Πατριάρχης λέγεται κατ᾿ ἀρχὴν ὁ ἀρχηγὸς τῆς πατριᾶς, ὁ φύλαρχος, ὁ ἐθνάρχης. ἔπειτα μεταφορικῶς ὠνομάστηκαν πατριάρχαι οἱ Χριστιανοὶ ἐπίσκοποι μεγάλων πόλεων. τὰ πατριαρχεῖα δὲν ἦταν ἐξ ἀρχῆς πέντε, ὅπως ἦταν τὸν Θ΄ αἰῶνα, οὔτε οἱ πατριάρχες τόσοι· κι ἐπικρατοῦσε ἄλλη διοικητικὴ διάρθρωσι καὶ ἄλλη ὁρολογία. ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὴ Β΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο (381) ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι λέγονταν ἁπλῶς ἐπίσκοποι, ὅπως καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ θεωροῦνταν ἁπαξάπαντες ἰσότιμοι· δὲν διακρινόταν καὶ δὲν προεξεῖχε κανείς. ἡ Β΄ οἰκουμενικὴ σύνοδος κατὰ τὸ Σωκράτη θέσπισε τὸ θεσμὸ τῶν πατριαρχείων· Ἐβεβαίωσάν τε αὖθις τὴν ἐν Νικαίᾳ Πίστιν (= τὸ Σύμβολον τῆς πίστεως) καὶ πατριάρχας κατέστησαν διανειμάμενοι τὰς ἐπαρχίας… καὶ κληροῦται ὁ Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως τὴ Θρᾴκη, ὁ Ἑλλάδιος τὸν Πόντο, ὁ Βασίλειος τὴν Καππαδοκία, ὁ Γρηγόριος τὴ Νύσσα (λοιπὴ Καππαδοκία), ὁ Ὀτρήιος τὴν Ἀρμενία (τῆς Μικρᾶς Ἀσίας), ὁ Ἀμφιλόχιος τὴν Ἀσία (= Δυτικὴ Μικρὰ Ἀσία), ὁ Ὄπτιμος τὴν Πισιδία, ὁ Τιμόθεος τὴν Αἴγυπτο, ὁ Πελάγιος τὴ Λαοδίκεια τῆς Συρίας, ὁ Διόδωρος τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας, ὁ Μελέτιος τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, καὶ ἄλλοι ἄλλες ἐπαρχίες (Σωκράτης, Ἐκ. ἱστ. 5,8). ὅλες αὐτὲς οἱ ἐπαρχίες καὶ περίπου ἀνθυπατίες ἦταν πατριαρχεῖα ἰσότιμα, καὶ δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ ἀνώτερη τοῦ ὁποιουδήποτε πατριάρχου. ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνὸς ἀποκαλεῖ τὸ Βασίλειο Καισαρείας πατριάρχην. λέει· Τὸν νέον Ἀβραὰμ καὶ πατριάρχην ἡμέτερον, τὸν ἐμὸν λέγω πατέρα (Ἐπιτάφιος εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον, 37 PG 36,545c. ὁ ἐπιτάφιος εἶναι ἐπεξεργασμένος πολὺ μετὰ τὴ Β΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο). ὁ ἴδιος στὸν Συντακτήριον λόγο του πρὸς τοὺς συνέδρους τῆς Β΄ οἰκουμενικῆς συνόδου λέει· Οὐ πρεσβυτέρων, ἐπισκόπων, οἰκειότερον δὲ πατριαρχῶν εἰπεῖν, σφαγὰς δημοσίας; (§ 42 PG 36,485b). καὶ ὁ Λεόντιος ὁ Ἰεροσολυμίτης λέει τὸ Λέοντα Α΄ Ῥώμης Λέοντα τὸν πατριάρχην Ῥώμης (Πρὸς μονοφυσ., PG 86,1876d). τὰ πατριαρχεῖαθρόνοι ἦταν 6 ἢ 8 στὴ Μικρὰ Ἀσία, 1 στὴ Θρᾴκη τὸ Κωνσταντινουπόλεως, 2 ἢ 3 στὴν Ἑλλάδα, τοὐλάχιστο 5 στὴν Ἰταλία, ἤτοι Ῥώμης (= κεντρικῆς Ἰταλίας), Μεδιολάνου (= Βορείου Ἰταλίας), Ἀκυληΐας (= Τεργέστης), Καλαβρίας (= Νοτίου Ἰταλίας), Συρακουσῶν (= Σικελίας), 1 τῆς Καρχηδόνος, ἄλλο ἢ ἄλλα τῆς Γαλλίας (Λουγδούνου = Λυών, κλπ.). ἤδη στὶς ἀρχὲς τοῦ Θ΄ αἰῶνος ὁ Ψευδοδαμασκηνὸς ἀποκαλεῖ θρόνους τὰ ὕστερα λεγόμενα πέντε πατριαρχεῖα (Λόγ. π. εἰκ., 15 PG 95,332b). φαίνεται ὅτι μετὰ τὸ τέλος τῆς εἰκονομαχίας (842) καὶ τῆς μεγίστης ἐξαπλώσεως τῶν Ἀράβων μωαμεθανῶν ἔγινε ἀναδιάρθρωσι καὶ εἰσαγωγὴ νέων ὅρων. ἀπὸ τότε πατριαρχεῖα ὀνομάζονται μόνο οἱ 5 θρόνοι, Κωνσταντινουπόλεως, Ῥώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἰεροσολύμων.
