Σήμερα ὅλοι οἱ δεισιδαίμονες τοῦ κόσμου φοβοῦνται τοὺς βρυκόλακες. κι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς μυθιστορικῆς παραφιλολογίας καὶ τῆς κινηματογραφικῆς παραγωγῆς ἀναφέρεται σὲ βρυκόλακες καὶ ἄλλα παρόμοια φαντασιωτικὰ φόβητρα. καὶ εἶναι περίεργο τόσο τὸ πῶς οἱ ἄνθρωποι, κι ἐγγράμματοι μάλιστα, φοβοῦνται τέτοια τελείως παράλογα πράγματα ὅσο καὶ τὸ γιατί, ἀφοῦ τὰ φοβοῦνται, ἀρέσκονται στὸ νὰ βλέπουν καὶ νὰ διαβάζουν τέτοια ἔργα.
       Τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς δεισιδαιμονίας, ἡ μυθολογία τῶν βρυκολάκων, ἦταν ἄγνωστο στοὺς ἀρχαίους εἰδωλολάτρες, τοὐλάχιστο τοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ παραμεσογείου. στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία ὑπάρχει ἡ λέξι φάντασμα, συναντώμενη καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη (Μθ 14,26· Μρ 6,49), ἀλλὰ δὲν σημαίνει ποτὲ βρυκόλακα. πολὺ περισσότερο ἦταν ἄγνωστοι οἱ βρυκόλακες στὸ Χριστιανικὸ κόσμο. ὁ φόβος τοῦ ᾅδου γιὰ τοὺς ζωντανοὺς ἀναφέρεται σπανίως, ὅπως στὴν Ὀδύσσεια, ἐκεῖ ποὺ ὁ Ὀδυσσεύς, ἀποπειρώμενος νὰ μπῇ λίγο πιὸ μέσα ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ ᾅδου, γιὰ νὰ δῇ τὴ μητέρα του καὶ νὰ ῥωτήσῃ τοὺς νεκρούς, φοβᾶται στὴν ἀρχὴ κάποιους ὡπλισμένους, ποὺ ἐμφανίζονται (Ὅμηρος, λ 40-45), ἀλλὰ καὶ πάλι δὲν πρόκειται γιὰ φόβο βρυκολάκων, παρὰ γιὰ φόβο ὡπλισμένων· διότι δὲν παραιτεῖται, ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου αὐτοῦ, ἀπὸ τὴν προσπάθειά του νὰ μπῇ στὸν ᾅδη. στὴν ἀρχαιότητα λοιπὸν καὶ μέχρι τὸ τέλος τῶν βυζαντινῶν χρόνων εἶναι ἄγνωστος αὐτὸς ὁ φόβος (terror) τῶν βρυκολάκων καὶ ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῶν βρυκολάκων. οἱ ἀρχαῖοι δὲν φοβοῦνταν τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς τάφους. ἀντίθετα μάλιστα, ὅπως δείχνει ἡ ἑορτὴ τῶν ἀνθεστηρίων, τοὺς ἤθελαν πολὺ νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸν ᾅδη καὶ νὰ κυκλοφοροῦν μέρα καὶ νύχτα ἀνάμεσα στοὺς ζωντανούς, ὅπως ἀκριβῶς θέλουμε καὶ νοσταλγοῦμε γιὰ κάποιον ξενητεμένο μας νὰ ἔρθῃ ἀπὸ τὴ μακρινὴ χώρα, ὅπου βρίσκεται, καὶ νὰ τὸν δοῦμε.
    Στὶς σχετικὲς φαντασιωτικὲς τρομάρες τῶν τέτοιων φοβητσιάρηδων οἱ βρυκόλακες θέλουν πάντα τὸ κακό τους· τοὺς κυνηγοῦν νὰ τοὺς σκοτώσουν, πολλὲς φορὲς ὡπλισμένοι, ἀρκετὲς φορὲς ἔφιπποι· πάντοτε μὲ σκοτάδι, ὅπου κανεὶς δὲν βλέπει καθαρά· οὐδέποτε μὲ ἥλιο ἢ φῶς ἡμέρας.
       Νομίζω ὅτι ἡ δεισιδαιμονικὴ αὐτὴ φαντασίωσι, ἡ ὁποία στὰ μέρη μας ἦρθε λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἢ καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτή, προέρχεται ἀπὸ τὴ βορειότερή μας Εὐρώπη, τὴν πολὺ κρύα καὶ μὲ πολλὰ χιόνια, ἀπὸ τὴ Ῥουμανία (Καρπάθια ὄρη) καὶ πάνω. ἐκεῖ στὰ χρόνια ποὺ οἱ ἄνθρωποι πολεμοῦσαν μόνο καλοκαίρι, Ἀπρίλιο μέχρι Ὀκτώβριο, στὰ πεδία τῶν μαχῶν περισυνέλεγαν καὶ ἔθαβαν μόνο οἱ νικηταὶ τοὺς δικούς των σκοτωμένους· τοὺς νεκροὺς τῶν ἡττημένων, ἀφοῦ τοὺς ἐσκύλευον, ἔπαιρναν δηλαδὴ τὰ ὅπλα τους καὶ τὰ πολύτιμα πράγματά τους, τοὺς ἄφηναν στὸ πεδίο τῆς μάχης ἐκτεθειμένους. ἡ σκύλευσις γινόταν ἀπὸ τοὺς νικητὰς μετὰ τὸ τέλος τῆς μάχης, ἤ, ἂν εἶχε σουρουπώσει, γινόταν τὴν ἄλλη μέρα. σούρουπο ἢ χαράματα, χωρὶς πλῆρες φῶς ἡμέρας, ἀπέφευγαν νὰ μποῦν στὸ πεδίο τῆς φονικῆς μάχης ἀνάμεσα στὰ πτώματα, μήπως μερικοὶ τραυματισμένοι δὲν εἶχαν πεθάνει ἀκόμη καὶ τοὺς ἔφερναν καμμιὰ σπαθιὰ καὶ τοὺς σκότωναν. μποροῦσαν κάποιοι, ζωντανοὶ ἀκόμη, νὰ εἶχαν συνέλθει καὶ ξαφνικὰ νὰ ἐπιτίθονταν νὰ σφάξουν ἢ νὰ πνίξουν ἢ ἄλλως πως νὰ βλάψουν τοὺς σκυλευτάς. ἄφηναν λοιπὸν οἱ νικηταὶ - σκυλευταὶ νὰ περάσῃ κάποιος ἐπαρκὴς χρόνος, ὥστε νὰ ἔχουν πεθάνει ὅλοι, νὰ ὑπάρχῃ γιὰ καλὸ καὶ γιὰ κακὸ καὶ ἄφθονο φῶς τῆς ἡμέρας, καὶ τότε ἔμπαιναν ἀνάμεσα στὰ πτώματα γιὰ σκύλευσι. ἀνάμεσα δὲ στὰ ὡπλισμένα πτώματα τῶν ἀνθρώπων ὑπῆρχαν φυσικὰ καὶ πτώματα ἀλόγων. ἀλλὰ σ᾿ ὅποιο χρόνο κι ἂν ἔμπαιναν ἀνάμεσά τους οἱ σκυλευταί, πάντα ὑπῆρχε κάποιος φόβος, κάποια φύλαξι, κάποια ἐπαγρύπνησι. κάποιος μπορεῖ νὰ μὴν ἦταν οὔτε κἂν τραυματισμένος, ἀλλ᾿ ἁπλῶς νὰ μὴν πρόλαβε νὰ τραπῇ σὲ φυγὴ ἢ νὰ διαφύγῃ τὴν προσοχὴ τῶν νυκτερινῶν σκοπῶν, καὶ νὰ ζάρωνε καὶ νὰ παραφύλαγε ἐκεῖ, παριστάνοντας τὸν «ψόφιο κοριό», καὶ νὰ ἐπιτίθονταν γιὰ μιὰ τελευταία ἐκδίκησι, πρὶν σφαγῇ ὁ ἴδιος. κι αὐτὴ ἡ παράτασι τοῦ φόβου παρατραβοῦσε.
