Μερικοὶ Χριστιανοὶ νομίζουν ὅτι ὑπάρχει μαγεία καὶ βασκανία, ὅτι δηλαδὴ τὰ ‘‘μάγια’’ ἔχουν δύναμι καὶ οἱ ἄνθρωποι βασκαίνουν καὶ βασκαίνονται. καὶ τὴν εἰδωλολατρικὴ αὐτὴ πλάνη τοὺς τὴν ἐνισχύουν καὶ μερικοὶ ὀλιγογράμματοι κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ κι ὅλοι αὐτοὶ στηρίζονται στὸ ὅτι ‘‘ἡ ἐκκλησία ἔχει εὐχὴ κατὰ τῆς βασκανίας’’.
Ἂν ὑπῆρχαν μάγια καὶ βασκανία, ἂν ὑπῆρχε δηλαδὴ ἡ δυνατότης οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν τὸ βλέμμα τους πιστόλι καὶ τὸ δάχτυλό τους καραμπίνα καὶ νὰ πυροβολοῦν μὲ πιστολιὲς ἀόρατες κι ἀθόρυβες, κι ἀπὸ τὴν ἀστυνομία ἀσύλληπτες, ὁ καθένας ἐκεῖνον ποὺ δὲν χωνεύει, ἢ νὰ μισθώνουν εἰδικοὺς γι̉ αὐτὴ τὴ δουλειὰ πιστολᾶδες - μάγους καὶ πιστολᾶδες - βασκάνους, πρὸ πολλοῦ ἡ ἀνθρωπότης θὰ εἶχε ἐξοντωθῆ ὁλόκληρη˙ μᾶλλον πρὶν ἀπὸ τὸν κατακλυσμό. εὐτυχῶς αὐτὰ εἶναι μόνο ψέμματα καὶ ἄστοχες φοβίες μικρονοϊκῶν, καὶ ἡ ἀνθρωπότης ἐξακολουθεῖ νὰ ζῇ. ἡ μαγεία καὶ ἡ βασκανία εἶναι πράγματα ἀνύπαρκτα καὶ δοξασίες τῆς πιὸ ξεπεσμένης εἰδωλολατρίας, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη λέγεται ἀνιμισμὸς (animismus) καὶ ἡ ὁποία εὐδοκιμεῖ σὲ ἀνθρώπους χαμηλῆς νοημοσύνης ἢ στερημένους ἀπὸ κάθε παιδεία, σὲ διανοητικὰ κατακάθια δηλαδὴ ἢ καὶ σὲ νέγρους τῆς Κεντρικῆς Ἀφρικῆς ἢ σὲ ἡμιαγρίους τῆς Ἰνδονησίας, τῆς Ὠκεανίας, καὶ τῆς Νοτίου Ἀμερικῆς. ὁ διάβολος βεβαίως ἔχει μεγάλη δύναμι, ἀλλ̉ ἔναντι τοῦ θεοῦ εἶναι ἕνα τελείως ἀνίσχυρο ἄχυρο. αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ἂν ὁ ἄνθρωπος θέλῃ νὰ εἶναι τοῦ θεοῦ, γιὰ τὸ διάβολο εἶναι ἀπροσπέλαστος ἀπλησίαστος κι ἀπαραβίαστος˙ θὰ ἔλεγα παντοκράτωρ˙ ἐπειδὴ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν παντοκρατορία τοῦ θεοῦ. ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ προτιμοῦν τὸ διάβολο, ἐπίσης δὲν ὑπάρχει μαγεία καὶ βασκανία˙ ἀλλιῶς τοὺς λυμαίνεται ὁ διάβολος, ἀλλιῶς τοὺς χρησιμοποιεῖ, ἀλλιῶς τοὺς φθείρει, καὶ τὸ κακὸ ποὺ θέλει νὰ τοὺς κάνῃ δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἡ φυσική τους φθορά, ἀλλὰ τὸ νὰ κερδήσῃ τὴν προτίμησί τους.
