Στὴν Π. Διαθήκη, ὅπου ἡ θανατικὴ ποινὴ θεσπίζεται, τιμωροῦνται μὲ τὴν ποινὴ αὐτὴ τέσσερες κυρίως κατηγορίες παραπτωμάτων˙ φόνος, σεξουαλικὰ παραπτώματα, θανάσιμη συκοφαντικὴ δυσφήμισι, καὶ ἀποσκίρτησι ἀπὸ τὴν πατρῴα πίστι.
     1. Φόνος. ὁ φόνος εἴτε ἐν βρασμῷ εἴτε ἐν ψυχρῷ, εἴτε μὲ δόλιο σχέδιο εἴτε χωρὶς σχέδιο, τιμωρεῖται μὲ θάνατο. θανάτῳ θανατούσθω ἠχεῖ κατ̉ ἐπανάληψι τὸ σχετικὸ πρόσταγμα μὲ τὸ ὁποῖο κατακλείεται κάθε νόμος ποὺ ἐπιβάλλει θανατικὴ ποινή. ὁ ἐξ ἀμελείας φόνος τιμωρεῖται μὲ θάνατο, ἂν οἱ συγγενεῖς τοῦ θύματος προλάβουν νὰ σκοτώσουν τὸ φονιᾶ, πρὶν ἐκεῖνος προλάβῃ νὰ καταφύγῃ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἓξ πόλεις -φυγαδευτήρια ‒μιὰ ἀνὰ δύο νομοὺς φυλῶν‒, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἀνώτερα δικαστήρια. ἂν προλάβαινε νὰ καταφύγῃ ἐκεῖ, τότε ἦταν ἀπαραβίαστος μέχρι τὴ δίκη ἢ καὶ μετὰ ἀπ̉ αὐτὴ ἀλλὰ καὶ ἔγκλειστος στὴν πόλι ἐκείνη τῆς ἐξορίας του μακροχρονίως ἢ καὶ ἰσοβίως. ἀθῷος κρινόταν ἐκεῖνος ποὺ σκότωνε σὲ ἄμυνα, καθὼς κι ἐκεῖνος ποὺ συλλάμβανε τὸ νυχτερινὸ διαρρήκτη τοῦ σπιτιοῦ του μέσα ἀπὸ τὸν περίβολο τῆς αὐλῆς μετὰ τὴ δύσι τοῦ ἡλίου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνατολή, καὶ τὸν σκότωνε ἐπὶ τόπου μ̉ ὅποιον τρόπο τὸν βόλευε˙ προφανῶς ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ξέρῃ ἂν ὁ σκοπὸς τοῦ εἰσβολέως ἦταν ἡ κλοπὴ ἢ ἡ μοιχεία ἢ ὁ βιασμὸς ἢ ἡ δολοφονία. μέσα στὴν Π. Διαθήκη τὴ νεώτερη τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου εἶναι ἐμφανὲς ὅτι τὸ φονικὸ ἔγκλημα στὸ βιβλικὸ Ἰσραὴλ ἦταν σπανιώτατο, ὁπωσδήποτε πολὺ σπανιώτερο ἀπὸ κάθε ἄλλη χώρα ἢ χρονικὴ περίοδο τῆς ἀνθρωπότητος λόγῳ αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ νόμου τοῦ σχετικοῦ μὲ τοὺς φόνους.
