲν ξέρω ἂν καὶ πόσοι διαισθάνονται ποτὲ ὅτι οἱ δυὸ γενικὲς μου καὶ πολλῶν ἐθνῶν δὲν γίνεται νὰ συνυπάρχουν, καὶ ποιά ἀπὸ τὶς δυὸ περιττεύει, ἀλλὰ τὸ νόημα τοῦ χωρίου καταστράφηκε. ἔχουν ἐν τῷ κόλπῳ μου σχεδὸν ὅλα τὰ χειρόγραφα τῶν Ψαλμῶν καὶ σχεδὸν ὅλες οἱ ἔντυπες κριτικὲς καὶ χρηστικὲς ἐκδόσεις τῆς Π. Διαθήκης καὶ τοῦ λειτουργικοῦ Ψαλτηρίου (Walton, Tischendorf, Ess, Swete, Rahlfs, κλπ.). ἐλάχιστα ὅμως χειρόγραφα τοῦ λειτουργικοῦ Ψαλτηρίου κι ἐλάχιστες ἔντυπες ἐκδόσεις του, τοῦ ΙΘ' αἰῶνος καὶ παλιότερες, ἔχουν ἁπλῶς ἐν τῷ κόλπῳ πολλῶν ἐθνῶν χωρὶς τὴν προσθήκη τοῦ μου. αὐτὴ εἶναι ἡ αὐθεντικὴ γραφὴ ὡς δυσκολώτερη γραφή (lectio difficilior). καὶ μὲ τέτοια ἔντυπα Ψαλτήρια παραβάλλοντας ὁ Μπρατσιώτης τὸ βιβλίο μόνο τῶν Ψαλμῶν τῆς Π. Διαθήκης, τὴν ὁποία ἐξέδωκε τὸ 1928 γιὰ τὴν ἀδελφότητα “Ζωή”, ἀνατυπώνοντάς την κατὰ  τὰ ἄλλα ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τοῦ Rahlfs, κληρονόμησε τὴν αὐθεντικὴ γραφὴ τοῦ στίχου, χωρὶς τὸ μου.

    Παίρνοντάς το ἀπὸ χειρόγραφα τῶν Ο', ποὺ ἔχουν τὸ μου, τὸ ἔβαλαν καὶ οἱ μασορῖτες στὸ μασοριτικὸ κείμενο (β̒ ιqι =ἐν τῷ κόλπῳ μου), καὶ οἱ ταργουμισταὶ στὴ χαλδαϊκὴ Ταργούμ, καὶ ὁ Ἀκύλας (αἴροντός μου ἐν κόλπῳ πάσας ἀδικίας λαῶν), καὶ ὁ Σύμμαχος (ἐβάστασα ἐν τῷ κόλπῳ μου παμπόλλων ἐθνῶν), καὶ ὁ Ἀπολλινάριος Λαοδικείας στὴν “ὁμηρική” του μετάφρασι τῶν Ψαλμῶν (ἡμετέρῳ φερόμην κακὰ νείκεα κόλπῳ, PG 33,1448a), και οἱ Baranina - Ἱερώνυμος στὴ vulgata  (in sinu meo) , καὶ ἡ συριακὴ πεσσίτα, καὶ ἡ αἰθιοπικὴ μετάφρασι˙ μόνο ἡ ἀραβικὴ δὲν ἔχει τὸ μου, προφανῶς ἐπειδὴ ἔγινε ἀπὸ χειρόγραφο τῶν Ο' σωστὸ στὸ σημεῖο αὐτό.

    Καὶ οἱ νεώτερες εὐρωπαϊκὲς μεταφράσεις γερμανικὴ (in meinem Herzen), γαλλικὴ (j ̉ ai la charge), ἱσπανικὴ (en mi seno), ἰταλικὴ (che io porto in seno), καὶ ἀγγλικὴ (in my boson) τὸ ἔχουν.

    Ἀκολουθοῦν ἐπίσης τὴ σφαλερὴ γραφὴ ἐν τῷ κόλπῳ μου καὶ ὅλες οἱ νεοελληνικὲς μεταφράσεις τὶς ὁποῖες παραθέτω.       

 

 

ἀσφαλῶς ἡ ἑρμηνεία τῆς λέξεως αὐτῆς κόλπος καὶ ὅλου αὐτοῦ τοῦ ψαλμικοῦ χωρίου καὶ ἡ σωστή τους μετάφρασι θὰ ἦταν πολὺ σκληρὸ ν̉ ἀπαιτηθῇ ἀπὸ τοὺς 13 καθηγητὰς πανεπιστημίου, ποὺ ἀράδιασα ὡς μεταφραστὰς τῶν Ψαλμῶν, διότι εἶναι πράγματι κάτι ποὺ ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις των.

