Οἱ Χριστιανοὶ ξέρουμε ὅτι ὁ θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ στὰ χέρια του οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι καὶ τὸ ἄλογο σύμπαν ὁλόκληρο, εἴμαστε πιόνια, παρ᾿ ὅλο ποὺ στὰ λογικὰ πλάσματά του ἔδωσε ἐλευθερία ἐπιλογῶν, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχουν ἀγαθοὶ καὶ πονηροὶ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. ἐπειδὴ ὁ θεὸς εἶναι καὶ παντογνώστης καὶ παντοδύναμος καὶ πανάγαθος, μπορεῖ, χωρὶς νὰ καταργῇ τὸ αὐτεξούσιο τῶν λογικῶν πλασμάτων του, νὰ τὰ χειρίζεται ὅλα σὰν πιόνια στὴ σκακιέρα του. καὶ τὸ μεγάλο παιχνίδι ποὺ ἔπαιξε καὶ παίζει εἶναι ἡ θεία οἰκονομία, τὸ σχέδιο δηλαδὴ καὶ ἡ ἐπιχείρησι τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. στὸ παιχνίδι αὐτό, ὅπου νικητὴς εἶναι ὁ θεὸς καὶ οἱ ἀγαθοί, χαμένοι δὲ καὶ ἡττημένοι οἱ πονηροί, ὁ διάβολος δηλαδὴ μὲ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους του κι ἀνθρώπους του, ὅλοι μας εἴμαστε στὰ χέρια τοῦ θεοῦ πιόνια. ἀνάμεσα στὰ πιόνια του εἶναι μερικὰ ποὺ εἶναι πρῶτα, βασιλιᾶδες ῥηγᾶδες καὶ ἄσσοι, ὅπως λέγονται στὴ γλῶσσα τῶν ἀνθρωπίνων παιχνιδιῶν. τέτοια λ.χ. πιόνια εἶναι ὁ ᾿Αβραάμ, ὁ ᾿Ισραὴλ ἢ ᾿Ιακώβ, ὁ Μωϋσῆς, ὁ Δαυΐδ, ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου Μαρία, ὁ ᾿Ιωάννης βαπτιστής, ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Καὶ νομίζω ὅτι ἀπὸ μὲν τὶς γυναῖκες τὸ μέγιστο πιόνι εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, ποὺ τὸν γέννησε, ἀπὸ δὲ τοὺς ἄντρες εἶναι ὁ θεμελιωτὴς καὶ ὀνοματοδότης τῆς ἐκκλησίας καὶ οὐσιαστικὸς συντάκτης τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπόστολος Παῦλος. γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ μὲν ἀρχαῖοι μαθηταὶ τοῦ ᾿Ιωάννου Χρυσοστόμου ἔλεγαν Στόμα Χριστοῦ Παῦλος, οἱ δὲ σημερινοὶ βιβλικοὶ λένε τὸν Παῦλο «῾Ο πρῶτος μετὰ τὸν ῞Ενα», οἱ δὲ ἐχθροὶ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, θέλοντας νὰ μειώσουν τὸ θεῖο πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἰσχυρίζονται μὲ κακεντρέχεια ὅτι ἱδρυτὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ὁ Παῦλος. αὐτὸ δείχνει ἀσφαλῶς τὸ πανθομολογούμενο μέγεθος τοῦ Παύλου, ἀλλὰ τόσο ὁ Παῦλος εἶχε τὴ συνείδησι ὅτι εἶναι μόνο δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, σωσμένος ἀπὸ τὴ θανατικὴ καταδίκη χαριστικὰ καὶ ὑπόλογος σ᾿ ἐκεῖνον καὶ πιόνι καὶ ἐνεργούμενο ἐκείνου, ποὺ γιὰ μερικὰ μάλιστα πράγματα παρακαλοῦσε τὸν Κύριο καὶ τὸν ἐκλιπαροῦσε σὰ ζητιάνος, χωρὶς ποτὲ νὰ πάρῃ αὐτὰ ποὺ ζητοῦσε, ἀλλ᾿ ἄκουσε μόνο τὸν Κύριό του ᾿Ιησοῦ Χριστὸ νὰ τοῦ λέῃ ᾿Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου (Β΄ Κο 12,9), ὅσο καὶ ὅλοι οἱ σώφρονες Χριστιανοί, ποὺ μελετοῦμε τὶς ῞Αγιες Γραφές, ξέρουμε ὅτι δοῦλος καὶ μόνο δοῦλος τοῦ Χριστοῦ καὶ πιόνι στὰ χέρια του ὑπῆρξε ὁ Παῦλος. ἄλλο ἡ εἰδεχθὴς κακεντρέχεια τῶν ἐχθρῶν τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἄλλο ἡ ἐπίγνωσι τῶν Χριστιανῶν.
῾Ο ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἄσσος αὐτὸς τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στὴν ἐπιχείρησι τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε γιὰ τὴν ὑπόθεσι αὐτὴ ἑφτὰ κυρίως πράγματα, τ᾿ ἀκόλουθα.
1. Κήρυξε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴ Χριστιανικὴ πίστι, οὐ κατὰ ἄνθρωπον (Γα 3,11). τί θὰ πῇ αὐτὸ τὸ ἐξηγῶ ἀμέσως. ἡ ἐνανθρώπησι τοῦ Κυρίου ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάστασί του καὶ τὸ κήρυγμά του τὸ τεκμηριωμένο μὲ τὰ σημεῖα του εἶναι ἕνα ἱστορικὸ γεγονός, ποὺ συνέβη σὲ συγκεκριμένο χρόνο καὶ τόπο, καὶ ὁ Κύριος θέλησε νὰ κρατηθοῦν τὰ πρακτικὰ τοῦ γεγονότος αὐτοῦ πρῶτα κατὰ ἄνθρωπον καὶ νὰ ἱστορηθοῦν σὲ ἱστορία κατὰ ἄνθρωπον, σὲ ἱστορία δηλαδὴ ποὺ τεκμηριώνεται μὲ τεκμήρια ἀνθρωπίνως προσβάσιμα σὲ βαθμὸ ἀπόλυτο. ἔτσι στὰ ἱστορικὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως ἄλλωστε καὶ στὰ τῆς Παλαιᾶς, Εὐαγγέλια καὶ Πράξεις, ὅ,τι λέγεται, ἀπορρέει ἀποκλειστικῶς ἀπὸ πληροφορία ἀνθρώπινη, καὶ τίποτε ἀπολύτως δὲν ἀπορρέει ἀπὸ ὅραμα ἢ ἄλλη ἀποκάλυψι. ἔτσι γράφεται στὴν ῾Αγία Γραφὴ κάθε ἱστορικὸ βιβλίο. ἕνα γεγονὸς ἐνδέχεται νὰ εἶναι στὸ δράστη τῆς ἱστορίας ἀποκάλυψι ἀλλ᾿ ὁ συντάκτης τῆς ἱστορίας τὸ εἶδε ἢ τὸ ἄκουσε ὡς ἕνας κοινὸς θεατὴς ἢ ἀκροατὴς ὡς ἐξιστόρησι ἀπὸ τὸ δράστη τῆς ἱστορίας καὶ ὡς τέτοια ἀνθρωπίνως καὶ φυσικῶς προσβάσιμη ἐξιστόρησι τὸ καταγράφει. οἱ πειρασμοὶ λ.χ. τοῦ Κυρίου καὶ οἱ κατ᾿ αὐτοὺς ἐπίδειξι ὅλων τῶν βασιλειῶν τῆς γῆς ἀπὸ τὸ διάβολο στὸν Κύριο (Μθ 4,1‒11· Λκ 4,1‒13) συνέβησαν βέβαια σὲ σφαῖρα ἀποκαλυπτική, ἀλλ᾿ οἱ εὐαγγελισταὶ Ματθαῖος καὶ Λουκᾶς τοὺς καταγράφουν σὰν ἐξιστόρησι ποὺ ἄκουσαν ἀπὸ τὸν Κύριο ἀνθρωπίνως, ὅπως θὰ μποροῦσαν νὰ τοὺς ἀκούσουν κι ὁ Καϊάφας κι ὁ Πιλᾶτος. συγκεκριμένα τοὺς ἄκουσαν ὁ Ματθαῖος ἀπὸ τὸν Κύριο ἄμεσα καὶ ὁ Λουκᾶς ἔμμεσα ἀπὸ κάποιον αὐτόπτην καὶ αὐτήκοον μάρτυρα τοῦ Κυρίου (Λκ 1,2). ἡ κόρη τοῦ ᾿Ιαΐρου ἀναστήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο ὄχι κατὰ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀλλ᾿ οἱ τρεῖς μαθηταὶ καὶ οἱ γονεῖς της εἶδαν ἁπλῶς τὴν κοπέλλα πρῶτα νεκρὴ κι ἔπειτα ζωντανή, καὶ αὐτὸ ποὺ εἶδαν, αὐτὸ ἱστοροῦν. ἐπιβεβαίωσαν δὲ τὸ θάνατό της καὶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῆς νεκρώσιμης μουσικῆς μπάντας, ὅταν γιουχάιξαν τὸ Χριστὸ ποὺ τοὺς προκάλεσε λέγοντας δῆθεν ἀνοήτως ὅτι ἡ κοπέλλα δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται. σὲ ἱστορικὸ βιβλίο τῆς Βίβλου οὐδέποτε ἱστορεῖται κάτι ποὺ νὰ προέρχεται ὡς πληροφορία ἀπὸ ὅραμα ἢ ἄλλη ἀποκάλυψι, ὅπως λ.χ. ὁ «Βίος» τῶν σήμερα λεγομένων «ἁγίων ῾Ραφαὴλ Νικολάου καὶ Εἰρήνης» προέρχεται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ ὅνειρο μιᾶς γυναικὸς ποὺ κατέγραψε ὁ Κόντογλου, ὁ πρῶτος ἐν ῾Ελλάδι ζωγράφος εἰκόνων ποὺ ζωγράφησε τοιχογραφίες μὲ ὁλόγυμνες θεὲς τῆς εἰδωλολατρικῆς μυθολογίας στὸ δημαρχεῖο ᾿Αθηνῶν. ἀντίθετα τὰ προφητικὰ καὶ διδακτικὰ βιβλία τῆς Βίβλου (προφητεῖες, ἐπιστολές, ψαλμοί, ποιήματα, ἀποκαλύψεις) ἀπαρτίζονται ἀπὸ πληροφορίες προερχόμενες κυρίως ἀπὸ ὁράσεις ἢ ὁράματα καὶ χρηματισμοὺς (= ἀποκαλύψεις ἀκουστικὲς μόνο). στὴ Βίβλο τὰ δυὸ κανάλια καὶ οἱ ἐκπομπές των πρῶτον εἶναι σαφῶς διακεκριμένα καὶ δεύτερον ἀκολουθοῦν μιὰ συνέπεια ἀπαρέκκλιτη. ὁ Κύριος εἰδικὰ γιὰ τὸ εὐαγγέλιό του, τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεώς του, θέλησε νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ τὰ δύο κανάλια, ποὺ νὰ μὴ συμπληρώνουν ἀλλὰ νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὸ μὲν τὸ δέ. θέλησε νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ ἀνθρωπίνως προσβάσιμη πληροφορία καὶ ἀπὸ ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψι. ἔτσι στοὺς μὲν ἄλλους ἀποστόλους του τὸ παρέδωσε κατὰ ἄνθρωπον, δηλαδὴ ἀνθρωπίνως, καθὼς τρία περίπου χρόνια τὸν ἀκολουθοῦσαν ὡς μαθηταὶ καὶ ἀκροαταί του καὶ θεαταὶ τῶν σημείων του καὶ τοῦ θανάτου του καὶ τῆς ἀναστάσεώς του, τοῦ ἀναστημένου δηλαδὴ διδασκάλου των. καὶ ὅταν ἐπέλεξαν μὲ ἐκλογὴ καὶ κλήρωσι μαζὶ τὸν ἀναπληρωτὴ τοῦ ἐκπεσόντος μαθητοῦ, τὸ Ματθία, τὸν ἐπέλεξαν μὲ κριτήριο τὸ νὰ εἶναι κι αὐτὸς ἐξ ἴσου μ᾿ ἐκείνους ἐπαρκῶς καὶ συνεχῶς αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος παρακολουθητὴς τῆς δράσεως καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου (Πρξ 1,21‒22). διότι οἱ δώδεκα ἀπόστολοι, ποὺ ὑπῆρξαν καὶ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου, αὐτὸ τὸ ρόλο ἔπαιξαν κυρίως· ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ βεβαίωσαν, καὶ ἐπὶ μία γενεὰ ἀνθρώπων βεβαίωναν συνεχῶς καὶ ἀνὰ πᾶσα στιγμή, μὲ κόστος βεβαιώσεως τὸ κεφάλι τους, ὅτι εἶδαν καὶ ἄκουσαν αὐτοπροσώπως ὅσα κηρύττονται. μόνο τέσσερες αἰῶνες ἀργότερα ἄνθρωποι μικρονοϊκοὶ καὶ θρησκόληπτοι διανοήθηκαν νὰ μοιράσουν στοὺς δώδεκα μαθητὰς τόπους δράσεως σὰν τὴν ᾿Ινδία καὶ τὴν Αἰθιοπία, ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν νὰ τοὺς φαντάζωνται ἀνέργους· αὐτὸ ἦταν τῆς μικρονοίας των· τῆς δὲ ἰδιοτελοῦς θρησκοληψίας των ἦταν ὅτι τοὺς χρειάζονταν καὶ ὡς πολιούχους ἀποστολικοῦ μεγέθους, γιὰ νὰ ἔχουν δικαιώματα πατριαρχείου. βεβαίωναν λοιπὸν ὅσα κηρύσσονται γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ἀποτελοῦν τὸ ἱστορικὸ τεκμήριο τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ τὴν αἰώνια διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας. ἂν καὶ μερικοί, ὅπως ὁ Πέτρος καὶ ὁ ᾿Ιωάννης, ὑπῆρξαν καὶ δραστηριώτεροι κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου σὲ διάφορες χῶρες, κυρίως δὲ στὴν ἐκ περιτομῆς ἐκκλησία, δηλαδὴ στὴν ἐξ ᾿Ιουδαίων, ποὺ κατοικοῦσε στὴν Παλαιστίνη καὶ στὸ Δέλτα τοῦ Νείλου, ἤτοι στὴν ᾿Αλεξάνδρεια καὶ στὴ Βαβυλῶνα (=Μέμφιδα ἢ Κάιρο, Α΄ Πε 5,13). στὸν ἀπόστολο Παῦλο ὅμως ὁ Κύριος παρέδωσε τὸ εὐαγγέλιό του οὐ κατὰ ἄνθρωπον (Γα 1,11). διότι θέλησε νὰ τὸ παραδώσῃ στὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ κανάλι, τὸ τῆς ἀποκαλύψεως, γιὰ νὰ εἶναι καὶ ἱστορικὸ γεγονὸς ἀνθρωπίνως προσβάσιμο στὴν ἱστορία καὶ στοὺς ἱστορικοὺς καὶ στοὺς ἀναγνῶστες τῆς ἱστορίας καὶ ἀποκάλυψι μὲ τὴ θεοπνευστία της ἀδιαφιλονείκητη καὶ ἀποκλειστικὴ ἔναντι ὁποιασδήποτε ἐγκοσμίου θεολογίας ἢ μυθολογίας. καὶ σὰν ἐκπομπέα τῆς οὐ κατὰ ἄνθρωπον κηρύξεως τοῦ εὐαγγελίου του ἐπέλεξε τὸν ἀπόστολο Παῦλο. καὶ κυρίως μ᾿ αὐτὸν ἐκπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσί του στοὺς μαθητάς του, ὅτι ῞Οταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος ἐκεῖνος, τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν (᾿Ιω 16,13). τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ θεμελιώθηκε μὲ τὴν ἱστορία τῶν ἄλλων ἀποστόλων καὶ ὡλοκληρώθηκε μὲ τὴν ἀποκάλυψι στὸν Παῦλο. πόσο δὲ ταυτίζονταν τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἱστορίας μὲ τὴν κήρυξί του τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως, τὸ λένε οἱ δύο κορυφαῖοι ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος, ὅταν ὁ μὲν Παῦλος γράφῃ πώς, ὅταν μετὰ δεκατέσσερα χρόνια κηρύξεως τοῦ ἐξ ἀποκαλύψεως εὐαγγελίου του συναντήθηκε μὲ τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ ᾿Ιωάννη καὶ ᾿Ιάκωβο, τοὺς δοκοῦντας στύλους εἶναι (Γα 2,9), καὶ τοὺς ἐξέθεσε γιὰ πρώτη φορὰ τί κηρύττει ὁ ἴδιος, ἐκεῖνοι, λέει, Δεξιὰς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας (Γα 2,9), βεβαιώνοντας τὴν ἀπόλυτη ταύτισι τῶν δύο κηρυγμάτων τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ· ὁ δὲ Πέτρος τὸ λέει, ὅταν γράφῃ πρὸς τοὺς μαθητὰς τοῦ Παύλου, τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Μ. ᾿Ασίας (Α΄ Πε 1,1· Β΄ Πε 1,1), Καθὼς καὶ ὁ ἀγαπητὸς ἡμῶν ἀδελφὸς Παῦλος κατὰ τὴν δοθεῖσαν αὐτῷ σοφίαν (αὐτὴ εἶναι ἡ καθοδήγησι τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν) ἔγραψεν ὑμῖν, ὡς καὶ ἐν πάσαις ταῖς ᾿Επιστολαῖς, λαλῶν ἐν αὐταῖς περὶ τούτων, ἐν οἷς ἐστι δυσνόητά τινα, ἃ οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν, ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς, πρὸς τὴν ἰδίαν ἀπώλειαν (Β΄ Πε 3,15‒16). αὐτοὶ ἀκριβῶς οἱ ἀμαθεῖς, ποὺ σήμερα ἀγνοοῦν στοιχειώδη φιλολογικὰ πράγματα (ἀνάγνωσι ἀρχαίων χειρογράφων, κριτικὴ κειμένων, ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, γραμματολογία ‒ εἰσαγωγὴ στὰ κείμενα, πραγματολογία, γενικὴ ἀρχαιογνωσία), «καθηγηταὶ πανεπιστημίου» ὁλόκληροι, παραλαμβάνουν τὴν ῾Αγία Γραφὴ ὄχι ἀπὸ τὶς πηγές της ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ βιβλιοδέτη καὶ τὸ βιβλιοπώλη ὅπως ὁ χιλιαστὴς καὶ ἡ κυρὰ Εὐδοξία ἡ γειτόνισσά μου, καὶ τὴν «καταλαβαίνουν» ὄχι ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πρωτότυπό της, ποὺ δὲν τὸ κατανοοῦν, ἀλλ᾿ ἀπὸ κάποια ἀγγλικὴ ἢ γερμανικὴ μετάφρασι τῆς λατινικῆς μεταφράσεως κι ἀπὸ κάποια ὑπομνήματα ἀγγλικανικὰ ἢ προτεσταντικά. κυρίως ὅμως ἡ ταύτισι τῶν δύο κηρυγμάτων τοῦ εὐαγγελίου, τοῦ κατὰ ἄνθρωπον καὶ τοῦ μὴ κατὰ ἄνθρωπον, φαίνεται, ὅταν ὁ Παῦλος ἱστορῇ στὴν Πρὸς Γαλάτας (2,11‒21) πῶς κάποτε στὴν ᾿Αντιόχεια κάποιοι φανατικοὶ ἰουδαΐζοντες, ἀμφισβητώντας τὸ δικό του κήρυγμα, ἐνέπνευσαν στὸν Πέτρο δειλία, ἐκφοβίζοντάς τον, ὥστε μπροστὰ στοὺς Χριστιανοὺς νὰ ὑποτιμήσῃ τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου, ὄχι μὲ λόγια βέβαια, ἀλλὰ μὲ σιωπὴ δειλίας, καὶ πῶς ὁ Παῦλος τὸν ἐπέπληξε αὐστηρὰ γιὰ τὴν ὑποκρισία του ἐνώπιον ὅλων· κι ἐκεῖνος, ἀναγνωρίζοντας τὸ ὀλίσθημά του, ἔσκυψε ταπεινὰ τὸ κεφάλι του στὴν ἐπίπληξι τοῦ Παύλου, κι ἀποκατέστησε ἔτσι τὸ κῦρος τοῦ κηρύγματος τοῦ Παύλου καὶ δημοσίᾳ. ἀπευθύνθηκε δὲ τὸ οὐ κατὰ ἄνθρωπον εὐαγγέλιο τοῦ Παύλου στοὺς ἐξ ἀκροβυστίας ἢ ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς, τοὺς μὴ ᾿Ιουδαίους. ἕνα λοιπὸν ἀπὸ τὰ ἑφτὰ μεγάλα ἔργα ποὺ ἔκανε ὁ Παῦλος εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐξήγησα· κήρυξε τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ οὐ κατὰ ἄνθρωπον.