     2. Σεξουαλικὰ παραπτώματα. τὰ σεξουαλικὰ παραπτώματα, ἤτοι ὅλες οἱ διαστροφές ‒ὡς τέτοιες ἐννοοῦνται ὅλες ὅσες ἀποκλείουν τὴ νόμιμη ἢ καὶ παράνομη τεκνογονία‒, ἡ αἱμομιξία, ἡ πορνεία καὶ ἡ ἐκπόρνευσι, ἡ μοιχεία ἀκόμη καὶ μὲ ἀρραβωνιασμένη, ὁ βιασμὸς ὅταν εἶναι καὶ μοιχεία, τιμωροῦνται μὲ θάνατο. ὁ βιασμὸς ἐλεύθερης κοπέλλας, ὅταν ἡ κοπέλλα ἢ ὁ πατέρας της δὲν ἤθελαν νὰ μετατραπῇ σὲ ἰσοβίως ἀχώριστο γάμο, τιμωροῦνταν μὲ πρόστιμο τῆς ἀρεσκείας τῶν παθόντων, ποὺ μποροῦσε νὰ εἶναι καὶ συνήθως ἦταν δήμευσι ὅλης τῆς περιουσίας τοῦ βιαστοῦ. τὸ πρόστιμο ἢ ἡ δημευθεῖσα περιουσία, περιερχόταν ὁλόκληρα στοὺς παθόντες˙ οὔτε τὸ κράτος οὔτε ἄλλος τρίτος ἔπαιρνε κάτι, καὶ δικηγόροι δὲν ὑπῆρχαν. δικηγοροῦσαν ἐλεύθερα οἱ διάδικοι καὶ οἱ μάρτυρές των, οἱ ὁποῖοι νομικῶς ἐνημερώνονταν ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς νομομαθεῖς δικαστάς. πάλι γιὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ νόμου τὰ σεξουαλικὰ παραπτώματα ἦταν σπανιώτατα˙ διότι τὰ περισσότερα τιμωροῦνταν μὲ θάνατο. ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ἐλεύθερη κυκλοφορία τῆς ἀσυνόδευτης γυναικός, εἴτε ἄγαμης εἴτε ἔγγαμης, σ̉ ὅλη τὴ χώρα, ἀκόμη καὶ σὲ ὀρεινοὺς ἐρήμους δρόμους, πρᾶγμα ἀδιανόητο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα σ̉ ὅλες τὶς χῶρες τῆς γῆς ἀκόμη καὶ στὴ δημοκρατικὴ κλασσικὴ Ἑλλάδα˙ ἡ Νωεμὶν μὲ τὴ Ῥούθ, ἡ Ἀβιγαία, ἡ Ῥεσφά, ἡ Σουλαμῖτις, ἡ μητέρα τοῦ Χριστοῦ ταξιδεύουν διασχίζοντας βουνὰ ἀσυνόδευτες χωρὶς νὰ φοβοῦνται τίποτε. ἐπὶ κριτῶν, ἐπειδὴ μία φυλὴ ἀρνήθηκε νὰ παραδώσῃ γιὰ ἐκτέλεσι κάποιους βιαστάς, ἔγινε αἱματηρότατος ἐμφύλιος πόλεμος, ποὺ κατέληξε στὸν παρὰ λίγο ἀφανισμὸ τῆς φυλῆς ἐκείνης. ἦταν δὲ ἡ βιασθεῖσα γυναίκα μιὰ ἄσημη παλλακίδα κάποιου.
     3. Συκοφαντικὴ δυσφήμισι. μόνο ἂν ἡ συκοφαντικὴ δυσφήμισι γινόταν σὲ δικαστήριο ὡς ψευδὴς καταμήνυσι ἢ ψευδομαρτυρία καὶ μόνο σὲ περίπτωσι ποὺ ὁ κατηγορούμενος ἀντιμετώπιζε θανατικὴ ποινή, θανατώνονταν ὁ κατήγορος καὶ οἱ μάρτυρες κατηγορίας. ὅταν θέλῃ ὁ νομοθέτης, τότε ὁ νόμος γίνεται ἀποτελεσματικὸς στὴ πάταξι κάθε εἴδους ἐγκληματικότητος. ἀκόμη καὶ δικασταὶ θανατώνονταν σὲ περίπτωσι κακοδικίας, ἂν ὁ ἀθῷος κατηγορούμενος ἀντιμετώπιζε ποινὴ θανάτου, κι ἐκεῖνοι ἔρριχναν ψῆφο καταδικαστική. ἀντίθετα οἱ δικασταὶ δὲν τιμωροῦνταν, ἂν δὲν κατώρθωναν νὰ ἐξιχνιάσουν καὶ νὰ καταδικάσουν τὸν ὄντως ἔνοχο.
     4. Ἀποσκίρτησι ἀπὸ τὴν πατρῴα πίστι. ἡ ἀποσκίρτησι αὐτή, ἡ εἰδωλολατρία, ἡ εἰδωλολατρικὴ ἐκδήλωσι (λ.χ. προσφυγὴ σὲ μέντιουμ, τέλεσι εἰδωλολατρικοῦ ἐθίμου, συνεστίασι σὲ εἰδωλολατρικὴ θυσία, κλπ.), ἡ βλασφημία τῶν θείων, ἡ θρησκευτικὴ ἀπάτη ἀργυρολογικὴ ἢ ἄλλη, ὅλα αὐτὰ τιμωροῦνταν μὲ θάνατο.
