Τὸν πατέρα Αὐγουστῖνο Καντιώτη, ἐπίσκοπο Φλωρίνης (1967 - 2000), τὸν γνώρισα ἀρχιμανδρίτη τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς (28 Φεβρουαρίου) τοῦ 1960 στὴ Θεσσαλονίκη, σὲ ὁμιλία του σὲ αἴθουσα. ἤμουν τότε 19 ἐτῶν, πρωτοετὴς φοιτητὴς τῆς φιλολογίας. καὶ μετὰ τὴν ὁμιλία συνέφαγα μαζί του. ἤμασταν στὸ τραπέζι περίπου 30 ἄτομα. ἡ χαρά μου τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν ἀπερίγραπτη. στὸ τραπέζι μίλησε μαζί μου πολλὲς φορές. θὰ ἔλεγα, ἐντυπωσιάσαμε τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη εἶχα διαβάσει μόνο τὸ 1953, σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν, μία Σπίθα του, στὴν ὁποία παρομοιάζει τὴ σημερινὴ κοινωνία μὲ τὴ μελλοθάνατη Πομπηΐα (φ. 146/Ἰούλιος 1953), καὶ τὸ 1957, σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν, τὸ βιβλίο του «Ἐλευθέρα καὶ ζῶσα ἐκκλησία». καὶ τὸν θαύμαζα, χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζω. οἱ δὲ πληροφορίες ποὺ μάζευα ἀπὸ τότε γιὰ τὸ πρόσωπό του ἦταν ἀντιφατικές. καὶ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1961 ἤμουν ἤδη μέλος τῆς ἀδελφότητός του. ἔχω ἀναμνηστικὴ ὁμαδικὴ φωτογραφία ἀπὸ τὴν τότε σύναξι τῆς ἀδελφότητος, στὴν ὁποία ἔλαβα μέρος ὡς μέλος. ἔγινα μέλος πρῶτος ἐγὼ κατ᾽ ἐξαίρεσι φιλόλογος, διότι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἦταν θεολόγοι. καὶ γιὰ 2 - 3 χρόνια ἤμουν ὁ Βενιαμὶν τῆς ἀδελφότητος.
Κι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἤμουν πολὺ ἀγαπημένο παιδὶ τοῦ π. Αὐγουστίνου. δὲν μ᾽ ἔχει μαλλώσει ποτέ. δὲν μοῦ ἔκανε αὐστηρὴ παρατήρησι ποτέ. καὶ πολλὲς φορὲς μ᾽ ἔλεγε μὲ καμάρι «Ἀγριόγατε!». τοῦ ἄρεσε νὰ μὲ ῥωτάῃ πολλὰ πάνω σὲ φιλολογικὰ ζητήματα, καὶ εἶχε πολλὴ ἐμπιστοσύνη στὶς ἀπαντήσεις μου. καὶ –δὲν ξέρω ἂν τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μ᾽ ἄλλα παλληκάρια του– μαζί μου ἔχει παίξει πολλὲς φορές. τοῦ ἄρεσε νὰ παίζουμε σὰν παιδιά, ἰδίως ὅταν ἤμασταν οἱ δυό μας μόνοι. εἴχαμε σ᾽ αὐτὸ μιὰ ἰδιαίτερη ἐπικοινωνία. θὰ διηγηθῶ ἀμέσως ἕνα τέτοιο παιχνίδι.