       Ἐπειδὴ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ μέρη χιονίζει νωρίς, ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη Ὀκτωβρίου, κι ἐπειδή, ὅταν χιονίσῃ γιὰ τὰ καλά, πολλὲς φορὲς τὸ χιόνι σηκώνεται μόνο τὸ Μάιο, τὰ κάτω ἀπὸ τὰ χιόνια καὶ τοὺς πάγους κατεψυγμένα πτώματα μέχρι τὸ Μάιο δὲν ἔλιωναν ἢ μισοέλιωναν, δὲν φαγώνονταν ἀπὸ τ᾿ ἀγρίμια καὶ τὰ ὄρνια, ἢ ἔστω δὲν φαγώνονταν ὅλα. καὶ τὸ Μάιο κάποιοι ἄλλοι σκυλευταὶ δευτέρας διαλογῆς, φτωχοὶ γυναῖκες παιδιὰ ῥακοσυλλέκτες, ἔκαναν ἄλλη μιὰ τελευταία σκύλευσι. κι ὁ φόβος μὴ σηκωθῇ ξαφνικὰ κανεὶς ἀδιάλυτος ἀκόμη σκελετός, ἔστω μὲ λίγες ἀκόμη σάρκες ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ σπαθὶ ἀκόμη στὸ χέρι του, μὲ τὸ μισολιωμένο ἄλογό του δίπλα του ἀκόμη, ὥστε — στὴν ὑπερβολικὰ ἔμφοβη φαντασία τῶν φοβητσιάρηδων σκυλευτῶν τῆς δευτέρας διαλογῆς — νὰ τοὺς ἐπιτεθῇ μὲ τὸ σπαθί, ἢ μὴ σηκωθοῦν ὅλοι μαζὶ καὶ καβαλικέψουν καὶ τ᾿ ἄλογά τους καὶ τοὺς κυνηγήσουν καὶ τοὺς φτάσουν καὶ τοὺς σφάξουν καὶ τοὺς πνίξουν καὶ τοὺς δαγκάσουν καὶ τοὺς πιοῦν τὸ αἷμα καὶ τοὺς τραβήξουν μαζί τους στὸν τάφο καὶ τὸν ᾅδη αἰχμαλώτους τοῦ θανάτου ἀγύριστους, ἦταν φόβος πολὺ μεγάλος. ἔτσι μόνο σὲ χῶρες ψυχρὲς μὲ πολλὰ χιόνια μποροῦσε νὰ δημιουργηθῇ αὐτὴ ἡ μυθολογία τῶν βρυκολάκων. στὶς δικές μας χῶρες, ὅπου ὁ ἥλιος καὶ οἱ βροχὲς καὶ τὰ πολλὰ ἀγρίμια καὶ ὄρνια δὲν ἀφήνουν ποτὲ ἀδιάλυτα πτώματα μὲ σπαθιὰ στὰ χέρια καὶ τ᾿ ἄλογα δίπλα τους, ἀλλὰ τὰ ἐξαφανίζουν μέσα σὲ λίγες μέρες ἀκόμη καὶ τὸ χειμῶνα, ποὺ ὁ περισσότερος εἶναι χωρὶς χιόνια καὶ μὲ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς ἀκάλυπτο, κι ὅπου ἀπὸ τὸ στομάχι τῶν λύκων καὶ τῶν γυπαετῶν ἢ ἀπὸ τὶς κουτσουλιὲς καὶ τὰ κόπριά τους δὲν βγαίνουν βρυκόλακες, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀναπτυχθῇ αὐτὸς ὁ βρυκολάκειος κλάδος τῆς μυθολογίας. πρόκειται μόνο γιὰ μιὰ βόρεια εὐρωπαϊκὴ μυθολογία. γι᾿ αὐτὸ ἐπίσης «βρυκολακιάζουν» κυρίως οἱ ἄταφοι νεκροί· διότι ἀρχικά, ἂν παραχωθοῦν σὲ τάφο, δὲν τοὺς εἶναι εὔκολο νὰ βγοῦν. γι᾿ αὐτὸ καὶ πάλι κυρίως «βρυκολακιάζουν» οἱ σφαγμένοι καὶ δολοφονημένοι καὶ οἱ ἄντρες (μαχηταί), καὶ ὄχι οἱ φυσιολογικὰ πεθαμένοι καὶ οἱ γυναῖκες. γι᾿ αὐτὸ μυθολογοῦνται ὡς ἐκδικητικοὶ καὶ κυνηγοῦν τοὺς ζωντανούς, ἀντὶ νὰ τοὺς χαιρετοῦν ἢ νὰ τοὺς φιλοῦν, καὶ κυνηγοῦν ἀρχικὰ τοὺς ἀντιπάλους των, τοὺς δολοφόνους των, ἔστω τοὺς σκυλευτάς των, αὐτοὺς ποὺ μπαίνουν στὸ χῶρο τους τέλος πάντων, καὶ ὅποιον ἐν τέλει βροῦν μπροστά τους. καὶ γίνονται «κακοὶ» ὅλοι γενικῶς οἱ νεκροί, ἐνῷ ἦταν φίλοι πολλῶν, ὅταν ζοῦσαν, καὶ ὅλοι ἔπεσαν στὸ πεδίο τῆς μάχης ὑπερασπιζόμενοι τοὺς ἐπιζήσαντες, ποὺ ἔπειτα κυνηγοῦν! γίνονται βρυκόλακες καὶ ὅταν πρὶν ἀπὸ τὴν ταφή τους πηδήσῃ κάποιος πάνω ἀπὸ τὸ νεκρὸ σῶμα τους, κι ἂν ὄχι ἄνθρωπος —ποιός ἀνόητος θὰ πηδοῦσε πάνω ἀπὸ ἕνα φέρετρο;—, τοὐλάχιστο μιὰ γάτα ἢ ἕνας σκύλος· πιθανώτερα ἡ γάτα ποὺ κυκλοφορεῖ μέσα στὸ σπίτι· ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι μιὰ προσβολὴ κι ἐξύβρισι τοῦ νεκροῦ, κι ὁ προσβεβλημένος νεκρὸς νευριάζει κι ἐκδικεῖται τοὺς ὑπευθύνους τῆς ἐξυβρίσεως. ἐν τέλει τὰ νεκροταφεῖα στὴ φαντασία τῶν δεισιδαιμόνων μεταβάλλονται σὲ χωριὰ ἐπιβούλων κι ἐκδικητικῶν βρυκολάκων, ποὺ εἶναι «ἐπικίνδυνοι γιὰ ὅλους» τοὺς πρώην συμπολῖτες των καὶ συγγενεῖς καὶ φίλους καὶ συμπεθέρους των! πρόκειται γιὰ ὁμαδικὴ παράκρουσι φρενῶν.
