Ἡ ἐκκλησία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι μία, ὅπως λέει τόσο ἡ Καινὴ Διαθήκη ὅσο καὶ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. κι αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία. ἂν ἀμφιβάλλαμε γι’ αὐτό, ἔπρεπε νὰ τὴν ἀγνοήσουμε, καὶ νὰ τρέξουμε ἔντρομοι καὶ στὴ δυτικὴ Εὐρώπη καὶ στὸν Εἰρηνικὸ ὠκεανὸ καὶ στὰ πέρατα τῆς γῆς, νὰ βροῦμε τὴ μία ἐκκλησία καὶ νὰ βαπτιστοῦμε τὸ βάπτισμά της, πρὶν πεθάνουμε ἀβάπτιστοι καὶ χάσουμε τὴ σωτηρία μας. ἀλλιῶς θὰ ἤμασταν ἀνέντιμοι. δὲν ἀφιβάλλουμε ὅμως καθόλου ὅτι ἡ μία αὐτὴ ἐκκλησία εἶναι ἡ δική μας ἡ ὀρθόδοξη, ποὺ βρίσκεται σὲ πολλὰ μέρη τῆς γῆς, καὶ στὴν Ἑλλάδα ἔχει σήμερα τὸ μεγαλείτερο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ. ἄλλη ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει, οὔτε ὑπῆρξε ποτέ, ὅσο κι ἂν διάφοροι ΄΄θεολογοῦντες΄΄ καὶ θεοκάπηλοι, σημειώνοντας ἐπιδόσεις στὸ νὰ λὲν τὰ πιὸ χοντρὰ ψέμματα στοὺς πιὸ ἤπιους τόνους, μιλοῦν γιὰ ΄΄ἐκκλησία΄΄. ἂς τὸ ποῦν ἀπερίφραστα· εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν δυὸ ἐκκλησίες, ἢ καὶ περισσότερες, παραδεκτὲς ὅλες ἢ τοὐλάχιστο δύο ἀπὸ τὸν ἕνα Κύριο τῆς ἐκκλησίας, καὶ νὰ εἶναι ὁ ἴδιος νυμφίος δίγαμος; ἢ εἶναι δυνατὸν νὰ βλέπῃ εὐμενῶς μιὰ κάποια ἄλλη συνέλευσι, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι κι αὐτὴ νύμφη του, σὰ νὰ πρόκηται γιὰ κανέναν Ἀμερικανὸ πρόεδρο ἀπὸ κείνους ποὺ δὲν ξέρουν μὲ πόσες πλάγιασαν καὶ πόσες μποροῦν νὰ τοὺς ἐκβιάσουν;
         Ὅλοι οἱ χριστώνυμοι πληθυσμοί, οἱ ἔξω ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία, μορμόνοι, χιλιασταί, λουθηρανοί, πεντηκοστιανοί, ἀγγλικανοί, κουάκεροι, παπικοί, μεθοδισταί, ἀντβεντισταί, κλπ. εἶναι αἱρετικοί, σφετερισταὶ μόνο τοῦ ζηλευτοῦ χριστιανικοῦ ὀνόματος, ἄξιοι τιμωρίας καὶ μόνο γιὰ τὴν ἀντιποίησι αὐτὴ τοῦ ἐνδόξου ὀνόματος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ κάθε τσαρλατάνος καὶ λωποδύτης ποὺ συστήνεται ἀλλοῦ ὡς εἰσαγγελέας, ἀλλοῦ ὡς συνταγματάρχης, κι ἀλλοῦ ὡς βιομήχανος. πουθενὰ ἔξω ἀπὸ τὴ μία ἐκκλησία μας δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ πνευματικῶς ὑπαρκτό, τίποτε τὸ τελεστικῶς ἔγκυρο, τίποτε τὸ χριστιανικὸ κι ἐκκλησιαστικό. τὰ πλήθη τῶν προειρημένων συστημάτων καὶ τῶν παρομοίων τους εἶναι ἀβάπτιστα καὶ χωρὶς πνεῦμα ἅγιο, οἱ δὲ φερόμενοι ὡς ἡγέτες, ποιμένες, καὶ κληρικοί τους εἶναι χωρὶς καμμιὰ ἱερωσύνη· ἀβάπτιστοι λαϊκοί. ὅ,τι εἶναι ὁ εἰδωλολάτρης Ταϋλανδὸς Ξιού, ποὺ δὲν ἄκουσε οὔτε γιὰ τὴν ὕπαρξι τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἐκκλησίας, ἢ ἡ γριὰ Χούγιου ἀπὸ τὴν Ταγκανίκα, ποὺ κι αὐτὴ δὲν ἄκουσε τίποτε τὸ σχετικό, τὸ ἴδιο εἶναι καὶ κάθε τσαρλατάνος τοῦ κόσμου ποὺ παριστάνει τὸν ἀρχιπάστωρα ἢ πάπα ἢ ὅπως ἀλλιῶς αὐτοκαλοῦνται οἱ ἀπατεῶνες τοῦ εἴδους αὐτοῦ, ὅσους ὀρόφους κι ἂν ἔχῃ τὸ καπέλλο ποὺ φοράει, καὶ μ’ ὅποια ὑφάσματα κι ἂν τυλίγῃ τὸ κορμί του.
