Ἡ λέξι πανήγυρις, ἡ ὁποία σημαίνει τὴν ἑορτὴ ὡς συγκέντρωσι τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὴν τελοῦν, ἱστορικῶς καὶ πραγματολογικῶς ἔχει στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀκριβῶς τὴ σημασία ποὺ ἔχει καὶ σήμερα (Πίνδαρος, Ὀλ. 9,96. Αἰσχύλος, Ἀγ., 844 - 6. Ἀριστοφάνης, Εἰρ., 341 - 2. Ἡρόδοτος 2,58,1. Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός,1). χρησιμοποιεῖται ὅμως μερικὲς φορὲς καὶ ὡς οὐδέτερη κι ἀχαρακτήριστη μὲ τὴν ἐτυμολολογική της σημασία τῆς  συγκεντρώσεως ἁπλῶς , λ.χ. τῆς στρατιωτικῆς (Ξενοφῶν, Κύρ. 6,1,10).

Στὴν Π. Διαθήκη κατὰ τοὺς Ο’ ἡ λέξι χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἀρχαία καὶ σημερινὴ τελεστική της σημασία, εἶναι κάτι τὸ κατ̉  ἀρχὴν ἔνθεσμο, ἀλλὰ στοὺς προφῆτες, ποὺ ἀνευρίσκεται, χρησιμοποιεῖται πάντοτε ὡς κάτι ποὺ ἔχει καταντήσει βδελυρὸ καὶ θεομίσητο ( Ἀμ 5,21˙ Ὠσ 2,13˙ 9,5. Ἠσ 66,10 (πανηγυρίζειν)˙ Ἰζ 46,11).

Στὴν Κ. Διαθήκη μία μόνο φορὰ χρησιμοποιεῖ τὴ λέξι μὲ τὴν ἐτυμολογικὴ κι ἀχαρακτήριστη, δηλαδὴ μὴ τελεστική, σημασία της ὁ Παῦλος (Ἑβ 12,22) ὅπως κι ὁ Ξενοφῶν. ἐννοεῖ δημογραφικὴ συγκέντρωσι˙ πανήγυρις καὶ ἐκκλησία πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων.

Οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοὶ τοῦ καιροῦ τῶν διωγμῶν ἀναφέρουν τὴ λέξι μὲ ἀποτροπιασμὸ καὶ ἀηδία καὶ τὴ θεωροῦν εἰδωλολατρικὴ ἀκαθαρσία ξένη κι ἀλλότρια πρὸς τὴ Χριστιανικὴ πίστι (Τατιανός, Πρὸς Ἕλλ., 19˙ 22. Ἀθηναγόρας, Πρεσβ., 14. Κλήμης Ἀλ., Πρὸς Ἕλλ., προοίμ., ΒΕΠ 7,17).

Στοὺς μετέπειτα ὅμως Χριστιανοὺς ἡ λέξι πανήγυρις ἔγινε μὲ τὴν τελεστική της σημασία σιγὰ σιγὰ προσφιλής (Εὐσέβιος, Ἐκ. ἱστ. 10,4,72. Ἐπιστολὴ Συνόδου Ἰεροσολύμων πρὸς τοὺς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ στὸ Κατ̉ ἀρειανῶν, 84  PG 25, 937c ποὺ ἀποδίδεται στὸ Μ. Ἀθανάσιο. Βασίλειος Καισ., Ἐπιστ. 176 (Ἀμφιλοχίῳ), PG 32,653b. Γρηγόριος Νύσσ., Εἰς τεσσαράκ. μάρτ. 3,9 PG 46,784d. Θεοφάνης, Χρον., Α.Μ. 6080 PG 108,569a).

Διολίσθησι.

 

Μελέτες 8 (2010)