Τὴ φυσικὴ φθορὰ θέλει ὁ διάβολος ἐλαχίστων μόνο ἀνθρώπων, σὰν τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ ποῦμε, κι αὐτὴ τὴν πετυχαίνει μερικὲς φορές, ἀλλ̉ ὄχι μὲ τὴ βασκανία καὶ τὴ μαγεία˙ ἀλλ̉ ἁπλούστατα μὲ τὸ νὰ ξεσηκώνῃ ἐναντίον τους τοὺς δικούς του ἀνθρώπους, διῶκτες δημίους φονιᾶδες καὶ συκοφάντες˙ καὶ πάλι πετυχαίνει τὸ σκοπό του, μόνο ἂν τὸ ἐπιτρέψῃ ὁ θεός. κι ὁ θεὸς τὸ δικό του παιχνίδι παίζει πάντοτε, κι ἐκεῖνο γιὰ νὰ δοξάσῃ τὸν ἄνθρωπό του. ὁ Παῦλος λ.χ. ἦταν νὰ τελειώσῃ τὴ ζωή του στὰ 60 του˙ ὁ θεὸς λοιπὸν θέλησε, ἀντὶ νὰ πεθάνῃ ὁ Παῦλος ἀπὸ κρυολόγημα ἢ σκοντάφτοντας σὲ μιὰ πέτρα, νὰ πεθάνῃ ὡς μάρτυρας τῆς πίστεως μὲ μιὰ τσεκουριὰ στὸν τράχηλο. ὁ θεὸς ὅμως, ἐπειδὴ κοροϊδεύει τὸ διάβολο, τὸν ἄφησε νὰ ξεσηκώσῃ τοὺς ἀνθρώπους του νὰ ‘‘ἐξοντώσουν’’ τὸν Παῦλο.
Ἡ ζωὴ ὁ θάνατος ἡ ὑγεία καὶ τὰ πάντα τῶν ἀνθρώπων εἶναι στὸ χέρι τοῦ θεοῦ. ὁ διάβολος μόνο τὴν κακία του δείχνει, κι αὐτὸς καὶ οἱ ἄνθρωποί του, καὶ δὲν ὑπάρχει βασκανία καὶ μαγεία. ἂν ὑπῆρχε, ὁ διάβολος θὰ ἦταν ἰσοδύναμος μὲ τὸ θεὸ κι ἕνας δεύτερος παντοκράτορας. τὸ νὰ πιστεύῃ κανεὶς σὲ ὕπαρξι μαγείας καὶ βασκανίας, ἂν μὲν εἶναι μικρονοϊκὸς ἢ ἀπαίδευτος, εἶναι ἁπλῶς βλακεία, ἂν ὅμως εἶναι νοήμων καὶ μορφωμένος, εἶναι βλασφημία καὶ εἰδωλολατρία. νά! αὐτὸ μόνο τὸ κακὸ κάνει ὁ διάβολος στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴ μαγεία καὶ τὴ βασκανία˙ πείθοντάς τους νὰ δέχωνται τὴν ὕπαρξι μαγείας καὶ βασκανίας, τοὺς κάνει δικούς του˙ εἰδωλολάτρες.
Ὅσο γιὰ ‘‘τὴν ἐκκλησία ποὺ ἔχει εὐχὴ κατὰ τῆς βασκανίας’’, δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐκκλησία, ἀλλὰ κάποιος ἀνεύθυνος τυπογράφος λειτουργικῶν βιβλίων ὡς ἐκδότης ἢ κάποιος δεινὸς ἀργυρολόγος παπᾶς τῆς τουρκοκρατίας ὡς χρήστης τοῦ σχετικοῦ κειμένου, τὸ ὁποῖο, ὅταν διαβάσῃ κανείς, ἀντιλαμβάνεται ἀμέσως σὲ πόσο ἀχρίστιανους καὶ μικρονοϊκοὺς ἀνθρώπους ἀπευθύνεται.