   Τὰ δικαστήρια ἦταν τρία˙ α) τὸ κατώτερο τοῦ κάθε δήμου (πρωτοδικεῖο) συνιστάμενο ἀπὸ ἐπιτροπὴ νομομαθῶν καὶ ὁμάδα ἀντρῶν τοῦ δήμου μὴ νομομαθῶν. β) τὸ ἀνώτερο (ἐφετεῖο), ἕνα ἀνὰ δύο νομοὺς- φυλές, συνιστάμενο ἀπὸ πολλοὺς νομομαθεῖς μόνο. γ) τὸ ἀνώτατο καὶ μοναδικὸ στὸ ἔθνος συνιστάμενο γιὰ μὲν τὰ περὶ τὴν πίστι παραπτώματα ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα καὶ τοὺς συνέδρους του, γιὰ δὲ τὰ ἀστικὰ καὶ πολιτειακὰ παραπτώματα ἀπὸ τὸ βασιλέα ἢ τὸν κριτὴ καὶ τοὺς συμβούλους του.
     Οἱ δίκες γίνονταν σχεδὸν ὅλες ὅπως καὶ ὅταν γίνωνται σήμερα οἱ δίκες τῶν αὐτοφώρων παραπτωμάτων. ἂν ὄχι ἔτσι, γίνονταν μέσα σὲ λίγες ἡμέρες.
     Δὲν ὑπῆρχε κανένα ἄσυλο. ἂν κανεὶς κατέφευγε σὲ θυσιαστήριο ἢ ἱερό, ὁ Νόμος ἔλεγε˙ «Τραβήξτε τον, ξεκολλήστε τον, κι ἐκτελέστε τον». ἔτσι ἐκτελέστηκε ὁ πραξικοπηματίας ἀρχιστράτηγος Ἰωὰβ μέσα σὲ μία ὥρα, καθὼς τὸ παράπτωμά του ἦταν αὐτόφωρο καὶ δημόσιο.
   Ἄλλες ποινὲς ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θάνατο ἦταν ὁ ἀκρωτηριασμός (ὀφθαλμὸς ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, κλπ.), ῥαβδισμοί - μαστιγώσεις, πρόστιμα - δημεύσεις. τὰ πρόστιμα καὶ οἱ δημεύσεις ὅλ̉ ἀνεξαιρέτως ἦταν μόνο ἀποζημιώσεις καταβαλλόμενες ἐνώπιον τῶν δικαστῶν κατ̉ εὐθεῖαν στὸν παθόντα. οὐδέποτε ἐπιβάλλονταν φυλακίσεις, ἀλλὰ μόνον ὀλιγοήμερες κρατήσεις ὑποδίκων. δὲν ὑπῆρχε δηλαδὴ ποινὴ φυλακίσεως.
     Γενικῶς στὴ βιβλικὴ δικαιοσύνη ὑπάρχει ἡ νοοτροπία ὅτι ὁ ἀδικηθεὶς ἢ φονευθεὶς εἶναι τοὐλάχιστο ἴσος μὲ τὸν ἀδικήσαντα ἢ τὸ φονέα, καὶ ἡ μεταχείρισι ἢ τύχη τῶν δύο πρέπει νὰ εἶναι ἐπίσης τοὐλάχιστο ἴση˙ διότι ἄλλως τὸ ἔγκλημα ἐνθαρρύνεται.