         Δὲν πρέπει ὅμως νὰ παραγνωρίζουμε ποτὲ ὅτι μέσα στὰ πλήθη ἐκεῖνα, ποὺ οἱ ἀρχηγοί τους σφετερίζονται τὸ ἔνδοξο ὄνομα, ὑπάρχουν ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦν τὸν Κύριο, διαβάζουν τὴ Βίβλο, ζοῦν εὐλαβῶς —δὲν θὰ πῶ εὐσεβῶς—, ἐπιθυμοῦν τὴ σωτηρία τους, κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιὰ τὸ θεὸ τῆς Βίβλου, ὅπως ἦταν ὁ Γουτεμβέργιος, ἡ Μαρία Τζώνς, ὁ Παστέρ, καὶ ἄλλοι διαπρεπεῖς καὶ ἀφανεῖς. αὐτοὶ εἶναι κατηχούμενοι· καὶ δὲν ἔχω λόγους ν’ ἀμφιβάλλω γιὰ τὴ σωτηρία τους, μιὰ καὶ βρίσκονται στὴν ἐξουσία τοῦ ἐλεήμονος καὶ παντοδυνάμου Κυρίου. καὶ εἶναι κατηχούμενοι ποὺ κατηχοῦνται ἀπὸ τὴ Βίβλο, ὅταν τὴ διαβάζουν. διότι ἡ Βίβλος εἶναι λόγος κατηχήσεως, ὅπως αὐτοχαρακτηρίζεται (Λκ 1,4· Πρξ 1,1). ὑπῆρξαν καὶ μάρτυρες κατηχούμενοι, γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ὁποίων δὲν ἀμφιβάλλουμε. ὁποιοσδήποτε ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία διαβάζει τὴ Βίβλο, ζῇ χριστιανικά, καὶ ἔχει ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία του, χωρὶς ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ νὰ κερδίζῃ τίποτε τὸ ἐπίγειο, δὲν εἶναι βέβαια Χριστιανός, ὅταν δὲν ἔχῃ τὸ βάπτισμα τῆς μιᾶς ἐκκλησίας, ἀλλά, ἐφ’ ὅσον δὲν ἀπέκρουσε καμμιὰ εὐκαιρία νὰ βαπτιστῇ, ποὺ πραγματικὰ τοῦ δόθηκε, εἶναι ὁπωσδήποτε κατηχούμενος. καλὰ θὰ ἦταν ἕνας τέτοιος νὰ γνωρίσῃ ὅλη τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ βαπτιστῇ Χριστιανός. ἀλλὰ καὶ ἔτσι, ἂν τοῦ συμβῇ νὰ πεθάνῃ ἀβάπτιστος, ἐν Κυρίῳ θὰ κοιμηθῇ, διότι ὡς κατηχούμενος θὰ κοιμηθῇ.
