Ἰωάννης Χρυσόστομος (345 - 407)
 
Ὁμιλία Α’ εἰς τὴν πεντηκοστὴν καὶ Διὰ τί σημεῖα νῦν οὐ
γίνεται, § 4 (PG 50, 459 - 460)
 
Τίνος οὖν ἕνεκεν, φησί, σημεῖα οὐ γίνεται νῦν; ἐνταῦθά μοι μετὰ ἀκριβείας προσέχετε˙ παρὰ πολλῶν γὰρ ἀκούω τοῦτο καὶ συνεχῶς καὶ ἀεὶ ζητούμενον˙ διὰ τί τότε γλώσσαις ἐλάλουν πάντες οἱ βαπτιζόμενοι, νῦν δὲ οὐκέτι; μάθωμεν πρότερον τί τὸ λαλεῖν γλώσσαις, καὶ τότε ἐροῦμεν καὶ τὴν αἰτίαν. τί οὖν ἐστι γλώσσαις λαλεῖν; ὁ βαπτιζόμενος εὐθέως ἐφθέγγετο τῇ τῶν Ἰνδῶν φωνῇ, τῇ τῶν Αἰγυπτίων, τῇ τῶν Περσῶν, τῇ τῶν Σκυθῶν, τῇ τῶν Θρᾳκῶν, καὶ εἷς ἄνθρωπος πολλὰς κατελάμβανε γλώσσας. καὶ οὗτοι οἱ νῦν εἰ ἦσαν τότε βαπτισθέντες, εὐθέως ἂν ἤκουσας αὐτῶν διαφόροις φθεγγομένων φωναῖς. καὶ γὰρ ὁ Παῦλος, φησίν, εὗρέ τινας βαπτισθέντας ἐν τῷ βαπτίσματι Ἰωάννου, καὶ λέγει αὐτοῖς˙ Εἰ πνεῦμα ἅγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες; λέγουσιν αὐτῷ˙ Ἀλλ̉ οὐδὲ εἰ ἔστι πνεῦμα ἅγιον ἠκούσαμεν˙ καὶ εὐθέως ἐκέλευσεν αὐτοὺς βαπτισθῆναι˙ καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας, ἦλθεν ἐπ̉ αὐτοὺς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ ἐλάλουν ἅπαντες γλώσσαις. τίνος οὖν χάριν συνεστάλη, καὶ ἀνῃρέθη ἐξ ἀνθρώπων ἡ χάρις αὕτη νῦν; οὐχὶ ἀτιμάζοντος ἡμᾶς τοῦ θεοῦ, ἀλλὰ καὶ σφόδρα τιμῶντος. πῶς; ἐγὼ λέγω. ἀνοητότερον οἱ ἄνθρωποι διέκειντο τότε, τῶν εἰδώλων προσφάτως ἀπηλλαγμένοι, καὶ παχυτέρα καὶ ἀναισθητοτέρα αὐτῶν ἡ διάνοια ἔτι ἦν, καὶ πρὸς τὰ σωματικὰ πάντα ἐπτόηντο καὶ ἐκεχήνεσαν, καὶ οὐδεμία αὐτοῖς οὐδέπω ἔννοια δωρεῶν ἀσωμάτων ἦν, οὐδὲ ᾔδεσαν τί ποτέ ἐστι νοητὴ χάρις καὶ πίστει μόνῃ θεωρουμένη˙ διὰ τοῦτο σημεῖα ἐγίνετο. τῶν γὰρ χαρισμάτων τῶν πνευματικῶν τὰ μὲν ἀόρατά ἐστι, καὶ πίστει καταλαμβάνεται μόνῃ˙ τὰ δὲ καὶ αἰσθητὸν ἐνδείκνυται σημεῖον πρὸς τὴν τῶν ἀπίστων