     Στὴν Κ. Διαθήκη καταργοῦνται γιὰ τὴν ἐκκλησία ὄχι μόνο ἡ θανατικὴ ποινὴ ἀλλὰ καὶ ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ ἐπίγειες κυρώσεις. ἂν στὸ παρελθὸν ἐπιβλήθηκαν τέτοιες (τελευταῖες ἦταν οἱ φυλακίσεις, ἐξορίες, καὶ δημεύσεις κάποιων κακοδόξων μέχρι τὸ 1930, καὶ οἱ μέχρι τὸ 1975 κυρώσεις κατὰ τῶν χιλιαστῶν στὶς ὁποῖες ἡ ἐκκλησία δὲν ἐπέβαλλε ἀλλ̉ εἰσηγοῦνταν κυρώσεις ἢ καὶ συνευδοκοῦσε, καθὼς καὶ ἡ ἀντίρρησί της γιὰ τὴν ἀποποινικοποίησι τῆς μοιχείας), ἦταν ὅλα κατὰ παράβασι τῆς Κ. Διαθήκης, στὴν ὁποία ὁ Χριστὸς καὶ οἱ ἀπόστολοι ἀπαγορεύουν στὴν ἐκκλησία νὰ ἐπιβάλλῃ ἢ νὰ εἰσηγῆται ὁποιαδήποτε ἐπίγεια κύρωσι. ἡ παράβασι αὐτὴ τῆς ἐκκλησίας ἦταν κατάλοιπο τόσο τῆς βυζαντινῆς ἱεροκρατικῆς ἀντιλήψεως ὅσο καὶ τῆς κατὰ τὴν τουρκοκρατία ἀστικῆς ἐθναρχίας τῆς ἐκκλησίας. κατὰ τὴν Κ. Διαθήκη ἡ ἐσχάτη ποινὴ στὴν ἐκκλησία εἶναι ἡ διαγραφὴ κάποιου ἀπὸ τοὺς καταλόγους τῶν μελῶν της, δεύτερη πολὺ βαρειὰ ἡ καθαίρεσι κληρικοῦ, καὶ τρίτες διάφορα ἐπιτίμια ἐντελῶς πνευματικά.
     Δὲν ἔχει ὅμως ἡ Κ. Διαθήκη καμμιὰ ἀπολύτως ἀντίρρησι πρὸς τὸ ἐπίγειο κράτος, ὅταν αὐτὸ ἐφαρμόζῃ τὴ θανατικὴ ποινή. οἱ σχετικὲς ἀντιρρήσεις πρὸς τὴν κυβέρνησι τῶν Η.Π.Α. ἐκ μέρους διαφόρων προτεσταντῶν παστώρων εἶναι μόνο θρησκευτικὸς φανατισμὸς καὶ σκοταδισμός, ἄσχετος ἀσφαλῶς μὲ τὴ Χριστιανικὴ πίστι. ἡ ἑλληνικὴ ὀρθόδοξη ἐκκλησία στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι σήμερα ἡ πιὸ φωτισμένη καὶ πνευματικὴ ἐκκλησία τῆς γῆς. οἱ σλαβικὲς ἐκκλησίες ὑστεροῦν ἴσως λόγῳ τοῦ πρόσφατα ἐκτονωθέντος ἀντικομμουνιστικοῦ μένους των. οἱ προτεστάντες καὶ οἱ παπικοὶ εἶναι πολὺ σκοταδισταί. οἱ δὲ χιλιασταί, ποὺ κόπτονται κι αὐτοὶ γιὰ «Χριστιανοὶ» κι ἐξακολουθοῦν νὰ λέγωνται καὶ «μάρτυρες», ἔχουν τὴν ἀκατάσχετη καὶ πιὸ ἐπιταχυνόμενη ῥοπὴ νὰ γίνουν δήμιοι καὶ ἀνυπόφοροι σκοταδισταί. ὁ Χριστιανὸς τόσο ὡς ἄτομο ὅσο καὶ ὡς ὁμάδα, σύμφωνα μὲ τὴν Κ. Διαθήκη δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχῃ πρὸς τὸ κράτος ἀντίρρησι γιὰ τίποτε οὔτε γιὰ τὴ θανατικὴ ποινή. ἀντίθετα μάλιστα ἡ Κ. Διαθήκη διδάσκει ὅτι τὸ ἐπίγειο κράτος ἔχει κάθε δικαίωμα νὰ ἐπιβάλλῃ τὴ θανατικὴ ποινὴ γιὰ τὴν ἐκδίκησι τῶν κακοποιῶν, τὴν πάταξι τοῦ ἐγκλήματος, καὶ τὴν εὐταξία καὶ ἀσφάλεια τῶν πολιτῶν του, κι ὅτι, χωρὶς τὸ ἴδιο νὰ συνειδητοποιῇ, εἶναι σ̉ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα διάκονος τοῦ θεοῦ διωρισμένος ἀπὸ τὸ θεὸ καὶ γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς θανατικῆς ποινῆς, ἂν κρίνῃ. γράφει σχετικὰ (Ῥω 13,4-5) ὁ Παῦλος γιὰ τὸ φορέα τῆς κρατικῆς ἐξουσίας˙ Θεοῦ διάκονός ἐστί σοι εἰς τὸ ἀγαθόν. ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ˙ οὐ γὰρ εἰκῇ τὴν μάχαιραν φορεῖ (=τζάμπα δὲν φοράει τὸ μαχαίρι)˙ θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργήν (=γιὰ νὰ ὀργίζεται), ἔκδικος (=ἐκδικητὴς) τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι. μὲ τὸ ἴδιο βιβλικὸ θέσπισμα καὶ μὲ τὶς ἱστορούμενες στὰ Εὐαγγέλια καὶ στὶς Πράξεις ἀγαθὲς σχέσεις γίνεται γιὰ τὸ κράτος χριστιανικὰ ἀποδεκτὸς καὶ ὁ στρατός.