Τὸ 1970 ἦταν ἀκόμη πρόσφατος ἐπίσκοπος. καὶ ἦταν σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις του στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐρχόταν κι ἔμενε ἀπὸ μιὰ ἡμέρα μέχρι καὶ μιὰ ἑβδομάδα. ἐκεῖνο τὸ πρωϊνὸ ἤμασταν στὸ σπίτι μόνο οἱ δυό μας. μοῦ λέει· «Κωνσταντῖνε, αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ θέλω νὰ μείνῃ μεταξύ μας. ὅταν ἤμουν μικρός, μαθητὴς γυμνασίου, εἶχα διαβάσει ἕνα βιβλίο, ποὺ τώρα δὲν θυμοῦμαι οὔτε τὸν τίτλο του οὔτε τὸ συγγραφέα του. τὸ διάβασα μόνο μέχρι ἕνα σημεῖο, διέκοψα, καὶ μέχρι τώρα δὲν μπόρεσα νὰ τὸ ξαναβρῶ καὶ νὰ τὸ διαβάσω μέχρι τέλους. καταλαβαίνεις. ὅταν τὸ θυμοῦμαι, θέλω νὰ μάθω τὸ τέλος του ἔστω καὶ μετὰ μισὸν αἰῶνα» (ἦταν τότε 63 ἐτῶν). τοῦ λέω· «Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε κάτι ἀπὸ τὸ περιεχόμενό του;». μοῦ λέει· «Ἔλεγε γιὰ κάποιο καράβι, ποὺ ὅταν ἔχασε τὸν καπετάνιο του, ἕνας κακὸς ἔβαλε κρυφὰ δίπλα στὴν πυξίδα του ἕνα σίδερο μὲ κακὸ σκοπό. δὲν τὸ τελείωσα, δὲν ξέρω ποιός ἦταν ὁ κακὸς σκοπός του, δὲν ξέρω τί ἀπέγινε τὸ καράβι καὶ τὸ πλήρωμά του. θέλω αὐτὸ τὸ βιβλίο». τοῦ λέω· «Ἰουλίου Βέρν, Δεκαπενταετὴς πλοίαρχος». μοῦ λέει∙ «Ὑπάρχει τώρα αὐτὸ τὸ βιβλίο;». τοῦ λέω· «Σᾶς τὸ φέρνω σὲ πέντε λεπτά». κατέβηκα καὶ ἀγόρασα ἕνα ἀντίτυπο ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο ποὺ ὑπῆρχε στὴν οἰκοδομή μας. ἐντυπωσιάστηκε. μοῦ λέει· «Ἀγριόγατε, σὲ θαυμάζω. ἀλλὰ πρόσεξε· μὴν τὸ πάρῃς ἐπάνω σου». τὸν θαύμασα ὅμως κι ἐγὼ γιὰ τὴ μνήμη του. γιατὶ ἐγὼ εἶχα μόνο 15 χρόνια, ποὺ εἶχα διαβάσει τὸ βιβλίο (ἦμουν τότε 29 ἐτῶν), ἐνῷ αὐτὸς εἶχε 50 χρόνια. δὲν τὸ διάβασε, γιατὶ δὲν εἶχε χρόνο. διάβασε προσεκτικὰ μόνο τὸ σημεῖο ἐκεῖνο μὲ τὴν πυξίδα, κι ἔπειτα μ᾽ ἔβαλε νὰ τοῦ πῶ περιληπτικὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ βιβλίου. ὁ π. Αὐγουστῖνος παιδιόθεν εἶναι φιλομαθὴς κι ἔχει ἰσχυρὴ μνήμη, θὰ ἔλεγα παιδική. Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει, λέει ὁ Ἀριστοτέλης ἀρχίζοντας «Τὰ μετὰ τὰ φυσικά» του. αὐτὸ τὸ ὀρέγεσθαι τοῦ εἰδέναι σὲ μερικοὺς εἶναι πολὺ ἰσχυρό· καὶ στὸν π. Αὐγουστῖνο. κι ἐγὼ μὲν εἶχα τὴ συνείδησι ὅτι παίζουμε, ὅπως κι ἄλλες φορές. αὐτὸς ὅμως μοῦ λέει· «Θέλω νὰ χρησιμοποιήσω σὲ προσεχῆ ὁμιλία μου τὸ παράδειγμα τῆς πυξίδας σὰν παρομοίωσι τοῦ πῶς ὁ διάβολος ἀποπροσανατολίζει ὁμάδες ὁλόκληρες ἀνθρώπων μὲ πεῖρα γιὰ νὰ τοὺς καταστρέψῃ. καὶ νὰ μὴ λέω ἀνακρίβειες. δὲν σοῦ τὸ κρύβω ὅμως, ἤθελα νὰ μάθω καὶ τὸ τέλος τῆς διηγήσεως».