2. Θεμελίωσε ὁ Παῦλος τὶς ἐκκλησίες ποὺ ἐπιβίωσαν μέχρι σήμερα κι ἔπειτα ἐξαπλώθηκαν στὸν κόσμο. πρόκειται γιὰ τὶς ἐκκλησίες τῶν χωρῶν Λιβάνου, Συρίας, Μ. ᾿Ασίας, ῾Ελλάδος καὶ Βαλκανίων, καὶ ᾿Ιταλίας. ἡ σημερινὴ Χριστιανωσύνη εἶναι ἔργο του· ὄχι ἡ Χριστιανικὴ πίστι, ἀλλ᾿ οἱ ἱδρυμένες ἐκκλησίες· οἱ ἄλλες ἐξαφανίστηκαν μετὰ ἀπὸ παλινδρόμησι τῶν πλείστων ᾿Ιουδαίων στὸν ἰουδαϊσμὸ καὶ ἀφομοίωσι τῶν ὑπολοίπων λίγων μέσα στὴν ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησία. αὐτὸ δὲν καθιστᾷ μάταιο τὸ ἔργο τῶν ἄλλων ἀποστόλων, διότι γιὰ τὸν Κύριο τὸ ἔργο τους ἦταν κυρίως ἡ ἐπὶ μία γενεὰ ἐκ μέρους των συνεχὴς ἐπιβεβαίωσι ὅτι εἶδαν καὶ ἄκουσαν τὰ κηρυττόμενα. καταγραφὴ δὲ αὐτῆς τῆς βεβαιώσεως εἶναι τὸ 44% τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἤτοι τὰ Εὐαγγέλια κατὰ Ματθαῖον, Μᾶρκον, καὶ ᾿Ιωάννην, οἱ Καθολικὲς ἐπιστολές, καὶ ἡ ᾿Αποκάλυψι. ἐνῷ τὸ οὐ κατὰ ἄνθρωπον εὐαγγέλιο τοῦ Παύλου εἶναι καταγραμμένο στὸ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον τοῦ μαθητοῦ του αὐτοῦ, στὶς Πράξεις, καὶ στὶς ᾿Επιστολὲς τοῦ Παύλου, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ 56% τῆς Καινῆς Διαθήκης, χωρὶς νὰ λείπῃ τὸ κατὰ ἄνθρωπον ἐπαρκὲς ἱστορικὸ τεκμήριο ἀπὸ τὰ δύο πρῶτα βιβλία. αὐτὸ φαίνεται τόσο στὸ προοίμιο τοῦ Λουκᾶ, ὅπου λέει γιὰ αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ (Λκ 1,1‒3), ὅσο καὶ στὰ ὅσα παρέλαβε ὁ Παῦλος γιὰ τὸ θάνατο τὴν ἀνάστασι καὶ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ καὶ τὰ γράφει στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ᾿Επιστολή του (Α΄ Κο 15,1‒11) ὡς εὐαγγέλιόν του.
3. Διευκρίνισε ὁ Παῦλος, ὁδηγούμενος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι αἵρεσι ἢ βελτίωσι τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ὅπως νόμιζαν ἀρχικὰ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, ἀλλὰ μιὰ νέα πίστι καὶ διαθήκη τοῦ θεοῦ, δηλαδὴ συμβόλαιό του, ὄχι πλέον μὲ τὸν ᾿Ισραήλ, τὸν ἕτερο συμβαλλόμενο τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ἀλλὰ μὲ τὸ λαὸ ποὺ ἀποτελοῦν οἱ ἐπίλεκτοι ὅλων τῶν ἐθνῶν ποὺ ἔχουν κοινὸ γνώρισμα τὴν πίστι στὸ Χριστὸ καὶ τὸ βάπτισμά του.
4. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὅπως εἶναι ὁλοφάνερο, ὁ Παῦλος εἶναι ποὺ εἰσηγήθηκε θεοπνεύστως οἱ μέχρι τότε λεγόμενοι μαθηταὶ ἢ ἅγιοι ἢ οἱ τῆς ὁδοῦ (= οἱ τοῦ τρόπου ζωῆς αὐτοῦ) νὰ ὀνομάζωνται Χριστιανοί, ὦστε νὰ εἶναι σημαδεμένοι μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σὰν μὲ χρῖσμα, καὶ νὰ εἶναι ὁ Χριστὸς τὸ ἀναφαίρετο πρόσωπο τῆς ἐκκλησίας, ὁ Κύριος καὶ θεὸς τῶν μελῶν της, καὶ τὸ πρῶτο γνώρισμα τοῦ Χριστιανοῦ. διότι στὶς Πράξεις ἱστορεῖται ὅτι, μόλις ὁ Βαρνάβας ἔφερε ἀπὸ τὴν Ταρσὸ στὴν ᾿Αντιόχεια γιὰ συνεργάτη του τὸν Παῦλο, οἱ πιστοὶ καὶ ἔγιναν πάρα πολλοὶ καὶ ὠνομάστηκαν Χριστιανοί (Πρξ 11,26). τὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ λέει στὶς Πράξεις ἄλλη μία φορὰ ὁ ῾Ηρῴδης Γ΄ ᾿Αγρίππας στὸν Παῦλο (26,29), πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἔγινε γνωστὸ εὐρύτατα καὶ ταχύτατα καὶ στοὺς ἔξω, καὶ ἄλλη μιὰ τρίτη φορὰ ὁ Πέτρος (Α΄ Πε 4,16), μὲ τρόπο ποὺ φαίνεται ὅτι ἦταν πλέον τὸ ὄνομα τῶν Χριστιανῶν ποὺ ἐπικράτησε, ἀσκώντας ἔτσι ὁ ἀπόστολος ἐκεῖνος τὸν ἐπιβεβαιωτικὸ ῥόλο, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐξήγησα προηγουμένως. εἶναι δὲ τὸ τέταρτο αὐτὸ μεγάλο καὶ θεόπνευστο ἔργο τοῦ Παύλου συνέπεια ἢ καὶ ἄλλη ὄψι τοῦ προηγουμένου, τῆς χειραφετήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμό.
5. Συνετέλεσε ὁ Παῦλος στὴν ἀλλαγὴ τοῦ λαοῦ ποὺ θὰ ἦταν ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δυὸ συμβαλλομένους στὸ συμβόλαιο τῆς καινῆς διαθήκης, ἐνῷ ὁ ἄλλος εἶναι ὁ θεὸς στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ἡ ἀλλαγὴ λαοῦ, ἡ ἀλλαγὴ νύμφης καὶ συζύγου μετὰ τὸ διαζύγιο τοῦ θεοῦ ἀπὸ τὴν πρώην, φαίνεται ἀνάγλυφα στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων καὶ εἶναι τὸ μοναδικὸ θέμα του. τὸ βιβλίο θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιγράφεται «᾿Αλλαγὴ περιουσίου λαοῦ τοῦ θεοῦ». Πράξεις ὠνομάστηκε ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους Χριστιανούς, ποὺ ὠνόμαζαν ἔτσι τὴ Β΄ Πρὸς Θεόφιλον ᾿Επιστολὴ τοῦ Λουκᾶ ὄχι καὶ πολὺ εὔστοχα. διότι ἡ λέξι αὐτὴ δὲν καλύπτει τὸ θέμα καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ βιβλίου. δὲν εἶναι «πράξεις τῶν ἀποστόλων» οὔτε «πράξεις ἀποστόλων» τινῶν, διότι ἱστορεῖ τὴν ἀποστολικὴ δρᾶσι δύο μόνο ἀποστόλων καὶ μόνο ἐν μέρει τοῦ καθενός, καὶ δύο βοηθῶν τῶν ἀποστόλων· Πέτρου, Παύλου, Στεφάνου, καὶ Φιλίππου. τὸ βιβλίο ἔχει σκοπὸ καὶ περιεχόμενο τὴν ἐξιστόρησι τῆς ἀλλαγῆς λαοῦ· πῶς ἡ Χριστιανικὴ πίστι ἀπὸ τοὺς ῾Εβραίους πέρασε στὸ διεθνές, πῶς ἀπὸ τὸ ἐξ αἵματος ἔθνος πέρασε στὸ κατὰ πίστιν ἔθνος.
6. ῎Αρχισε ὁ Παῦλος νὰ γράφῃ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως ὁ Μωϋσῆς τὴν Παλαιά. πρῶτα χρονικῶς βιβλία της εἶναι οἱ δύο Πρὸς Θεσσαλονικεῖς ᾿Επιστολές του, δεύτερα οἱ δύο Πρὸς Κορινθίους, καὶ τρίτα οἱ Πρὸς ῾Ρωμαίους καὶ Πρὸς Γαλάτας· ἔπειτα γράφτηκαν τὰ ἄλλα εἴτε Εὐαγγέλια εἴτε Πράξεις καὶ ᾿Επιστολές.
7. Τέλος ἔγραψε ὁ Παῦλος τὸ μεγαλείτερο μέρος τῆς Καινῆς Διαθήκης. 28% ἔγραψε ὁ ἴδιος ὡς δεκατέσσερες ᾿Επιστολές, καὶ 28% ἔγραψε ὁ μαθητής του καὶ στενότατος συνεργάτης του εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς· σύνολο 56% . οἱ ἄλλοι ἓξ ἀπόστολοι ‒ συντάκτες ἔγραψαν ὅλοι μαζὶ τὸ ὑπόλοιπο 44% , ἤτοι 19% ὁ ᾿Ιωάννης, 13% ὁ Ματθαῖος, 8,5% ὁ Μᾶρκος ποὺ εἶναι καὶ μαθητὴς τοῦ Παύλου, 2% ὁ Πέτρος, 1% ὁ ᾿Ιάκωβος, καὶ 0,5% ὁ ᾿Ιούδας.
῾Η πνευματικὴ ζωὴ καὶ δρᾶσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐκτεθῇ σὲ ἄρθρα. ἐδῶ θ᾿ ἀναφερθοῦν μόνο τὰ φυσικὰ κι ἐπίγεια στοιχεῖα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ προσώπου του. ἡ Γραφὴ τέτοια στοιχεῖα γιὰ τὸν Παῦλο δίνει λίγα καὶ μόνον ὡς ἐν παρόδῳ, ὅπως ἄλλωστε τὸ ἴδιο κάνει καὶ γιὰ τὸ Μωϋσῆ, καὶ γιὰ τὴ μητέρα τοῦ Κυρίου, καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό, καὶ γιὰ ὅλα τὰ πρόσωπά της. ἡ Βίβλος δὲν εἶναι «Βίος» κανενός. εἶναι λιτὴ ἱστορία μιᾶς ὑποθέσεως· τῆς ἐπιχειρήσεως διασώσεως τοῦ ἀνθρώπου. ἔτσι ἀποσιωπᾷ τὰ ὀνόματα τῶν γονέων τοῦ Μωϋσῆ, τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου, καὶ τοῦ Παύλου, ἢ τὸ τέλος τοῦ Παύλου καὶ τῶν περισσοτέρων ἀποστόλων καὶ προφητῶν, καθὼς καὶ τὴ γέννησί τους. τὶς Πράξεις, ποὺ στὸ 60% τῆς ἐκτάσεώς της εἶναι ἱστορία τοῦ Παύλου, ὁ συντάκτης Λουκᾶς τὶς τελειώνει ἀφήνοντας τὸν Παῦλο φυλακισμένο στὴ ῾Ρώμη, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται νὰ μᾶς πληροφορήσῃ ἂν βγῆκε ποτὲ ἀπὸ κεῖ καὶ τί τέλος εἶχε ἡ φοβερὴ ἐκείνη περιπέτεια τοῦ ἀγαπητοῦ διδασκάλου του. διότι στὸ σημεῖο ἐκεῖνο τῆς ἱστορίας τῆς Χριστιανικῆς πίστεως ὁλοκληρώνεται ἡ ὁριστικὴ ἀλλαγὴ περιουσίου λαοῦ καὶ ἑτέρου συμβαλλομένου στὸ συμβόλαιο τῆς καινῆς διαθήκης, ἐνῷ τὸ βιβλίο ἀρχίζει μὲ τὴν κατ᾿ ἀρχὴν ἐντολὴ τοῦ ἀναλαμβανομένου στοὺς οὐρανοὺς Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητάς του ν᾿ ἀρχίσουν τὸ κήρυγμα ἀπὸ τὴν ᾿Ιουδαία καὶ τὴν Σαμάρεια (Πρξ 1,8)· τὸ ἔσχατον τῆς γῆς, ποὺ ἐπισυνάπτεται, ἀνευρίσκεται συμβολικὰ στὴ ῾Ρώμη, ὅπου περατώνεται τὸ βιβλίο. ἀπὸ τὶς Πρὸς Φιλήμονα, Πρὸς ῾Εβραίους, Πρὸς Τίτον, καὶ Πρὸς Τιμόθεον ᾿Επιστολὲς τοῦ Παύλου μαθαίνουμε ὅτι ὁ Παῦλος βγῆκε ἀπὸ τὴ φυλακὴ δικαιωμένος, μὲ κατανόησι καὶ συμπαράστασι ἀνθρώπων τῆς οἰκίας τοῦ Καίσαρος Νέρωνος (Φι 4,22), τὸν ὁποῖο ἐπικαλέστηκε (Πρξ 25,10‒12· 26,32), καὶ ἀνθρώπων τοῦ οὐσιαστικοῦ πρωθυπουργοῦ Ναρκίσσου (῾Ρω 16,11) προφανῶς, καὶ ὅτι συνέχισε τὴν ἀποστολική του δρᾶσι γιὰ λίγα ἀκόμη χρόνια, ἕως ὅτου συκοφαντήθηκε γιὰ ποινικὸ ἀδίκημα τὴ δεύτερη φορὰ καὶ προφυλακίστηκε γιὰ θανάτωσι (Β΄ Τι 2,9). καὶ ἀπὸ πουθενὰ δὲν μαθαίνουμε τὸ τέλος του. ἀλλὰ κι αὐτὰ τὰ λίγα φυσικὰ κι ἐπίγεια στοιχεῖα, ποὺ δίνει ἡ Γραφὴ γιὰ τὸν Παῦλο, ἀξίζει νὰ ἐκτεθοῦν, ἐφ᾿ ὅσον ἡ Γραφὴ τὰ ἔκρινε ἄξια σημειώσεως.