         Ὁτιδήποτε ἄλλο κι ἂν πῇ κανείς, γιὰ ἄλλη δηλαδὴ ἐκκλησία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη, ἢ γιὰ Χριστιανοὺς ἔξω ἀπ’ αὐτή, ὅ,τι κι ἂν εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ τὸ πῇ, ὅ,τι τίτλους κι ἂν φοράῃ, αὐτὸ ποὺ λέει εἶναι ψέμμα, ἄκρως ἐπικίνδυνο ψέμμα, κι αὐτὸς εἶναι μόνο ἀπατεώνας˙ τίποτε ἄλλο. φυσικὰ οἱ ἀρχηγοὶ καὶ ἀξιωματοῦχοι τῶν αἱρετικῶν, ἂν ἰσχυρίζωνται ὅτι εἶναι κάτι, τὴ δουλειά τους κάνουν˙ τίποτε τὸ παράξενο. καὶ οἱ λωποδύτες ποὺ παριστάνουν τὸν εἰσαγγελέα, τὸ βιομήχανο, τὸ συνταγματάρχη, τὸ λὲν αὐτὸ πολὺ συχνότερα ἀπὸ τοὺς πραγματικοὺς φορεῖς τῶν ἀξιωμάτων αὐτῶν. εἶναι ὁ τρόπος τῆς δουλειᾶς των. ΄΄Δικοί μας΄΄ ἄνθρωποι ἂν τὸ λέν, εἶναι μόνο γελοῖα ὑποκείμενα, ποὺ παριστάνουν ὅτι εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνονται, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὴν τιμιότητα νὰ βροῦν ἕναν ἔντιμο τρόπο βιοπορισμοῦ, κέρδους, προβολῆς, καὶ τακτοποιήσεώς των. ἐπικίνδυνοι ἀπατεῶνες, ἀξιόποινοι κακοποιοί, γελοῖα ὑποκείμενα.
         Τὸ γιατί ἡ μία ἐκκλησία εἶναι ἡ ὀρθόδοξη εἶναι μακρὸς λόγος, καὶ δὲν θὰ τὸ πῶ τώρα ἐδῶ. ἐδῶ κάτι ἄλλο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ λεχθῇ. ὅποιος ἀμφιβάλλει γι̉̉ αὐτό, πρέπει, ἂν εἶναι τίμιος μὲ τὸ θεό, μὲ τὸν ἑαυτό του, καὶ μὲ τοὺς ἄλλους, νὰ φύγῃ ἀμέσως ἀπ̉̉̉̉̉ αὐτή, καὶ ν̉ ἀναζητήσῃ τὴν ἀληθινὴ καὶ ὁπωσδήποτε μία ἐκκλησία ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. ὅταν καὶ ἀμφιβάλλῃ καὶ παραμένῃ σ̉ αὐτή, εἶναι πονηρὸς ἄνθρωπος μὲ ὕποπτο σκοπό, ποὺ εἶναι ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σωτηρία του. κι ἂν ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία δὲν ἦταν ἡ μία, ἡ ἄλλη ἐκείνη, ποὺ θὰ ἦταν ἀληθινή, θὰ ἦταν μία. δυὸ ἐκκλησίες νὰ δεχτῇ κανείς, βλασφημεῖ τὸν Κύριο καὶ τὸν βγάζει ψεύτη ἢ ἀνόητο. καὶ δὲν νομίζω ὅτι σὲ μιὰ σύγκρισι ἀνάμεσα σ̉ αὐτὸν καὶ στὸν Κύριο ὁ ψεύτης κι ὁ ἀνόητος εἶναι ὁ Κύριος.