     Γενικῶς ἡ νόμιμη βία τοῦ κράτους, ποὺ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἔχει ἀφαιρεθῆ τελείως, γιὰ τὸ κράτος εἶναι χριστιανικῶς ἀποδεκτή, ἀφοῦ στὴν Κ. Διαθήκη θεωρεῖται καὶ θεόσδοτη. ἐννοεῖται ὅτι ἡ ἐκκλησία πέρα ἀπὸ τὴν ὑποταγή της στὸν κρατικὸ νόμο δὲν πρέπει νὰ συνεργάζεται μὲ τὸ κράτος, οὔτε νὰ τοῦ ὑπαγορεύῃ ἐπιθυμίες της, οὔτε νὰ ἔχῃ ἀπ̉ αὐτὸ ὀφέλη ποὺ δὲν ἔχουν ἄλλοι πολῖτες μὴ Χριστιανοί˙πρέπει ἀπὸ τὸ κράτος ν̉ ἀποκομίζῃ μόνο τὰ ὀφέλη ποὺ ἀποκομίζουν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ νομοταγεῖς πολῖτες. ἡ ἄσκησι πολιτικῶν δικαιωμάτων, ὅπως ἡ ψῆφος, ὅταν τὴν παραχωρῇ ἡ ἴδια ἡ κρατικὴ κυβέρνησι, ἢ ἡ προσφυγὴ στὴ δικαιοσύνη γι̉ αὐτοπροστασία, ἐπιτρέπονται ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ καὶ στοὺς Χριστιανούς. ὁ Χριστὸς δηλαδὴ δὲν ἐπιτρέπει μὲν στοὺς Χριστιανοὺς νὰ κάνουν ἄλλη χρῆσι τοῦ κράτους ἐκτὸς ἀπὸ κείνη ποὺ κάνει κάθε πολίτης καὶ μὴ Χριστιανός, ἀπαγορεύει δὲ στοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἔχουν πρὸς τ̉ ὁποιοδήποτε κράτος ἀντίρρησι γιὰ τὸν ὁποιοδήποτε τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐκεῖνο ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία του. ἀπαγορεύει τὴν ἐπιδίωξι ἰδιαίτερης κρατικῆς εὐνοίας τὴν ὁποία δὲν ἀπολαμβάνουν οἱ μὴ Χριστιανοὶ πολῖτες. στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἀπαγορεύει στοὺς Χριστιανοὺς νὰ εἰσηγοῦνται στὸ κράτος τὴ θέσπισι τῆς θανατικῆς ποινῆς ἢ ὁποιασδήποτε ἄλλης ἐπιγείου κυρώσεως, τοὺς ἀπαγορεύει ὅμως ἐξ ἴσου νὰ ἔχουν πρὸς τὸ κράτος καὶ ἀντίρρησι γιὰ τὴ θανατικὴ ποινὴ καὶ γιὰ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπίγεια κύρωσι. μὲ ἄλλες λέξεις, ὁ Χριστὸς ἐπιτρέπει στὴν ἐκκλησία του ν̉ ἀπολαμβάνῃ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ παρέχει τὸ ἐγκόσμιο κράτος στοὺς πολῖτες του, τῆς ἀπαγορεύει ὅμως νὰ συγκυβερνάῃ μ̉ αὐτὸ ἢ ν̉ ἀναμιγνύεται στὸ ἔργο του μ̉ ὁποιονδήποτε ἄμεσο ἢ ἔμμεσο τρόπο. τὸ ἂν ὁ Χριστὸς διορίζῃ στὸ κράτος τοὺς ἡγέτες του, ὅπως τοὺς διορίζει, αὐτὸ εἶναι δουλειὰ δική του, μεταξὺ ἐκείνου καὶ τοῦ κράτους, καὶ δὲν ἀφορᾷ τὴν ἐκκλησία˙ δὲν τῆς