Πολὺ ἐκτιμάει τὸ στρατὸ καὶ τοὺς ἀξιωματικούς του. κάποτε, ποὺ τὸν ῥώτησα «Γιατί;», μοῦ ἀπάντησε· «Γιατὶ αὐτοὶ πηγαίνουν στὸ θάνατο, καὶ σκοτώνονται, γιὰ νὰ ζήσουμε ἐμεῖς καλλίτερα». προσθέστε σ᾽ αὐτὸ τὸ ὅτι ὑπηρέτησε τρία χρόνια στὸ στρατὸ ὡς ἱερεὺς - λοχαγός, καὶ ὅτι τὰ παιδικὰ καὶ πρῶτα ἐφηβικά του χρόνια 5 - 15 (1912-1922) χαράχτηκαν ἀπὸ συγκλονιστικὲς ἐντυπώσεις τῶν τότε πολέμων κι ἀπὸ ἀφηγήσεις στρατιωτῶν συγγενῶν καὶ συγχωριανῶν του. παλληκάρια ἔφευγαν γιὰ τὸν πόλεμο, τοὺς ἔγραφαν γιὰ μάχες ποὺ ἔκαναν, γιὰ τὶς νίκες καὶ τὶς
ἧττες των καὶ τὶς σφαγές, τοὺς ἔστελναν φωτογραφίες μὲ τὶς στολές, φωτογραφίες ἀπὸ τὰ χαρακώματα κι ἀπὸ στιγμὲς μαχῶν, μερικὲς φορὲς ἕνα παλληκάρι ἐρχόταν στὸ νησὶ μὲ ἄδεια, καὶ τὸν θαύμαζαν ὅλοι κι ἄκουγαν τὶς διηγήσεις του ἀπὸ τὸν πόλεμο, μερικὲς φορὲς ἐρχόταν γιὰ πάντα μόνο μὲ ἕνα πόδι, μερικὲς φορὲς ἔπαιρναν γράμμα ἀπὸ τὸ διοικητή του, ὅτι τὸ παλληκάρι αὐτὸ δὲν θὰ γυρίσῃ στὸ χωριό του ποτὲ καὶ δὲν θὰ τὸ ξαναδοῦν, γιατὶ σκοτώθηκε, καὶ τὸ κορμί του βρίσκεται θαμμένο στὴ Μ. Ἀσία. διάβαζαν κάθε μέρα μὲ ἀγωνία ἀνταποκρίσεις ἀπὸ τὸν πόλεμο. ἀπὸ 5 μέχρι 15 χρονῶν ζοῦσε κάθε μέρα αὐτὰ τὰ συγκλονιστικὰ βιώματα.
Ὅταν ἤμουν μαθητὴς στὴ Σ.Α.Τ. (Σχολὴ Ἀξιωματικῶν Τεθωρακισμένων), ἡ ὁποία τότε ἦταν στὸ Γουδί, μέσα στὴν Ἀθήνα, κάθε φορὰ ποὺ εἶχα ἔξοδο καὶ πήγαινα στὸ κτήριο τῆς ἀδελφότητος, ἤθελε νὰ μὲ βλέπῃ μὲ τὴ στολή. ἐγὼ τὸν χαιρετοῦσα στρατιωτικὰ ὡς λοχαγό, κι ἐκεῖνος δὲν χόρταινε νὰ μὲ καμαρώνῃ.