       Γιατί ὅμως ῥιζώνει στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων μιὰ τέτοια παραφροσύνη; κατ᾿ ἀρχὴν δὲν εἶναι ἡ μόνη παραφροσύνη ποὺ φυτρώνει ἐκεῖ. κι ἔπειτα φυτρώνει, νομίζω, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἔχουν χάσει τὴν πίστι τους στὸ θεό· ὁ θεός, ὅταν κατασκεύασε τὸν ἄνθρωπο, ἔκανε στὴν ψυχή του καὶ μιὰ ὑποδοχὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του· γιὰ νὰ ἑδρεύῃ ἐκεῖ καὶ νὰ καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπο λογικὸ καὶ χαρούμενο· εὐλειτούργητο. ἡ πίστι στὸ θεὸ εἶναι φυσικὴ ὁρμὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι ἡ ὁρμὴ γιὰ μάθησι, γιὰ ἰδιοκτησία, ἡ σεξουαλικὴ ὁρμή, ἡ πεῖνα, ἡ δίψα, ἡ ἀνάγκη τοῦ ὕπνου. ὅπως ἔκανε ὁ θεὸς στὸν ἄνθρωπο ὑποδοχὴ γιὰ τὴν τροφὴ στὸ στομάχι καὶ ὑποδοχὴ γιὰ τὴ διείσδυσι τοῦ ἀντρὸς στὴ γυναῖκα, ἔτσι τοῦ ἔκανε καὶ ὑποδοχὴ στὴν ψυχή του γιὰ τὸ θεό. ὅταν ὁ ἄνθρωπος διώχνῃ ἀπ᾿
 αὐτὴ τὴν ὑποδοχή του τὸ θεό, ἡ κενὴ ἐκείνη ὑποδοχὴ γεμίζει σκουπίδια. ὅπως μιὰ τρύπα σ᾿ ἕνα τσιμεντένιο δάπεδο προορίζεται γιὰ νὰ μπαίνῃ σ᾿ αὐτὴ τὸ κοντάρι τῆς σημαίας, κι ἂν δὲν μπῇ τὸ κοντάρι τῆς σημαίας, ἡ τρύπα γεμίζει μὲ πεσμένα φύλλα δέντρων κι ἄλλα σκουπίδια καὶ ἀκαθαρσίες, ἔτσι καὶ στὴν κενὴ ὑποδοχὴ τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει θεός, μπαίνουν ἀκάθαρτα σκουπίδια· ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ κι ὁ ψυχασθενικὸς φόβος τῶν βρυκολάκων. ὅποιος φοβᾶται τὸ θεό, δὲν φοβᾶται κανέναν καὶ τίποτε. ὅποιος δὲν φοβᾶται τὸ θεό, φοβᾶται τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα. ἔχω δῆ στὴ ζωή μου πολλοὺς δεδηλωμένους καὶ καυχηματίες «ἀθέους» νὰ φοβοῦνται τὰ μάγια, νὰ πιστεύουν στὰ ζῴδια, νὰ φοβοῦνται βρυκόλακες, νὰ πιστεύουν σὲ χειρομαντία, νὰ δέχωνται ἕνα σωρὸ τέτοια σκουπίδια. οἱ «ἄθεοι» Ῥῶσοι κομμουνισταὶ φύλαγαν τὰ λείψανα τοῦ Λένιν καὶ τοῦ Στάλιν. ἀφοῦ ἦταν «ἄθεοι», γιατί δὲν πετοῦσαν τὰ λείψανα τῶν πεθαμένων ἐκείνων ἐκεῖ ποὺ πετοῦσαν καὶ τὰ κομμένα νύχια τους, καὶ τὰ ξυρισμένα γένεια τους, καὶ τὰ κουρεμένα μαλλιά τους, καὶ τὰ κόπριά τους; δὲν ὑπάρχουν ἄθεοι· ἁπλῶς οἱ λεγόμενοι «ἄθεοι», ἐπειδὴ ἀπεχθάνονται τὸ θέλημα καὶ τὸ νόμο τοῦ θεοῦ, ἀρνοῦνται τὸ θεὸ κι ἀντ᾿ αὐτοῦ πιστεύουν σὲ σκουπίδια· ἡ ὑποδοχὴ τοῦ θεοῦ στὴν ψυχή τους πρέπει κάτι νὰ ἔχῃ μέσα της. σὲ μερικοὺς ἔχει βρυκόλακες, ποὺ προέρχονται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλό τους.