Τὸ Εὐχολόγιο εἶναι ἕνα λειτουργικὸ βιβλίο ποὺ εἶναι διαχρονικὸς σωρείτης. ἀφοῦ δηλαδὴ ἀποτελέστηκε ἀρχικὰ ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία σὲ 3 - 4 παραλλαγὲς καὶ τὶς ἀκολουθίες ἄλλων βασικῶν ἱερουργιῶν, ἔπειτα διὰ μέσου τῶν αἰώνων δεχόταν διάφορα ξένα ὑλικὰ σὰν ἐπικαθήμενη σκόνη. καὶ κατὰ καιροὺς ὑφίσταται κι ἀποκαθάρσεις ἀπὸ συνετοὺς ἀνθρώπους μὲ κῦρος. ἔχω ἕνα παλιὸ Εὐχολόγιο, παλιότερο τοῦ 1800, μὲ ‘‘βενετσιάνικα’’ γράμματα, τὸ ὁποῖο ἔχει πρὸς τὸ τέλος κάτι εὐχὲς γελοῖες. εὐχὴ ὅταν κατουρήσουν τὰ ποντίκια τὸ ἀλεύρι˙ εὐχὴ ὅταν πέσῃ κότα στὸ πηγάδι καὶ πνιγῇ˙ εὐχὴ σὲ ἀδελφοποιητούς (πρᾶξι ἡ ὁποία ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ ἐκκλησία ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς)˙ καὶ ἄλλες τέτοιες εὐχές. μερικὲς εἶναι ἐμφανέστατα ἀργυρολογικές˙ εὐχὴ ὅταν ἡ γυναίκα μείνῃ ἔγκυος˙ εὐχὴ ὅταν ἡ γυναίκα ἀποβάλῃ˙ εὐχὴ ὅταν γεννηθῇ τὸ παιδί˙ εὐχὴ στὸ πρῶτο μπάνιο τοῦ νεογνοῦ˙ εὐχὴ στὶς ὀχτὼ ἡμέρες τοῦ νεογνοῦ˙ εὐχὴ στὶς δέκα ἡμέρες γιὰ νὰ βγαίνῃ ἡ λεχώνα ἀπὸ τὸ δωμάτιο στὴν αὐλή˙ εὐχὴ στὶς 20 ἡμέρες ἢ μισοσαράντισμα τῆς λεχώνας˙ εὐχὴ στὸ σαράντισμα τῆς λεχώνας˙ σὰ νὰ ἦταν ἡ λεχώνα βαριὰ ἄρρωστη κι ὁ παπᾶς γιατρὸς φακελάκιας. ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὁ ἄμισθος παπᾶς τῆς τουρκοκρατίας ἔπρεπε νὰ βρῇ χίλιους τρόπους νὰ πορισθῇ εἰσόδημα, γιὰ νὰ ζήσῃ καὶ νὰ προικίσῃ τὶς κόρες του, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄνθρωποι πονεμένοι, ποὺ ἔχαναν πέντε καὶ δέκα ἐγκυμοσύνες στὸν τρίτο μῆνα τους καὶ εἶχαν καημὸ νὰ γεννήσουν παιδὶ ἢ νὰ ἐπιβιώσῃ τὸ νεογνό τους, ἐπειδὴ καὶ νεογνὰ ἔχαναν πολλὰ στὸν πρῶτο μῆνα τους, ἀπὸ ἴκτερο συνήθως, ποὺ σήμερα θεραπεύεται σὲ μιὰ ὥρα μὲ ἀφαιμαξομετάγγισι, ἀναζητοῦσαν εἰδικὲς εὐχὲς γιὰ τὸ κάθε τί, ἀκόμη καὶ γιὰ τὶς αἱμορροΐδες, οἱ ὁποῖες τοὺς τρόμαζαν ἰδιαιτέρως˙ ἢ εὐχὴ στὸν ἅγιο Ἀντίπα γιὰ τὸν πονόδοντο. οἱ γιατροί, ἐξ ἴσου ἀγράμματοι, καὶ οἱ κομπογιανῖτες, ἀκόμη χειρότεροι, τοὺς ἀνθρώπους πιὸ πολὺ τοὺς πέθαιναν παρὰ τοὺς γιάτρευαν. καὶ οἱ παπᾶδες ἔπρεπε κι αὐτοὶ νὰ πάρουν τὸ μοιράδι τους. ὁλόκληρος ἀρχιστράτηγος Οὐάσιγκτων, ἐλευθερωτὴς καὶ ἱδρυτὴς τῶν Η.Π.Α., πέθανε σ̉ ἕνα ἁπλὸ κρυολόγημα, διότι οἱ γιατροὶ τὸν πλάκωσαν στὶς ἀφαιμάξεις καὶ στὶς ‘‘κοφτὲς βεντοῦζες’’ καὶ τοῦ στράγγιξαν τοῦ ἀνθρώπου ὅλο τὸ αἷμα του. τοὐλάχιστο οἱ παπᾶδες τὸν ἄρρωστο δὲν τὸν ἔκαναν νὰ πονάῃ˙ μόνο εἰσέπρατταν. κάποιοι ἐπιτήδειοι συνέτασσαν εὐχὲς γιὰ ὅλα. καὶ κάποιοι τυπογράφοι καὶ βιβλιέμποροι, ποὺ ἔπρεπε νὰ ὑπερφαλαγγίσουν ἐμπορικῶς τοὺς ὁμοτέχνους των, φιλοδοξοῦσαν νὰ πουλήσουν Εὐχολόγια ὅσο γίνεται ‘‘πληρέστερα’’, μὲ εὐχὲς καὶ γι̉ ἀλεύρι κατουρημένο ἀπὸ ποντίκια, γιὰ κοριοὺς καὶ σανιδόψειρες, γιὰ βάσκαμα, γιὰ μάγια, καὶ γιὰ ὅ,τι ἄλλο ἐνωχλοῦσε ἢ φόβιζε τοὺς ἀνίδεους ἀνθρώπους. καὶ φυσικὰ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ περὶ τὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ φόβο κερδοσκόποι δὲν εἶναι ‘‘ἡ ἐκκλησία’’. δὲν ‘‘ἔχει ἡ ἐκκλησία στὸ Εὐχολόγιό της καὶ εὐχὲς γιὰ μάγια καὶ γιὰ βασκανία’’. οἱ ἀργυρολόγοι ποὺ ἔκαναν τὸ Εὐχολόγιο Σολομωνική, γιὰ νὰ μὴ χάσουν οὔτε γρόσι, δὲν εἶναι ‘‘ἡ ἐκκλησία’’.