Ὡς ἀνθυπίλαρχος στὴν Ἀλεξανδρούπολι χρημάτισα ἐκτάκτως διαχειριστὴς τοῦ χρηματικοῦ, κι ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μισθοὺς ἔδινα στοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ τὴν Ἱστορία τοῦ Στρατοῦ καὶ πολλὰ ἄλλα στρατιωτικὰ βιβλία, τεχνικὰ διοικητικὰ τακτικὰ στρατηγικά. ἐπειδὴ μερικοὶ ἀξιωματικοὶ δὲν τὰ ἔπαιρναν, εἶχα περίσσια. ὁ π. Αὐγουστῖνος, ποὺ εἶναι γενικὰ βιβλιόφιλος καὶ φιλαναγνώστης κι ἔχει διαβάσει στὴ ζωή του πολλά, ἤθελε πολὺ ν᾽ ἀποκτήσῃ στρατιωτικὰ βιβλία. στὰ κηρύγματά του πολλὲς φορὲς ἔλεγε παραδείγματα ποὺ ἀντλοῦσε ἀπὸ στρατιωτικὰ βιβλία. γέμισα λοιπὸν δυὸ μεγάλα χαρτοκιβώτια, ἕνα μὲ τόμους τῆς Ἱστορίας Στρατοῦ κι ἕνα μὲ ἄλλα στρατιωτικὰ βιβλία, καὶ τοῦ τὰ ἔστειλα ἀεροπορικῶς στὴν Ἀθήνα. στὸν πρῶτο τόμο τῆς Ἱστορίας Στρατοῦ εἶχα γράψει τὴν ἀφιέρωσι·
Ἀρχιμανδρίτῃ Αὐγουστίνῳ Καντιώτῃ
ἐμῷ πνευματικῷ πατρὶ καὶ διδασκάλῳ
ἰδόντι τὰς ἡμέρας ἐκείνας.
Ἀνθυπίλαρχος Κωνσταντῖνος Σιαμάκης
συγκινήθηκε πολύ. ὅταν μετὰ ἀπ᾽ αὐτὸ τὸν εἶδα σὲ μιὰ ἄδειά μου, μοῦ εἶπε μὲ μάτια βουρκωμένα· «Μ᾽ ἔκανες κι ἔκλαψα, ἀγριόγατε, μ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἀμίμητό σου “ἰδόντι τὰς ἡμέρας ἐκείνας”. ξέρεις νὰ χτυπᾷς τὴν πρέπουσα χορδή μου, ἀγριόγατε!».
Στὸν ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1974, ποὺ πάρα λίγο νὰ ἐπεκταθῇ καὶ στὸ Αἰγαῖο, ἤμουν ἴλαρχος διοικητὴς λόχου βαρέων ὅπλων (ἀντιαεροπορικῶν, ὅλμων, πολυβόλων, κλπ.) στὴ Λῆμνο. ἤμασταν στὰ χαρακώματα. ἡ σκηνή μου ἦταν μέσα σὲ δάσος ἔξω ἀπὸ τὴ Μύρινα, δίπλα σ᾽ ἕνα μεγάλο τουριστικὸ ξενοδοχεῖο, τὸ ὁποῖο λόγῳ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως εἶχε ἐρημώσει ἀπὸ πελάτες. εἶχε δὲ τηλεφωνικὲς γραμμὲς ἀκόμη καὶ στὴν ἄμμο τῆς παραλίας ὑπαίθριες. σχεδὸν κάθε νύχτα, ὥρα 10 - 12, τηλεφωνοῦσα ἀπὸ κεῖ στὴ Φλώρινα, ὅπου ὁ π. Αὐγουστῖνος ἦταν ἐπίσκοπος, καὶ τοῦ ἔδινα πλήρη ἀναφορά· πῶς μόλις εἶχα ἐπιθεωρήσει τοὺς ἄνδρες μου στὰ χαρακώματα, πῶς ἦταν ἀναπτυγμένοι γύρω ἀπὸ τὴ Μύρινα, πῶς παρατηρούσαμε τὰ τουρκικὰ πολεμικὰ πλοῖα νὰ περιπολοῦν ἀπέναντί μας στὴν ἐλάχιστη κανονικὴ ἀπόστασι ἀπὸ τὴν ὑφαλοκρηπίδα μας, πῶς ἤμασταν ἕτοιμοι, μὲ τὴν