Γιὰ τὸν Παῦλο δίνουν πληροφορίες οἱ 14 ᾿Επιστολές του, τὸ 60% τῶν Πράξεων, κι ἕνα χωρίο τῆς Β΄ ᾿Επιστολῆς τοῦ Πέτρου, ἤτοι Πρξ 7,58· 7,60· 9,1‒30· 11,25‒26· 11,30· 13‒28 συνεχῶς· Β΄ Πε 3,15‒16. ἔξω ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη δίνονται γι᾿ αὐτὸν κι ἄλλες πρόσθετες πληροφορίες, μὴ ἀξιόπιστες ὅμως, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ τὸν Δ΄ αἰῶνα ὁ ὑπ᾿ ἀριθμὸν ἕνα ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς τῆς λατινογλώσσου Δύσεως ῾Ιερώνυμος δίνει γι᾿ αὐτὸν τὴν τελείως ἀνυπόστατη καὶ ἀντιβιβλικὴ καὶ ἀνιστόρητη πληροφορία, ὅτι γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴν κωμόπολι τῆς ᾿Ιουδαίας Γίσκαλα, καὶ μόνο μετὰ τὴν ἅλωσι τῶν Γισκάλων ἀπὸ τοὺς ῾Ρωμαίους μετανάστευσε στὴν Ταρσό! (De viris ill., 5). ἂν ἐννοῇ τὴν ἀρχικὴ ἅλωσι τῆς ᾿Ιουδαίας ἀπὸ τοὺς ῾Ρωμαίους, αὐτὴ ἔγινε περίπου ἕναν αἰῶνα πρὶν γεννηθῇ ὁ Παῦλος · ἂν ἐννοῇ τὴν ἅλωσι τοῦ 70 μ.Χ., αὐτὴ ἔγινε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Παύλου. καὶ τέτοια πληροφορία δὲν βγαίνει ἀπὸ κανένα μέρος τῆς Βίβλου μὲ κανέναν τρόπο. εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ φρικτὲς ἀνακρίβειες τοῦ ῾Ιερωνύμου γιὰ τὰ βιβλικὰ πρόσωπα καὶ πράγματα. πρέπει δὲ γενικῶς νὰ εἴμαστε πολὺ ἐπιφυλακτικοὶ γιὰ ὁποιαδήποτε ἐξωβιβλικὴ «πληροφορία». οἱ ἐξωβιβλικὲς «πληροφορίες» γιὰ βιβλικὰ πρόσωπα καὶ πράγματα προέρχονται ἀπὸ μιὰ ὄψιμη καὶ ψευδεπίγραφη παραφιλολογία, ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι καὶ κακόδοξη καὶ βλάσφημη καὶ μικρονοϊκὴ καὶ εἰδεχθής, καὶ ποὺ ἀρχικὰ ἐξυπηρετοῦσε ἀνόητα κι ἀρρωστημένα ἐνδιαφέροντα καὶ συμφέροντα τῶν συντακτῶν της, στὴ συνέχεια δὲ σὰν διαλυμένο ὑλικὸ σήψεως ἀποτέλεσε μιὰ πολὺ ῥυπασμένη θάλασσα συναξαριστικοῦ ὑλικοῦ, ποὺ ὑπονομεύει καὶ τὸ κῦρος τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας.
῾Ο Παῦλος ἦταν ῾Εβραῖος ἀπὸ τὴ φυλὴ Βενιαμὶν (῾Ρω 11,1· Φι 3,5). γεννήθηκε περίπου 10 χρόνια μετὰ τὸν Κύριο καὶ τοὺς ἀρχικοὺς ἀποστόλους στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας τῆς Μ. ᾿Ασίας, ὅπου καὶ μεγάλωσε καὶ κατοικοῦσε μονίμως (Πρξ 9,30· 11,25· 22,3). γεννήθηκε δὲ ἀπὸ γονεῖς ποὺ ἦταν ῾Ρωμαῖοι πολῖτες· γι᾿ αὐτὸ εἶχε τὴ ῥωμαϊκὴ ἰθαγένεια καὶ ταυτότητα ἐκ γενετῆς (Πρξ 22,28). ὅταν στὸ χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία, φρούραρχο τοῦ πύργου τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ τῶν ᾿Ιεροσολύμων, ὁ ὁποῖος τὸν συνέλαβε, δηλώνει, γιὰ νὰ μὴ μαστιγωθῇ, ὅτι εἶναι ῾Ρωμαῖος πολίτης, καὶ ὁ Λυσίας τοῦ λέει θαμπωμένος ὅτι αὐτὸς τὴν ἰθαγένεια αὐτὴ τὴν ἀγόρασε πολὺ ἀκριβά, ὁ Παῦλος τοῦ λέει μὲ ἔκδηλη ἀγερωχία· ᾿Εγὼ δὲ καὶ γεγέννημαι ῾Ρωμαῖος. ἐπειδὴ οἱ τέως ὑπόδουλοι, οἱ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο γινόμενοι ῾Ρωμαῖοι πολῖτες, ὡς υἱοθετημένοι καὶ θετοὶ πολῖτες τῆς ῾Ρώμης ἔπαιρναν τὸ ῥωμαϊκὸ ὄνομα τοῦ ὑπάτου τῆς δημοκρατίας ἢ ἀργότερα τοῦ αὐτοκράτορος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου υἱοθετοῦνταν, ὑπολογίζω ὅτι ὁ μὲν χιλίαρχος Κλαύδιος Λυσίας εἶχε ἀγοράσει τὴ ῥωμαϊκὴ ἰθαγένεια πρὸ 10‒15 ἐτῶν ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος, ἡ δὲ οἰκογένεια τοῦ ἀποστόλου Παύλου τὴν εἶχε λάβει ὡς δῶρο, σὲ καιρὸ ποὺ ἀκόμη δὲν πωλοῦνταν, γιὰ πολύτιμες ὑπηρεσίες κάποιου προγόνου του κατὰ τὰ χρόνια τοῦ μεγάλου στρατηλάτου καὶ ὑπάτου Αἰμιλίου Παύλου, κατακτητοῦ τῆς ῾Ελλάδος καὶ τῆς Μ. ᾿Ασίας, κατὰ τὰ ἔτη 170‒168 π.Χ., δηλαδὴ ἐπὶ μακρινῶν προπάππων τοῦ ἀποστόλου καὶ πρὸ τῶν μακκαβαϊκῶν πολέμων. ἄρα ἡ οἰκογένεια τοῦ Παύλου ἦταν μᾶλλον ἀριστοκρατικὴ εὐκατάστατη καὶ διάσημη. ἀπὸ τοὺς 23 ἀποστόλους καὶ συντάκτες τῆς Καινῆς Διαθήκης ῾Ρωμαῖοι πολῖτες ἦταν μόνο πέντε, ἤτοι ὁ Παῦλος καὶ οἱ συναπόστολοί του Σιλουανός, Λουκᾶς, Τίτος, κι ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος· γι᾿ αὐτὸ ἔχουν καὶ λατινικὰ ὀνόματα. ἀπὸ τοὺς λοιποὺς 120 συνεργοὺς τῶν ἀποστόλων κυρίαρχοι ῾Ρωμαῖοι πολῖτες ἦταν 27 ποὺ ἔχουν λατινικὰ ἐπίσης ὀνόματα, οἱ περισσότεροι συνεργάτες τοῦ Παύλου. δηλαδὴ κι ἀπὸ τοὺς 23 ἀποστόλους κι ἀπὸ τοὺς 120 συνεργάτες των κυρίαρχοι ῾Ρωμαῖοι πολῖτες ἦταν συνολικὰ 32, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ 5 γυναῖκες (᾿Απφία, ᾿Ιουλία, ᾿Ιουνία, Κλαυδία, Πρίσκιλλα). αὐτοὶ ποὺ ἦταν ῾Ρωμαῖοι πολῖτες μὲ προνόμια κυριάρχων ἐκτὸς ἀπὸ τὸ λατινικὸ ὄνομα εἶχαν καὶ μία χάλκινη ταυτότητα, στὸ μέγεθος ὅση περίπου εἶναι μιὰ σημερινὴ ἀστυνομικὴ ταυτότητα, ἡ ὁποία ῥωμαϊστὶ λεγόταν πριβιλέγκιουμ (privilegium). 58 τέτοιες σῳζόμενες ταυτότητες βρέθηκαν ἀνασκαφικῶς καὶ οἱ φωτογραφίες των δημοσιεύονται στὴ μεγάλη σειρὰ τῶν λατινικῶν ἐπιγραφῶν (Corpus Inscriptionum Latinarum, τόμος 3, σελ. 844‒901). τὸ ἑβραϊκὸ ὄνομα τοῦ ἀποστόλου ἦταν Σαούλ, καὶ ἐξελληνισμένο μ᾿ ἑλληνικὴ κατάληξι στὴν ἑλληνικὴ κι ἑλληνόγλωσση τότε πατρίδα του Ταρσὸ προφερόταν Σαῦλος (κατὰ τὰ ᾿Ιακὼβ ‒ ᾿Ιάκωβος, ᾿Ιωσὴφ ‒ ᾿Ιώσηπος). φαίνεται δὲ ὅτι ὁ ἐξελληνισμὸς τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἔγινε σὲ χρόνια πολὺ ἀρχαῖα – ἀρχὲς τοῦ Β΄ π.Χ. αἰῶνος – , ὅταν τὸ υ προφερόταν ἀκόμη ου· τὸ ὄνομα στὴν ἄστικτη ἑβραϊκὴ γράφεται Σαυλ. ἂν ὁ ἐξελληνισμὸς τοῦ ὀνόματος ἦταν μεταγενέστερος, θὰ ἐξελληνιζόταν ὡς Σαοῦλος.
Οἱ γονεῖς τοῦ Παύλου, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα δὲν ἀναφέρονται ποτέ, ἦταν εὐσεβεῖς καὶ ζηλωταὶ ᾿Ισραηλῖτες, ἴσως φαρισαῖοι, κι αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι σὲ μιὰ πόλι τοῦ «ἐξωτερικοῦ» φρόντισαν γιὰ τὴν περιτομή του κανονικώτατα, ἀφοῦ τὸν περιέτεμαν τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τὴ γέννησί του (Φι 3,5), κατὰ τὰς γραφάς, κάτι ποὺ στὸ «ἐξωτερικὸ» συνήθως δὲν τηροῦνταν· καὶ μικρὸν τὸν ἔστειλαν γιὰ πολλὰ χρόνια στὴν ᾿Ιερουσαλὴμ γιὰ βιβλικὲς σπουδές, ὅπου ἔμενε προφανῶς στὸ σπίτι τῆς ἐκεῖ παντρεμένης ἀδερφῆς του (Πρξ 23,16)· καὶ εἶχε μοναδικὸ ἢ κυριώτερο καθηγητή του τὸ συνετὸ φαρισαῖο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ (Πρξ 5,34· 22,3). νὰ ἦταν ἆραγε ὁ Γαμαλιὴλ καὶ πεθερὸς τῆς ἀδερφῆς του καὶ συνεπῶς οἰκοδεσπότης τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου κατοικοῦσε νεαρὸς ὁ Παῦλος ; τί σημαίνει τὸ ἀνατεθραμμένος παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος δέ... (Πρξ 22,3) ; καὶ ἀπὸ ποῦ ὁ μαθητής του Λουκᾶς γνωρίζει τί εἶπε μυστικὰ καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὁ Γαμαλιὴλ στοὺς ἡγέτες τοῦ ᾿Ισραὴλ γιὰ τοὺς ὑποδίκους ἀποστόλους ; (Πρξ 5,34). ἔτσι ὁ Παῦλος ἢ βρέθηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του ἢ ἔγινε ἀπὸ τὸ Γαμαλιὴλ φαρισαῖος, καὶ ἦταν πολὺ ζηλωτής (Πρξ 22,3· Φι 3,5). δὲν φαίνεται νὰ εἶχε μετοικήσει στὴν ᾿Ιερουσαλὴμ οἰκογενειακῶς καὶ μονίμως, διότι μετὰ τὴν προσέλευσί του στὴ Χριστιανικὴ πίστι καὶ τὴν ἀποκοπή του ἀπὸ τὸ τέως φαρισαϊκὸ περιβάλλον του στὴν ᾿Ιερουσαλήμ, καὶ πρὶν προσκρούσῃ στὴν ὀργὴ τῶν ᾿Ιουδαίων, δὲν ἐπέστρεψε στὴν ᾿Ιερουσαλήμ, ἀλλὰ πῆγε καὶ κατοίκησε γιὰ μερικὰ χρόνια στὴν Ταρσό (Πρξ 9,30).
῾Ως «φοιτητὴς» ὁ Παῦλος ἦταν πρῶτος καὶ ξεπερνοῦσε τοὺς συμφοιτητάς του πολὺ καὶ στὶς σπουδὲς καὶ στὸ ζῆλο (Γα 1,14). καὶ μ᾿ αὐτὲς τὶς ἐπιδόσεις βρέθηκε διώκτης τῶν Χριστιανῶν κατὰ τὴν ἐκτέλεσι τοῦ Στεφάνου μὲ λιθοβολισμὸ ἀπὸ τοὺς ᾿Ιουδαίους. δὲν ἦταν ἐκτελεστής, κατὰ θεία πρόνοια βέβαια, ἀλλ᾿ ἀνθρωπίνως προφανῶς ἐπειδὴ δὲν εἶχε νὰ μαρτυρήσῃ ἐναντίον τοῦ Στεφάνου τίποτε τὸ ἀξιόποινο, τοῦ ὁποίου νὰ εἶναι αὐτόπτης ἢ αὐτήκοος. στὸ μωσαϊκὸ νόμο μόνο οἱ αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες ἦταν ἐκτελεσταὶ ποὺ ἔρριχναν τοὺς λίθους τῆς ἐκτελέσεως. πίστευε ὅμως ὅτι οἱ ἐκτελεσταὶ καὶ οἱ δικασταὶ εἶχαν δίκαιο, καὶ γι᾿ αὐτὸ συνευδοκοῦσε στὴ θανάτωσι τοῦ Στεφάνου, καὶ μὴ μπορώντας νὰ συμμετάσχῃ εὐσυνειδήτως κατ᾿ ἄλλον τρόπο στὴν ἐκτέλεσι, φύλαγε τὰ ῥοῦχα τῶν ἐκτελεστῶν (Πρξ 7,58· 60). μ᾿ αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία του ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη.
Τὰ ἐμφανέστερα φυσικὰ γνωρίσματα τοῦ Παύλου, ἀνάστημα μορφὴ καὶ φωνή, μᾶς εἶναι τελείως ἄγνωστα, ὅπως ἄλλωστε καὶ τῶν περισσοτέρων βιβλικῶν προσώπων. σὲ δυὸ χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης φαίνεται νὰ ἔχουμε ἐνδείξεις γιὰ τὸ ἀνάστημά του. στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ὁ Λουκᾶς διηγεῖται ὅτι στὰ Λύστρα τῆς Μ. ᾿Ασίας, ὅταν οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος θεράπευσαν ἕναν ἐκ γενετῆς κουτσό, οἱ εἰδωλολάτρες κάτοικοι τοὺς πέρασαν γιὰ θεούς, κι ἔλεγαν τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον ῾Ερμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου (Πρξ 14,11‒12). αὐτὸ δείχνει ὁπωσδήποτε ὅτι ὁ Βαρνάβας ἦταν πιὸ ἡλικιωμένος κι ὀλιγομίλητος, ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες φαντάζονταν τὸ Δία, ὁ δὲ Παῦλος πιὸ νέος καὶ ὁμιλητικός, ὅπως φαντάζονταν τὸν ῾Ερμῆ. αὐτὰ ἀσφαλῶς εἶναι γνωστὰ κι ἀπὸ ἄλλα σημεῖα τῶν Πράξεων. νὰ σημαίνῃ ὅμως ἆραγε τὸ χωρίο αὐτὸ καὶ ὅτι ὁ Βαρνάβας ἦταν ψηλότερος κι ὁ Παῦλος κοντότερος, ἢ ὅτι ὁ Βαρνάβας ἦταν πιὸ γεμάτος κι ὁ Παῦλος λεπτότερος ; κι ἂν σημαίνῃ κάτι τέτοιο, ἐννοεῖται ἆραγε ὅτι ἦταν καὶ οἱ δυὸ ψηλοὶ κι ὁ ἕνας ψηλότερος τοῦ ἄλλου, ἢ καὶ οἱ δυὸ κοντοὶ κι ὁ ἕνας κοντότερος τοῦ ἄλλου, ἢ καὶ οἱ δυὸ γύρω στὸ μέτριο ἀνάστημα ; ἡ ἴδια ἀμφιβολία ὑπάρχει καὶ γιὰ τὴ λεπτότητά τους. ἐν τέλει ἀπὸ τὸ χωρίο αὐτὸ δὲν βγαίνει τίποτα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σύγκρισι.