Τὰ θέλει ὅμως κι ὁ ἀκάθαρτος λαὸς κάτι τέτοια ‘‘μπακάλικα καμώματα μὲ τὸ θεὸ’’ δῆθεν. ὅταν ἤμουν τριαντάρης, ἕνας συμφοιτητής μου, ποὺ ἦταν ἐφημέριος στὴν Παναγία Δεξιὰ τῆς Θεσσαλονίκης, μοῦ κράτησε γιὰ δεῖγμα καὶ μοῦ ἔδωσε γεμάτος ἀηδία ἕνα σημείωμα ποὺ τοῦ εἶχε δώσει μιὰ κυρία, ἡ ὁποία ἤθελε νὰ κάνῃ μιὰ ‘‘Παράκλησι στὴν Παναγία’’. τὸ σημείωμα ἔγραφε τὸ αἴτημα τῆς κυρίας κατὰ τὴν Παράκλησι˙ ‘‘Ὑπὲρ τοῦ δούλου τοῦ θεοῦ Γιάννη, νὰ τὸν ἔχῃ ὁ θεὸς καλὰ καὶ νὰ τὸν φωτίσῃ νὰ μισήσῃ τὴ γυναῖκα του Μαρία καὶ ν̉ ἀγαπήσῃ μ̉ ὅλη του τὴν καρδιὰ τὴ δούλη τοῦ θεοῦ Σούλα’’ (αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν κυρία ποὺ ἔκανε τὴν Παράκλησι). ὁ ἱερεὺς ἀγανάκτησε καὶ τῆς εἶπε ὅτι ‘‘τέτοια παράκλησι δὲν γίνεται, δὲν εἶναι σωστή’’, ἀλλ̉ ἡ κυρία τοῦ εἶπε ‘‘Μὰ ὁ ἄλλος παπᾶς μοῦ τὴν ἔχει κάνει πολλὲς φορές’’. ὁ φίλος μου θύμωσε περισσότερο, κι ἐκείνη τοῦ πρότεινε ἕνα πολὺ μεγαλείτερο χρηματικὸ ποσό, γιὰ νὰ τῆς τὴν κάνῃ! κι ὁ φίλος μου τὴν ἔδιωξε ἐξαγριωμένος. κράτησε ὅμως τὸ σημείωμα καὶ μοῦ τὸ ἔδειξε. τέτοιος λαὸς τέτοια αἰτήματα ἔχει καὶ τέτοιες εὐχὲς θέλει σὰν καὶ τὴν ‘‘εὐχὴ τῆς βασκανίας’’. καὶ τοῦ ἀρέσει νὰ πληρώνῃ γιὰ δύο λόγους˙ γιὰ νὰ ἔχῃ τὸ θεὸ ἐξαγορασμένο καὶ λαδωμένο καὶ τὸ αἴτημά του νομιμοποιημένο, καὶ γιὰ νὰ μπορῇ νὰ κατηγορῇ τοὺς παπᾶδες ὡς φιλαργύρους καὶ χειροτέρους ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, παρηγορώντας ἔτσι τὴ συνείδησί του.