παραμικρή τους ἐπιθετικὴ κίνησι ν᾽ ἀνοίξουμε πῦρ, πῶς προβλεπόταν μεγάλο μακελειό. δὲν χόρταινε ν᾽ ἀκούῃ. καὶ κάθε φορὰ μὲ καληνυχτοῦσε μὲ βουρκωμένα μάτια· τὸ καταλάβαινα ἀπὸ τὴ φωνή του. μοῦ ἔλεγε· «Νιώθω σὰ νὰ εἶμαι μαζί σου στὰ χαρακώματα». μιὰ φορὰ τοῦ εἶπα μὲ τέχνασμα καὶ τὰ ἄκρως ἀπόρρητα συνθηματικὰ τῆς νύχτας ἐκείνης, ποὺ εἶναι γιὰ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἴδια. εἶναι τόσο ἀπόρρητα, πού, ἂν γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο συμβῇ νὰ διαρρεύσουν, εἰδοποιεῖται ἀμέσως κατ᾽ εὐθεῖαν τὸ ἀρχηγεῖο ἐνόπλων δυνάμεων στὴν Ἀθήνα, κι ἀμέσως δίνεται σῆμα σ᾽ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ν᾽ ἀντικατασταθοῦν μὲ τὰ ἐφεδρικὰ μέχρι καὶ τὸν τελευταῖο σκοπὸ τῶν μονάδων καὶ τῶν χαρακωμάτων. κι αὐτὸ γίνεται μὲ διαταγὲς τυποποιημένες καὶ μονολεκτικὲς μέσα σὲ 10 λεπτά. εἶπα λοιπὸν στὸν π. Αὐγουστῖνο· «Σύνθημα τὸ βαπτιστικὸ τοῦ Καραβᾶ, παρασύνθημα ὁ χῶρος τῆς ἐπιτυχίας του». Καραβᾶς εἶναι τὸ ἐπίθετο τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδος π. Μαξίμου, ὁ ὁποῖος, πρὶν καρῇ μοναχός, λεγόταν Μιλτιάδης. τὄπιασε ἀμέσως ὅτι τὰ συνθηματικὰ εἶναι «Μιλτιάδης - Μαραθών». εἶχε μείνει κατάπληκτος καὶ συγκλονισμένος. καὶ τὴν ἄλλη μέρα μοῦ εἶπε ὅτι δὲν κοιμήθηκε ὅλη τὴ νύχτα. «Ἀγρυπνοῦσα μαζί σας στὰ χαρακώματα», μοῦ εἶπε, «δὲν μποροῦσα νὰ κοιμηθῶ, τὴν ὥρα ποὺ σεῖς ἀντιμετωπίζατε τὸ ἐνδεχόμενο ν᾽ ἀρχίσῃ ἡ μάχη». γιὰ νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια ὅλη, ὅταν μοῦ τὸ εἶπε αὐτό, βούρκωσα κι ἐγώ. κι ὅταν τοῦ εἶπα «Σᾶς ζητῶ συγγνώμην γι᾽ αὐτὸ ποὺ ἔκανα, δὲν πρόβλεψα ὅτι θὰ σᾶς κάνω νὰ ξενυχτήσετε», μοῦ ἀποκρίθηκε· «Ἐγὼ σ᾽ εὐχαριστῶ. μοῦ ἄρεσε πάρα πολὺ ποὺ μοῦ ἔδωσες αὐτὴ τὴν ἀναφορά, κι ἔζησα κι ἐγὼ στὸ μέτωπο, ὅπως τὰ χρόνια τὰ παλιά, ἴλαρχε».
Σ᾽ ἕνα ἄλλο τέτοιο τηλεφώνημα ἐκείνων τῶν ἡμερῶν, μόλις τελείωσα τὴν ἀναφορά μου γιὰ τὴν ἐπιθεώρησί μου καὶ γιὰ τὸ ἠθικὸ καὶ τὴν ἑτοιμότητα τῶν ἀνδρῶν μου, λὲς καὶ ἤμασταν προσυνεννοημένοι, ἀπαγγείλαμε καὶ οἱ δυὸ ταυτόχρονα τὸ ψαλμικὸ
Ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν,
εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων (Ψα 121,1).
