῾Ο ὅρος ἀποστολικὸς μέχρι τὸ 400 περίπου χρησιμοποιόταν στὴ θέσι τοῦ ὅρου ὀρθόδοξος.  τὸ  ὀρθόδοξος  χρησιμοποιόταν περίπου  ἀπὸ  τὸ  300  – πρῶτες  φορὲς  συναντᾶται  στὸ  Μεθόδιο  Πατάρων  (Συμπ. 3,10·  8,10) – , ἀλλ᾿ ὄχι τόσο συχνά.  συχνότερος ὅρος ἀντὶ γι᾿ αὐτὸν ἦταν τὸ ἀποστολικός.  τὸ ὀρθόδοξος ἄρχισε νὰ ἐπικρατῇ κυρίως μὲ τὸν Μ. ᾿Αθανάσιο ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ Δ΄ αἰῶνος κι ἔπειτα, γύρω δὲ στὸ 400 φαίνεται καθιερωμένος γιὰ τὰ καλά.  ἀπὸ τότε ὁ ὑποκατασταθεὶς  ὅρος  ἀποστολικὸς  καὶ ὑποχώρησε στὴ χρῆσι καὶ ἔχασε τὴν ἀρχική του σημασία. ἤδη ὅμως μερικὰ προθεσπισμένα καὶ προχαρακτηρισμένα πράγματα παρέμειναν γνωστὰ ὡς ἀποστολικά.  τέτοια εἶναι, φρονῶ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἐκκλησία, οἱ ᾿Αποστολικοὶ κανόνες, ἡ ᾿Αποστολικὴ διδαχή, καὶ τὸ ᾿Αποστολικὸν σύμβολον.

   ῞Οταν χαρακτηρίστηκαν ἔτσι τὰ τρία εἰρημένα κείμενα, δὲν ἐννοοῦνταν καθόλου ὡς κείμενα «τῶν ἀποστόλων», ἀλλ᾿ ἁπλῶς ὡς ὀρθόδοξα κείμενα, ἐντεταγμένα στὴν ἀποστολικὴ γραμμὴ τῆς «ἀποστολικῆς ἐκκλησίας», γιὰ ν᾿ ἀντιδιασταλοῦν ἀπὸ τ᾿ ἀντίστοιχα μὴ ὀρθόδοξα καὶ μὴ ἀποστολικά, δηλαδὴ τὰ αἱρετικά· ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐκφράζουν τὴν ἀποστολικὴ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τὸ ἀποστολικὸ φρόνημα τῆς ἐκκλησίας.  αὐτὴ ἡ ἐκκλησία ἀργότερα χαρακτηριζόταν ὡς ὀρθόδοξος, ἐνῷ στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως παρέμεινε μέχρι σήμερα χαρακτηρισμένη ὡς ἀποστολικὴ (εἰς μίαν ἁγίαν καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν).  ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸ ὀρθόδοξος στὸν καιρὸ τῶν δύο πρώτων οἰκουμενικῶν συνόδων δὲν εἶχε ἐπικρατήσει γιὰ τὰ καλὰ ἀκόμη.