Στὴ Β΄ Πρὸς Κορινθίους ᾿Επιστολή του ὁ Παῦλος παρουσιάζει τὰ περιφρονητικὰ λόγια, ποὺ συνήθιζε νὰ λέῃ γι᾿ αὐτὸν κάποιος ἐχθρός του καὶ σαμποταριστὴς τοῦ ἔργου του στὴν Κόρινθο, καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ἀπαντάει. γράφει· Αἱ μὲν ᾿Επιστολαί, φησί, βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί, ἡ δὲ παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος ἐξουθενημένος (10,10‒11). βαρειὲς καὶ δυνατὲς οἱ ᾿Επιστολὲς τοῦ Παύλου, ναί, ἀλλὰ ἡ παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος ἐξουθενημένος. θὰ νόμιζε κανεὶς ἐκ πρώτης ὄψεως, ὅτι στὸ χωρίο αὐτὸ ἐννοεῖται ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν μικρόσωμος καὶ ἰσχνόφωνος ἢ χαμηλόφωνος περίπου σὰν τὸ Μωυσῆ. ἐν τούτοις μία καλλίτερη ἐξέτασι τοῦ σχετικοῦ κειμένου δείχνει ὅτι δὲν ἐννοεῖται κάτι τέτοιο. ὁ ἐξουθενημένος λόγος του λίγο παρακάτω ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀπόστολο, ὅταν λέῃ· Εἰ δὲ καὶ ἰδιώτης (εἰμὶ) τῷ λόγῳ, ἀλλ᾿ οὐ τῇ γνώσει (Β΄ Κο 11,6). ἐννοεῖται λοιπὸν ἁπλῶς ὅτι ὁ Παῦλος δὲν ἦταν ῥήτορας μὲ λόγο περίτεχνο ἢ ὅτι δὲν εἶχε λόγο ἄψογου ἑλληνιστοῦ. αὐτὸ τὸ βλέπουμε καὶ σήμερα στὶς ᾿Επιστολές του, ἂν συγκρίνουμε τὴν ἀδέξια καὶ ἁπλοϊκὴ ἑλληνική τους γλῶσσα μὲ τὴν ἄψογη καὶ ὡραία ἑλληνικὴ τῶν κειμένων τοῦ Λουκᾶ. μία μόνο ᾿Επιστολὴ τοῦ Παύλου ποὺ ἔχει ἄψογη κι ὡραία ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἡ Πρὸς ῾Εβραίους, εἶναι γραμμένη γλωσσικῶς ἀπὸ τὸ Λουκᾶ. ἡ γλῶσσα τῶν ἄλλων 13 ᾿Επιστολῶν του, ποὺ εἶναι ἡ δική του, εἶναι κατώτερη καὶ λαϊκώτερη. ἀνάλογη θὰ ἦταν φυσικὰ καὶ ἡ προφορικὴ ὁμιλία του, κι αὐτὸ ἐννοεῖται μὲ τὴν ἔκφρασι ἐξουθενημένος λόγος· δηλαδὴ λόγος χαμηλῆς γλωσσικῆς ἀξίας. ὅσο γιὰ τὴν ἀσθενῆ παρουσία τοῦ σώματος τοῦ Παύλου, καὶ πάλι δὲν ἐννοεῖται βραχυσωμία ἢ καχεκτικότης. ἡ ἀσθένεια ποὺ ἐννοεῖται εἶναι ταξικὴ καὶ κοινωνική. ἐννοεῖται δηλαδὴ ὅτι ὁ Παῦλος ἐμφανιζόταν καὶ κυκλοφοροῦσε φτωχοντυμένος σὰν ἕνας ἁπλὸς καὶ ἄσημος ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ. ἡ ἐνδυμασία του δὲν εἶχε τίποτε τὸ μεγαλοπρεπὲς καὶ σπουδαῖο καὶ ὑπολογίσιμο, δὲν τὸν ἔδειχνε ἄνθρωπο ὑψηλῆς κοινωνικῆς θέσεως · ἐκ πρώτης ὄψεως ὁ Παῦλος μὲ τὸ ντύσιμό του δὲν ἐνέπνεε κανένα δέος. εὐσχήμονες (Μρ 15,43· Πρξ 13,50· 17,12), δηλαδὴ καλοντυμένοι καὶ λαμπροφορεμένοι, λέγονται στὴν Καινὴ Διαθήκη οἱ ἐπίσημοι καὶ κοινωνικῶς σπουδαῖοι ἄντρες καὶ γυναῖκες τῆς ἀριστοκρατίας, ἐνῷ σὲ ἄλλα σύγχρονά της κείμενα λέγονται καὶ εὐπάρυφοι, ἐπειδὴ τὰ ροῦχα τους εἶχαν τὶς «παρυφές», δηλαδὴ τὶς οὔγιες, διακοσμημένες μὲ πορφυρὴ ταινία‒μπορντούρα. ὁ Παῦλος δὲν ἐμφάνιζε κάτι τέτοιο, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ ντύσιμό του φαινόταν ἄνθρωπος τῆς χαμηλῆς κοινωνικῆς τάξεως, ἀσθενής, χωρὶς κανένα ἐγκόσμιο κῦρος. κανένα λοιπὸν βιβλικὸ χωρίο δὲν δείχνει τὸ ἀνάστημα καὶ τὴ μορφὴ τοῦ Παύλου.
῞Οσο ἀφορᾷ στὴν κόμωσι τοῦ Παύλου, κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι κι ὁ ἴδιος ἐφήρμοζε τὴ διδαχή του, ὅτι Αὐτὴ ἡ φύσις διδάσκει ἡμᾶς ὅτι ἀνὴρ ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστιν (= ἡ ἴδια ἡ φύσι μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ ἄντρας ἂν ἔχῃ μακριὰ μαλλιά, αὐτὸ εἶναι κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ντρέπεται). διότι τότε ὅλοι οἱ ἄντρες, οἱ ὄντως ἄντρες, κουρεύονταν ὅπως ἀκριβῶς οἱ σημερινοὶ ἄντρες· καὶ μόνο οἱ ἀμφίβολοι καὶ ξεδιάντροποι καὶ «παρὰ φύσιν» ἐμφανιζόμενοι «ἄντρες», δηλαδὴ οἱ θηλυπρεπεῖς, ἔτρεφαν μακριὰ μαλλιά. ἀσφαλῶς ὁ Παῦλος ἀκολουθοῦσε αὐτὸ ποὺ πίστευε καὶ δίδασκε, καὶ τὸ ἴδιο γνώριζε καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους καὶ γιὰ τὸν Κύριο.
᾿Εκτὸς ἀπὸ τὸ συνηθισμένο κούρεμα ὁ Παῦλος ἀναφέρει καὶ τὸ σύρριζο κούρεμα καὶ τὸ ξύρισμα τῆς κεφαλῆς. ὁ ἴδιος μία φορὰ κούρεψε τὸ κεφάλι του σύρριζα στὶς Κεγχρεὲς τῆς Κορίνθου (Πρξ 18,18) καὶ μία τὸ ξύρισε μαζὶ μὲ ἄλλους στὰ ᾿Ιεροσόλυμα (Πρξ 21,24). αὐτὰ τὰ δυὸ ὅμως ἦταν λατρευτικὰ τάματα (εὐχαὶ) τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, ποὺ τὰ ἔκανε γιὰ κάποιους λόγους τακτικῆς, χωρὶς νὰ πιστεύῃ στὴν ἀποτελεσματικότητά τους στὰ πνευματικὰ πράγματα. τὰ ἔκανε μόνο γιὰ νὰ βουλώσῃ τὰ στόματα μερικῶν ἰουδαϊζόντων Χριστιανῶν ποὺ τὸν διέβαλλαν συνεχῶς. δὲν ἦταν ἡ συνηθισμένη κόμωσι αὐτοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἀποστόλων καὶ Χριστιανῶν.
῾Η ὑγεία καὶ γενικῶς ἡ βιολογικὴ ἀντοχὴ τοῦ Παύλου ἦταν ἐξαιρετικές. οἱ ἀντίθετες γνῶμες μερικῶν σημερινῶν ἑρμηνευτῶν, ποὺ θὰ ἐξέπλητταν τοὺς ἀρχαιοτέρους δικαίως, ὀφείλονται στὴν ἀμάθειά τους. φρικτὴ παρανόησι μερικῶν ἀμαθῶν ἑρμηνευτῶν εἶναι ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπέφερε ἀπὸ μιὰ σοβαρὴ ἀνίατη κι ἀποκρουστικὴ νόσο, καὶ σὰν τέτοια νόσο του ὑποστηρίζουν ὁ καθένας ἄλλη. παρανοοῦν ὅλοι τους δυὸ χωρία του, ἕνα τῆς Πρὸς Γαλάτας κι ἕνα τῆς Β΄ Πρὸς Κορινθίους ᾿Επιστολῆς του. στὸ πρῶτο λέει· Ξέρετε καλὰ ὅτι δι᾿ ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς σᾶς κήρυξα τὸ εὐαγγέλιο τὴν πρώτη φορά. καὶ τὸν ἐν τῇ σαρκὶ πειρασμόν μου αὐτὸν δὲν τὸν ἐξεπτύσατε, ἀλλὰ μὲ δεχτήκατε σὰν ἄγγελο τοῦ θεοῦ, σὰν τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό. ...μαρτυρῶ γιὰ σᾶς ὅτι, ἂν ἦταν δυνατόν, θὰ βγάζατε νὰ μοῦ δώσετε καὶ τὰ μάτια σας (Γα 4,13‒15). ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο μερικοὶ φαντάστηκαν ὅτι ἔπασχε στὰ μάτια του ἀπὸ μιὰ ἀρρώστια σιχαμερή (γιὰ φτύσιμο). ἐν τούτοις αὐτὸ μὲν εἶναι παροιμιώδης ἔκφρασι γενικοῦ νοήματος, ὅπως ὅταν λέμε τώρα «τὴ μπουκιά του ἀπὸ τὸ στόμα του ἦταν πρόθυμος νὰ τοῦ δώσῃ»· δὲν ἐννοοῦμε ὁπωσδήποτε πεῖνα, ἀλλὰ κι ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀνάγκη. ὁ δὲ πειρασμὸς ἐν τῇ σαρκὶ εἶναι διωγμός. πειρασμὸν οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ δὲν ἔλεγαν αὐτὸ ποὺ λέμε «πειρασμὸ» τώρα, δηλαδὴ κάποια δίψυχη ταλάντευσι μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ σταθερῆς πίστεως, καὶ κυρίως σεξουαλικῶν ἐρεθισμάτων δειλὴ καὶ ὀλιγόπιστη ἀντιμετώπισι· κάθε ἄλλο· ἐννοοῦσαν κυρίως τὸ διωγμὸ ἢ σὲ μερικὲς περιπτώσεις τὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀνέχεια. ὅσο γιὰ τὴν ἔκφρασι ἐν τῇ σαρκί, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι σάρκα ὁ Παῦλος συνήθως καὶ κυρίως λέει τὴν ἐθνικὴ καὶ κοινωνικὴ ὀντότητα ἑνὸς ἀνθρώπου. λ.χ. ἡ ἰδιότης τοῦ κυνηγημένου, τοῦ καταζητουμένου, καὶ τοῦ δραπέτου, εἶναι σὰρξ ἐν πειρασμῷ, ἐνῷ τὸ νἄχῃ κανεὶς τὸ καύχημα ὅτι εἶναι ῾Ρωμαῖος πολίτης ἢ ῾Εβραῖος καθαρόαιμος ἢ ὅτι ἡ δραστηριότης του ὅλη εἶναι κρατικῶς ἀναγνωρισμένη καὶ νομικῶς κατωχυρωμένη εἶναι σὰρξ ἔνδοξος καὶ ἔξω ἀπὸ κάθε πειρασμόν. ὁ Παῦλος θέλει νὰ πῇ ὅτι, ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ πῆγε στοὺς Γαλάτας νὰ κηρύξῃ τὸ εὐαγγέλιο, ὄχι μόνο δὲν ἦταν ἐπίσημος, διάσημος, καὶ πολιτικῶς καὶ θρησκευτικῶς κατωχυρωμένος καὶ προνομιοῦχος, ἀλλ᾿ ἦταν καὶ μὴ νόμιμος, κυνηγημένος, ἴσως καὶ πρόσφατα μαστιγωμένος, μὲ ἐμφανῆ τὰ σημάδια τῆς μαστιγώσεως (βλ. καὶ Γα 6,17). αὐτοὺς δὲ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς ἔλεγαν καὶ μαστιγίας, τοὺς περιφρονοῦσαν τότε καὶ τοὺς σιχαίνονταν, καὶ τοὺς ταύτιζαν μὲ τοὺς δραπέτες δούλους. τοὺς ἔλεγαν ἐπίσης καὶ στιγματίας, καὶ ἴσως αὐτὸ ὑπαινίσσεται ὁ Παῦλος στὸ τέλος τῆς ᾿Επιστολῆς του αὐτῆς, λέγοντας ὅτι ᾿Εγὼ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. ὄχι μόνο δὲν ντρέπεται ποὺ εἶναι στιγματίας καὶ μαστιγίας, ἀλλὰ καὶ τὸ χαίρεται. ἔξω ὅμως ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἐν Χριστῷ καύχησι τοῦ Παύλου γι᾿ αὐτὰ τὰ σημάδια του, ὁ κόσμος, ὅταν ἔλεγε γιὰ κάποιον τὶς λέξεις αὐτές, στιγματίας καὶ μαστιγίας, ἐξέφραζε γι᾿ αὐτὸν τὸν ἀποτροπιασμό του, σὰν νὰ ἔλεγαν μὲ τὴ σημερινὴ φρασεολογία· «῎Ε ὄχι καὶ νὰ πιστέψουμε σ᾿ αὐτὸ τὸ γύφτο, τὸν καρπαζοεισπράκτορα, τὸν καταζητούμενο!» κι ὅμως οἱ Γαλάτες, ποὺ τὸν εἶχαν δεῖ τότε γιὰ πρώτη φορὰ καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἄκουγαν τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα, παρ᾿ ὅλη τὴν ἔλλειψι κάθε ἐγκοσμίου κύρους πίστεψαν στὸ κήρυγμά του· καὶ τὸν ἀγάπησαν καὶ τὸν ἐκτίμησαν μέχρι ποὺ νὰ τοῦ δίνουν καὶ τὰ μάτια τους, ἂν χρειαστῇ. αὐτὸ θέλει νὰ πῇ.
Στὸ δεύτερο χωρίο, μετὰ τὴν ἀπαρίθμησι μεγάλων θείων ἀποκαλύψεών του, ὁ Παῦλος λέει· Καὶ λόγῳ τῶν καταπληκτικῶν μου ἀποκαλύψεων, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύωμαι, μοῦ δόθηκε σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατάν, γιὰ νὰ μοῦ δίνῃ σβερκιές, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύωμαι. γι᾿ αὐτὸν παρακάλεσα τὸν Κύριο τρεῖς φορές, νὰ μ᾿ ἀφήσῃ ἥσυχο, κι ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρι μου · διότι ἡ δύναμί μου ἐκδηλώνεται σ᾿ ὅλο τὸ μεγαλεῖο της ἐν ἀσθενείᾳ (Β΄ Κο 12,7‒9). καὶ τί δὲν λὲν ἐδῶ οἱ ἀμαθεῖς ἑρμηνευταί! μέχρι ἐπιληψία, δαιμονισμό, καὶ εἰδεχθῆ ἀσέλγεια ἰσχυρίζονται. προφανῶς κρίνουν ἐξ ἰδίων, καὶ δὲν ἀντέχουν νὰ φανταστοῦν τὸν Παῦλο ἀνώτερο ἀπὸ τὰ ὑποκείμενά τους. ὁ μεγάλος ἑρμηνευτὴς τῶν αἰώνων ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ πολλοὶ ἄλλοι σπουδαῖοι ἑρμηνευταὶ ἐξηγοῦν ὅτι αὐτὸς ὁ σατὰν (= ἀντιρρησίας, δράστης ἀντιπράξεως· βλ. Μθ 16,23) εἶναι κάποιος πολὺ δύσκολος κι ἐπικίνδυνος ἐχθρὸς τοῦ Παύλου, ποὺ τὸν ἐπιβουλεύεται θανάσιμα, τὸν ἀκολουθεῖ κατὰ πόλι, καταστρέφει τὸ ἔργο του, καὶ τοῦ εἶναι δυσαπάλλακτος. ἄγγελοι στὴ Γραφὴ λέγονται καὶ τ᾿ ἀσώματα πνεύματα, τὰ ἅγια ἢ τὰ πονηρά, καὶ διάφοροι ἄνθρωποι, ἰδίως ἐκτελεσταὶ ἑνὸς ἔργου καὶ μιᾶς ἀποστολῆς, τόσο οἱ ἅγιοι ὅσο καὶ οἱ κακοὶ, λ.χ. ὁ προφήτης Μαλαχίας, ὁ ᾿Ιωάννης βαπτιστής, οἱ ἐπίσκοποι τῶν ἑπτὰ Μικρασιατικῶν πόλεων τῆς ᾿Αποκαλύψεως καὶ μάλιστα καὶ οἱ δυὸ κακοί. σατὰν ἐπίσης λέγεται ἀπὸ τὸν Κύριο μιὰ φορὰ καὶ ὁ Πέτρος, ἐπειδὴ τοῦ ἔφερε ἀντίρρησι. αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἐχθρὸς τοῦ Παύλου ὁ δυσαπάλλακτος κι ἐπικίνδυνος δὲν ἀφήνει τὸν ἀπόστολο νὰ χαρῇ τὸ ἔργο του ἀνεπιφύλακτα καὶ νὰ τὸ καμαρώσῃ. καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ παρακάλεσε τρεῖς φορὲς τὸν Κύριο, νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ἐχθρό, ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε· «῎Οχι· σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρι μου· ἡ δύναμί μου ἔτσι, μ᾿ αὐτὲς τὶς συνθῆκες τῆς ἀδυναμίας σου (ἐν ἀσθενείᾳ), ἐκδηλώνεται καὶ φαίνεται σ᾿ ὅλο τὸ μεγαλεῖο της». τὸν λέει δὲ καὶ σκόλοπα (= ἀγκάθι) τῇ σαρκί του ὁ Παῦλος, ἢ ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωπος τῆς σαρκός του, δηλαδὴ ὁμοεθνής του ῾Εβραῖος, ἢ ἐπειδὴ τὸν μάχεται μόνο κατὰ κόσμον, χωρὶς νὰ μπορῇ νὰ τὸν βλάψῃ καὶ στὰ τῆς σωτηρίας του ἢ στὸ νὰ σῴζῃ ἄλλες ψυχὲς καλοπροαίρετες, ἢ καὶ γιὰ τὶς δυὸ αἰτίες. στὴν τελευταία ᾿Επιστολή του ὁ Παῦλος μᾶς δίνει τὰ ὀνόματα πέντε τέτοιων μεγάλων ἐχθρῶν του, ποὺ ἦταν πρώην συνεργάτες του Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἀποστάτησαν· εἶναι οἱ ᾿Αλέξανδρος χαλκεύς, ῾Υμέναιος, Φιλητός, Φύγελλος, καὶ ῾Ερμογένης (Β΄ Τι 1,15· 2,17· 4,14), πιθανῶς ᾿Ιουδαῖοι καὶ πρὶν πιστεύσουν καὶ μετὰ τὴν ἀποστασία τους. ὁ Κύριος ἀντὶ νὰ τὸν ἀπαλλάξῃ ἀπ᾿ αὐτούς, τοὺς ἔκανε ἀπὸ ἕναν πέντε. ἔτσι ἦταν τὸ θέλημά του. τὸ νὰ ἔρθῃ πρῶτος κάποιος ἀθλητής, εἶναι δόξα, ἀλλὰ τὸ νὰ τὸν ῥίξουν κατὰ γῆς, καθὼς ἔρχεται πρῶτος, καὶ νὰ περάσουν ὅλοι ἀπὸ πάνω του ποδοπατώντας τον, κι ἔπειτα ἀπὸ τελευταῖος καὶ τραυματισμένος νὰ σηκωθῇ, νὰ τρέξῃ καὶ νὰ τοὺς περάσῃ πάλι ὅλους καὶ νὰ τερματίσῃ πρῶτος, αὐτὸ εἶναι μεγάλη δόξα, κι ὁ Κύριος μὲ τέτοια δόξα ἤθελε νὰ ἐπιτελέσῃ τὸ ἔργο του ὁ Παῦλος, ὁ πιστὸς καὶ ἀτσάλινος Παῦλος.
Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων ἱστορεῖται, ὅτι κατὰ τὴν πρώτη του ἀποστολικὴ περιοδεία, στὰ Λύστρα τῆς Μ. ᾿Ασίας, οἱ ᾿Ιουδαῖοι λιθοβόλησαν τὸν Παῦλο, κι ὁ ὄχλος, ποὺ νόμισε ὅτι εἶναι πιὰ νεκρός, τὸν ἔσυραν ἔξω τῆς πόλεως καὶ τὸν πέταξαν κάπου σὰν ψοφίμι. οἱ Χριστιανοὶ πῆγαν νὰ τὸν περισυλλέξουν, προφανῶς γιὰ νὰ τὸν θάψουν, ἀλλὰ καθὼς τὸν περικύκλωσαν, τὸν εἶδαν νὰ ἔχῃ συνέλθει, νὰ σηκώνεται, καὶ φυσικὰ μετὰ ἀπὸ τὴν εὐνόητη ἐπίδεσι τῶν τραυμάτων του, νὰ πηγαίνῃ τὴν ἄλλη μέρα στὴ γειτονικὴ Δέρβη καὶ νὰ κηρύττῃ τὸ εὐαγγέλιο, σὰ νὰ μὴν τοῦ εἶχε συμβῆ τίποτε. αὐτό, ἐκτὸς ἀσφαλῶς ἀπὸ τὴ μεγάλη πίστι του, δείχνει κι ἕναν ἄντρα σπανίας σωματικῆς ἀντοχῆς καὶ ὑγείας καὶ πολὺ σκληραγωγημένο (Πρξ 14,19‒20). καθὼς ἦταν στὸ ἐπάγγελμα σκηνοποιός, εἶχε χέρια σκληραγωγημένα καὶ ἴσως ῥοζιασμένα· αὐτὸ ὑπαινίσσεται προφανῶς δείχνοντας καὶ τὰ χέρια του, ὅταν, καθὼς ἀποχαιρετάει τοὺς ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου καὶ τῆς Μιλήτου, τοὺς τονίζει ὅτι μὲ τὴν προσωπική του χειρωνακτικὴ ἐργασία συντηροῦσε τὸν ἑαυτό του κι ὅλους τοὺς συνεργάτες του, χωρὶς νὰ ἐπιβαρύνῃ καθόλου τὴν ἐκκλησία καὶ τοὺς μεμονωμένους Χριστιανοὺς γιὰ τὶς δαπάνες τοῦ κηρύγματος καὶ τῶν περιοδειῶν του. Ταῖς χρείαις μου, λέει, καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται (Πρξ 20,34). στὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους ᾿Επιστολή του, γραμμένη πρὶν ἀπὸ τὴ μέση τῆς δράσεώς του, ἀπαριθμεῖ τὶς κακουχίες καὶ κακοποιήσεις ποὺ εἶχε ὑποστῆ μέχρι τότε· φυλακὴ καὶ ξυλοκόπημα μέχρι θανάτου ὑπέστη πολλὲς φορές, ἰδιαιτέρως πέντε φορὲς μαστιγώθηκε μὲ 39 βουρδουλιὲς κάθε φορὰ (τότε οἱ ἄνθρωποι συνήθως πέθαιναν μ᾿ ἕνα μαστίγωμα), τρεῖς φορὲς ξυλοκοπήθηκε μὲ ῥόπαλα, μία φορὰ λιθοβολήθηκε (ἐννοεῖ ὁπωσδήποτε τὸ λιθοβολισμὸ ποὺ ἀναφέρθηκε παραπάνω), τρεῖς φορὲς ναυάγησε καὶ προφανῶς γλίτωσε κολυμπώντας σὲ τρικυμισμένη θάλασσα ἐπὶ ὧρες, μία φορὰ ἔκανε μέσα στὴ θάλασσα ἕνα μερόνυχτο, ὁδοιπορίες ἔκανε ἀμέτρητες (λ.χ. Καβάλα‒Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη‒Βέροια), πάρα πολλὲς φορὲς κινδύνευσε νὰ χάσῃ τὴ ζωή του ἀπὸ λῃστάς, πολλὲς φορὲς κυνηγήθηκε σὲ πόλεις, σὲ ὕπαιθρο, σὲ θάλασσα, ἀπὸ ᾿Ιουδαίους, εἰδωλολάτρες, καὶ ψευτοχριστιανούς· κόπους ἐξοντωτικούς, πεῖνες, δίψες ἐπικίνδυνες, ἀγρυπνίες, κρύα ὑπέφερε ἀμέτρητες φορές· καὶ μέσα σ᾿ ὅλα αὐτὰ μεριμνοῦσε γιὰ τὴ διοίκησι πολλῶν ἐκκλησιῶν. ὅλα αὐτὰ ἔξω ἀπὸ τὸ κήρυγμα καὶ τὴ διδαχή (Β΄ Κο 11,23‒28). αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀτσάλινος, γερὸς καὶ σκληρὸς ὅσο δὲν γίνεται ἄλλο. μετὰ πολλὰ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ τὰ λέει αὐτά, τὸν παρακολουθοῦμε πῶς συμπεριφέρεται σ᾿ ἕνα πολύμηνο ναυάγιο ἀπὸ τὴν Κρήτη μέχρι τὴ Μάλτα. ἀποδείχτηκε ὄχι μόνο σωματικὰ ἀνθεκτικὸς καὶ ἀκατάβλητος ἀλλὰ καὶ γεμάτος αἰσιοδοξία, ποὺ ἐνθάρρυνε κι ἔδινε κουράγιο ἀκόμη καὶ στοὺς θαλασσόλυκους ναυτικούς (Πρξ 27,13‒14). πέρα ἀπὸ τὴν ἀνυπολόγιστη πίστι του στὸν Κύριο ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε καὶ μιὰ ὑγεία χαλύβδινη. χαλύβδινος λοιπὸν ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ὑγεία, στὴν ἀρτιμέλεια, στὴν ἀντοχή, στὴ σκληραγωγία. στὴ δὲ πίστι ἄφταστος. ὄντως σκεῦος ἐκλογῆς.
Οἱ φαρισαῖοι, ποὺ στὸ ξεκίνημά τους δύο περίπου αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἦταν μιὰ ὄντως ἁγνὴ καὶ ἁγία παράταξι, καὶ μόνο ἔπειτα, σὲ γενιὲς μεταγενέστερες, διωλίσθησαν σιγὰ σιγὰ στὴ γνωστὴ ἔπαρσι καὶ ὑποκρισία καὶ διαφθορά τους – κάτι στὸ ὁποῖο ὑπόκεινται ὅλα τὰ κινήματα, ὀργανώσεις, συνοδίες, ἀδελφότητες, ἑταιρίες, κ.λπ. – , εἶχαν ὡρισμένες ἀρχὲς πολὺ σπουδαῖες. μία τέτοια ἦταν ὅτι οἱ διδάσκαλοι τοῦ Νόμου, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα οἱ θεολόγοι καὶ ἱεροκήρυκες, ἔπρεπε γιὰ τὸ βιοπορισμό τους νὰ μὴ βασίζωνται στὴ θεολογική τους ἰδιότητα καὶ νὰ μὴν ἔχουν ἐξάρτησι ἀπὸ τὴ βιοποριστικὴ χρῆσι αὐτῆς τῆς ἰδιότητος, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως μποροῦσε ἐν καιρῷ νὰ εἶναι καὶ οἰκονομικῶς ἄκαρπη, ἀλλὰ νὰ ἔχουν ὡς ἐναλλακτικὴ καὶ μιὰ χειρωνακτικὴ τέχνη χρήσιμη γιὰ τὴν ἐπιβίωσί τους. καὶ ὁ Παῦλος, τηρώντας αὐτὴ τὴ σοφὴ ἀρχή, μαζὶ μὲ τὶς σπουδές του εἶχε μάθει καὶ τὴν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ (Πρξ 18,3). κι αὐτὴ ἀσκοῦσε ὡς Χριστιανὸς καὶ ἀπόστολος, ὅταν πιὰ τὸ φαρισαϊκὸ «θεολογικὸ πτυχίο» του τοῦ ἦταν βιοποριστικῶς ἄχρηστο. καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν τέχνη, ὅπως φρονοῦσε ὁ ἴδιος, μπόρεσε νὰ δείξῃ στὸ Χριστὸ τὸ ἑκούσιο τῆς χριστιανικῆς καὶ ἀποστολικῆς του ἰδιότητος, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω.
῏Ηταν δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἄνθρωπος ἐργατικώτατος. αὐτὸ φαίνεται κυρίως τὴ βραδιὰ ποὺ βρέθηκε μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους ναυαγὸς στὴ νῆσο Μελίτη. μάζευε κι αὐτὸς ξύλα καὶ φρύγανα, γιὰ ν᾿ ἀνάψουν φωτιά, ὅταν τὸν τσίμπησε καὶ ἡ ὀχιὰ στὸ χέρι (Πρξ 28,3). σὲ κάτι τέτοιες στιγμὲς οἱ ἄνθρωποι δείχνουν τὸ χαρακτῆρα τους ἀπροσποίητα κι αὐθεντικώτερα.
῏Ηταν ἐπίσης ὁ Παῦλος ἄνθρωπος φύσει πνευματώδης. στὴν Πρὸς Φιλήμονα ἐπιστολή του φαίνεται ὅτι εἶχε χιοῦμορ. αὐτὸ τὸ χιοῦμορ μερικὲς φορὲς γινόταν καὶ αὐστηρὴ διδασκαλικὴ εἰρωνεία γιὰ τοὺς μαθητάς του (Α΄ Κο 4,8) ἢ εὑρηματικὸς σαρκασμὸς γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς ἐχθροὺς τῆς ἀληθείας (Φι 3,2).
Κάποιες φορὲς μιλοῦσε καὶ «ἔξω ἀπὸ τὰ δόντια» μὲ μιὰ ἐλαφρὰ ἀθυροστομία, ὅπως ὅταν τὰ προχριστιανικὰ ἐθνικὰ καὶ κοινωνικὰ προσόντα του τὰ λέῃ σκύβαλα (Φι 3,8). ἄστοχα σήμερα ἡ λέξι μεταφράζεται συνήθως «σκουπίδια». εἶναι ὅμως στὴ γλῶσσα τῶν χρόνων ἐκείνων σκύβαλα ἀκριβῶς τὰ ἰδιότυπα τεμάχια τῆς ἀνθρωπίνης κόπρου, οἱ κουράδες.
Μητρικὴ γλῶσσα εἶχε ὁ Παῦλος τὴν ἑλληνικὴ καὶ γλῶσσα τῆς ἐπιστημονικῆς παιδείας του τὴν ἑβραϊκή. μικρὸς στὴν Ταρσὸ τὴν πατρίδα του κι ἀργότερα μεγάλος πάλι σ᾿ αὐτή, πρὶν κληθῇ στὴν ᾿Αντιόχεια ἀπὸ τὸ Βαρνάβα, κι ἀκόμη ἀργότερα ὡς ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν τῆς ῾Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας μιλοῦσε τὴν ἑλληνική, αὐτὴ στὴν ὁποία γράφει τὶς ᾿Επιστολές του. τὴ γλῶσσα τῆς ἀνωτάτης παιδείας του, τὴν ἑβραϊκή, ὡς ἀπόστολο τὸν βλέπουμε νὰ τὴ μιλάῃ σὲ ὡρισμένες μόνο περιπτώσεις, ὅπως στὸ λόγο του πρὸς τοὺς ῾Εβραίους στὰ σκαλιὰ τῆς αὐλῆς τοῦ ναοῦ τῆς ᾿Ιερουσαλήμ (Πρξ 22,1‒21), καὶ τὴν ἄλλη μέρα στὸ μέγα συνέδριο τοῦ ᾿Ισραήλ (Πρξ 23,1‒6)· ἐπίσης ὅταν μεταφράζῃ τὰ παραθέματά του ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸ ἑβραϊκὸ πρωτότυπο, ποὺ τότε σῳζόταν. μὲ τοὺς ῾Ρωμαίους καὶ τὸν ῾Ηρῴδη Γ΄ καὶ τοὺς αὐλικούς του μιλοῦσε ἑλληνικά. λατινικὰ νὰ μιλάῃ δὲν φαίνεται ποτὲ πουθενὰ οὔτε αὐτὸς οὔτε ἄλλος ἀπόστολος οὔτε γενικῶς κανένα ἄλλο πρόσωπο τῆς Καινῆς Διαθήκης. ἡ ἐπισημότερη γλῶσσα τῆς ῾Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας μέχρι τὸ 284 μ.Χ. ἦταν ἡ ἑλληνική. γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος γράφει στὴν ἑλληνικὴ ὄχι μόνο πρὸς ῞Ελληνες ἀλλὰ καὶ πρὸς ῾Ρωμαίους, πρὸς Γαλάτας, πρὸς ῾Εβραίους.
Στὴ φύσι του λοιπὸν ὁ Παῦλος ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πολὺ ὑγιὴς καὶ ἀνθεκτικός, πολὺ ἔξυπνος καὶ πολὺ ἱκανός, στὴ δὲ ἀγωγή του πολὺ κοινωνικός, πολὺ ἐγγράμματος καὶ ἐπιστήμων, μὲ τὴ φιλοφρόνησί του καὶ τὸ χιοῦμορ του, μὲ τὴν εἰρωνεία του καὶ τὸ σαρκασμό του, ὅταν χρειαζόταν, ἑτοιμόλογος, ἀποστομωτικὸς στὰ ἐπιχειρήματα, ἄνθρωπος ποὺ ἤξερε νὰ ἐκμεταλλεύεται τὴν εὐκαιρία, ἄνθρωπος πού, ἂν δὲν ἦταν Χριστιανὸς καὶ ἄνθρωπος τοῦ θεοῦ, μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνας πολὺ σημαντικὸς ἐπιστήμων, ἕνας πολὺ διάσημος στρατηγός, ἕνας πολυμήχανος πολιτικός, ἕνας πολὺ πετυχημένος ἐπιχειρηματίας ἢ ἔμπορος, ἕνας ἡγέτης. ὁ Κύριος ὅμως τὸν διάλεξε ἐκ κοιλίας μητρός του καὶ τὸν σημάδεψε γιὰ ἀπόστολό του καὶ θεμελιωτὴ τῆς ἐκκλησίας καὶ κύριο συντάκτη τῆς Καινῆς Διαθήκης.