         Καὶ μιὰ ἐπισημείωσι. τὸ σταλακτιτικὸ σπήλαιο τῶν Ἰωαννίνων, τὶς ἀρχαιότητες τῶν Μυκηνῶν, τὸ βῆμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴ Βέροια, καὶ τὸ δάσος τῶν φοινίκων στὴν Κρήτη μπορεῖ νὰ τὰ δῇ ὁποιοσδήποτε τουρίστας κι ἀπὸ τὴ Σιγκαπούρη κι ἀπὸ τὴ Ῥώμη κι ἀπὸ παντοῦ, εἴτε ἀνήκει σὲ κάποια θρησκεία εἴτε ὄχι, εἴτε στὴ θρησκεία του εἶναι λαϊκὸς εἴτε γκουρού, πάπας, μουφτῆς, μάγος, πάστωρας. μπορεῖ καὶ φωτογραφίες νὰ τραβήξῃ. μὲ τὴν ἱερὰ σύνοδο τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀλλόθρησκοι καὶ ἑτερόδοξοι μποροῦν νὰ ζητοῦν νὰ ἐπικοινωνήσουν ὅσοι εἶναι ἔμποροι χαρτιοῦ, ἂν θέλουν νὰ γίνουν προμηθευταί της, ὅσοι ξέρουν νὰ στήνουν ῥαδιοσταθμούς, ἂν θέλουν ν̉ ἀναλάβουν κάποιον δικό της, ὅσοι πουλοῦν ἔγχρωμα τζάμια, ἂν θέλουν νὰ συμμετάσχουν σὲ μειοδοτικὸ διαγωνισμὸ γιὰ προμήθεια, κλπ.. εἶναι εὔκολο˙ τὸ αἴτημά τους νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τὴν ἱερὰ σύνοδο δὲν ἀποτελεῖ αὐθάδεια οὔτε ἀσέβεια. ἄνθρωποι ὅμως ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι θρησκευτικοὶ ἡγέτες καὶ λειτουργοὶ κάποιων θρησκευμάτων, εἴτε αὐτὰ αὐτοκαλοῦνται ΄΄ἐκκλησίες΄΄ εἴτε ἀλλιῶς, καὶ θέλουν γιὰ ΄΄πνευματικοὺς΄΄ λόγους νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τὴν ἡγεσία τῆς ἐκκλησίας, μόνο σὲ μιὰ περίπτωσι θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπικοινωνήσουν˙ ἂν ζητοῦν ἀπὸ τὴ μία ἐκκλησία νὰ βαπτιστοῦν Χριστιανοί. καὶ κατ̉ ἄτομο βέβαια, ὄχι ὁμαδικά. μὴ Χριστιανὸς ἄνθρωπος μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του μπορεῖ νὰ διαπραγματεύεται μὲ ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή. ἂν καὶ σὲ μιὰ τέτοια ἀξιέπαινη περίπτωσι θὰ τοὺς συμβούλευα ν̉ ἀπευθυνθοῦν καλλίτερα στὸν προϊστάμενο μιᾶς ὁποιασδήποτε ἐνορίας. ἔχει ἐκεῖνος τὴν ἐπάρκεια νὰ τοὺς κατηχήσῃ καὶ νὰ τοὺς βαπτίσῃ. δὲν νομίζω ὅτι γιὰ τὸ αἴτημά τους αὐτὸ εἶναι εὐσεβὲς ν̉ ἀπαιτοῦν σώνει καὶ καλὰ νὰ ἐπικοινωνήσουν ὅλοι μὲ τὴν ἱερὰ σύνοδο.
         Αὐτὰ πρέπει νὰ γνωρίζουν ὅλα τὰ μέλη τῆς μιᾶς ἐκκλησίας.
         Ἐπανέρχομαι ὅμως στοὺς ἀξιαγάπητους κατηχουμένους, ἐκείνους ποὺ κατωνόμασα προηγουμένως.