πληροφορίαν. οἷόν τι λέγω˙ ἁμαρτιῶν ἄφεσις νοητόν ἐστι πρᾶγμα, ἀόρατόν ἐστι χάρισμα˙ πῶς γὰρ καθαίρονται ἡμῶν αἱ ἁμαρτίαι οὐχ ὁρῶμεν τοῖς τῆς σαρκὸς ὀφθαλμοῖς. τί δήποτε; ὅτι ψυχή ἐστιν ἡ καθαιρομένη˙ ψυχὴ δὲ ὀφθαλμοῖς σώματος οὐχ ὁρᾶται. ἡ μὲν οὖν κάθαρσις τῶν ἁμαρτημάτων νοητὴ δωρεά τίς ἐστιν ὀφθαλμοῖς οὐ δυναμένη σώματος γενέσθαι φανερά˙ τὸ δὲ γλώσσαις διαφόροις λαλεῖν ἔστι μὲν καὶ αὐτὸ νοητῆς ἐνεργείας τοῦ πνεύματος, αἰσθητὸν μέντοι παρέχεται τὸ σημεῖον, καὶ τοῖς ἀπίστοις εὐσύνοπτον. τῆς γὰρ ἔνδον ἐν τῇ ψυχῇ γινομένης ἐνεργείας, τῆς ἀοράτου λέγω, ἡ ἔξω γλῶττα ἀκουομένη φανέρωσίς τίς ἐστι καὶ ἔλεγχος. διὰ τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος λέγει˙ Ἑκάστῳ δὲ ἡ φανέρωσις τοῦ πνεύματος δίδοται πρὸς τὸ συμφέρον. ἐγὼ μὲν οὖν νῦν χρείαν οὐκ ἔχω σημείων. τίνος ἕνεκεν; ὅτι καὶ χωρὶς σημείου δόσεως πιστεύειν μεμάθηκα τῷ Δεσπότη. ὁ γὰρ ἀπιστῶν ἐνεχύρου δεῖται˙ ἐγὼ δὲ πιστεύων οὐ δέομαι ἐνεχύρου οὐδὲ σημείου˙ ἀλλὰ κἂν μὴ λαλήσω γλώσσῃ, οἶδα ὅτι ἐκαθάρθην ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν. ἐκεῖνοι δὲ τότε οὐκ ἐπίστευον, εἰ μὴ ἔλαβον σημεῖον˙ διὰ τοῦτο αὐτοῖς ἐδίδοτο σημεῖα, ὥσπερ ἐνέχυρον τῆς πίστεως ἧς ἐπίστευον. ὥστε οὐχ ὡς πιστοῖς, ἀλλ̉ ὡς ἀπίστοις ἐδίδοτο τὰ σημεῖα, ἵνα γένωνται πιστοί˙ οὕτω καὶ Παῦλός φησι˙ Τὰ σημεῖα οὐ τοῖς πιστεύουσιν, ἀλλὰ τοῖς ἀπίστοις. ὁρᾶτε ὅτι οὐχὶ ἀτιμάζοντος ἡμᾶς τοῦ θεοῦ, ἀλλὰ τιμῶντός ἐστι τὸ συστεῖλαι τὴν τῶν σημείων ἐπίδειξιν; βουλόμενος γὰρ δεῖξαι τὴν πίστιν ἡμῶν, ὅτι χωρὶς ἐνεχύρων καὶ σημείων αὐτῷ πιστεύομεν, τοῦτο πεποίηκεν˙ ἐκεῖνοι μὲν γάρ, εἰ μὴ ἔλαβον πρῶτον σημεῖον καὶ ἐνέχυρον, οὐκ ἂν αὐτῷ ἐπίστευον περὶ τῶν ἀφανῶν˙ ἐγὼ δὲ καὶ χωρὶς τούτου πᾶσαν ἐπιδείκνυμι πίστιν. τοῦτο οὖν αἴτιον τοῦ μὴ γίνεσθαι σημεῖα νῦν.
 
Μεταφράζω.