῾Ο ἀπόστολος Παῦλος δὲν ἦταν πρόσωπο μόνο «γιὰ ἐσωτερικὴ κατανάλωσι», ὅπως λένε σήμερα, ἀπὸ κείνους δηλαδὴ τοὺς δῆθεν σπουδαίους, ποὺ εἶναι σπουδαῖοι καὶ λατρευτοὶ γκουροὺ μόνο στὸ θίασό τους, στὸ περιβάλλον τῶν φανατικῶν ὀπαδῶν τους ποὺ τοὺς βλέπει νὰ εἶναι ὑπερυψωμένοι ἕνα μέτρο ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος, νὰ περιβάλλωνται ἀπὸ φωτοστέφανο ἢ ἀπὸ ἕνα ντουμάνι ζόφου καὶ νὰ βρίσκωνται μέσα σ᾿ ἕναν κουρνιαχτὸ «θείας χάριτος» σὰν ἀλευρωμένοι μυλωνᾶδες, ἐνῷ στὰ μάτια τοῦ ὑπολοίπου κόσμου εἶναι γελοῖα ὑποκείμενα καὶ κωμικοὶ παλιάτσοι. καὶ τέτοιοι ὑπάρχουν βέβαια σήμερα πολλοί, ὦστε νὰ ξέρουμε τὸν τύπο τους. ὁ Παῦλος ἦταν προσωπικότης καὶ «γιὰ ἐξωτερικὴ κατανάλωσι», ἐκτιμώμενος καὶ ἀπὸ τοὺς μὴ Χριστιανούς, ὅσοι δὲν εἶχαν λόγο νὰ εἶναι ἐχθροί του. γι᾿ αὐτὸ κι αὐτὸς εἶναι ποὺ θέσπισε ὅτι ὁ Χριστιανὸς ἡγέτης, ὁ κληρικὸς δηλαδή, πρέπει νὰ ἔχῃ καλὴν καὶ τὴν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν μαρτυρίαν (Α΄ Τι 3,7). δὲν ἐννοεῖ φυσικὰ ὅτι, ὅταν ἡ ἐκκλησία χειροτονῇ ἕναν ἐπίσκοπο ἢ πρεσβύτερο, πρέπει νὰ στέλνῃ «τὰ χαρτιά του» πρὸς ἔγκρισι καὶ στοὺς μὴ Χριστιανοὺς καὶ μάλιστα στοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως, ἀλλ᾿ ὅτι πρέπει ἡ ἐκκλησία μὲ τρόπο ἔξυπνο κι ἀπαρατήρητο καὶ μὲ βολιδοσκόπησι τελείως ἀφανῆ στοὺς βολιδοσκοπουμένους νὰ τεκμηριώνῃ ἂν ὁ ὑποψήφιος ἡγέτης της εἶναι ἄνθρωπος ποὺ «νὰ πιάνῃ ἡ μπογιά του» ὄχι μόνο στοὺς φανατικοὺς «ζηλωτάς» του καὶ στὶς ἐρωτευμένες μ᾿ αὐτὸν χαμηλοβλεποῦσες «θεοῦσες» του, ἀλλὰ καὶ στὸν ἔξω κόσμο τὸν ἀνύποπτο καὶ νηφάλιο καὶ μὴ ἀφιονισμένο. δὲν θὰ τοὺς ῥωτήσουμε βέβαια, ἀλλὰ θὰ τοὺς «ψαρέψουμε» γιὰ τὸ πῶς βλέπουν τὸ πρόσωπο ποὺ ἐμεῖς θέλουμε νὰ κάνουμε ἡγέτη· καὶ χωρὶς νὰ ὑποψιάζωνται οἱ ἔξωθεν μάρτυρες τί θέλουμε νὰ τὸ κάνουμε ἐμεῖς τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο καὶ ποιό πρόσωπο. ἦταν λοιπὸν πρῶτος ὁ θεσπίσας Παῦλος ὑπέροχος ἄντρας κατὰ τὴν ἔξωθεν μαρτυρία. σὲ ἀνεπηρέαστα ἐξωτερικὰ περιβάλλοντα πάντοτε καὶ γρήγορα κέρδιζε τὴν πολὺ μεγάλη τους ἐκτίμησι. σὲ τέτοια περιβάλλοντα φρόντιζε πρῶτα νὰ ἐκτιμηθῇ ὡς ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, νὰ ἐπιβάλῃ ὡς σεβαστὴ τὴ γνώμη του γιὰ κάτι τὸ ἄσχετο μὲ τὴ Χριστιανικὴ πίστι, κι ἔπειτα νὰ φανερωθῇ ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ θεοῦ, οὗ ἐστι καὶ ᾧ λατρεύει (Πρξ 27,23). ἔτσι ἐπέβαλλε πρῶτα τὸ σέβας πρὸς τὸ πρόσωπό του, καὶ ἀπὸ θέσεως ἀδυναμίας μάλιστα, ὡς δέσμιος τὶς περισσότερες φορές, κι ἔπειτα φανερωνόταν ὡς ἄνθρωπος θεοῦ τινος. ἔτσι τὸν ἐκτίμησαν οἱ ἀσιάρχαι τῆς ᾿Εφέσου, ἡ τοπικὴ δηλαδὴ μὴ χριστιανικὴ κυβέρνησι τῆς ῥωμαϊκῆς ἐπαρχίας ᾿Ασίας, καὶ τὸν ἔκρυψαν καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τὸν σώσουν ἀπὸ τὴ μανία τῶν φανατικῶν εἰδωλολατρῶν τῆς ᾿Εφεσίας ᾿Αρτέμιδος, ποὺ μὲ ἀρχηγὸ τὸν ἀργυροκόπο τῶν ναῶν της Δημήτριο τὸν ἔψαχναν, γιὰ νὰ τὸν ξεσχίσουν (Πρξ 19,23‒31). ἔτσι ὁ χιλίαρχος Λυσίας, ποὺ τὸν εἶχε συλλάβει καὶ τὸν εἶχε δεμένο καὶ εἶχε διατάξει τὴ μαστίγωσί του, τὸν ἐκτίμησε, καὶ μεταβλήθηκε σὲ ἀρχηγὸ τῆς σωματοφυλακῆς του (Πρξ 21,33· 22,24‒29· 23,26‒30· 24,22‒23). ἔτσι τὸν σεβάστηκε ὁ ἀνθύπατος Φῆλιξ (Πρξ 24,24‒26), καὶ ὁ ἑπόμενος ἀνθύπατος Φῆστος, ποὺ ἀρχικὰ ἤθελε νὰ τὸν παραδώσῃ ἀνεύθυνα στὴ δολοφονικὴ μανία τῶν ᾿Ιουδαίων (Πρξ 25,9‒22). ἔτσι τὸν σεβάστηκαν ὅλοι οἱ ἐπίσημοι τῆς ῥωμαϊκῆς ἀνθυπατίας καὶ τῆς ἡρῳδιανῆς βασιλικῆς αὐλῆς, καὶ λαμπροφόρεσαν γι᾿ αὐτόν, καὶ οἱ ἐπίσημες κυρίες ποὺ τοὺς συνώδευαν μετὰ πολλῆς φαντασίας (Πρξ 25,23‒26,3), καὶ ὁ βασιλεὺς ῾Ηρῴδης Γ΄ ὁ ᾿Αγρίππας, ὁ ὁποῖος τοῦ ὡμολόγησε ἐνώπιον ὅλων καὶ τοῦ ἀνθυπάτου ὅτι «Παρὰ λίγο νὰ μὲ κάνῃς καὶ Χριστιανό, Παῦλε» (Πρξ 26,28). ἔτσι τὸν ἐκτίμησε βαθύτατα ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας μέρα τῆς γνωριμίας των ὁ ἀρχιδεσμοφύλακας τῆς μεταφορᾶς του ἑκατοντάρχης ᾿Ιούλιος καὶ μὲ δική του εὐθύνη τὸν ἄφησε γιὰ πολλὲς μέρες τελείως ἐλεύθερο μέσα στὴ μεγαλούπολι Σιδῶνα (Πρξ 27,3), κι ἀργότερα γιὰ χάρι του ἀποφάσισε νὰ μὴν ἐφαρμόσῃ τὸ ῥωμαϊκὸ νόμο καὶ τὴ σχετικὴ ἀπόφασι τῶν ἀξιωματικῶν του περὶ ἐκτάκτου θανατικῆς ἐκτελέσεως τῶν δεσμωτῶν σὲ περίπτωσι ναυαγίου (Πρξ 27,42‒43). ἔτσι οἱ θαλασσόλυκοι ναυτικοὶ τοῦ καραβιοῦ ἀγνόησαν τὴ ναυτικὴ πεῖρα τους γιὰ τὸ τί θὰ κάνουν καὶ πείστηκαν στὸν Παῦλο ποὺ δὲν ἤξερε ἀπὸ θάλασσα (Πρξ 27,30‒41). ἔχω μάλιστα τὴ γνώμη ὅτι ὁ χιλίαρχος Λυσίας κι ὁ ἑκατοντάρχης ᾿Ιούλιος ἀργότερα ἔγιναν ἀπὸ τὸν Παῦλο καὶ Χριστιανοί, διότι ἔχω παρατηρήσει ὅτι μέσα στὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅσα «ἐξωτερικὰ» πρόσωπα κατονομάζονται, ὅπως καὶ ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος καὶ ἡ γυναίκα του, ποὺ σεβαστὴ γερόντισσα χήρα πλέον περιποιόταν σὰ μητέρα τὸν ἀπόστολο Παῦλο, καὶ οἱ γιοί του ᾿Αλέξανδρος καὶ ῾Ροῦφος (Μθ 27,32· Λκ 23,26· Μρ 15,31· ῾Ρω 16,13· πρβλ. Α΄ Τι 5,9‒10), εἶναι πρόσωπα ποὺ ἔγιναν ἔπειτα Χριστιανοί, καὶ ἦταν ἤδη Χριστιανοί, ὅταν γραφόταν τὸ βιβλίο ποὺ τοὺς κατονομάζει, ἐνῷ ὅσοι δὲν ἔγιναν Χριστιανοί, συνήθως δὲν κατονομάζονται, παρὰ μόνο ἂν εἶναι ἄκρως ἐπίσημα πρόσωπα, βασιλεῖς δηλαδὴ καὶ ἀνθύπατοι καὶ γυναῖκες τέτοιων προσώπων. καὶ ὅλοι οἱ τέτοιοι ὅσοι ἔγιναν Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν Παῦλο, ἔγιναν ἀκριβῶς χάρι στὴν πρὸς τὰ ἔξω ἄξια ἐκτιμήσεως ἐμφάνισι τοῦ Παύλου, χάρι στὸ ὅτι ἦταν πρόσωπο καὶ «γιὰ ἐξωτερικὴ κατανάλωσι», ἤτοι καὶ μὲ «ἐξωτερικὴ πέρασι», πρόσωπο μὲ ἰσχυρὴ τὴν ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία. τέτοια πρόσωπα δόξασαν τὴν ἐκκλησία, ἐνῷ οἱ προειρημένοι γελοῖοι στάρετς καὶ γκουροὺ τὴν καταρρακώνουν καὶ τὴν κάνουν νὰ βλασφημῆται ἀπὸ τοὺς ἔξω ποὺ βλέπουν τί καραγκιόζηδες εἶναι οἱ «ἔσω λατρευόμενοι» καὶ τί βλήματα εἶναι οἱ λάτρεις των. δὲν λαχτάρησαν οἱ ἔξω σωστοὶ ἄνθρωποι νὰ γίνουν τέτοια βλήματα καὶ νὰ λατρεύουν τέτοιους καραγκιόζηδες, ὅσο κι ἂν ἐμεῖς τοὺς παραχωροῦμε τὰ σκουλαρίκια τους καὶ τοὺς προσφέρουμε καὶ μουσικὴ ῥόκ. δικά τους εἶναι τὰ σκουλαρίκια, δική τους καὶ ἡ μουσικὴ ῥόκ, τὰ ἔχουν καὶ χωρὶς νὰ τοὺς τὰ παραχωρήσουμε ἐμεῖς, δὲν περιμένουν νὰ τὰ πάρουν ἀπὸ μᾶς· ἄλλα πράγματα περιμένουν ἀπὸ μᾶς, ἐκεῖνα ποὺ μόνο ἐμεῖς τὰ ἔχουμε ‒ ἂν τὰ ἔχουμε βέβαια ‒, καὶ δὲν τὰ βρίσκουν ἀλλοῦ. κι ὅταν τοὺς παραχωροῦμε τὰ σκουλαρίκια τους, ἐκεῖνοι καταλαβαίνουν ‒ χόρτο δὲν τρῶνε ‒ ὅτι αὐτὸ τὸ κάνουμε, γιατὶ θέλουμε νὰ τὰ δανειστοῦμε κι ἐμεῖς λίγο τὰ σκουλαρίκια τους. δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ «ἔξω πέρασί» μας· αὐτὸ εἶναι τὸ ἔσχατο ῥεζίλι μας. κι ὅταν ὁ φυλακισμένος στὴ ῾Ρώμη Παῦλος ἔγινε σεβαστὸς κι ἀξιαγάπητος καὶ στοὺς αὐλικοὺς τῆς οἰκίας τοῦ Καίσαρος Νέρωνος (Φι 4,22) ‒ αὐτὸς εἶναι ὁ Καῖσαρ ποὺ κατονομάζεται στὴν Πρὸς Φιλιππησίους ᾿Επιστολὴ ‒ καὶ στοὺς ἀνθρώπους τοῦ οὐσιαστικοῦ πρωθυπουργοῦ του Ναρκίσσου (῾Ρω 16,11), τοὺς ὁποίους εἶχε κάνει ὅλους Χριστιανούς, δὲν ἔγινε βέβαια σεβαστὸς κι ἀγαπητὸς μὲ τὸ νὰ χώνῃ τὴ μούρη του στὴν ἐξωτερικὴ κι ἐσωτερικὴ πολιτικὴ τῆς ῾Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἢ μὲ τὸ νὰ «λύνῃ» τὰ ἐδαφικὰ προβλήματά της. δὲν ἦταν τέτοιος παλιάτσος ὁ ἀπόστολος Παῦλος· ἦταν χορτᾶτος κι εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν ἀποστολή του κι ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ πίστευε, καὶ δὲν εἶχε στὴν ψυχή του κενά, γιὰ νὰ θέλῃ νὰ τὰ γεμίσῃ μ᾿ ἐγκόσμια πολιτική, οὔτε εἶχε κρυφὲς ἀνικανοποίητες ἐγκόσμιες κάψες, γιὰ τὶς ὁποῖες νὰ εἶχε ἀποδειχτῆ παλιότερα ἀνίκανος νᾶνος, ὥστε νὰ γλίχεται νὰ τὶς ἱκανοποιήσῃ καὶ νὰ τὶς κορέσῃ ἔπειτα μὲ ἐγκόσμια πολιτική, μὲ ἐφαλτήριο τὸ ἀνομολόγητο καύχημα «Μὰ εἶμαι κοτζὰμ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν»! ἂν εἶχε τέτοιες κάψες ὁ Παῦλος, εἶχε τὶς ἱκανότητες, καὶ χωρὶς νὰ γίνῃ Χριστιανός, νὰ τὶς κορέσῃ, διότι ἦταν πρόσωπο οὕτως ἢ ἄλλως ἱκανό, ποὺ δὲν εἶχε χρησιμοποιήσει ποτὲ τὴ χριστιανική του ἰδιότητα ὡς ἄλλοθι. εἶχε προσόντα, πρὶν γίνῃ Χριστιανός, ποὺ τὰ θεώρησε σκύβαλα, καὶ δὲν λιγουρευόταν νὰ φάῃ ἐκ τῶν ὑστέρων σκύβαλα.
῾Ο Παῦλος ἦταν ἄνθρωπος πολὺ ὀργανωτικός. εἶχε ἕνα ἐπιτελεῖο μὲ πολλοὺς συνεργάτες, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους στὶς Πράξεις καὶ στὶς ᾿Επιστολές του κατονομάζονται 75. ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ 60 ἦταν ἄντρες καὶ οἱ 15 γυναῖκες. τοὺς συνεργάτες του ὁ Παῦλος τοὺς διέκρινε σὲ τρεῖς κατηγορίες· ἦταν οἱ συναπόδημοι, οἱ μὴ συναπόδημοι, καὶ οἱ ἐπὶ θητείᾳ συναπόδημοι. οἱ συναπόδημοι τὸν ἀκολουθοῦσαν παντοῦ, ἐκτὸς ἂν τοὺς ἔστελνε μακριά του σὲ εἰδικὴ ἀποστολή· ἦταν πάντως ἄνθρωποι κινούμενοι καὶ ἀνέστιοι, ὅπως αὐτός – τὴν κατάστασι αὐτὴ τὴν ἐκφράζει μὲ τὸ ῥῆμα του ἀστατοῦμεν (Α΄ Κο 4,11) –, καὶ προφανῶς ἄγαμοι. τέτοιοι ἦταν κυρίως οἱ τέσσερες μεγάλοι συνεργάτες του καὶ συναπόστολοι καὶ κατὰ κάποιον τρόπο ὑπαρχηγοί του Σιλουανὸς ἢ Σίλας, εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, Τίτος, καὶ Τιμόθεος, καθὼς καὶ ἄλλοι ὅπως ὁ ᾿Αρίσταρχος ὁ Θεσσαλονικεὺς Μακεδών, ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, κλπ.. οἱ συναπόδημοι ἦταν ὅλοι ἄντρες, καὶ δὲν ὑπῆρχε μεταξύ τους καμμία γυναίκα καμμιᾶς ἡλικίας καὶ καμμιᾶς κοινωνικῆς καταστάσεως. αὐτό, ἐκτὸς τοῦ ὅτι φαίνεται καὶ ἀπὸ μόνο του μέσα στὰ κείμενα, τὸ λέει κι ὁ ἴδιος ῥητῶς καὶ τὸ διευκρινίζει καὶ τὸ αἰτιολογεῖ (Πρξ 18,2‒3· 20,34· Α΄ Κο 9,5‒6). οἱ μὴ συναπόδημοι ἦταν ἄντρες καὶ γυναῖκες. οἱ γυναῖκες, ὅταν ἦταν μαζὶ μὲ τὸν ἄντρα τους, ὅπως στ᾿ ἀντρόγυνα ᾿Ακύλας καὶ Πρίσκιλλα, Φιλήμων καὶ ᾿Απφία, ᾿Ανδρόνικος καὶ ᾿Ιουνία, Φιλόλογος καὶ ᾿Ιουλία, μποροῦσαν νὰ εἶναι καὶ κάτω τῶν 60 ἐτῶν καὶ διακονοῦσαν μόνο τὸν ἄντρα τους· ὅταν ὅμως ἦταν χῆρες καὶ διακονοῦσαν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του, ἦταν ἄνω τῶν 60 ἐτῶν καὶ πληροῦσαν τρεῖς κυρίως ὅρους· α΄) ἦταν χῆρες ποὺ εἶχαν ἀποπερατώσει τὴν τεκνοτροφία καὶ τοῦ τελευταίου τέκνου των, ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐνήλικο καὶ ἀποκατεστημένο (εἰ ἐτεκνοτρόφησεν), ὁπότε ἦταν ἐλεύθερες ἀπὸ κάθε οἰκογενειακὴ ὑποχρέωσι, β΄) εἶχαν χρηματίσει γυναῖκες ἑνὸς μόνο ἀντρὸς (ἑνὸς ἀνδρὸς γυνή), καὶ γ΄) εἶχαν ὑπερβῆ τὸ ἑξηκοστὸ ἔτος (μὴ ἔλαττον ἐτῶν ἑξήκοντα). αὐτὲς ἦταν ἀφιερωμένες καὶ κατελέγοντο, δηλαδὴ ἐγγράφονταν σ᾿ ἕναν κατάλογο ὡς διάκονοι, ἤτοι διακόνισσες (Α΄ Τι 5,9· ῾Ρω 16,1). τέτοιες ἦταν ἡ Φοίβη ἡ διάκονος τῆς ἐν Κεγχρεαῖς τῆς Κορίνθου ἐκκλησίας (῾Ρω 16,1), καὶ ἡ Χλόη, διάκονος προφανῶς τῆς ἐν Κορίνθῳ ἐκκλησίας καὶ μητέρα τῶν συνεργατῶν τοῦ Παύλου Στεφανᾶ Φορτουνάτου καὶ ᾿Αχαϊκοῦ, ποὺ ἦταν κι αὐτοὶ μαζὶ μὲ τὴ μητέρα τους ἀφιερωμένοι στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελίου (Α΄ Κο 1,11· 1,16· 16,17‒18). οἱ ἐπὶ θητείᾳ συναπόδημοι ἦταν πάντοτε μόνο ἄντρες, τοὺς ὁποίους ἔδιναν στὸν Παῦλο διάφορες ἐκκλησίες σὰν ἔμψυχο φόρο γιὰ τὴν ἀποστολὴ καὶ τὴ διακονία τοῦ εὐαγγελίου καὶ οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦσαν γιὰ ὡρισμένο χρόνο ἢ γιὰ ὡρισμένη ἀποστολὴ κοντά του ὡς συνεργάτες του. τέτοιοι ἦταν ὁ ᾿Επαφρόδιτος τῶν Φιλιππησίων (Φι 2,25‒30) καὶ ὁ ᾿Επαφρᾶς τῶν Κολοσσαέων (Κλ 4,12). ὁ Παῦλος ἐξηγεῖ στοὺς μαθητάς του γιατί ἀνάμεσα στὶς ἀρχές του εἶχε καὶ δύο, ποὺ δὲν ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὶς ἔχῃ καὶ ποὺ ἐν τούτοις τὶς εἶχε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ δρᾶσι χωρὶς καμμιὰ ἐξαίρεσι· α΄) ὅτι ἐξοικονομοῦσε τὶς δαπάνες τῆς ἀποστολῆς μὲ δικά του χρήματα, ποὺ ἔβγαζε μὲ τὴν προσωπική του χειρωνακτικὴ ἐργασία, καὶ β΄) ὅτι δὲν ἔπαιρνε μαζί του στὴν ἀποστολή του ποτὲ καμμία γυναῖκα, παρ᾿ ὅλο ποὺ ὁ Κύριος αὐτὰ τὰ ἐπέτρεψε ὑπὸ ὅρους – τοὺς προειρημένους ὅρους – , καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι τὰ εἶχαν.