    Καὶ οἱ ἑρμηνευταὶ τῶν Ψαλμῶν Ὠριγένης (PG 12,1549d), Εὐσέβιος Καισαρείας (PG 23,1121b˙ καὶ Εὐ. πρ. 4,16 ΒΕΠ 27,170), Θεοδώρητος (PG 80,1597a), Εὐθύμιος Ζυγαβηνός (PG 128,928a), καὶ Νικηφόρος Βλεμμίδης (PG 124,1539b), καὶ στὴν ἐλεύθερη χρῆσι τῆς Βίβλου ὁ Μιχαὴλ Κηρουλάριος (PG 120,725b Ὁμιλ. εἰς Α' Κυρ. νηστ.), ἔχουν ὅλοι τὴ σφαλερὴ γραφὴ ἐν τῷ κόλπῳ μου καὶ παραπαίουν μεταξὺ διαφόρων παρερμηνειῶν, μερικὲς φορὲς καὶ καββαλιστικῶν. κατ̉ αὐτοὺς δηλαδὴ κόλπος εἶναι ἡ “ψυχὴ” ἢ ἡ “καρδία” τοῦ ὁμιλοῦντος, ὁ ὁποῖος ἐννοεῖται καὶ ὡς τὸ ὑποκείμενο τοῦ ὑπέσχον, μιὰ καὶ τὸ θεωροῦν ὡς α' ἑνικὸ πρόσωπο.

    Οἱ Λατῖνοι ἑρμηνευταὶ τῶν Ψαλμῶν, ὅταν τὸ ἑρμηνεύουν, ἀκολουθοῦν μονολιθικὰ τὴ γραφὴ τῆς vulgata, οἱ δὲ νεώτεροι ξένοι τὴ μετάφρασι τῆς γλώσσης του ὁ καθένας.

    Δὲν βρῆκα ἕναν ἑρμηνευτὴ ἢ μεταφραστὴ ποὺ νὰ ἔχῃ καταλάβει τὸ ψαλμικὸ αὐτὸ χωρίο, ὅπου λέγεται ὅτι οἱ δοῦλοι τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ οἱ Ἰσραηλῖτες, ὀνειδίζονται, καθὼς εἶναι ἐγκλωβισμένοι στὸν κόλπον πολλῶν ἐθνῶν, δηλαδὴ στὸ κεφαλοκλείδωμά τους. αὐτὸ τὸ πάλαισμα κι αὐτὴ ἡ λαβὴ εἶναι ἀπὸ τὰ φοβερώτερα.

    Οἱ ὀνομασίες λοιπὸν τῶν εἰδικῶν κομμάντος ἁδροὶ στὴν Π. Διαθήκη καὶ δεξιολάβοι στὴν Κ. Διαθήκη, οἱ ὅροι τῆς ἄοπλης ἔντεχνης πάλης των κόλποι στὴν Παλαιὰ καὶ μεθοδεῖαι στὴν Καινή, οἱ σωματοφύλακες τοῦ Δαυῒδ καὶ τοῦ Παύλου, οἱ ἐπιδόσεις καὶ τὰ καθήκοντα τοῦ στρατηγοῦ Βαναΐου, καθὼς καὶ ὅσα μαρτυροῦν γιὰ τὴν ἄοπλη ἔντεχνη πάλη τῶν δεξιῶν λαβῶν παλαισμάτων ἀκροχειρισμῶν καὶ manubriorum (μανουβρῶν) καὶ γιὰ τὴ στρατιωτική της χρῆσι οἱ θύραθεν Ὅμηρος, Ἀρχίλοχος, Αἰσχύλος, Πίνδαρος, Ἡρόδοτος, Πλάτων, Ἀριστοτέλης, Πλαῦτος, Ποσειδώνιος, Πλούταρχος, Παυσανίας, Λουκιανός, Πολυδεύκης, Ἀθήναιος, Ψευδοπλούταρχος, καὶ Ἀρισταίνετος, καὶ οἱ βυζαντινοὶ Ἰωάννης Λυδὸς καὶ Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, ἑρμηνεύουν ὅλα τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. οἱ μέχρι στιγμῆς μεταφρασταὶ τῆς Βίβλου ὅμως καὶ οἱ ἑρμηνευταί της, ἀρχαῖοι καὶ νεώτεροι, δὲν ἀντιλήφτηκαν τίποτε ἀπ̉ αὐτά, καὶ γι̉ αὐτὸ δὲν μπόρεσαν νὰ μεταφράσουν τοὺς βιβλικοὺς ὅρους ἁδροί, δεξιολάβοι, ἐγχειρῶ, μεθοδεῖαι, καὶ κόλπος.