 
       Γιατί λοιπὸν σήμερα δὲν γίνονται πιὰ σημεῖα; στὸ σημεῖο αὐτὸ δῶστε μου πολλὴ προσοχή. γιατὶ τὸ ἀκούω αὐτὸ νὰ τὸ λὲν πολλοὶ καὶ πάντα καὶ συνεχῶς νὰ τὸ ψάχνουν πολλοί. γιατί τότε ὅλοι, ὅσοι βαπτίζονταν, γλωσσολαλοῦσαν, καὶ σήμερα πιὰ δὲν γλωσσολαλοῦν; ἂς δοῦμε πρῶτα τί εἶναι ἡ γλωσσολαλία, κι ἔπειτα νὰ ποῦμε καὶ τὴν αἰτία (ποὺ σήμερα δὲν γλωσσολαλεῖ κανείς). τί εἶναι λοιπὸν ἡ γλωσσολαλία; τότε ὅποιος βαπτιζόταν, ἀμέσως μετὰ τὴ βάπτισί του μιλοῦσε τὴ γλῶσσα τῶν Ἰνδῶν, τῶν Αἰγυπτίων, τῶν Περσῶν, τῶν Σκυθῶν, τῶν Θρᾳκῶν, κλπ., κι ἕνας ἄνθρωπος καταλάβαινε πολλὲς γλῶσσες. κι αὐτοὶ οἱ σημερινοὶ νεοβαπτισμένοι, ἂν εἶχαν βαπτιστῆ τότε (στὰ χρόνια τ̉ ἀποστολικά), θὰ τοὺς ἄκουγες ἀμέσως νὰ μιλοῦν σὲ διάφορες γλῶσσες. διότι λέει˙ «Ὁ Παῦλος βρῆκε κάποιους ποὺ εἶχαν βαπτιστῆ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου (τοῦ βαπτιστοῦ) καὶ τοὺς λέει˙ Ὅταν πιστεύσατε, πήρατε πνεῦμα ἅγιο; τοῦ λένε˙ Ἀλλ̉ οὔτε ἀκούσαμε ἂν ὑπάρχει πνεῦμα ἅγιο. κι ἐκεῖνος ἀμέσως ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς βαπτίσουν. κι ὅταν ὁ Παῦλος ἔβαλε ἐπάνω τους τὰ χέρια του, ἦρθε σ̉ αὐτοὺς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιο, καὶ γλωσσολαλοῦσαν ὅλοι» (Πρξ 19, 2 - 6).
       Γιατί λοιπὸν σήμερα τὸ χάρισμα αὐτὸ ἀποσύρθηκε κι ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους; ὁ θεὸς αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὄχι γιὰ νὰ μᾶς μειώσῃ κι ἀποδοκιμάσῃ, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς τιμήσῃ πολὺ περισσότερο. πῶς; θὰ σᾶς ἐξηγήσω.
       Οἱ ἄνθρωποι τότε ἦταν πιὸ ἀμαθεῖς κι ἀκαλλιέργητοι, ἐπειδὴ μόλις εἶχαν ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰ εἴδωλα, καὶ ἡ ἀντίληψί τους ἦταν ἀκόμη πιὸ χοντροκομμένη καὶ ἀναίσθητη˙ καὶ θαύμαζαν χαζεύοντας μ̉ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα καὶ μὲ τρομάρα ὅλα τὰ σωματικὰ πράγματα˙ καὶ δὲν εἶχαν τὴν παραμικρὴ ἰδέα ἀπὸ ἀσώματες δωρεές˙ δὲν μποροῦσαν νὰ ξεχωρίσουν τί εἶναι τὸ νοητὸ χάρισμα ποὺ τὸ βλέπει κανεὶς μόνο μὲ τὴν πίστι (κι ὄχι μὲ τὰ μάτια καὶ τ̉ αὐτιά). γι̉ αὐτὸ γίνονταν σημεῖα τότε. διότι τὰ πνευματικὰ χαρίσματα ἄλλα εἶναι ἀόρατα, καὶ γίνονται ἀντιληπτὰ μόνο μὲ τὴν πίστι, κι ἄλλα δείχνουν καὶ σημεῖο αἰσθητό, γιὰ νὰ σιγουρευτοῦν αὐτοὶ ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχουν πιστεύσει. τί θέλω νὰ πῶ; ἡ ἄφεσι λ.