᾿Απὸ τοὺς συνεργάτες τοῦ Παύλου 28 ἦταν ῾Ρωμαῖοι πολῖτες, ὅπως αὐτός, πρᾶγμα ποὺ διευκόλυνε τὴν ἀποστολή του πολύ. ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀποστόλους καὶ συνεργάτες ἀποστόλων ῾Ρωμαῖοι πολῖτες ἦταν μόνο 3. ἀπὸ τοὺς 28 ῾Ρωμαίους πολῖτες συνεργάτες τοῦ Παύλου οἱ 23 ἦταν ἄντρες καὶ οἱ 5 γυναῖκες· φαίνονται ἀπὸ τὰ ῥωμαϊκά τους ὀνόματα. ἐπειδὴ ὅμως οἱ θετοὶ ῾Ρωμαῖοι πολῖτες διατηροῦσαν καὶ τὸ ἐθνικό τους ὄνομα εἴτε ἑλληνικὸ εἴτε ἑβραϊκό, λ.χ. Σαοὺλ Παῦλος, ᾿Ιωάννης Μᾶρκος, Συμεὼν Νίγερ, ᾿Ιωσὴφ ᾿Ιοῦστος, Κλαύδιος Λυσίας, Φλάβιος ᾿Ιώσηπος, ῾Ηρῴδης ᾿Αγρίππας, Πεδάνιος Διοσκουρίδης, Κλαύδιος Πτολεμαῖος, κλπ., κι ἐπειδὴ μερικοὶ ὠνομάζονταν συνήθως καὶ μόνο μὲ τὸ ἐθνικό τους, λ.χ. Σαούλ, ῾Ηρῴδης, ᾿Ιώσηπος, εἶναι πιθανὸ ὅτι καὶ ἄλλοι συνεργάτες τοῦ Παύλου, ποὺ ἦταν ἀδερφοὶ ἢ τέκνα ἢ σύζυγοι ῾Ρωμαίων πολιτῶν, ἦταν ἐπίσης ῾Ρωμαῖοι πολῖτες, ὅπως ὁ σύζυγος τῆς ᾿Απφίας Φιλήμων, ὁ σύζυγος τῆς ᾿Ιουνίας ᾿Ανδρόνικος, ὁ σύζυγος τῆς ᾿Ιουλίας Φιλόλογος, ὁ ἀδερφὸς τοῦ ῾Ρούφου ᾿Αλέξανδρος, οἱ ἀδερφοὶ καὶ ἡ μητέρα τοῦ Φορτουνάτου Στεφανᾶς καὶ ᾿Αχαϊκὸς καὶ Χλόη, ὁ πιθανῶς γιὸς τῶν Φιλήμονος καὶ ᾿Απφίας ῎Αρχιππος, κ.λπ.. τέτοιοι πιθανοὶ ῾Ρωμαῖοι πολῖτες συνεργάτες τοῦ Παύλου φαίνονται ἄλλοι 7 ἄντρες καὶ 1 γυναίκα, ὁπότε οἱ τέτοιοι συνεργάτες του ἀνέρχονται σὲ 36. τέλος ἀπὸ τοὺς 23 ἀποστόλους καὶ 120 περίπου συνεργάτες των, ποὺ κατονομάζονται στὴν Καινὴ Διαθήκη οἱ 76 ἀνήκουν στὴν ἀποστολὴ τοῦ Παύλου, καὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ μισοὶ ἦταν ῾Ρωμαῖοι πολῖτες.
᾿Απὸ τὴ διοργάνωσι τοῦ ἐπιτελείου τοῦ Παύλου λύνεται ἁπλᾶ καὶ ἀναντίρρητα καὶ τὸ πολυσυζητημένο στὶς μέρες μας ζήτημα, ἂν πρέπει ἡ ἐκκλησία νὰ «χειροτονῇ» καὶ σήμερα γυναῖκες διακόνισσες. αὐτοὶ ποὺ τὸ συζητοῦν αὐτὸ συνήθως βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἀναπάλλακτη ἐπίδρασι τῶν προτεσταντῶν καὶ ἀγγλικανῶν, ποὺ μέσα στὴ διαφθορά τους ἔκαναν καὶ αὐτό, ὅτι χειροτόνησαν γυναῖκες ὄχι μόνο διακόνισσες ἀλλὰ καὶ πρεσβυτέρισσες καὶ ἐπισκόπισσες. τόσο ἐκεῖνες ὅσο καὶ οἱ «μοναχὲς» τῶν παπικῶν, ποὺ συζοῦν μὲ τοὺς «ἀγάμους» ἱερεῖς των, δὲν εἶναι οἱ βιβλικὲς διάκονοι (῾Ρω 16,1) ἢ χῆραι (Α΄ Τι 5,9), ἀλλ᾿ ἀκριβέστερα οἱ «ἱερόδουλες» καὶ «ἱέρειες» τῆς εἰδωλολατρίας, δηλαδὴ βακούφικες πόρνες καὶ ὀργιάστριες καὶ μαινάδες. οἱ διακόνισσες τῆς ἀρχαίας έκκλησίας, ὅπως φαίνεται τόσο ἀπὸ τὴν πρακτικὴ πρῶτα ὅσο κι ἀπὸ τὴ διδαχὴ ἔπειτα τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Παύλου, ἦταν ἄνω τῶν 60 ἐτῶν γυναῖκες· καὶ δὲν χειροτονοῦνταν ποτέ, ἀλλὰ μόνο κατελέγοντο (Α΄ Τι 5,9), δηλαδὴ σημειώνονταν σὲ κατάλογον. αὐτὰ γιὰ τοὺς ἀνοήτους δικούς μας φανφαρόνους, οἱ ὁποῖοι, μουλιασμένοι στὸν προτεσταντισμό, δὲν ξέρουν πλέον μήτε ἃ λέγουσι μήτε περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται (Α΄ Τι 1,7). καὶ ταυτίζουν τὴν εἰδωλολατρικὴ βακούφικη καὶ ἱεροδουλικὴ πορνεία τῶν προτεσταντῶν ἀγγλικανῶν καὶ παπικῶν μὲ τὸ βιβλικὸ χριστιανικὸ θεσμὸ τῶν ἡλικιωμένων διακονισσῶν. εἶναι δὲ καὶ τὸ κίνητρό τους ἐμφανές.
῾Ο Κύριος ἀκολουθοῦνταν ἀπὸ μαθήτριες, αἵτινες διηκόνουν αὐτῷ ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς (Λκ 8,2‒3), ποὺ ἦταν μητέρες τῶν τριαντάρηδων μαθητῶν του ἢ καὶ θεῖες τους, καὶ ἡ μητέρα του, καὶ ἄρα ἦταν πάνω ἀπὸ 60 ἐτῶν, καὶ ὄχι κοριτσόπουλα, ὅπως δείχνουν οἱ παπικὲς εἰκονοῦλες καὶ τὰ «ἱστορικὰ» μυθιστορήματα καὶ σενάρια καὶ κινηματογραφικὰ ἔργα τῶν ἀρρωστημένων φαντασιώσεων, ἡ δὲ ὡς σεβαστότερη προφανῶς τῆς ὁμάδος φερόμενη πάντοτε ὡς πρώτη καὶ κατὰ κάποιον τρόπο ἐπὶ κεφαλῆς των Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶναι προφανὲς ὅτι γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἦταν γύρω στὰ 70. αὐτὰ ἐκ τῶν ὑστέρων τ᾿ ἀποσαφηνίζει καὶ ἡ διδαχὴ καὶ πρακτικὴ τοῦ Παύλου. μία μόνο φορὰ οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου φαίνονται νέες, οἱ ἀδερφὲς Μάρθα καὶ Μαρία, καὶ αὐτὲς δὲν τὸν ἀκολουθοῦν ποτέ, ὅπως οἱ ἄλλες οἱ ἡλικιωμένες, ἀλλὰ τὸν διακονοῦν γιὰ μιὰ ἑβδομάδα κάθε πάσχα μαζὶ καὶ τοὺς μαθητάς του μόνο μέσα στὸ σπίτι τους, ὅπου τοὺς φιλοξενοῦν διακονώντας οὐσιαστικὰ τὸν ἀδερφό τους τὸ Λάζαρο, ποὺ εἶναι ὁ φιλοξενῶν οἰκοδεσπότης (Μθ 26,6‒16· Λκ 10,38‒42· Μρ 14,3‒9· ᾿Ιω 11,1‒45· 12,1‒11). καὶ ἄλλη μία φορὰ φαίνονται τέσσερες ἄγαμες γυναῖκες ἀφιερωμένες διακόνισσες κάτω τῶν 60 ἐτῶν, ἀδερφές, καὶ αὐτὲς διακονοῦν τὸν πατέρα τους τὸ Φίλιππο (Πρξ 21,9). δὲν εἶναι λοιπὸν οἱ νέες αὐτὲς διακόνισσες τῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ τοῦ πατέρα τους καὶ τοῦ ἀδερφοῦ τους. κατὰ δὲ τὴν πάγια τακτικὴ τῆς Βίβλου τέσσερες μόνο ἄντρες μπορεῖ νὰ ἔχῃ προϊσταμένους ἢ ἐργοδότες καὶ νὰ διακονῇ μιὰ εὐσεβὴς γυναίκα κάτω τῶν 60 ἐτῶν· τὸν πατέρα της, τὸν ἀδερφό της, τὸν ἄντρα της, καὶ τὸ γιό της· κανέναν ἄλλο σὲ καμμία περίπτωσι οὔτε πνευματικὴ οὔτε βιοτική. στὸν Παῦλο νεώτερες τῶν 60 ἐτῶν γυναῖκες συνεργάτριες τοῦ εὐαγγελίου φαίνονται μόνον ὅσες διακονοῦν ἄμεσα τὸν ἄντρα τους, ὅπως οἱ Πρίσκιλλα, ᾿Ιουνία, ᾿Ιουλία, καὶ ᾿Απφία, ποὺ διακονοῦν τοὺς ᾿Ακύλα, ᾿Ανδρόνικο, Φιλόλογο, καὶ Φιλήμονα. αὐτὰ διδάσκουν καὶ αὐτὰ ἐφήρμοσαν πρῶτοι ὁ Κύριος καὶ ὁ Παῦλος. ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι καραγυναικαριό, ἀλλὰ θεῖο καθίδρυμα, καὶ ἔχει διακόνισσες· τὸ καραγυναικαριὸ καὶ οἱ ἱερόδουλες ἀνήκουν στοὺς αἱρετικοὺς καὶ στοὺς εἰδωλολάτρες.
Οἱ «κυρίες τοῦ φιλοπτώχου» στὶς σημερινὲς ἐνορίες εἶναι ἤδη διακόνισσες καθ᾿ ὅλα, ὅπως εἶναι, μὲ τὸν ὅρο βέβαια ὅτι πρέπει νὰ κοσκινιστοῦν κι ἄλλο· νὰ μὴν εἶναι «μοντέρνες» καὶ βαμμένες καὶ στολισμένες, ἀλλὰ ἐν καταστήματι ἱεροπρεπεῖς (= στὴν ἐνδυμασία σεμνὲς μέχρι ἱερότητος· Ττ 2,3), νὰ εἶναι ἄνω τῶν 60 ἐτῶν, νὰ ἔχουν συζήσει νομίμως στὴ ζωή τους καὶ μόνο μὲ ἕναν ἄντρα, νὰ μὴν ἔχουν πλέον ἄντρα ποὺ νὰ τὶς περιμένῃ στὸ σπίτι, καὶ νὰ ἔχουν ἀποπερατώσει τὴν τεκνοτροφία τους· γιὰ τὶς πονηρὲς ἡμέρες μας μπορῶ νὰ προσθέσω καὶ τὸ εὐνόητο τοῦτο· νὰ ἔχουν διεξαγάγει τὴν τεκνογονία τους ἀνεμπόδιστα. αὐτὲς εἶναι οἱ διακόνισσες, καὶ δὲν χρειάζεται καμμία χειροτονία. ποῦ τὴν εἶδαν τὴ χειροτονία γυναικῶν μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη ; ἢ ὀρέγονται «ἱερωμένες» βακούφικες πόρνες ; ἂν ὀρέγωνται θηλυκὴ παρουσία δίπλα τους, δὲν ἔχουν παρὰ νὰ παντρευτοῦν· ὁ θεὸς γι᾿ αὐτὸ ἔκανε τοὺς μισοὺς ἀνθρώπους γυναῖκες· καὶ μία τοὺς ἀνήκει ὁπωσδήποτε καὶ δικαίως.
᾿Επανέρχομαι στὸ θέμα τῆς τεκνογονίας, ποὺ ἡ ἀποφυγή της, ἄγνωστη κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ἀκόμη καὶ στοὺς μὴ Χριστιανούς, εἶναι γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διακονία κώλυμα ἀξεπέραστο ἀκόμη καὶ μετὰ τὴ μετάνοια. σήμερα ὅμως μερικοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ νομίζουν ὅτι τὸ ἐκκλησιαστικό τους ἀξίωμα συνεπάγεται ὅτι εἶναι ἰδιοκτῆτες τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, ὁπότε μποροῦν καὶ νὰ παζαρέψουν μερικοὺς ἀπὸ τοὺς θεσμούς της ἢ νὰ τοὺς τροποποιήσουν, λένε δημαγωγικῶς πάνω στὸ θέμα αὐτό· «Ἡ ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ μπαίνῃ στὸ κρεβάτι τῶν ἀνθρώπων». δὲν τὸ θέτουν σωστά. τὸ σωστὸ εἶναι ὅτι «τὸ βρόμικο κρεβάτι δὲν πρέπει νὰ μπαίνῃ στὴν ἐκκλησία». ἡ ἐκκλησία μὲ τὸ νὰ δέχεται μόνο τὰ καθαρὰ κρεβάτια, δὲν μπαίνει στὸ κρεβάτι κανενός. ἂς μπαίνουν στὸ κρεβάτι τους οἱ ἄλλοι· καὶ μπαίνουν πράγματι στὸ κρεβάτι τους πολλοί· ὁ ψυχολόγος, ὁ ψυχαναλυτής, ὁ σεξολόγος, ὁ μαιευτήρας ποὺ βάζει τὸ σπείραμα, ὁ κάθε ὑδραυλικὸς τῶν ἀντισυλληπτικῶν ἐγκαταστάσεων, ὁ σύμβουλος οἰκογενειακοῦ προγραμματισμοῦ, οἱ «ἠθοποιοὶ» τῆς πορνὸ βιντεοκασέτας ποὺ διδάσκουν στὸ ἀντρόγυνο ποικίλες ἁμαρτίες, ὁ κάθε τσελεμεντὲς σεξουαλικῆς «ἀγωγῆς» καὶ προγραμματισμοῦ, ὁ ζιγκολό, ὁ σκύλος, ὁ ἀράπης, ὁ ἀλλοδαπός, καὶ ὅποιος ἄλλος περαστικὸς βούλεται. ἡ ἐκκλησία δὲν μπαίνει στὸ κρεβάτι κανενός· ἁπλῶς ἡ ἴδια δὲν δέχεται – δὲν πρέπει νὰ δέχεται – νὰ μπαίνῃ μέσα της τὸ βρόμικο κρεβάτι, στὸ ὁποῖο ἔτσι κι ἀλλιῶς μπαίνουν τόσοι καὶ τόσοι δάσκαλοι καὶ χειροπράκτες.