    Γιὰ νὰ “κάνω ταμεῖο”, οἱ Ἕλληνες καθηγηταὶ πανεπιστημίου, ἀνάμεσά τους καὶ οἱ δυὸ Ἄγγλοι, ποὺ ἀνέλαβαν νὰ μεταφράσουν τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη στὴ σημερινὴ ἑλληνικὴ καὶ ποὺ στὰ τέσσερα χωρία Β' Βα 5,18 καὶ Ψα 88,51 καὶ Ἰε 29,16 καὶ Πρξ 23,23 δὲν κατάλαβαν τὶς λέξεις ἁδροὶ καὶ κόλπος καὶ ἐγχειρῶ καὶ δεξιολάβοι, οὔτε πῆραν εἴδησι γιὰ τὴν τέχνη τους, ποὺ ἀναφέρεται στὴ Βίβλο κατ̉ ἐπανάληψι, καθὼς μοιράστηκαν μὲν τὰ πρὸς μετάφρασι βιβλία, ἀλλ̉  εἶναι καὶ δηλώνουν αὐτοβούλως ἀλληλέγγυοι, παραταγμένοι σὲ τετράδες ἀλλ̉ ὡς ἄγημα ὁλομόναχοι κι ἀβοήθητοι, εἶναι συνολικὰ οἱ ἀκόλουθοι 23.

H. Leeves, I. Lowndes, Ν. Βάμβας, Κ. Τυπάλδος,

Γ. Ἰωαννίδης, Π. Τρεμπέλας, Ἀ. Χαστούπης, Π. Δημητρόπουλος,

Β. Βέλλας, Εὐ. Ἀντωνιάδης, Ἁ. Ἀλιβιζᾶτος, Γ. Κονιδάρης,

Γ. Γαλίτης, Σ. Ἀγουρίδης, Ἠ. Οἰκονόμου, Π. Σιμωτᾶς,

Ν. Παπαδόπουλος, Β. Τσάκωνας, Ἰω. Καραβιδόπουλος, Β. Στογιάννος,

Ἰω. Γαλάνης, Π. Βασιλειάδης, Μ. Κωνσταντίνου.

συγκριτικὰ καλλίτερος ἀπ̉  ὅλους αὐτοὺς εἶναι ὁ Τρεμπέλας. φτωχότερος ἀπὸ τοὺς 23 σὲ κατάρτισι καὶ περισσότερο ἀκατάλληλος γιὰ τὸ ἔργο, γιὰ τὸ ὁποῖο στρατολογήθηκε, εἶναι ὁ μεταφραστὴς τῶν Ψαλμῶν στὴν τελευταία μετάφρασι τῆς Βίβλου γιὰ λογαριασμὸ τῆς Βιβλικῆς Ἐταιρίας (1997), ποὺ δὲν εἶναι γνωστὸ στὸ κοινὸ ποιός ἀπὸ τοὺς ἓξ εἶναι. ἔρχεται πρῶτος στὶς ἑρμηνευτικὲς καὶ μεταφραστικὲς γκάφες τσαπατσουλιὲς καὶ σαχλαμάρες τόσο ὡς πρὸς τὴν καταπληκτικότητά τους ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὸ πλῆθος τους. αὐτὴ ἡ φτώχεια του ἐπιβαρύνεται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸ ὅτι εἶχε μὲν γιὰ βοήθημά του μιὰ ἑρμηνεία τῶν Ψαλμῶν σὰν τοῦ Τρεμπέλα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ καταλάβῃ οὔτε κι αὐτή. δὲν καταλαβαίνει δηλαδὴ ὄχι μόνο τὸ κείμενο ποὺ ‘’μεταφράζει’’ ἀλλὰ μερικὲς φορὲς οὔτε τὴ μετάφρασι τοῦ Τρεμπέλα, ὅταν προσπαθῇ νὰ ξεσηκώσῃ ἀπ̉ αὐτὴ κάτι ἕτοιμο.