Ὁ Γερμανὸς Ἰωάννης Γουτεμβέργιος (1400 - 68), ὅταν στὴ Δ. Εὐρώπη γιὰ 11 αἰῶνες ὅλα τἄσκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιὰ τοῦ πάπα τῆς Ῥώμης, ὁ ὁποῖος καὶ ἀπαγόρευε τὴν ἀνάγνωσι τῆς Βίβλου στοὺς λαϊκούς, ἐπειδὴ ἡ Βίβλος, ὁ λόγος τῆς κατηχήσεως στὴ Χριστιανικὴ πίστι, τοῦ τραβοῦσε τὸ χαλὶ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του, ὁ φτωχὸς Ἰωάννης Γουτεμβέργιος, λέω, πάσχιζε στὴ ζωή του νὰ βρῇ ἕναν τρόπο γραφῆς, ποὺ ἡ Βίβλος νὰ γίνῃ εὐανάγνωστη πάμφθηνη καὶ προσιτὴ στὸν κάθε ἄνθρωπο˙ κι ἐφεῦρε τὴν τυπογραφία˙ καὶ τὴ Βίβλο τύπωσε πρώτη καὶ τὴ Βίβλο τύπωνε στὴ ζωή του. ἄλλο ὅτι ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ τέχνη χρησιμοποιήθηκε καὶ γιὰ ὅλα τὰ βιβλία τῆς ἀνθρωπότητος, βάζοντας ἔτσι τέρμα στὴν ἀρχαιότητα κι ἐγκαινιάζοντας τὴ νέα ἐποχὴ τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς βιομηχανίας. ὁ θεός, ὅταν δίνῃ τὶς πηγές, γιὰ νὰ πίνουν οἱ ἄνθρωποι νερό, τὶς δίνει καὶ γιὰ τὰ ζῷα, ποὺ κι αὐτὰ εἶναι στὸν ἄνθρωπο χρήσιμα. χρησιμοποιήθηκε δὲ ἡ ὡραία τέχνη τοῦ σεμνοῦ κατηχουμένου Ἰωάννου καὶ γιὰ τ̉ ἀντιχριστιανικὰ βιβλία, ἐπειδή, ὅπως λέει κι ἡ παροιμία,
΄΄Χάρι στὸ βασιλικὸ πίνει καὶ ἡ κοπριὰ νερό΄΄.
κι ὁ κατηχούμενος Ἰωάννης, ποὺ ἐντελῶς ἀθόρυβα ἔκανε στὸν πάπα τῆς Ῥώμης πολὺ μεγαλείτερη χαλάστρα ἀπὸ κείνη ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ ἄλλος μεταγενέστερος Γερμανός, ὁ Λούθηρος, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ διαβάζοντας τὴν τυπωμένη Βίβλο του. δὲν ἔχει σημασία ὅτι ἡ Βίβλος, τὴν ὁποία τύπωσε, εἶναι μιὰ κακὴ μετάφρασι τοῦ μὴ αὐθεντικοῦ πρωτομασοριτικοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου τῆς Π. Διαθήκης καὶ μιὰ ἐπίσης κακὴ μετάφρασι τῆς ἑλληνόγλωσσης πρωτότυπης Κ. Διαθήκης˙ ποῦ νὰ τὴν εὕρισκε τὴ σωστὴ μετάφρασι τότε στὴ Γερμανία; ἡ πρόθεσι τοῦ κατηχουμένου μετράει.
         Ἡ μικρὴ Οὐαλὴ καὶ τυπικῶς ἀγγλικανὴ Μαρία Τζὼνς (1784 - 1866) ἀπὸ 8 χρονῶν παιδούλα ἤθελε πολὺ νὰ διαβάσῃ τὴ Βίβλο, ποὺ δὲν τὴν εἶχε οὔτε αὐτὴ οὔτε κανεὶς ἄλλος στὸ χωριό της. καὶ δὲν ἔτρωγε ποτὲ τὸ χαρτζιλίκι της σὰν παιδί, μέχρι ποὺ ἐξοικονόμησε τὸ ἀντίτιμο μιᾶς Βίβλου, ποὺ στὸ μεταξὺ φρόντισε καὶ ἔμαθε πόσο εἶναι. κι ὅταν συγκέντρωσε τὰ χρήματα, πῆγε στὴν κοντινώτερη πόλι πεζὴ καὶ ξυπόλυτη, κρατώντας τὰ παπούτσια της στὸ χέρι, γιὰ νὰ μὴν τὰ χαλάῃ στὸ δρόμο, καὶ γύρισε στὸ χωριό της εὐτυχισμένη, σὰ νὰ βρῆκε τὸν πιὸ καλὸ γαμπρό˙ γιατὶ ἦταν πιὰ καὶ σὲ ἡλικία, ποὺ ὅλες οἱ κοπέλλες αὐτὸ σκέφτονται. καὶ διάβαζε ἔπειτα τὴ Βίβλο σ̉ ὅλη τὴ ζωή της μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον. ἀργότερα, παντρεμένη κι εὐκατάστατη κυρία πλέον, συνετέλεσε στὴν ἵδρυσι Βιβλικῆς Ἑταιρίας μὲ σκοπὸ τὴ διάδοσι τῆς Βίβλου σ̉ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς, σὲ πολὺ φτηνὴ τιμή, κάτω τοῦ κόστους πάντοτε, καὶ πολλὲς φορὲς δωρεάν, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχῃ ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν τὴν ἔχῃ διαβάσει. ἀνεξαρτήτως τοῦ ὅτι ἡ Π. Διαθήκη τῆς Βιβλικῆς Ἑταιρίας εἶναι κακὴ μετάφρασι τοῦ μὴ αὐθεντικοῦ μασοριτικοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου, ἡ δὲ Κ. Διαθήκη της εἶναι μετάφρασι τῆς κακῆς λατινικῆς μεταφράσεως βουλγάτας, ἐκεῖνο ποὺ μετράει γιὰ τὴ δούλη τοῦ θεοῦ Μαρία εἶναι ὁ πόθος της καὶ οἱ προθέσεις της. κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τῆς ἀμφισβητήσῃ τὴν ἁγνὴ πρόθεσι καὶ τὴν ἰδιότητα τῆς εὐλαβοῦς κατηχουμένης ποὺ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.