πέφτει λόγος. ὁ Κύριος καὶ ἔξω ἀπὸ τὴ σχέσι του μὲ τὴν ἐκκλησία, ἀσκεῖ στὸν κόσμο ἐξουσία, ὅπως τὴν ἀσκεῖ, καὶ προνοεῖ καὶ μεριμνᾷ γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ εἶναι κι ἐκεῖνος πλάσμα του, ἀλλ̉ αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ἐπιτρέπει στὴν ἐκκλησία ὁποιαδήποτε ἀνάμιξι. αὐτὸ ποὺ λέω ἐδῶ μὲ τόσους τρόπους, εἶναι κάτι πολὺ ἁπλό, ἀλλ̉ οἱ τελευταῖοι 17 αἰῶνες ἔδειξαν ὅτι ἡ ἐκκλησία δυσκολεύεται νὰ τὸ καταλάβῃ. πρέπει νὰ μελετήσῃ περισσότερο τὴ Διαθήκη τοῦ Κυρίου της, τὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ θὰ καταλάβῃ. καὶ θὰ καταλάβῃ καὶ πολλὰ ἄλλα πράγματα, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ καταλάβῃ.
     Στὴν ἐποχή μας, κατὰ τὴν ὁποία κάθε συνετὸς ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται ὅτι τὸ κύριο αἴτιο τῆς ἰδιαζούσης ἐγκληματικότητος εἶναι ἡ ἀτιμωρησία, μὲ δεύτερο σχεδὸν ἰσόβαρο τὴν καθημερινὴ κι ὁλοήμερη ἐκπαίδευσι τοῦ λαοῦ στὸ ἔγκλημα καὶ στὴν ἀπόκρυψί του μὲ δασκάλους τὸν κινηματογράφο καὶ τὴν τηλεόρασι, τὰ εἰδικώτερα αἴτια τῆς γενικῆς καὶ σκληρῆς ἀντιρρήσεως κατὰ τῆς θανατικῆς ποινῆς εἶναι τ̉ ἀκόλουθα.
    1. Αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ φονικὸ ἔγκλημα˙ ὅτι διαπράσσεται τόσο πολὺς φόνος καὶ δολοφονία, ποὺ εἶναι ἀναμενόμενο ν̉ ἀσκῆται πολλὴ πίεσι ἐκ μέρους τῶν φονιάδων καὶ τῶν οἰκείων τους γιὰ κατάργησι τῆς θανατικῆς ποινῆς, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται κυρίως στὸ παράπτωμα τοῦ φόνου. τὸ κακὸ ἔχει πολὺ μεγάλη ἐπιθετικότητα, καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἐξασφαλίσῃ ψήφους παραπάνω ἀπὸ 5%, γιὰ νὰ ἐπιβληθῇ στὸ καλό.
   2. Ὁ πολὺς φόνος ἐξ ἀμελείας, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐγκληματικῆς ἀμελείας, ἰδίως μὲ τὸ αὐτοκινητιστικὸ «δυστύχημα», τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι πάντοτε δυστύχημα, ἀλλ̉ ἔγκλημα, διότι δὲν ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στραβοτιμονιά, ἀλλὰ πολὺ πιὸ μπροστά, ὅταν ὁ ὁδηγὸς πίνῃ, κι ἀκόμη πιὸ μπροστά, ὅταν ἑτοιμάζῃ τὸ αὐτοκίνητό του γιὰ ταξίδι, κι ἀκόμη πιὸ παλιά, ὅταν παίρνῃ δίπλωμα.