    ῾Η ᾿Αποστολικὴ διδαχή, τὸ ἐντελῶς ὀρθόδοξο αὐτὸ καὶ βιβλιοπρεπὲς καὶ χαριτωμένο καὶ λιτὸ καὶ σεμνὸ χριστιανικὸ κείμενο, εἶναι πανάρχαιη· ὄχι νεώτερη τοῦ 120, νομίζω· δὲν εἶναι δὲ ἀπίθανο νὰ εἶναι καὶ τῶν ᾿Επιστολῶν τοῦ ᾿Ιγνατίου ἀρχαιότερη, ἤτοι γραμμένη γύρω στὸ 100.  μὲ τὸν ἀρχικὸ χαρακτηρισμό της ἀποστολικὴ ἐννοεῖται ὡς ὀρθόδοξος, μὴ αἱρετική, σύμφωνη μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ ἀντιδιαστέλλεται προφανῶς ἀπὸ ποικίλες ἄλλες «διδαχὲς» κακοδόξου περιεχομένου. ἡ ᾿Αποστολικὴ διδαχή, τὴν ὁποία ἀνακάλυψε στὸ χειρόγραφο 54, τοῦ ἔτους 1056, τῆς Πατριαρχικῆς Βιβλιοθήκης τῶν ᾿Ιεροσολύμων ὁ λόγιος ἐπίσκοπος Νικομηδείας Φιλόθεος Βρυέννιος κι ἐξέδωκε στὴν Κωνσταντινούπολι τὸ 1883 (ΒΕΠ 2,209-220), δὲν εἶναι, ὅπως νομίζεται, κείμενο ἀμάρτυρο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ἀλλὰ καὶ μαρτυρημένο καὶ περίφημο.  στὴ διδακτορική μου διατριβὴ εἶχα ἀποδείξει παρεμπιπτόντως ὅτι αὐτὴ εἶναι τὸ κείμενο ἐκεῖνο ποὺ τιτλοφοροῦνταν Κρίσις Πέτρου, δηλαδὴ ἔργο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου ἐπιγραφόμενο Κρίσις (ὅπως λένε καὶ Ποιμὴν τοῦ ῾Ερμᾶ), κι ὅτι λατινιστὶ λέγεται ἀπὸ μὲν τὸν ῾Ιερώνυμο (θ. 420) Iudicium  Petri  (Vir. ill., 1) ἀπὸ δὲ τὸ ῾Ρουφῖνο (θ. 410) πάλι Iudicium  Petri    καὶ  Duae  vitae, ἤτοι Δύο βίοι, Δύο ζωαὶ (Comment.  in  Symbolum  apostolorum, 38 PL 21,374b).  Δύο ζωαὶ ἔλεγαν τὸ βιβλίο οἱ Λατῖνοι, ἐπειδὴ ἀρχίζει μὲ τὴ φράσι ῾Οδοὶ δύο εἰσί, μία τῆς ζωῆς καὶ μία τοῦ θανάτου (1,1), καὶ Κρίσις (= Iudicium) τὸ ἔλεγαν, ἐπειδὴ εἶναι κρίσις τῶν δύο δρόμων ζωῆς, ἐπιλογὴ τῶν δύο δρόμων.  θεωρῶ δὲ ὡς πιθανὸ τὸ Duae  vitae νὰ εἶναι παρανάγνωσι τοῦ Duae  viae (= Δύο ὁδοί).  φερόταν δὲ στὴ Δύσι κατὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα ἡ λατινική του μετάφρασι σὰ βιβλίο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, γι᾿ αὐτὸ κι ὁ ῾Ιερώνυμος τὸ χαρακτηρίζει ὡς ἀπόκρυφο, δὲν εἶναι ὅμως ἀπόκρυφο, διότι μέσα στὸ κείμενό του δὲν ἐμφανίζει πουθενὰ τὴ συνηθισμένη στ᾿ ἀπόκρυφα ἀξίωσι θεοπνεύστου βιβλίου κάποιου ἀποστόλου. ἀπὸ ἀντιγραφικὸ λάθος τῶν μεταγενεστέρων θεωρήθηκε ὡς τέτοιο, κι αὐτὸ δὲν τοῦ ἀφαιρεῖ καθόλου τὸ σεμνὸ καὶ ὀρθόδοξο χαρακτῆρα του.  ἦταν δὲ συνηθισμένο τότε ἕνα βιβλίο νὰ ὀνομάζεται μὲ τὴν πρώτη λέξι ἢ φράσι του, ὅπως καὶ οἱ ῾Εβραῖοι ὠνόμαζαν ἔτσι πολλὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, λ.χ. Βρησὶθ = ᾿Εν ἀρχῇ = Γένεσις, Οὐ ἔλ λεσμὼθ = Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα = ῎Εξοδος, Οὐ ἰκρὰ = Καὶ ἐκάλεσε = Λευϊτικόν, κλπ., ἢ ὅπως κι ἐμεῖς μέχρι σήμερα λέμε τὸ Πιστεύω = τὸ Σύμβολον τῆς πίστεως, τὸ Πάτερ ἡμῶν = ἡ Κυριακὴ προσευχή, τὸ ῎Αξιόν ἐστι, τὸ De  profundis = ᾿Εκ βαθέων = Ψαλμὸς 129, μουσικὴ σύνθεσι τοῦ ῾Ραμώ, τὸ Tantum  ergo = Οὕτω γὰρ (ἠγάπησεν ὁ θεὸς τὸν κόσμον = ᾿Ιω 3,16), μουσικὴ σύνθεσι τοῦ Μότσαρτ, κλπ..