       Στὸ μεταξὺ μιὰ τρυφερὴ παραλλαγὴ τοῦ πατὴρ - πάτερ, γνωστὴ ἤδη ἀπὸ τὸν Ὅμηρο (Ὅμηρος, ζ 57. Ἀριστοφάνης, Εἰρ., 120), τὸ πάππας (= πατερούλης), ποὺ συνηθιζόταν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἀλεξανδρείας τὸ βραδύτερο ἀπὸ τὸν Γ΄ αἰῶνα, τὴ φθόνησε ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης Δάμασος (366 - 384) καὶ τὴν πῆρε κι αὐτὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του. κατὰ τὴ Β΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο (381) οἱ σύνεδροι, μπροστὰ στὴν ἀπαίτησι τοῦ ἴδιου ἐπισκόπου Ῥώμης νὰ ἔχῃ τὰ πρεσβεῖα τιμῆς ἔναντι ὅλων τῶν ἐπισκόπων τῆς ἐκκλησίας, παραχώρησαν σ᾿ αὐτὸν αὐτὸ ποὺ ἀπῄτησε καὶ στὸν Κωνσταντινουπόλεως τὴ δεύτερη θέσι (καν. 3). κατὰ τὴν Δ΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο (451), ἐπειδὴ ὁ Λέων Α’ Ῥώμης ἔδειχνε ὑπέρμετρη ἀλαζονεία, οἱ σύνεδροι ἀποφάσισαν (καν. 28) ὅτι οἱ ἐπίσκοποι Ῥώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως ἔχουν τὰ ἴσα πρεσβεῖα. γύρω στὸ 600 οἱ ἐπίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης Γ΄ σχολαστικὸς (562-577) καὶ Κυριακὸς (595-606) πῆραν τὸν τίτλο οἰκουμενικός, δηλαδὴ «ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησίας». τότε ἀντέδρασε ἔντονα ὁ Ῥώμης Γρηγόριος Α΄ (590-604), ὁ ὁποῖος μὲ ἐπιστολές του πρὸς τὸν Ἀναστάσιο Α΄ Ἀντιοχείας (561-599) καὶ τὸν Εὐλόγιο Ἀλεξανδρείας (579-607) προσπάθησε νὰ τοὺς διεγείρῃ «νὰ πατάξουν ἀπὸ κοινοῦ» οἱ τρεῖς τὸν Κωνσταντινουπόλεως, καθότι «καὶ οἱ τρεῖς εἶναι διάδοχοι τοῦ ἀποστόλου Πέτρου» (Epist. 5,39· 43· 6,40· 7,27· 40· 8,2· PL 77,763-5· 770-4· 843-4· 882-3· 898-900· 905-7). ἐκεῖνοι ὅμως δὲν τοῦ ἔδωσαν σημασία. τὸν Θ΄ αἰῶνα ὁ Νικόλαος Α΄ Ῥώμης (858-867), ἀφοῦ παρασκεύασε κάποια «κείμενα τοῦ Δ΄ αἰῶνος», κατὰ τὰ ὁποῖα ὁ μέγας Κωνσταντῖνος χαρίζει στὸ Σίλβεστρο Ῥώμης (314-335) ὅλες τὶς χῶρες τῆς γῆς (PL 130,245-252), λὲς καὶ τὶς εἶχε ὁ ἴδιος, καὶ τὸν ἀναγορεύει pater universalis (= οἰκουμενικὸς πατήρ), κήρυξε —ὁ Νικόλαος— ὅτι εἶναι ὁ ὑπερεπίσκοπος τῆς γῆς. ἐπειδή, ὅταν χειροτονήθηκε Κωνσταντινουπόλεως ὁ Φώτιος (858-886), ὁ Νικόλαος ἔκανε σὰ μανιακὸς ἐναντίον του, ὁ Φώτιος συγκάλεσε σύνοδο καὶ τὸν καθῄρεσε. ὅταν ὁ Νικόλαος ἔλαβε τὴν κοινοποίησι τῆς καθαιρέσεώς του, πέθανε ἀπὸ τὸ φόβο του. ἀπὸ τὸ 1054 ὁ Ῥώμης κι ὅλη ἡ Δύσι ἀποσχίστηκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ τὸ σχίσμα μὲ τὰ χρόνια ἔγινε αἵρεσι. καὶ σήμερα ἔγινε ἄλλο θρήσκευμα, ποὺ ἐπιτρέπει τὸν κιναιδισμό, κάτι ποὺ δὲν ἐπιτρέπει οὔτε τὸ μωαμεθανικὸ θρήσκευμα στὸ ὁποῖο μετεξελίχθηκε ἡ αἵρεσι τῶν ἀρειανῶν. ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἐξακολουθεῖ νὰ λέγεται οἰκουμενικός. σήμερα στὴν ἐκκλησία ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τέσσερα πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα, ποὺ ἀπέμειναν (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, καὶ Ἰεροσολύμων), ἔχουν ἱδρυθῆ - ἀναγορευθῆ κι ἄλλα τέσσερα νέα· Μόσχας, Βελιγραδίου, Βουκουρεστίου, καὶ Σόφιας. ὑπάρχουν δὲ καὶ πολλὲς ἀρχιεπισκοπές, ἀρχαιότερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ τῆς Κύπρου. 
 
Συμβολή 16 (2006)
Μελέτες 7 (2010)