χ. τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι πρᾶγμα νοητό, χάρισμα ἀόρατο. μὲ τὰ σαρκικὰ μάτια δὲν βλέπουμε πῶς καθαρίζονται οἱ ἁμαρτίες μας. γιατί; ἐπειδὴ ἐκείνη ποὺ καθαρίζεται εἶναι ἡ ψυχή, καὶ ἡ ψυχὴ δὲν βλέπεται μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος κι ἔτσι ἡ κάθαρσι τῶν ἁμαρτημάτων εἶναι μιὰ δωρεὰ νοητή, ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ ἀντιληπτὴ μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος. ἀντίθετα ἡ γλωσσολαλία εἶναι μὲν κι αὐτὴ ἀποτέλεσμα νοητῆς ἐνεργείας τοῦ πνεύματος, ἀλλὰ δίνει φυσικὰ σημεῖο αἰσθητό, ποὺ μποροῦν νὰ τὸ δοῦν εὔκολα κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πίστευσαν ἀκόμη. τὸ ἐξωτερικὸ φαινόμενο τῆς γλωσσολαλίας ποὺ ἀκούγεται εἶναι ἕνα τεκμήριο καὶ μιὰ φανέρωσι τῆς ἐσωτερικῆς καὶ ἀόρατης ἐνεργείας ποὺ γίνεται μέσα στὴν ψυχή. γι̉ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος λέει˙ Καὶ τὸ ἐκδήλωμα τοῦ πνεύματος δίνεται στὸν καθένα ὅπως συμφέρει στὸν ἴδιο (Α΄ Κο 12, 7).
       Ἐγὼ λοιπὸν σήμερα δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ σημεῖα. γιατί; διότι πῆρα τὸ μάθημα καὶ πιστεύω στὸν Κύριο, χωρὶς νὰ μοῦ δοθῇ σημεῖο. τεκμήριο κι ἐγγύησι χρειάζεται ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει πιστεύσει ἀκόμη. ἐγὼ πιστεύω, καὶ δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ ἐγγύησι οὔτε ἀπὸ σημεῖο. κι ἂν δὲν γλωσσολαλήσω, ξέρω καλὰ ὅτι καθαρίστηκα ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου. ἐκεῖνοι ὅμως οἱ τότε δὲν μποροῦσαν νὰ πιστεύσουν, ἂν δὲν ἔπαιρναν σημεῖο. γι̉ αὐτὸ καὶ τοὺς δίνονταν σημεῖα, σὰν ἐγγύησι τῆς πίστεως στὴν ὁποία ἔρχονταν νὰ πιστεύσουν. ὥστε τὰ σημεῖα δίνονταν ὄχι σὰν σὲ πιστούς, ἀλλὰ σὰν σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν πίστευαν ἀκόμη, ὥστε νὰ γίνουν πιστοί. μ̉ αὐτὸ τὸ νόημα λέει κι ὁ Παῦλος˙ Τὰ σημεῖα ὄχι γι̉ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀπίστους (Α΄ Κο 14, 22). προσέξτε˙ τὸ ὅτι ὁ θεὸς ἀπέσυρε τὰ σημεῖα καὶ σταμάτησε νὰ μᾶς δείχνῃ τέτοια, δὲν σημαίνει ὅτι μᾶς μειώνει καὶ μᾶς ἀποδοκιμάζει, ἀλλ̉ ὅτι μᾶς τιμᾷ περισσότερο. θέλει νὰ δείξῃ τὴν πίστι μας˙ ὅτι τὸν πιστεύουμε καὶ χωρὶς τὴν ἐγγύησι τῶν σημείων˙ γι̉ αὐτὸ μᾶς τὄκανε αὐτό. ἐκεῖνοι (οἱ πρῶτοι), ἂν δὲν ἔπαιρναν πρῶτα σημεῖο κι ἐγγύησι, δὲν τὸν πίστευαν, ὅτι τοὺς δίνει δωρεὲς ἀόρατες. ἐγὼ ὅμως καὶ χωρὶς αὐτὴ τὴν ἐγγύησι τοῦ δείχνω ὅλη μου τὴν πίστι.
       Αὐτὸ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ σήμερα δὲν γίνονται πιὰ σημεῖα.  
Μελέτες 3 (2008)