    Οἱ ᾿Αποστολικοὶ κανόνες, οἱ λιτώτεροι καὶ σοβαρώτεροι ὅλων γενικὰ τῶν κανόνων, εἶναι κατὰ τὴ γνώμη μου οἱ κανόνες τῆς Α΄ οἰκουμενικῆς συνόδου, τῆς ἀποστολικῆς.  ὡς τέτοιοι χαρακτηρίστηκαν ἔτσι ἐξ ἀρχῆς, καὶ ὄχι ὡς κείμενο γραμμένο ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους.  οἱ δὲ φερόμενοι στὰ σήμερα σῳζόμενα χειρόγραφα ὡς κανόνες τῆς Α΄ οἰκουμενικῆς συνόδου εἶναι τῆς Β΄ οἰκουμενικῆς, μαζὶ καὶ μ᾿ ἐκείνους ποὺ παραδίδονται ὡς τῆς Β΄ οἰκουμενικῆς.  μόνο ποὺ εἶναι μεταγενέστερες καὶ νόθες προσθῆκες οἱ φράσεις τοῦ κανόνος 3 πλὴν τῶν νέων χίδρων...προσφορᾶς, καὶ τοῦ κανόνος 82 οἷος καὶ ὁ ἡμέτερος ᾿Ονήσιμος ἐφάνη.  εἶναι δὲ οἱ ἀποστολικοὶ κανόνες 84· ὁ φερόμενος ὡς 85 καὶ τελευταῖος εἶναι ὅλος μεταγενέστερος καὶ νόθος.  στὶς ἀρχαῖες λατινικές, κοπτικές, αἰθιοπικές, καὶ ἀραβικὲς μεταφράσεις τῶν ᾿Αποστολικῶν Κανόνων τὸ κείμενό του παραδίδεται σὲ ποικίλες μορφὲς μὲ διαφορὲς τόσο πρὸς τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο ὅσο καὶ μεταξὺ τῶν μεταφράσεων, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν χειρογράφων μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς μεταφράσεως.  ὁ νόθος αὐτὸς κανὼν εἶναι κατάλογος  τῶν  βιβλίων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς ἀσύμφωνος πρὸς τὸν κατάλογο τοῦ Μ. ᾿Αθανασίου καὶ τοὺς καταλόγους ἄλλων σπουδαίων ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων· παραλείπει τὴν ᾿Αποκάλυψι καὶ προσθέτει ὡς βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης τὶς λεγόμενες «Διαταγὲς τῶν ἀποστόλων», βιβλίο αἱρετικῶν μὲ πολλὲς κακοδοξίες, καὶ τὶς δύο «᾿Επιστολὲς τοῦ Κλήμεντος ῾Ρώμης», ποὺ δέχονται ὡς ἀλήθειες τοὺς ἑλληνικοὺς κι αἰγυπτιακοὺς εἰδωλολατρικοὺς μύθους τῶν Δαναΐδων, τῶν Διρκῶν, καὶ τοῦ ἀθανάτου πτηνοῦ φοίνικος (᾿Επιστ. Α΄ 6,2· 25,1-4).  μερικὰ χειρόγραφα καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου καὶ τῶν ἀρχαίων μεταφράσεων ἀμέσως μετὰ τὸν λεγόμενο 85 κανόνα ἔχουν «Κανόνες τοῦ Πέτρου» καὶ «Κανόνες τοῦ Παύλου» τῶν ἀποστόλων δῆθεν.  πρόκειται γιὰ ἐπέκτασι τῆς πλαστογραφίας.