       Τὸ γιατί ὅμως μερικοὶ φοβούμενοι τοὺς βρυκόλακες ἀρέσκονται στὸ νὰ βλέπουν καὶ νὰ διαβάζουν βιβλία ἢ κινηματογραφικὰ ἔργα μὲ βρυκόλακες, εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα πιὸ προχωρημένης φθορᾶς ἀπὸ τὴν ἀπιστία. γιὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους λόγους, ἰδίως σήμερα, πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι σεξουαλικῶς σακατεμένοι ἔτσι, ποὺ δὲν μποροῦν οὔτε νὰ ἐρεθιστοῦν, οὔτε νὰ ὀργάσουν, οὔτε νὰ ἡδονιστοῦν, οὔτε νὰ ἐκσπερματώσουν. ἐκσπερματώνουν ὅμως οἱ ἄνθρωποι, καὶ ζῷα, ὅταν πνίγωνται μὲ στραγγαλισμὸ ἢ μὲ ἀγχόνη, ὅταν ἀπαγχονίζωνται, ἀπάγχωνται, ἄγχωνται. καὶ κουνέλια, ποὺ μερικοὶ ἔχουν τὴν ἀηδῆ συνήθεια, ἀντὶ νὰ τὰ σφάζουν, νὰ τὰ πνίγουν στρίβοντάς τους τὸ λαιμό, γιὰ νὰ τὰ φᾶν μαζὶ μὲ τὸ αἷμα τους, ὅταν στραγγαλίζωνται ἔτσι, ἐκσπερματώνουν ἢ μουσκεύονται. τὸ κλειδὶ τῆς ζητούμενης ἐξηγήσεως βρίσκεται ἀκριβῶς σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο· στὸ ὅτι ἄγχονται, ἀπάγχονται, ἀπαγχονίζονται, κυριεύονται ἀπὸ ἄγχος, πνιγμό, πνίξιμο. φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ προκαλοῦν στὸν ἑαυτό τους ἄγχος, γιὰ νὰ μουσκευτοῦν οἱ γυναῖκες ἢ νὰ ἐκσπερματώσουν οἱ ἄντρες. καὶ διάβασα καὶ ἄκουσα δικαιολογίες κλεπτομανῶν, ποὺ ἦταν πλούσιοι καὶ δὲν εἶχαν καμμιὰ ἀνάγκη νὰ κλέψουν, ὅτι κλέβουν, μόνο γιὰ νὰ νιώσουν τὸ ἄγχος τοῦ κινδύνου νὰ τοὺς πιάσῃ ἡ ἀστυνομία νὰ κλέβουν· καὶ οἱ μὲν ἄντρες ἐκσπερματώνουν, οἱ δὲ γυναῖκες μουσκεύονται. ὡμολόγησαν ὅτι τὸ κάνουν μόνο γι᾿ αὐτό. ἀκόμα κι ὅταν δὲν φτάνουν σὲ τέτοιο σημεῖο, πάλι χτυποκαρδοῦν καὶ «ἀνάβουν», κι αὐτὸ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς τὸ ὑποκατάστατο τοῦ χαμένου σεξουαλικοῦ τους ἐρεθισμοῦ. νομίζω ὅτι στὰ πρῶτα στάδια ἢ στὰ ἐλαφρότερα δὲν τὸ ἔχουν συνειδητοποιήσει οὔτε οἱ ἴδιοι. ἄλλος τρόπος ἐρεθισμοῦ καὶ ἡδονισμοῦ μὲ ὑποκατάστατο, ἀστυνομικῶς πιὸ ἀσφαλὴς ἀπὸ τὴν κλοπὴ τῶν κλεπτομανῶν, εἶναι τὸ ἄγχος κι ὁ φόβος ἀπὸ τὰ βρυκολάκεια βιβλία καὶ κινηματογραφικὰ ἔργα. ὅπως ἄλλοι ἡδονίζονται ἀπὸ τὰ πορνογραφικὰ ἔργα, αὐτοὶ εἰδικὰ ἡδονίζονται, «ἀνάβουν», καὶ παθιάζονται ἀπὸ τὰ βρυκολάκεια ἔργα. γι᾿ αὐτό, ἐνῷ τὰ φοβοῦνται, ἐν τέλει τ᾿ ἀποζητοῦν. ἡ πληθώρα τέτοιων βιβλίων καὶ κινηματογραφικῶν ἔργων εἶναι ὁ μετρικὸς δείκτης τῆς ἐξαπλώσεως αὐτῆς τῆς διαστροφῆς στὴν κοινωνία.
       Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1951, ἀπόφοιτος Δ΄ δημοτικοῦ σὲ ἡλικία 10 ἐτῶν, ἤμουν σὲ μιὰ κατασκήνωσι στὴ Χρυσοπηγὴ Σερρῶν. ἦταν οἱ πρῶτες κατασκηνώσεις μετὰ τὸν πρὸ διετίας πόλεμο, καὶ τὸ ὑλικό τους ἦταν στρατιωτικό. στρατιωτικὲς σκηνὲς τῶν 10 κλινῶν. ῥάντζα πτυσσόμενα γιὰ τοὺς ὁμαδάρχες καὶ ὅλα τὰ στελέχη· φορεῖα ἀντὶ γιὰ ντιβάνια γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν 10 - 12 ἐτῶν. ὅλα τὰ φορεῖα, χρησιμοποιημένα στὸν πόλεμο, ἦταν μὲν πλυμένα καὶ καθαρά, ἀλλὰ καὶ βαμμένα μὲ αἷμα· μεγάλες ἀκανόνιστες κηλῖδες αἵματος στὸ πανὶ σὰ γεωγραφικοὶ χάρτες. τὴν πρώτη μέρα, ὅταν βράδιασε, ὅλα τὰ παιδιὰ τὰ κυρίευσε ἕνας πολὺ καταπιεστικὸς φόβος. ἂν ὄχι σ᾿ ὅλη τὴν κατασκήνωσι, ὁπωσδήποτε σ᾿ ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ σκηνῶν ἤμουν τὸ μόνο παιδὶ ποὺ δὲν φοβόμουν. ἤμουν τελείως ἀδιάφορος. κι ἐπειδὴ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ οἰκογενειακό μου περιβάλλον κι ἔβλεπα πῶς ζοῦν καὶ διανυκτερεύουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἤμουν κατάπληκτος μὲ τὴ φοβία τους καὶ τὸν πανικό τους. κατάλαβα ὅτι φοβόταν ἀκόμη κι ὁ ὁμαδάρχης, 18 χρονῶν παλληκάρι.
       Ἤμουν ἀπὸ τὰ μικρότερα παιδιὰ κι ἔβλεπα ὅλα τ᾿ ἄλλα, τὰ ῥωμαλεότερά μου, νὰ εἶναι τρομοκρατημένα. στὴν ἀρχὴ γελοῦσα μὲ τὸ φόβο τους· δὲν μποροῦσα νὰ τὸ πιστέψω ὅτι φοβοῦνταν· ὅταν ὅμως ῥεζιλεμένοι ἀπὸ τὸ γέλιο μου μὲ ἀπείλησαν, ἔπαυσα νὰ γελῶ, καὶ τοὺς παρακολουθοῦσα γελώντας καὶ ταλανίζοντάς τους μόνο ἀπὸ μέσα μου. κι ὅταν ἐπέστρεψα στὸ σπίτι, εἶχα νὰ διηγοῦμαι τὶς σχετικὲς ἐκπλήξεις μου. τὸ πρωῒ τῆς δεύτερης ἡμέρας πολλὰ παιδιὰ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν κατασκήνωσι. δὲν ἄντεχαν τὸ φόβο τῶν βρυκολάκων. πίστευαν δὲ ὅτι ὅσο πιὸ μεγάλη εἶναι ἡ κηλίδα τοῦ αἵματος στὸ φορεῖο κάποιου, τόσο πιὸ ἄγριος εἶναι ὁ βρυκόλακάς «του», καὶ τόσο πιὸ πολὺ κινδυνεύει ὁ κάτοχός του! κι ἐμένα μοῦ ἔδωσαν τὸ φορεῖο μὲ τὸ πιὸ πολὺ αἷμα. ἕνα μεγάλο καὶ ῥωμαλέο παιδὶ 13 ἐτῶν, ποὺ τὴν ἡμέρα μὲ προστάτευε ἀπὸ τὴν ἐπιθετικότητα τῶν ἄλλων παιδιῶν, τὴ νύχτα φρόντισε νὰ κοιμᾶται δίπλα μου, γιὰ νὰ νιώθῃ ἀσφαλέστερος. τὴν πρώτη νύχτα μὲ σκούντησε καὶ μὲ ξύπνησε μὲς στ᾿ ἄγρια μεσάνυχτα λέγοντάς μου· «Φοβᾶμαι». ἔτρεμε. τὸν καθησύχασα, ὅσο μποροῦσα, βεβαιώνοντάς του ὅτι ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ περὶ βρυκολάκων εἶναι ψέμματα καὶ βλακεῖες. τρόμαξα νὰ τὸν κοιμήσω.
       Πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα προσπαθοῦσα μὲ λογικὰ ἀλλ᾿ ἐντελῶς παιδικὰ ἐπιχειρήματα νὰ πείσω τ᾿ ἄλλα παιδιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται, ἀλλ᾿ ἐκεῖνα δὲν μποροῦσαν νὰ βεβαιωθοῦν ἀπόλυτα. τοὺς ἔμενε ἡ ἀμφιβολία, ποὺ τὰ τυραννοῦσε. τοὺς ἔλεγα· «Τὰ αἵματα δὲν εἶναι σκοτωμένων, εἶναι τραυματισμένων, ποὺ ἔζησαν, καὶ τώρα εἶναι στὰ χωριά τους. τοὺς σκοτωμένους τοὺς ἔθαψαν ἢ τοὺς ἄφησαν στὸ βουνό. πάνω στὴ μάχη σκοτωμένους θὰ κουβαλοῦσαν;». ἀλλ᾿ ἀμφέβαλλαν. τοὺς ἔλεγα· «Αὐτοὶ σκοτώθηκαν γιὰ χάρι μας· τώρα τί τοὺς βάρεσε, γιὰ νὰ θέλουν νὰ μᾶς πνίξουν;». ἀλλ᾿ ἀμφέβαλλαν. τοὺς ἔλεγα· «Ἂν σηκωθοῦν ὅλοι αὐτοὶ οἱ 400 ἀπὸ τὰ φορεῖα μας κι ἄλλοι 400 ἀπὸ τὰ φορεῖα τῆς ἀποθήκης, μποροῦν νὰ μᾶς πνίξουν ὅλους σὲ μισὸ λεπτό. κι ἔπειτα γιατί νὰ μὴν κατεβοῦν καὶ στὶς Σέρρες νὰ πνίξουν ὅλη τὴν πόλι σὲ μία ὥρα; κι ἔπειτα γιατί νὰ μὴν πνίξουν κι ὅλη τὴν Ἑλλάδα σὲ μία νύχτα; καὶ γιατί νὰ μὴν πνίξουν καὶ αὐτοὺς ποὺ φεύγουν ἀπὸ τὴν κατασκήνωσι; καὶ γιατί δὲν μᾶς ἔπνιξαν χθὲς τὸ βράδυ ὅλη τὴ νύχτα; καὶ τόσα χρόνια οἱ πεθαμένοι τῶν νεκροταφείων γιατί δὲν ἔπνιξαν ὅλα τὰ χωριά;». ἀλλ᾿ ἀμφέβαλλαν. τοὺς ἔλεγα στ᾿ ἀστεῖα· «Ὁ δικός μου θὰ πνίξῃ ἐσένα, ὄχι ἐμένα· γίναμε φίλοι», κι ἀντὶ νὰ γελοῦν, ἔτρεμαν πιὸ πολὺ ἢ θύμωναν, λὲς κι ἐγὼ παρωρμοῦσα τὸ βρυκόλακά «μου» νὰ πνίξῃ τοὺς ἄλλους. τοὺς ἔλεγα· «Αὐτοί, ὅταν ἦταν ἀκόμα ζωντανοί, καὶ ξεψυχοῦσαν, δὲν μποροῦσαν οὔτε ἕνα χαστούκι νὰ δώσουν, καὶ τώρα ποὺ εἶναι πεθαμένοι καὶ δὲν μποροῦν οὔτε τὸ δάχτυλό τους νὰ κουνήσουν οὔτε τὰ κόκκαλά τους νὰ μαζέψουν, τώρα θὰ μᾶς πνίξουν, ποὺ θέλει καὶ πολλὴ δύναμι;». ἀλλ᾿ ἀμφέβαλλαν καὶ μοῦ ἔλεγαν· «Σκάσε, βλάκα, ὅλο ἐξυπνάδες λές». τοὺς ἔλεγα· «Καλὰ ἀπὸ λίγο χρῶμα αἵματος πῶς θὰ βγοῦν κόκκαλα καὶ δόντια καὶ κρέατα, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ μᾶς πνίξουν;». ἀλλ᾿ ἀμφέβαλλαν. τοὺς ἔλεγα· «Αὐτοὶ τώρα εἶναι στὸν παράδεισο καὶ στὴν κόλασι. ὅσοι εἶναι στὸν παράδεισο, εἶναι τόσο καλοί, ποὺ δὲν πνίγουν ἄλλους· ὅσοι εἶναι στὴν κόλασι, δὲν τοὺς ἀφήνει ὁ θεὸς νὰ βγοῦν καὶ νὰ μᾶς πνίξουν». ἀλλ᾿ ἀμφέβαλλαν. κουραστικὸ πρᾶγμα ἡ ἀμφιβολία, πολὺ ἀπαίσιο, πολὺ τρελλό, καὶ πολὺ ἐξευτελιστικό. μία φορὰ ὅμως ἕνας ἀπὸ τοὺς φοβητσιάρηδες τῆς σκηνῆς μου, σὲ διάλογό του μὲ παιδιὰ ἄλλων σκηνῶν, τοὺς εἶπε· «Δὲν ὑπάρχουν βρυκόλακες, εἶναι ψέμματα». κι ὅταν τοῦ εἶπαν «Καὶ σὺ ποῦ τὸ ξέρεις;», ἀντὶ νὰ τοὺς πῇ «Καὶ σεῖς ποῦ τὸ ξέρετε ὅτι ὑπάρχουν;», τοὺς εἶπε σοβαρά· «Μᾶς τὸ εἶπε ἕνας μικρὸς στὴ σκηνή μας». κι ἐκεῖνοι ἔβρισαν κι αὐτὸν κι ἐμένα. ἤμουν κατάπληκτος γιὰ ὅλ᾿ αὐτά.
       Πιὸ μικρὸς ἀπὸ τότε, σὲ ἡλικία 5-10 ἐτῶν, ἔμπαινα πολλὲς φορὲς στὸ νεκροταφεῖο νύχτα, καθὼς παίζαμε μὲ τὰ παιδιὰ πετροπόλεμο ἢ κρυφτὸ ἢ ἄλλα παιχνίδια, καὶ τ᾿ ἄλλα παιδιὰ ἐκπλήσσονταν μ᾿ ἐμένα, κι ἐγὼ ἐκπλησσόμουν μὲ τὴ φοβία τους. ἔμπαινα νύχτα καὶ στὸ ὀστεοφυλάκιο μὲ τὶς κασσέλες τῶν λειψάνων, ποὺ εἶχε στὸ μέσον καὶ ἕνα ἀκάλυπτο ὑπόγειο γεμάτο κρανία κι ἄλλα κόκκαλα, ποὺ τὴ νύχτα τὰ πιὸ παλιὰ φωσφόριζαν κιόλας σὰ γατήσια μάτια, κι ἔτριζαν, καθὼς κατακάθονταν ἢ σηκώνονταν μὲ τὴν αὐξομείωσι τῆς ὑγρασίας. καὶ δὲν θυμοῦμαι νὰ φοβήθηκα ποτὲ ἔστω κι ἐλάχιστα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ φαινόμενα μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. τὰ διηγόμουν σ᾿ ἄλλα παιδιὰ καὶ τὰ ἐξηγοῦσα, ὅπως μοῦ τὰ ἐξηγοῦσε ὁ πατέρας μου, κι ἐκεῖνα ἔμεναν ἀπορημένα.