Καλλίτερα ἡ ἐκκλησία νὰ ἔχῃ ἁγνὲς διακόνισσες πενταετοῦς θητείας – ἐννοῶ 60‒65 ἐτῶν ἢ 60‒70 ἐτῶν – , παρὰ νὰ ἔχῃ ἱερόδουλες τριακονταπενταετοῦς ὑπηρεσίας. ἡ γυναίκα διακόνισσα καὶ γενικὰ ἡ γυναίκα στὴν ὑπηρεσία τῆς ἐκκλησίας εἶναι δίκοπο μαχαίρι· ἢ προσφέρει ἢ ῥυπαίνει. καὶ ἔδωσαν ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Παῦλος ὁδηγίες γιὰ τὸ πότε δὲν ῥυπαίνει, ἀλλὰ μόνο διακονεῖ καὶ προσφέρει. διότι, ὅταν ῥυπαίνῃ, ῥυπαίνει κυρίως καὶ πρῶτον τὸν «πνευματικό» της προϊστάμενο, κι ἔπειτα διὰ μέσου ἐκείνου μαγαρίζει ὅλη τὴν ἐκκλησία καὶ δηλητηριάζει ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή.
῾Η μετάνοια καὶ μεταστροφὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος μέσα στὴν ἄκρα ταπεινοφροσύνη του δὲν θεωρεῖ καρπὸ τῆς δικῆς του ἐλεύθερης ἐπιλογῆς καὶ μετρήσιμη γιὰ τὴν προσωπική του σωτηρία, ἔγινε λίγο ἔξω ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ τῆς Συρίας μὲ τὸν πασίγνωστο τρόπο, καθὼς ὁ ἴδιος ὡς ἐπὶ κεφαλῆς ἀγήματος πήγαινε ἀπὸ τὴν ᾿Ιερουσαλὴμ στὴ Δαμασκό, γιὰ νὰ συλλάβῃ, εἰ δυνατόν, ὅλους τοὺς ἐκεῖ Χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ στὴ φυλακὴ καὶ στὸ θάνατο (Πρξ 9,1‒30). ἦταν ἀποφασισμένος νὰ τοὺς τελειώσῃ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς τῆς γῆς. ἀργότερα ὡς ἀπόστολος θὰ γράψῃ τὸ ἑξῆς ἀμίμητο· «᾿Εγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σωθῶ, ἐπειδὴ ἡ μεταστροφή μου καὶ ἡ ἀποστολική μου δρᾶσι καὶ προσφορὰ δὲν εἶναι καρπὸς τῆς ἐλευθέρας ἐπιλογῆς μου· μήπως μπορῶ νὰ κάνω κι ἀλλιῶς; ἂν τολμῶ, ἂς κάνω κι ἀλλιῶς. γι᾿ αὐτὸ ἡ ἀποστολική μου προσφορά, παρ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι πιὸ μεγάλη ἀπὸ τὴν προσφορὰ ὅλων μαζὶ τῶν ἄλλων ἀποστόλων, δὲν ἔχει καμμιὰ ἀξία γιὰ τὴν προσωπική μου σωτηρία! (θεωροῦσε δηλαδὴ τὸν ἀπόστολο ἑαυτό του κάτι παρόμοιο μὲ τὸ γαϊδούρι τοῦ Βαλαάμ, ποὺ μίλησε, ἢ μὲ τὸν ἴδιο τὸν προφήτη Βαλαάμ, ποὺ ἐξαναγκάστηκε νὰ εὐλογήσῃ τὸν ᾿Ισραὴλ καὶ παρὰ τὴ θέλησί του· ᾿Αρ 22‒24). ἐπειδὴ ὅμως, συνεχίζει, πιστεύω κι ἐγὼ σ᾿ αὐτὰ ποὺ κηρύττω, καὶ θέλω πραγματικὰ νὰ σωθῶ κι ὁ ἴδιος, τί σκέφτηκα νὰ προσφέρω κι ἐγὼ σὰν ἔνδειξι τῆς προθέσεώς μου; ἰδού· ἐνῷ ἔχω ἐπιτετραμμένο ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ δικαίωμα νὰ ζῶ μὲ δαπάνες τῆς ἐκκλησίας, ἐγὼ δὲν παίρνω τίποτε, ἀλλ᾿ ἐργάζομαι τὶς νύχτες ὡς ἐπαγγελματίας σκηνοποιός, γιὰ νὰ βγάζω τὰ ἔξοδά μου καὶ τὰ ἔξοδα τῶν συνεργατῶν μου. πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσα νὰ προσφέρω κι ἐγὼ προσωπικὰ κάτι καὶ θὰ ἔδειχνα ὅτι ἔχω ἐνδιαφέρον νὰ σωθῶ;»! (Α΄ Κο 9,1‒27). ἔνιωθε τὴν πρόθεσί του καταπλακωμένη κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς χάριτος, δηλαδὴ τῆς χαριστικῆς μεταχειρίσεώς του ἀπὸ τὸν Κύριο, καὶ πάσχιζε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὴ δείξῃ αὐτὴ τὴν πράγματι ὑπάρχουσα πρόθεσί του μὲ κάτι τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν ὑποχρέωσί του ἀπορρέουσα ἀπὸ τὸν χατιρικὸ «καταναγκασμό» του!
᾿Απὸ μιὰ ὅμως θέσι παρατηρήσεως ἔξω ἀπὸ τὴ συνείδησι καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ Παύλου, σχετικὰ μὲ τὴν πρόθεσί του καὶ τὴν ἀξία τῆς ἀποστολῆς του γιὰ τὴν προσωπική του σωτηρία, μπορεῖ νὰ δῇ κανεὶς τὰ πράγματα καὶ ὡς ἀκολούθως. οἱ φθονεροὶ φαρισαῖοι καὶ ἀρχιερεῖς τῶν ᾿Ιουδαίων, γενικῶς ὅλη ἡ θρησκευτικὴ ἄρχουσα τάξι τῶν ᾿Ιουδαίων, φθονοῦσαν καὶ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Χριστιανούς, καὶ διότι τοὺς «ἔκλεβαν τὴν παράστασι» ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τόσο μὲ τὴν πραγματική τους ἁγιότητα ὅσο καὶ μὲ τὴ δύναμι τῆς διδασκαλίας των. γι᾿ αὐτὸ καὶ προχώρησαν μέχρι τὴ δολοφονία τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Στεφάνου καὶ τῶν ἄλλων Χριστιανῶν. ὅταν ὅμως μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Στεφάνου οἱ Χριστιανοὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν ᾿Ιερουσαλήμ, καὶ οἱ φαρισαῖοι ἠρέμησαν, ἐπειδὴ ὁ φθόνος των δὲν ἐρεθιζόταν πλέον ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν Χριστιανῶν, δὲν ἔδειχναν καμμία ὄρεξι νὰ τρέχουν μακριά, γιὰ νὰ συλλάβουν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ἐξοντώσουν «καθαρίζοντας τὴ γῆ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ ἀντιμωσαϊκὸ μίασμα». αὐτὴ ἡ ὀκνηρία τους ἦταν ἁμαρτωλὴ οὕτως ἢ ἄλλως· ἢ ὡς ὀκνηρία ἢ ὡς δείκτης τοῦ φθόνου των. μόνο ἕνας νεαρὸς φαρισαῖος, ὁ ζηλωτὴς Παῦλος, ποὺ πίστευε εἰλικρινὰ στὸ Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δὲν ἡσύχασε, καὶ δὲν ἐννοοῦσε νὰ ἡσυχάσῃ, ἂν δὲν ἐξώντωνε καὶ τὸν τελευταῖο «ἀποστάτη» Χριστιανό, κυνηγώντας τον ἀκόμη καὶ στὸ Βόρειο Πόλο. ἔτσι δὲν προστάζει ὁ Μωϋσῆς ; καὶ ζήτησε ἐξουσιοδότησι νὰ καταδιώξῃ τοὺς Χριστιανοὺς στὸ ἐξωτερικό, νὰ τοὺς συλλάβῃ ὅλους, καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ στὴν ᾿Ιερουσαλὴμ γιὰ ἐκτέλεσι. ἔτσι ἔφτασε μέχρι τὰ πρόθυρα τῆς Δαμασκοῦ. καὶ μὲ τὸν ἴδιο ζῆλο ἦταν ποὺ συνευδοκοῦσε προτήτερα στὴ θανάτωσι τοῦ Στεφάνου καὶ συνεισέφερε σ᾿ αὐτὴ ὅ,τι τοῦ ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τὸ νόμο. βέβαια στὴν ἑρμηνεία τοῦ νόμου ἔκανε λάθος, ἀλλ᾿ ἔτσι τὸν εἶχαν διδάξει οἱ φαρισαῖοι· ἔτσι ἔλεγε τὸ κλῖμα τοῦ περιβάλλοντός του. ἡ πρόθεσί του ὅμως ἦταν ἁγνή, καὶ κυρίως τὸ κίνητρό του δὲν ἦταν ὁ φθόνος τῶν ἄλλων φαρισαίων. αὐτὴ ἡ ἁγνή του πρόθεσι ἔδειχνε ὅτι στὴν πραγματικότητα ἦταν τελείως διαφορετικὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους φαρισαίους. χάσμα μέγα ὑπῆρχε ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὸν καὶ τοὺς ἄλλους. αὐτὸς εἶχε τὴν ἁγνότητα τῶν Χριστιανῶν καὶ σ᾿ ἐκείνους ἔπρεπε νὰ εἶναι ταγμένος· βρισκόταν σὲ παράταξι ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ βρίσκεται. γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε πρὸ τῆς Δαμασκοῦ · ᾿Εσύ, παλληκάρι μου, πρέπει νὰ βρίσκεσαι στὴν ἄλλη ὄχθη. καὶ τόσο ἁγνὸς καὶ πιστὸς καὶ ζηλωτὴς ποὺ εἶσαι, σὲ θέλω γιὰ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς δικῆς μου παρατάξεως· πέρνα λοιπὸν ἀπὸ δῶ μεριά. καὶ πέρασε. ὁ Παῦλος εἶναι κλασσικὴ περίπτωσι ἀνθρώπου ποὺ εἶναι ἁγνὸς καὶ βρέθηκε σὲ βρόμικη παράταξι. συμβαίνει αὐτό, ὅπως καὶ σὲ μιὰ ἁγία παράταξι μπορεῖ νὰ βρεθῇ ἕνας βρόμικος. ὁ Κύριος ὅμως ἀποκατέστησε τὴν τάξι.
Στὴ συνέχεια ὁ Παῦλος νιώθοντας τὴν πρόθεσί του τὴν καλὴ καταπλακωμένη κάτω ἀπὸ τὴ «βία» τοῦ Κυρίου, διατρέφοντας τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ ἐπιτελεῖο του καὶ καθιστώντας τὸ εὐαγγελικό του κήρυγμα ἀδάπανο γιὰ τὴν ἐκκλησία, ἔβρισκε τὸν τρόπο νὰ δείξῃ τὴν καλή του πρόθεσι. γιατὶ τὴν καλὴ πρόθεσι, ὅποιος τὴν ἔχει, τὴ δείχνει κάτω ἀπ᾿ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, εἴτε στὸ κακὸ περιβάλλον, ὅπου βρίσκεται κατὰ λάθος, εἴτε στὸ καλὸ περιβάλλον, ὅπου βρίσκεται φυσιολογικά.
Δὲν γνωρίζουμε πῶς πέθανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ ᾿Ιακώβου τοῦ γιοῦ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τοῦ Στεφάνου δὲν ἱστορεῖται στὴ Βίβλο ὁ θάνατος ἄλλου ἀποστόλου. ἀπὸ τὴν τελευταία ᾿Επιστολὴ τοῦ Παύλου, τὴ Β΄ πρὸς Τιμόθεον, ποὺ γράφεται ἐν ὄψει τοῦ θανάτου του, γνωρίζουμε ὅτι ἦταν θανατικὴ καταδίκη στὴ ῾Ρώμη (Β΄ Τι 1,17), ὅπου βρέθηκε φυλακισμένος γιὰ δεύτερη φορά. ἀπὸ τὴ φράσι του κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος (Β΄ Τι 2,9) φαίνεται ὅτι τὴ φορὰ αὐτὴ δὲν εἶχε τὴν ἄνεσι τῆς πρώτης φυλακίσεως, κατὰ τὴν ὁποία ὡς ῾Ρωμαῖος πολίτης ἔμενε περιωρισμένος σὲ δικό του σπίτι σὺν τῷ φυλάσσοντι αὐτὸν στρατιώτῃ (Πρξ 28,16) καὶ μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του Λουκᾶ καὶ ᾿Αρίσταρχο Μακεδόνα Θεσσαλονικέα (Πρξ 27,2), καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι ἔρχονταν κι ὅσοι ἄλλοι μαθηταί του ἤθελαν ἀπ᾿ ὁπουδήποτε, δεχόταν δὲ ὁ ἀπόστολος καὶ κόσμο, γιὰ νὰ τοὺς κηρύττῃ τὸ λόγο τοῦ θεοῦ μετὰ πάσης παρρησίας ἀκωλύτως (Πρξ 28,31). τώρα ἡ δεύτερη φυλάκισι στὴ ῾Ρώμη ἦταν κάθειρξι σὲ φυλακές. ἡ τέτοια μεταχείρισι ῾Ρωμαίου πολίτου καὶ ἡ ἔκφρασί του ὡς κακοῦργος δείχνουν ὅτι οἱ ἐχθροί του, εἴτε ψευδάδελφοι εἴτε ᾿Ιουδαῖοι, τὴ φορὰ αὐτὴ ὠργάνωσαν τὴν ἐξόντωσί του μὲ πολλὴ διαβολιὰ καὶ τὸν συκοφάντησαν πολὺ ἄσχημα, μᾶλλον γιὰ ἐπιβουλὴ κατὰ τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τοῦ καθεστῶτος. καὶ ὁ Παῦλος ἔβλεπε ὅτι αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ διαφύγῃ τὸ θάνατο. εἶχε ἤδη ἀπολογηθῆ μία φορὰ (Β΄ Τι 4,16), ἐγκαταλειμμένος ἀπ᾿ ὅλους, καὶ τὰ προγνωστικὰ ἦταν ἄσχημα. ἔχει μαζί του μόνο τὸ Λουκᾶ. καλεῖ κοντά του καὶ τὸν Τιμόθεο ταχέως μὲ τὴν παραγγελία νὰ τοῦ φέρῃ καὶ τὸν Μᾶρκο, ποὺ ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς πρώτης του φυλακίσεως εἶναι πολὺ καλός του μαθητής (Κλ 4,10), καὶ νὰ τοῦ φέρῃ ἐπίσης τὸ πανωφόρι του (Β΄ Τι 4,13), ἐπειδὴ μπαίνει ὁ χειμώνας (Β΄ Τι 4,21), καὶ τὰ βιβλία του, ἰδίως τὰ περγαμηνὰ (Β΄ Τι 4,13). στὸν Τιμόθεο δίνει καὶ τὶς τελευταῖες του ὑποθῆκες – ἡ ᾿Επιστολὴ εἶναι καὶ «πνευματικὴ διαθήκη του» – , ἴσως ἐπειδὴ δὲν εἶναι σίγουρος ὅτι ὁ μαθητής του θὰ τὸν προλάβῃ ζωντανό (Β΄ Τι 4,6‒9). ἐὰν ἐκτελέστηκε ὡς ῾Ρωμαῖος πολίτης, ὁ θάνατός του πρέπει νὰ ἦταν ἁπλὸς ἀποκεφαλισμὸς μὲ ξίφος ἢ τσεκούρι. οἱ ῾Ρωμαῖοι πολῖτες ὡς θανατοποινῖτες δὲν βασανίζονταν. εἰκάζω ὅτι ὁ θάνατός του εἶναι μετὰ τὴν ἀνατροπὴ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Νέρωνος καὶ κάποια σχέσι ἔχει μὲ τὶς μεγάλες ταραχὲς καὶ πολιτικὲς μεταπτώσεις τοῦ ἔτους 68‒69, κατὰ τὸ ὁποῖο ἄλλαξαν πέντε αὐτοκράτορες, Νέρων Γάλβας ῎Οθων Βιτέλιος Βεσπασιανός. ὁ Παῦλος πρέπει νὰ μαρτύρησε σὲ ἡλικία περίπου 60 ἐτῶν, ἴσως καὶ νεώτερος.

* * *

Ἡ μελέτη αὐτὴ δημοσιεύτηκε σὲ τρεῖς συνέχειες στὸ ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ ‘’Συμβολή’’ (τεύχη 1‒3 τοῦ 2003). ἕνα μεγάλο ἀπόσπασμά της 3 σελίδων πρὸς τὸ τέλος της, ἀπὸ τὴν παράγραφο Ἀπὸ τὴ διοργάνωσι τοῦ ἐπιτελείου τοῦ Παύλου καὶ πέντε παραγράφους στὴ συνέχεια μέχρι τὴ φράσι …δηλητηριάζει ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ἀναδημοσίευσε ὁ σχολάζων ἐπίσκοπος Φλωρίνης κ. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, πνευματικός μου πατέρας, 100 ἐτῶν σήμερα, στὸ αὐστηρῶς προσωπικό του φύλλο ‘’Σπίθα’’ τὸ Νοέμβριο τοῦ ἑπομένου ἔτους 2004 (ἀριθμὸς φύλλου 623). στὴ ‘’Σπίθα’’ δὲν δημοσιεύονται ἄλλα κείμενα πλὴν τῶν τοῦ Αὐγουστίνου. ὅταν μετὰ λίγον καιρὸ τὸν ἐπισκέφτηκα καὶ τὸν ῥώτησα γιατί τὸ ἔκανε αὐτό, μοῦ εἶπε• ‘’Επειδὴ θέλησα νὰ σὲ ὑποδείξω ὡς διδασκαλικὸ διάδοχό μου καὶ συνεχιστή μου• μὲ ἐκφράζεις.’’ ἔπειτα μοῦ εἶπε νὰ σκύψω, ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ κεφάλι μου, καὶ μ᾿ εὐλόγησε. ἐπὶ 11 χρόνια (1989‒1999) καὶ μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς παραιτήσεώς του (15‒1‒2000), ὑπῆρξα στενὸς συνεργάτης του καὶ ὁ κυριώτερος συντάκτης τοῦ ἐπισκοπικοῦ περιοδικοῦ του ‘’Σάλπιγξ Ὀρθοδοξίας’’.