         Ὁ Γάλλος Λουδοβῖκος Παστέρ (1822 - 95), ὁ μεγάλος ἐπιστήμων καὶ καθηγητὴς πανεπιστημίου καὶ ἀκαδημαϊκός, ὁ χημικὸς μὲ τὶς πολλὲς ἀνακαλύψεις κι ἐφευρέσεις, ποὺ ἀνακάλυψε καὶ τὰ μικρόβια καὶ ἄλλαξε ὅλη τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, δίνοντάς της τὴ σημερινή της μορφή, ποὺ σ̉ αὐτὸν ὀφείλουμε καὶ τὸ ψυγεῖο καὶ τὴν κονσέρβα καὶ τὴν ἀπολύμανσι καὶ τὸ ἀποστειρωμένο περιβάλλον τοῦ χειρουργείου, ἦταν εὐλαβέστατος μελετητὴς τῆς Βίβλου καὶ σεμνὸς καὶ ὑπερπολύτεκνος οἰκογενειάρχης. μὲ πάπες καὶ ἱερατεῖα παπικὰ δὲν εἶχε καμμιὰ ἐπαφή. ἂν καὶ πέθανε στὸ γῆρας, ἀπὸ 45 ἐτῶν ἦταν καὶ ἡμιπαράλυτος ἀπὸ ἐγκεφαλικό. κι ὅμως σχεδὸν ὅλες τὶς ἐπιστημονικὲς ἀνακαλύψεις του καὶ ἐφευρέσεις του τὶς πραγματοποίησε μετὰ τὸ ἐγκεφαλικὸ μὲ σκληρὴ κι ἐξοντωτικὴ ἐργασία. καὶ τὶς πραγματοποίησε, γιατὶ στὰ χρόνια του οἱ ἄθεοι καὶ ὑλισταὶ τῆς Δ. Εὐρώπης εἶχαν σκληρύνει στὸ ἔπακρο τὶς ἐπιθέσεις των ἐναντίον τῆς Βίβλου, συνεπικουρούμενοι καὶ ἀπὸ τοὺς τότε ΄΄θεολόγους΄΄ κι ΄΄ἑρμηνευτὰς΄΄ τῆς Βίβλου, κι αὐτὸς ὁ πιστὸς ἤθελε νὰ τοὺς ἀποστομώσῃ, ἰδίως τοὺς ἐξελικτικοὺς λεγομένους, ἀποδεικνύοντας ὅτι δὲν ὑπάρχει ΄΄ζωὴ ἐκ τοῦ μηδενός΄΄ (omne vivum ex vivo)˙ μόνο ποὺ τὴ ζωὴ αὐτή, τὴν τῶν μικροβίων καὶ μικροσκοπικῶν ὠαρίων, οἱ σαχλεπίσαχλοι ἄθεοι καὶ ὑλισταὶ δὲν τὴν ἔβλεπαν˙ τὴν εἶδε ὅμως αὐτός˙ καὶ μᾶς χάρισε τὴ σημερινὴ ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ τόσα ἄλλα ὑπέροχα πράγματα. ἀκόμη καὶ στὴ φυλακὴ παρὰ λίγο νὰ τὸν βάλουν τὸν ἡμιπαράλυτο καθηγητὴ οἱ ἄθεοι, ἐπειδή, χωρὶς νὰ εἶναι γιατρός, ἔκανε ἔνεσι σὲ δαγκωμένο ἀπὸ σκυλὶ λυσσασμένο, καὶ τὸν θεράπευσε γλυτώνοντάς τον ἀπὸ τὸ θάνατο, ὅταν ἀνακάλυψε τὸ ἀντιλυσσικὸ ἐμβόλιο˙ γιὰ τὴ δική τους λύσσα ὅμως ἐμβόλιο δὲν βρῆκε. γιὰ δὲ τὴ Χριστιανικὴ πίστι, ποὺ ἦταν ὁ κύριος στόχος τῆς φροντίδος του, ἐπέτυχε ὁ κατηχούμενος αὐτὸς τῆς Βίβλου, ὅσα δὲν ἐπέτυχαν ὅλοι μαζὶ οἱ ἀπολογηταὶ τῆς πίστεως στοὺς αἰῶνες. καὶ ὁ δοῦλος τοῦ θεοῦ Λουδοβῖκος, ὁ κατηχούμενος τῆς Βίβλου, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.