       Στὴν οἰκογένειά μας δὲν φοβόμασταν ἀπὸ τέτοια κανείς. ὁ ἀπὸ τὴ μητέρα πάππος μου, ὅταν ἦταν παλληκάρι, καθὼς τὸν προκάλεσαν οἱ φίλοι του, ἔβαλε στοίχημα ὅτι θὰ πάῃ μὲς τὸ νεκροταφεῖο νύχτα, καὶ δίπλα στὸν τάφο ἑνὸς προχθεσινοῦ νεκροῦ —οἱ πρόσφατοι νεκροὶ θεωροῦνται ἐπικινδυνότεροι— θὰ βράσῃ χαλβᾶ. οἱ ἄλλοι ὅμως εἶχαν κι ἕναν ἄλλον ἄφοβον σ᾿ αὐτά, ποὺ τὸν ἔβαλαν πιὸ μπροστὰ καὶ ξάπλωσε πάνω στὸν τάφο ἐκεῖνο καὶ τὸν σκέπασαν μὲ πολλὰ λουλούδια ποὺ ἦταν ἀφημένα ἐπάνω. κι ὅπως ὁ πάππος μου ἔβραζε τὸ χαλβᾶ, κι οἱ ἄλλοι τὸν κύτταζαν ἀπὸ μακριά, ὁ ἄλλος ἔβγαλε τὸ χέρι του μὲς ἀπὸ τὰ λουλούδια καὶ ζητιάνεψε χαλβᾶ λέγοντας· «Ἐσεῖς οἱ ζωντανοὶ κάνετε χαλβᾶ καὶ τρῶτε, κι ἐμᾶς τοὺς πεθαμένους δὲν μᾶς δίνετε». ὁ πάππος μου, καθὼς ὁ ἄλλος δὲν ἔβλεπε, λέγοντάς του «Πάρτε λίγο χαλβᾶ καὶ σεῖς οἱ πεθαμένοι, γιὰ νὰ μὴν τὄχετε παράπονο», τοῦ ἔχυσε μὲ τὴν κουτάλα μιὰ κουταλιὰ ἀπὸ τὸ χαλβᾶ, ποὺ ἔβραζε, στὴν ἀνοιχτὴ παλάμι του, κι ἐκεῖνος ζεματισμένος τινάχτηκε ἐπάνω οὐρλιάζοντας, ἐνῷ ὁ πάππος μου γελοῦσε. γέλασαν δὲ καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ ἔβλεπαν ἀπὸ μακριά. γιὰ κείνη τὴν ἀντρειά του, ποὺ ἀκούστηκε σ᾿ ὅλο τὸ χωριό, τὸν θαύμασε ἡ γιαγιά μου, κι ὅταν ἐκεῖνος τὴ ζήτησε σὲ γάμο, τὸν δέχτηκε μετὰ χαρᾶς.
       Ὁ πάππος μου ἐκεῖνος ἦταν ἁπλὸς κι ἀγράμματος χωρικός· εὐσεβὴς Χριστιανός, ἀλλ᾿ ὄχι διαβασμένος καὶ κατηχημένος. ὅταν ὅμως τὸ 1938 ἐμφανίστηκαν στὴ διπλανὴ πόλι κατηχητικά, πήγαινε σὲ ἡλικία 53 ἐτῶν κι ἀκροαζόταν. στὸ δρόμο γνωρίστηκε μὲ τὸ νέο τότε πατέρα μου καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν κόρη του, τὴ μητέρα μου. στὸ σπίτι μας οἱ γονεῖς μου δὲν διηγοῦνταν παραμύθια ποτέ. ἀντὶ γιὰ παραμύθια μᾶς ἔλεγαν ἱστορίες ἀπὸ τὴ Βίβλο· τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, τὸν Ἄβελ καὶ τὸν Κάιν, τὸ Νῶε καὶ τὸν κατακλυσμό, τὴ θυσία τοῦ Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὴ Ῥεβέκκα, τὸν Ἰακὼβ στὴ Μεσοποταμία, τὸ θαυμαστὸ Ἰωσήφ, τὸ Μωϋσῆ στὴν ἔρημο, τὸ Δαυῒδ καὶ τὸ Γολιάθ, καὶ ἄλλες. ὅταν ἄλλοι ἔλεγαν μπροστὰ σ᾿ ἐμᾶς τὰ παιδιὰ γιὰ μάγια, γιὰ βασκάματα, γιὰ παραμύθια, γιὰ βρυκόλακες, γιὰ προλήψεις, καὶ ἄλλες δεισιδαιμονίες, μᾶς ἔλεγαν ἀπαραιτήτως· «Ψέμματα εἶναι». ὅταν ἀντρώθηκα, ἔμαθα ὅτι εἶχαν σχετικὲς ὁδηγίες ἀπὸ τὰ κατηχητικά. μιὰ φορὰ ὁ πατέρας μου διάβασε τὴν «Ἱστορία» μου γιὰ τὸν Ἡρακλῆ, τὸ Θησέα, τὸν Ἰάσονα, καὶ τὸν Κύκλωπα, καὶ στὸ τέλος μοῦ εἶπε μόνο· «Ψέμματα εἶναι». αὐτὴ ἡ τόσο μικρὴ φράσι, ποὺ λεγόταν σὲ κάθε τέτοια περίπτωσι μὲ τὸ κῦρος τοῦ γονέως καὶ τὴν πεποίθησι τοῦ Χριστιανοῦ, ἔφτασε, γιὰ νὰ μᾶς κρατήσῃ καθαροὺς ἀπὸ μυθομανία, μέχρι ν᾿ ἀναπτυχθῇ ἡ προσωπική μας λογική. μεγαλώνοντας, μέναμε κατάπληκτοι, ὅταν διαπιστώναμε τὴν παράλογη φοβία τῶν ἄλλων· μᾶς φαίνονταν σὰ χαζοί, σὰ φρενοβλαβεῖς· κι ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα δὲν εἶχαν γιὰ μᾶς κανένα κῦρος, ὅποιοι καὶ νὰ ἦταν.