   3. Ὁ γενικὸς ἀφανὴς φόνος, ποὺ φέρεται μὲ τὴ σεμνὴ ὀνομασία «ἔλεχγος τῶν γεννήσεων» ἢ σὲ μικρότερη ἀκόμη κλίμακα «εὐθανασία» ἢ «λῆψι ὀργάνων γιὰ μεταμόσχευσι» ἀπὸ ἀνερώτητο βαριὰ τραυματισμένο καὶ μὴ δυνάμενο νὰ ἐπικοινωνήσῃ, τὰ ὁποῖα ἔχουν κάνει φονιᾶδες σχεδὸν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. κι αὐτοὶ ὅλοι, ἀνάστατοι ὄντες στὰ βάθη τῆς συνειδήσεώς των, καὶ ὅσο «κάνουν κουράγιο» τόσο πιὸ ἐξαγριωμένοι, ἀναζητοῦν μὲ ἀπόγνωσι ἕνα ἄλλοθι σὲ κάποια «εὐαισθησία» ἢ «φιλανθρωπία» ἢ «ζῳοφιλία», μὲ τὶς ὁποῖες ἐλπίζουν νὰ πείσουν ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους ὅτι δὲν εἶναι φονιᾶδες, οὔτε κακοὶ ἄνθρωποι, ἀλλ̉ ἀντίθετα ἔχουν φιλάνθρωπες καὶ μάλιστα ἀκόμη καὶ ζῳόφιλες εὐαισθησίες. βέβαια τοὺς διαψεύδει ἡ ἴδια ἡ ῥοπή τους νὰ ἡδονίζωνται ὅλοι τους μὲ κινηματογραφικὰ ἔργα βίας ἢ καὶ τερατώδη θρίλερ (πιστολίδι, βρυκόλακες, τέρατα), ἀλλ̉ αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀκόμη κι ἀπὸ τὸ ἄλλοθί τους ἀποδιδράσκουν συχνὰ πρὸς τὴ χώρα τοῦ φονεύειν.
     4. Ἡ ἀπάνθρωπη νοοτροπία τῶν φιλαύτων βολεμένων «Μακάριοι οἱ ἐπιζῶντες», καὶ «Ξεχάστε τοὺς δολοφονημένους, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς ἐνοχλήσουν πιὰ μὲ κάποια διαμαρτυρία τους˙ λυπηθῆτε τοὺς φονιᾶδες, διότι αὐτοὶ καὶ ζοῦν καὶ διαμαρτύρονται καὶ ἀπαιτοῦν», καὶ «Μὴ σκέφτεστε αὐτοὺς ποὺ θὰ τὴν πατήσουν καὶ θὰ σφαχτοῦν προσεχῶς˙ ἂς πρόσεχαν˙ καὶ πιθανώτερο εἶναι νὰ μὴν ἤμαστε ἐμεῖς». ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ πείθεται ἀπ̉ αὐτοὺς ἢ νὰ συμπαρασύρεται στὴ φίλαυτη ἀφροσύνη τους. δὲν πρέπει νὰ ἔχῃ καμμία συμμετοχὴ στὰ ἔργα τους τὰ πονηρά, στὰ φρονήματά τους τὰ πονηρά, καὶ στὶς ἀπαιτήσεις των τὶς πονηρές, μὲ τὰ ὁποῖα πιέζουν αὐτοὶ τὰ κράτη. οὔτε καὶ νὰ εἰσηγῆται σὲ κράτος τὴν ἐπαναφορὰ ἢ τὴ διατήρησι τῆς θανατικῆς ποινῆς. ἡ χρυσῆ γραμμὴ τοῦ Χριστιανοῦ πρέπει νὰ εἶναι ἡ Κ. Διαθήκη. ἡ Π. Διαθήκη μὲ τὸ χριστιανικὸ φίλτρο εἶναι γιὰ τὸ ἐγκόσμιο κράτος ὁ καλλίτερος νόμος, καὶ στὴ μελέτη της ὀφείλει τὴ γέννησι του καὶ τὴ μεγαλουργία του τὸ μέχρι χθὲς θαυμάσιο κράτος τῶν Η.Π.Α. . ἀλλὰ ὁ Χριστιανὸς ποτὲ δὲν πρέπει νὰ εἰσηγηθῇ κάτι τέτοιο σὲ κράτος ἐπίγειο. ἂς τοὺς φωτίσῃ, ἂν θέλῃ, ὁ θεὸς ἐρήμην ἡμῶν.                                                     
                                           
Μελέτες 6 (2010)