         Γι̉ αὐτὸ ἦταν εὐλαβεῖς οἱ παραπάνω πιστεύοντες κατηχούμενοι, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν καμμία σχέσι μὲ τὰ ἄκυρα καὶ ψυχοφθόρα ἱερατεῖα τῶν αἱρέσεων, στὶς ὁποῖες τυπικῶς ἦταν ἐκ γενετῆς ἐντεταγμένοι˙ καὶ τὰ ἱερατεῖα τους γιὰ τὸ κακό τους ἐργάζονταν ὡς υἱοὶ τοῦ σκότους˙ καὶ ἄλλοι μὲν τοὺς ἀπαγόρευαν νὰ διαβάζουν τὴ Βίβλο, ὅπως οἱ παπικοὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τὸ Λουδοβῖκο, ἄλλοι δὲ τοὺς ἔδιναν νοθευμένη Βίβλο, ὅπως οἱ ἀγγλικανοὶ αἱρεσιάρχες στὴ Μαρία. ἐκεῖνοι ὅμως βρῆκαν τὴ Βίβλο μόνοι τους, ὅπως τὴ βρῆκαν τέλος πάντων, ἐρήμην τῶν ἀκύρων καὶ ἀσεβῶν κι ἐπικινδύνων ἱερατείων τους, καὶ κατηχήθηκαν ἀπ̉ αὐτὴ μόνοι τους, καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐν Κυρίῳ ὡς πιστεύοντες κατηχούμενοι.
         Πιστεύω ὅτι τέτοιοι, σὰν αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι πολλοὶ κατηχούμενοι τῆς Βίβλου, καὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες. κι ἄν, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, σῴζονται ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι τελείως ἀκατήχητοι καὶ ξένοι πρὸς τὴ Χριστιανικὴ πίστι, ποὺ οὔτε κἂν ἄκουσαν γι̉ αὐτήν, καὶ σῴζονται, ἐπειδή, νόμον τοῦ θεοῦ μὴ ἔχοντες, φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιοῦσι (Ῥω 2, 14), πολὺ περισσότερο αὐτοὶ ποὺ καὶ διαβάζουν τὴ Βίβλο καὶ γνωρίζουν σὲ ποιό θεὸ πιστεύουν καὶ συγκεκριμένως ἀγαποῦν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸν δέχονται ὡς Κύριο, καὶ Χριστιανοὶ θέλουν νὰ λέγωνται, καὶ ζοῦν κατὰ τὴ διδασκαλία τῆς Βίβλου, ὅσο τὴν καταλαβαίνουν, εἶναι πλησιέστερα πρὸς τὴ σωτηρία ὡς κατηχούμενοι.
         Αὐτὰ γιὰ τὶς ψυχὲς ἐκεῖνες, τοὺς κατηχουμένους.
 
 
Μελέτες 5 (2008)