       Ὅταν ἤμουν μικρός, μαθητὴς τοῦ δημοτικοῦ καὶ τῶν πρώτων τάξεων τοῦ γυμνασίου, μοῦ συνέβη ν᾿ ἀκούσω κακὲς συμβουλὲς ἀκόμη κι ἀπὸ δασκάλους καὶ καθηγητάς μου ἢ ν᾿ ἀκούσω ἐκφράσεις τους μὲ χροιὰ ἀντιχριστιανικῆς προπαγάνδας, ἀλλὰ δὲν μὲ ἄγγιζε τίποτε· ἐπειδὴ πιὸ μπροστὰ σὲ κάποια στιγμὴ ποὺ οἱ ἴδιοι δὲν καταλάβαιναν, εἶχα ἀντιληφθῆ ὅτι φοβοῦνται τοὺς βρυκόλακες· τοὺς εἶχα πλέον γιὰ τελείως ἀναξιόπιστους· σχεδὸν γιὰ χαζούς. ἤξερα ὅτι τὸ μυαλό τους εἶναι χαλασμένο. ἀπὸ ἡλικία περίπου 15 ἐτῶν τεστάριζα καὶ τοὺς καθηγητάς μου καὶ τοὺς πάντες μὲ τὲστ ἀδιόρατο καὶ πολὺ προσεκτικό. ἔτσι καὶ τὸ τὲστ τοὺς ἔδειχνε δεισιδαίμονες, ἦταν γιὰ μένα ἄχρηστοι κι ἀναξιόπιστοι. μάθαινα ἀπ᾿ αὐτοὺς φυσικὴ ἢ μαθηματικά, ἀλλὰ σ᾿ ὅ,τι ἀναφερόταν στὴ Χριστιανικὴ πίστι καὶ ἠθική, ἦταν τελείως ἀναξιόπιστοι. δὲν χρειαζόταν νὰ μὲ προφυλάξῃ κανείς. τοὺς θεωροῦσα σκουπίδια. καὶ τώρα μεγάλος καταλαβαίνω πόσο εὔκολο εἶναι γιὰ ἕνα Χριστιανὸ γονέα, ὅταν τὸ θέλῃ κι ὁ ἴδιος, νὰ θωρακίσῃ καὶ νὰ φυλάξῃ τὰ παιδιά του ἀπὸ τὸν καταιγισμὸ τῆς ἀπιστίας καὶ τοῦ ὑλισμοῦ, τῆς γενικῆς φθορᾶς. ὁ πατέρας μου ἦταν ἀγράμματος καὶ δὲν ἤξερε ν᾿ ἀναπτύσσῃ ἐπιχειρήματα. μᾶς ἔμαθε ὅμως μὲ δύο μόνο λέξεις ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ψυχοπαθεῖς κι ἀναξιόπιστοι. μᾶς ἔμαθε νὰ γελοῦμε μέσα μας εἰς βάρος τους. κι ἔτσι ὁποιαδήποτε προσπάθειά τους εἰς βάρος τῆς πίστεώς μας ἢ τῆς ἁγνότητός μας ἦταν μόνο ματαιοπονία. γιὰ κείνους ἦταν ἐξυπνάδα καὶ νταηλίκι, γιὰ μᾶς ἦταν τεκμήριο τῆς φρενοβλαβείας των. ἀπὸ νήπια ἀκόμη ψυχολογούσαμε τοὺς μεγάλους τῶν 30 καὶ 60 ἐτῶν, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἀγραμμάτους κι ἐγγραμμάτους. στὴν ὁποιαδήποτε συναναστροφή μας καὶ μ᾿ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες διανοητικὰ καὶ φρονηματικὰ εἴχαμε πάντα τὸ πάνω χέρι· τοὺς ἐπωπτεύαμε, δὲν μᾶς ἐπώπτευαν. ὁ πατέρας μου γκρέμισε ὅλες τὶς θεωρίες τῆς ἀπιστίας τοῦ ὑλισμοῦ καὶ τῆς δεισιδαιμονίας, χωρὶς νὰ τὶς γνωρίζῃ, μὲ μία ἁπλῆ φράσι του πρὸς τὰ μικρὰ παιδιά του· «Ψέμματα εἶναι». πολὺ εὔκολο, ἂν τὸ χειριστῇς καλὰ καὶ ἔγκαιρα.
       Μιὰ φορά, εἰκοσιπεντάρης πλέον καὶ πτυχιοῦχος φιλόλογος, ἔμεινα μιὰ βραδιὰ στὸ στρατόπεδο Νταλίπη στὸ Φοίνικα τῆς Θεσσαλονίκης. τὴν ἡμέρα ποὺ εἶχε προηγηθῆ, στὸ στρατόπεδο Καρατάσου στὴ Σταυρούπολι εἶχα κουραστῆ πολύ, γιὰ νὰ ἑτοιμάσω γιὰ μιὰ ἄσκησι τ᾿ ἅρματά μου· ἀπὸ τὶς 5 π. μ. ὅλη τὴν ἡμέρα ἐπώπτευα στὴ συντήρησι τῶν ὀχημάτων, στὴ δικτύωσι τῶν ἀσυρμάτων, στὴ σύγκλισι τῶν ὅπλων καὶ τῶν σκοπευτικῶν ὀργάνων, στὴν ἑτοιμασία τῶν ὁπλιτῶν καὶ τὴ δική μου, στὴ μετάβασί μας ἀπὸ τὴ Σταυρούπολι στὸ Φοίνικα, κλπ.. ἦταν μιὰ φρικτὰ ζεστὴ βραδιὰ τοῦ Ἰουλίου, ὅταν κατάκοπος ἔψαχνα ἕνα ἥσυχο μέρος νὰ κοιμηθῶ λίγο, μέχρι τὶς 4,30΄ π.μ., ὅταν ὅλες οἱ μονάδες θὰ ξεκινούσαμε γιὰ τὴ μεγάλη κι ἑφταήμερη ἄσκησι στὴ Χαλκιδική. ἑκατοντάδες ὀχήματα μανουβράριζαν μέχρι τὰ μεσάνυχτα, πολλὴ ὀχλοβοὴ μέσα στὸ σκοτάδι· καὶ ἡσυχία δὲν ἔβρισκα πουθενά. ἄρχισα νὰ βλέπω ἔξω ἀπὸ τὸν πίσω μαντρότοιχο τοῦ στρατοπέδου Νταλίπη, ὁ ὁποῖος εἶχε ὕψος ἕνα μέτρο. βλέπω ἕνα νεκροταφεῖο χορταριασμένο· μοῦ φάνηκε κελεπούρι· πηδάω μέσα, στρώνω μιὰ κουβέρτα ἀνάμεσα σὲ δύο τάφους, καὶ φωνάζω ἕνα λοχία μου· τ᾿ ἅρματά μου ἦταν 10 μέτρα μέσ᾿ ἀπὸ τὸ μαντρότοιχο τοῦ στρατοπέδου. λέω στὸ λοχία· «Βλέπεις ποῦ κοιμᾶμαι· ἔλα στὶς 4,15 π.