Τοῦ ἔδινα συνεχῶς ἀναφορά, σὰ νὰ ἦταν ὁ διοικητής μου, καὶ τὸ χαιρόταν πολύ. πολλὲς φορὲς μοῦ ἔλεγε· «Μ᾽ ἔχεις μεταθέσει στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πυρός, ἀγριόγατε».
Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1972 ἐργαζόμουν ὡς ἀνειδίκευτος ἐργάτης στὸ κτίσιμο τοῦ τεράστιου τσιμεντένιου σταυροῦ πάνω στὸ ὕψωμα ποὺ δεσπόζει τῆς πόλεως Φλωρίνης καὶ τοῦ διπλανοῦ ναοῦ. ὁ σταυρὸς ἔχει ὕψος 30 μέτρα, ὅσο μιὰ οἰκοδομὴ μὲ δέκα ἢ ἕντεκα ὀρόφους. ὁ π. Αὐγουστῖνος ἦταν τότε 64 ἐτῶν. ἕνα πρωϊνὸ ἀνέβηκε πεζὸς στὸ ὕψωμα νὰ δῇ τὴν πορεία τῶν ἐργασιῶν. ὁ σταυρὸς εἶχε τελειώσει, καὶ κτιζόταν ὁ ναός. ἤμουν τότε 31 ἐτῶν καὶ πολὺ εὐκίνητος κι ἀναρριχητικός. ἐρχόμουν σ᾽ αὐτὸ δεύτερος μετὰ τὸν συνομήλικό μου ἐργοδηγό τους καὶ μέλος τῆς ἀδελφότητός τους ἐργαζόμενο Γιάννη Ἀσλανίδη, τὸν μετέπειτα Γρηγοριάτη ἱερομόναχο Κοσμᾶ, ὁ ὁποῖος ἐργάστηκε στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Ζαῒρ τῆς Ἀφρικῆς, ὅπου καὶ σκοτώθηκε σὲ αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα. ὁ π. Αὐγουστῖνος μὲ ῥώτησε ἂν μπορῶ ν᾽ ἀναρριχηθῶ στὸ σταυρό, κι ἀναρριχήθηκα στὴν κορυφή του. πάτησα πάνω στὸ καπελλάκι τοῦ σταυροῦ, ἐμβαδοῦ μισοῦ τετραγωνικοῦ μέτρου (τὸ ἄλλο μισὸ εἶναι ἄνοιγμα, γιὰ ν᾽ ἀνεβαίνῃ ἐπάνω ὁ ἀναρριχώμενος), στάθηκα ὄρθιος μὲ τὰ πόδια σὲ διάστασι, καί, ὅπως μοῦ εἶπε ὁ π. Αὐγουστῖνος, στράφηκα πρὸς τὸ χωριὸ Σκοπιά. ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀπὸ κάτω μοῦ ὑπαγόρευε ἕνα σύντομο κήρυγμα, κι ἐγὼ τὸ φώναζα πρὸς τὸ χωριό. ἡ φωνή μου τότε ἦταν πολὺ δυνατή. εἶδα τοὺς χωρικοὺς νὰ παρακολουθοῦν κατάπληκτοι τὸ κήρυγμα ἐκεῖνο ἀπὸ τοὺς δρόμους καὶ τὰ παράθυρα. εἶχαν μείνει ὅλοι ἀκίνητοι σὲ μιὰ ὥρα κατ᾽ ἐξοχὴν ἐργάσιμη. τοὺς εἶχα πῆ βέβαια στὴν ἀρχὴ ὅτι στὴ βάσι τοῦ σταυροῦ εἶναι ὁ ἐπίσκοπός τους καὶ μοῦ ὑπαγορεύει τὰ λόγια ποὺ τοὺς λέω. ὅταν τελείωσα, οἱ χωρικοὶ μᾶς εὐχαρίστησαν μὲ τὸ μεγάφωνο τῆς κοινότητος. ὁ π. Αὐγουστῖνος εἶχε χαρῆ τότε πάρα πολύ. κι ὅταν ἀνταμώναμε τὸ καλοκαίρι ἐκεῖνο, ὅλο γι᾽ αὐτὸ τὸ ἀσυνήθιστο κήρυγμα λέγαμε. σὰ δυὸ συμπαῖκτες ποὺ παίξαμε ἕνα ἐκπληκτικὸ παιχνίδι.