Πρὶν ἀπὸ σαράντα περίπου χρόνια, ὅταν ἤμουν νεαρὸς φιλόλογος, εἶδα σὲ ναὸ ἕνα Εὐχολόγιο, ποὺ εἶχε στὸ τέλος μιὰ ‘‘Εὐχὴ γιὰ ἀλλαγὴ φύλου’’! οἱ κίναιδοι καὶ τὰ καμώματά τους τότε ἦταν στὴν Ἑλλάδα κροῦσμα σπανιώτατο, καὶ οἱ ἀθῷοι ἄνθρωποι δὲν καταλάβαιναν τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ‘‘ἀλλαγὴ φύλου’’˙ ὅτι εἶναι χειρουργικὸς εὐνουχισμὸς κιναίδων, οἱ ὁποῖοι ὡς ψυχικὰ βλαμμένοι καὶ ἀνώμαλοι ἀπεχθάνονται τὰ γεννητικά τους ὄργανα καὶ μερικὲς φορὲς τὰ κόβουν ὁλοσχερῶς. ὡς γνώστης τοῦ τί γινόταν στὴν ἀρχαιότητα καὶ κυρίως τῶν σιχαμερῶν ἐκείνων τελετῶν ποὺ περιγράφει μὲ θρησκευτικὸ δέος ὁ διεστραμμένος Λουκιανὸς στὸ ἔργο του ‘‘Περὶ τῆς Συρίης θεοῦ’’, κατάλαβα τί συμβαίνει μὲ τὴν εὐχὴ ἐκείνη καὶ μίλησα στὸν πνευματικό μου προϊστάμενο, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ εἶναι ἀκόμη παρὰ τὰ 102 χρόνια του μεγάλο ἐκκλησιαστικὸ ἀνάστημα, καὶ τότε δέσποζε στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. κι ὁ ἄνθρωπος ἔβαλε τὶς φωνὲς στοὺς ὑπευθύνους, καὶ ἡ σιχαμερὴ ἐκείνη εὐχὴ ὠβελίστηκε ἀπὸ τὸ Εὐχολόγιο ἀμέσως. τὴν εἶχε συντάξει καὶ προσθέσει τότε πρόσφατα ἕνας ποὺ ἦταν καὶ βλάκας καὶ κακοήθης. φανταστῆτε ἡ εὐχὴ ἐκείνη νὰ ἔμενε, νὰ γινόταν ἐθισμός, καὶ νὰ ‘‘καταξιωνόταν’’! μετὰ 100 χρόνια οἱ κίναιδοι θὰ τὴν εἶχαν τεκμήριο τοῦ ὅτι ‘‘ἡ ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὡς σωστὸ πρᾶγμα τὸν κιναιδισμό, ἀφοῦ στὸ Εὐχολόγιο ἔχει καὶ εὐχὴ γιὰ ἀλλαγὴ φύλου’’!
Ἔτσι ἀκριβῶς χώθηκε καὶ παρέμεινε ἐπὶ τουρκοκρατίας στὸ Εὐχολόγιο καὶ ἡ ἄκρως ἀργυρολογικὴ εὐχὴ κατὰ τῆς βασκανίας. δὲν τὴν ἔβαλε ἐκεῖ ἡ ἐκκλησία ἀλλὰ κάποιος τυπογράφος.
Τὸ εἶπα κι ἄλλοτε, τὸ ἐπαναλαμβάνω καὶ τώρα˙ ἡ ἐκκλησία δὲν φέρει εὐθύνη οὔτε γιὰ ὅσα ἔγραψαν οἱ ἀρχαῖοι ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς οἱ λεγόμενοι καὶ ‘‘πατέρες’’. ὅποιος ἔγραψε σωστὰ κι ὠφέλιμα, θὰ ἔχῃ ἀπὸ τὸ θεὸ τὸν ἔπαινο ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος˙ ὅποιος ὄχι, δὲν θὰ ἔχῃ καὶ τὸν ἔπαινο. ἡ ἐκκλησία φέρει τὴν εὐθύνη μόνο γιὰ ὅσα γράφει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ εἶναι ἀλληλέγγυος μόνο γι̉ αὐτά. τὰ ἄλλα χριστιανικὰ κείμενα εἶναι πολλὲς φορὲς χρήσιμα κι ὠφέλιμα, ὅπως νὰ ποῦμε τὰ κείμενα τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἢ τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ἀλλ̉ ὅλ̉ ἀνεξαιρέτως ὑπόκεινται σὲ κριτική. μόνο ἡ Βίβλος εἶναι ἀνώτερη πάσης κριτικῆς. ὅποιος κρίνει τὴ Βίβλο, ἐξέπεσε ἤδη ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἰδιότητα. ἂς πάῃ νὰ βρῇ ἄλλη Διαθήκη, ἄλλο Συμβόλαιο σωτηρίας, ἄλλη πίστι ἢ θρησκεία. ἀνήκει κιόλας σὲ ξένη θρησκεία, ἀκόμη κι ἂν δὲν τὸ πιστεύῃ ἢ δὲν τὸ παραδέχεται ὁ ἴδιος.
Μελέτες 4 (2008)