μ. καὶ ξύπνα με». φεύγει ἐκεῖνος, καὶ μὲ παίρνει ὁ ὕπνος ἀμέσως. κάποτε ἀκούω μὲς στὸν ὕπνο μου· «Κύριε ἀνθυπίλαρχε! κύριε ἀνθυπίλαρχε!». ἦταν ὁ λοχίας μαζὶ μ᾿ ἕναν ἄλλο στρατιώτη. ξυπνῶ καὶ λέω· «Ἔφτασε ἡ ὥρα 4.30΄; μοῦ φάνηκαν σὰν 5 λεπτά!». μοῦ λέει· «Ναί, 5 λεπτὰ πέρασαν». τοῦ λέω· «Τότε γιατί μὲ ξυπνᾷς;». μοῦ λέει· «Σᾶς παρακαλῶ, ἐλᾶτε νὰ κοιμηθῆτε στὸ στρατόπεδο. δὲν μπορῶ νὰ ἔρθω ἐδῶ νὰ σᾶς ξυπνήσω μετὰ τὰ μεσάνυχτα». «Γιατί;». «Μὰ δὲν βλέπετε ποῦ κοιμᾶστε;». «Βλέπω· ἀνάμεσα σὲ δύο τάφους». «Ἔ, τότε πῶς θἀρθῶ νὰ σᾶς ξυπνήσω μετὰ τὶς 12;». ἐξωργίστηκα· ἦταν ἀπὸ τὴν κούρασί μου. ἔβαλα τὶς φωνές· «Ἄναντρε! καὶ πῶς θὰ πολεμήσῃς ἐσύ;! κι αὐτὸς ὁ μαντρότοιχος ἔχει ὕψος ἕνα μέτρο. καὶ εἶσαι 10 μέτρα μέσ᾿ ἀπ᾿ αὐτόν. δὲν μπορεῖ ὁ βρυκόλακας νὰ πηδήξῃ τὸν τοῖχο καὶ νἄρθῃ ἐκεῖ, 10 μέτρα, νὰ σᾶς πνίξῃ ὅλους ἀπόψε;». λέει ἐκεῖνος· «Δὲν ξέρω τί μοῦ λέτε. ἐγὼ δὲν ἔρχομαι. οὔτε ἄλλος ἔρχεται. φροντίστε μόνος σας πῶς θὰ ξυπνήσετε»! τοῦ λέω· «Ἄναντροι! ἐδῶ θὰ κοιμηθῶ, καὶ θὰ βάλω νὰ μὲ ξυπνήσουν στὴν ὥρα μου οἱ βρυκόλακες. καὶ θὰ τοὺς πῶ νὰ πηδήξουν τὸν τοῖχο καὶ νὰ σᾶς πνίξουν ὅλους μὲ τὸ κορδόνι τῆς ἀρβύλας σας. καὶ θἀρθῶ νὰ σᾶς πετάξω μὲς στὸ νεκροταφεῖο πνιγμένους κι ἄταφους!». ἔφυγαν καὶ οἱ δυό τους τρομοκρατημένοι· φαντάζομαι καὶ κατάχλωμοι καὶ τρέμοντας. βγῆκα ἀναγκαστικὰ κι ἐγὼ καὶ κοιμήθηκα ἕνα ὕπνο ἄσχημο πάνω στὶς σκάρες ἑνὸς ἅρματος. κοιμήθηκα καλὰ καὶ ξεκουράστηκα τὴν ἑπόμενη βραδιὰ στὴν ὕπαιθρο τῆς Χαλκιδικῆς.
       Τὴ δεύτερη μέρα τῆς ἀσκήσεως ἀντιλήφτηκα ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶχε κυκλοφορήσει σ᾿ ὅλο τὸ σύνταγμα. κι ὅλοι μ᾿ ἔβλεπαν μὲ φόβο. σοῦ λέει, ποιός εἶναι αὐτός; καὶ τί ἀκριβῶς εἶναι; στὴν τέντα ποὺ ἦταν λέσχη ἀξιωματικῶν, μοῦ ἐρχόταν νὰ κάνω πῶς ὁρμάω σὲ κάποιον νὰ τὸν δαγκάσω· γιὰ νὰ δῶ τί θὰ κάνουν κι ἐκεῖνος καὶ οἱ ἄλλοι. θὰ εἶχε πολὺ γοῦστο. δὲν τὸ ἔκανα ὅμως. μέσα μου ἦταν γελοῖοι ὅλοι τους· ὅλο τὸ σύνταγμα τοῦ τεθωρακισμένου ἱππικοῦ, τοῦ ὑπερήφανου αὐτοῦ ὅπλου.
       Μιὰ φορά, ὅταν ἤμουν περίπου τριαντάρης, μοῦ λέει ἕνας συνομήλικός μου· «Τὰ λὲς αὐτά, ἀλλ᾿ εἶναι μόνο λόγια. ἔλα νὰ σοῦ βάλω ἐγὼ νὰ δῇς στὴν τηλεόρασι ἕνα τέτοιο ἔργο, νὰ δῇς ἐσύ! κακομοίρη, θὰ κατουρηθῇς ἀπάνω σου ἀπὸ τὸ φόβο σου, καὶ δέκα χρόνια θὰ τσιρίζῃς στὸν ὕπνο σου ἀπὸ τὴν τρομάρα σου». τοῦ λέω· «Φρόντισέ το· ἔρχομαι». ὅταν πῆγα, μοῦ εἶπε· «Κύττα! σοῦ τὸ λέω ἀπὸ τὴν ἀρχή· γιὰ ὅ,τι πάθῃς, δὲν εὐθύνομαι ἐγώ. ἐσύ, ὅπως εἶσαι καὶ πρωτάρης,…»! τοῦ λέω· «Ἡλικίαν ἔχω. γιὰ ὅ,τι “πάθω” φέρω ἀκεραίαν τὴν εὐθύνη. καὶ δὲν μοῦ λές; ἐσύ, ποὺ δὲν εἶσαι πρωτάρης, εἶσαι δηλαδὴ πεπειραμένος, καὶ τοὺς παλεύεις τοὺς βρυκόλακες;». μοῦ λέει· «Σὲ λίγο τὰ λέμε». ὅταν βλέπαμε, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ὑποτιθέμενες φρικιαστικὲς σκηνὲς πῆγα δίπλα στὴν ὀθόνη κι ἔβλεπα τὴ σκηνὴ ἀπὸ 30 πόντους κοντά. μοῦ λέει· «Τί σοῦ συμβαίνει;». τοῦ λέω· «Προσπαθῶ νὰ διακρίνω ἂν ἡ ἐπιφάνεια τῶν βρυκολάκων εἶναι ὕφασμα ἢ πλαστικό». μοῦ λέει ἀγανακτισμένος· «Ἒ εἶσαι πολὺ κρύος! εἶσαι ἀναίσθητος! δὲν εἶσαι ἄνθρωπος ἐσύ! δὲν εἶσαι φυσιολογικός!». «Ὄχι, εἶσαι σύ!», τοῦ λέω κι ἐγώ. μοῦ λέει· «Ἡ πίστι» σου καὶ «ἡ πίστι» σου καὶ «ἡ ἀφοβία» σου, καὶ κολοκύθια μὲ ῥίγανι! ἕνας βλαμμένος εἶσαι!». ἦταν ὁμαλὸς καὶ λογικὸς ὁ ἴδιος!
       Εἶναι θλιβερὸ τὸ ἀπὸ τί διακατέχεται ὁ χωρὶς πίστι κόσμος. ἀλλὰ πάντως γι᾿ αὐτὸ ὁ θεὸς ἐξοικονόμησε τὴ γελοιότητα τῶν ἀπίστων, εἴτε αὐτονομάζονται «ἄθεοι» εἴτε εἶναι δεισιδαίμονες· γιὰ νὰ τοὺς ἐποπτεύουν οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ εὐκολώτερα, γιὰ νὰ ἔχουν διανοητικῶς τὸ πάνω χέρι.
 
Μελέτες 7 (2010)