Τὸ πρῶτο μου κήρυγμα ἀπὸ ἄμβωνος τὸ ἔκανα στὸ ἴδιο ἐκεῖνο χωριὸ μετὰ δύο χρόνια στὶς 14-7-1974, λίγες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπιστράτευσι, ἐνῷ ἤμουν ὑπαρχηγὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ κατασκήνωσι τῆς μητροπόλεως Φλωρίνης. πῆγα στὴ Σκοπιὰ καὶ κήρυξα μὲ ἐντολὴ καὶ ἀνάθεσι τοῦ π. Αὐγουστίνου, κι ἀπὸ τότε κηρύττω μέχρι σήμερα. μοῦ εἶπε· «Ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι. πήγαινε στὴ Σκοπιὰ καὶ κήρυξέ τους τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ δυνάμεως». σὰν μὲ πυρακτωμένο σίδερο μοῦ ἔμειναν χαραγμένα στὴ μνήμη μου τὰ λόγια ἐκεῖνα τὰ διοριστήρια κι ἀναθετήρια, ἡ ἐντολή του.
Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔχει διαβάσει τὰ κείμενά μου, ἄρθρα καὶ συγγράμματα, καὶ μ᾽ ἐπῄνεσε γι᾽ αὐτὰ πολλὲς φορές. πολλοὶ μ᾽ ἔχουν ἐπαινέσει γιὰ διάφορα πράγματα. ἀλλ᾽ ὁ ἔπαινος τοῦ Αὐγουστίνου Φλωρίνης γιὰ τὸ γραπτό μου λόγο εἶναι γιὰ μένα πνευματικὸ κειμήλιο ὑπέροχο καὶ ἀνεκτίμητο· ἡ ἀνώτερη ἀπὸ τὶς περγαμηνές μου. ἰδιαιτέρως μ᾽ ἔχει ἐπαινέσει πολλὲς φορὲς ἐκφράζοντας καὶ τὴν ἀπόλυτη κι ἀνεπιφύλακτη συμφωνία του κι ἀνάπαυσί του γιὰ τὴν πολεμική μου ἐναντίον τῶν παπικῶν καὶ τῶν ἄλλων αἱρετικῶν. δύο μόνο φορὲς μ᾽ ἔχει ἀποκαλέσει «διδασκαλικὸ διάδοχό του».
Μερικὰ ἄλλα περιστατικὰ ἀπὸ τὴν κοινὴ ζωή μου μὲ τὸν Αὐγουστῖνο ἀναφέρω στ᾽ Ἀπομνημονεύματά μου (§§ 44· 185-189) καὶ στὸν πρόλογο τῆς Α’ ἐκδόσεως τοῦ Λεξικοῦ μου τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὴν ὁποία χρηματοδότησε ὁ ἴδιος. ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀναφέρθηκε στὰ περιστατικὰ αὐτὰ πολλὲς φορὲς καὶ μὲ πολλὴ ἀγάπη γιὰ μένα.
Ὁ Κύριος νὰ μᾶς τὸν χαρίζῃ κι ἄλλα χρόνια πολλά.
*
Τὸ κείμενο αὐτὸ μοῦ ζητήθηκε νὰ τὸ γράψω καὶ δημοσιεύτηκε στὴ ‘’Χριστιανικὴ Σπίθα’’ τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτου ἐπισκόπου Φλωρίνης, στὸ φύλλο 653/Ἰούλιος - Αὔγουστος 2007.
Μελέτες 9 (2010)