    Τὸ ᾿Αποστολικὸν σύμβολον εἶναι ἁπλῶς ἕνα ὀρθόδοξο Σύμβολον· ἂν καὶ δὲν ἔχει τὴν ἀκρίβεια, τὴν πληρότητα, καὶ τὴ σαφήνεια τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως τῶν δύο πρώτων οἰκουμενικῶν συνόδων, τὸ ὁποῖο ὁμολογοῦμε μέχρι σήμερα.  τὸ ᾿Αποστολικὸν σύμβολον ὑπομνηματίζει, ὅπως προσημείωσα, ὁ ῾Ρουφῖνος στὸ ἔργο του  Commentarius  in  Symbolum  apostolorum.

    ῎Ετσι μὲ τὴν ἴδια σημασία τοῦ ὅρου ἀποστολικὸς λέγονται καὶ οἱ ἐκφράσεις τοῦ ᾿Ιγνατίου ἀποστολικὸς χαρακτὴρ (τοῦ ἀσπασμοῦ) (Τράλλ., προοίμ.) καὶ τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας ἀποστολικαὶ θεολογίαι (= ὀρθόδοξα θεολογήματα) (᾿Εκκλ. θεολ. 3,6).

   Μεταγενεστέρως κάποιοι γραφεῖς χειρογράφων, ἀνιστόρητοι ἐπαγγελματίες καὶ ἔμποροι προφανῶς, νομίζοντας ὅτι ᾿Αποστολικὴ διδαχὴ καὶ Διδαχὴ τῶν ἀποστόλων εἶναι τὸ ἴδιο, ἢ ᾿Αποστολικοὶ κανόνες καὶ Κανόνες τῶν ἀποστόλων εἶναι τὸ ἴδιο, ἢ ᾿Αποστολικὸν σύμβολον καὶ Σύμβολον τῶν ἀποστόλων εἶναι τὸ ἴδιο, ἀκολουθώντας τὸ λαϊκὸ σκεπτικὸ «Τί Λωζάνη, τί Κοζάνη;», διωλίσθησαν σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή.  ἀργότερα ἄλλοι πιὸ εὐλαβικοὶ στὸ «...ἀποστόλων» πρόσθεσαν τιμῆς καὶ εὐλαβείας ἕνεκα «...τῶν ἁγίων ἀποστόλων»«...τῶν ἁγίων καὶ πανσέπτων ἀποστόλων» «Διδαχὴ Κυρίου διὰ τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῖς ἔθνεσι», κλπ., κι ἔτσι παραδόθηκαν οἱ παραπάνω τίτλοι στὰ σχετικῶς ὄψιμα μικρογράμματα σῳζόμενα χειρόγραφά τους.  ἂν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψι μας ὅτι ἤδη γύρω στὸ 400 οἱ Λατῖνοι ῾Ιερώνυμος καὶ ῾Ρουφῖνος λὲν τὴν ᾿Αποστολικὴ διδαχὴ Iudicium Petri, γραφὴ ποὺ προϋποθέτει ὡς ἀρχαιότερη τὴν παραλλαγὴ «Διδαχὴ τῶν ἀποστόλων», μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ διολίσθησι αὐτὴ ἄρχισε πολὺ παλιά, ἴσως γύρω στὸ 300, στὴ δὲ περίπτωσι τῶν Κανόνων καὶ τοῦ Συμβόλου ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 350.  ὅλοι οἱ παραπάνω τίτλοι πρέπει ν᾿ ἀποκατασταθοῦν στὴν ἀρχικὴ μορφή τους, γιὰ νὰ παύσουν νὰ ἐπισύρουν ἀδίκως ἐπάνω τους τὴν ὑποψία τῶν γραμματολόγων γιὰ τὴ γνησιότητα τῶν κειμένων.

 

            Συμβολὴ  3 (2003) 

Μελέτες 8 (2010)