    Αὐτὰ γιὰ τὴν ἱστορία τῶν ἐντέχνων λαβῶν καὶ παλαισμάτων τῆς πάλης καὶ γιὰ τοὺς τεχνῖτες της, πού, ὅπως καὶ στὴν περίπτωσι τῆς σωματοφυλακῆς τοῦ Δαυΐδ, χρησιμοποιοῦνταν ὡς σωματοφύλακες προσώπων τὰ ὁποῖα ἦταν στόχοι ἀπαγωγέων καὶ δολοφόνων. αὐτοὶ εἶναι οἱ δεξιολάβοι, ποὺ ἕνα τμῆμα ἀπ̉ αὐτούς, στὴ χρῆσι τῶν Ῥωμαίων, ἦταν κι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο μαζὶ μὲ τοὺς στρατιώτας καὶ τοὺς ἱππεῖς συνώδευσε μὲ πλήρη ἐπιτυχία τὸ δέσμιο Παῦλο ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα στὴν Καισάρεια καὶ τὸν παρέδωσε σῷο στὸ Ῥωμαῖο ἐπίτροπο.

 

Π Ε Ρ Ι Λ Η Ψ Ι

 

    Στὸ Πρξ 23,23 τὸ δεξιολάβοι, ποὺ παράγεται ἀπὸ τὸ δεξιαὶ λαβαὶ (=ἐπιδέξιες λαβές), σημαίνει παλαιστὰς τῆς ἔντεχνης ἄοπλης πάλης καὶ μάχης, ὅπως εἶναι σήμερα τὸ τζοῦντο. τέτοιοι τεχνῖτες χρησιμοποιοῦνταν καὶ στὸν πόλεμο ὡς κομμάντος, ὅπως ἀναφέρουν ἀρχαῖοι συγγραφεῖς ἀπὸ τὸν Ὅμηρο (Θ’ π.Χ. αἰ.) μέχρι τὸν Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο (Ι’ μ.Χ. αἰ.). ἀπὸ τὴν ἀθλητικὴ ὁρολογία τῆς πάλης στὴ Βίβλο χρησιμοποιοῦνται οἱ ὅροι ἁδροί (Β’ Βα 15,18), κόλπος (Ψα 88,51), ἐγχειρῶ (Ἰε 29,16), μεθοδεῖαι (Ἐφ 6,11), καὶ δεξιολάβοι (Πρξ 23,23). στὴν παροῦσα πραγματεία ἀναφέρονται καὶ πολλοὶ ἄλλοι ὅροι καὶ περιγραφὲς τοῦ ἀθλήματος αὐτοῦ καὶ τῆς στρατιωτικῆς του χρήσεως, παρμένα ἀπὸ τὴ Βίβλο καὶ ἀπὸ συγγραφεῖς ἀρχαίους Ἕλληνες, Λατίνους, καὶ Χριστιανούς.

 

 

S U M M A R I U M


    In Act 23,23 vocabulum δεξιολάβοι, quod ex vocabulis δεξιαὶ λαβαὶ (= prehensiones dextrae) producitur, significat luctatores luctae artificiosae et pugnae peritae sine armis sicut est hodie lucta zudo. ut scriptores antiqui ab Homero (saec. IX a. C.) usque ad Constantinum Porphyrogenitum (saec. X p. C.) dicunt, ex terminis athleticis luctae in usum convertuntur in Biblo termini ἁδροί (II Re 15,18), κόλπος (Ps 88,51), ἐγχειρῶ (Ιe 29,16), μεθοδεῖαι (Eph 6,11), et δεξιολάβοι (Αct 23,23). in hac tractatione et multi alii termini descriptionesque huius certaminis et militaris usus ipsius referuntur, quae omnia ex Biblo scriptoribusque antiquis, Graecis et Latinis et Christianis, sumpta sunt.

 

 

S U M M A R Y

    In Act 23,23 the word δεξιολάβοι, which derives from the words δεξια λαβαὶ (= skilled grips), means wrestlers of the artistic unarmed wrestling and combat, just like judo, as it is today. Such artisans were used also during wars as commandos, as ancient writers mention from the era of Homer (IX century B.C.) till the era of Constantine Porphyrogennitos (X century A.C.). Τhe terms ἁδροί (II Sam 15,18), κόλπος (Psal 88,51), ἐγχειρῶ (Je 29,16), μεθοδεῖαι (Eph 6,11), and δεξιολάβοι (Act 23,23) are used in the Bible, taken from the athletic terminology of wrestling. In this thesis more other terms and descriptions of this sport, as well as descriptions of its military use are mentioned, which have been taken from the Bible, as well as from Ancient Greek, Latin, and Christian writers.

Μελέτες 7 (2010)