Ευρετήριο Άρθρου

 

 21.  Ρ Ε Β Ι Ζ Ι Ο Ν Ι Σ Τ Η Σ
 
 
      Ὁ Μιλ. Κωνσταντίνου, καθηγητὴς στὴ θεολογικὴ Θεσσαλονίκης, ἦταν ἄνθρωπος ποὺ εἶχε τὴν ἐπιτηδειότητα, μὲ δυὸ κιλὰ κατάλληλα τσιτάτα καὶ σὲ μιὰ λαϊκὴ μάζωξι, νὰ κατατροπώσῃ κάθε φασίστα ἢ φραξιονιστὴ ἢ ῥεβιζιονιστὴ ἢ ὀππορτουνιστή. τώρα πιὰ στοὺς φοιτητάκους τῆς θεολογίας, ποὺ βαθμολογοῦνται καὶ παίρνουν τὸ πτυχίο τους ἀπ᾽ αὐτόν, καὶ σὲ μιὰ φυλλάδα του, διδάσκει ὅτι ἡ Π. Διαθήκη εἶναι μυθολογία καὶ ὄχι ἱστορία, καὶ ἔμμεσα διδάσκει ὅτι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος στὰ Εὐαγγέλια δέχεται ὡς ἱστορία ὅσα ἱστοροῦνται στὴ Γένεσι καὶ τὴ λοιπὴ Πεντάτευχο κι ὅτι τὸ βιβλίο τοῦ Δανιὴλ τὸ ἔγραψε πράγματι ὁ προφήτης τοῦ Ζ’ καὶ F’ π.Χ. αἰῶνος Δανιήλ, αὐτὸς ὁ Χριστὸς εἶναι ἢ βλάκας ἢ ἀπατεώνας ἢ ἀνύπαρκτος, ἕνα ἀπὸ τὰ τρία ὁπωσδήποτε. γιατὶ τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι δηλαδὴ κατὰ τὴ μὴ ῥεβιζιονιστικὴ λογικὴ τοῦ Κωνσταντίνου; αὐτὸ ἄλλωστε τὸ «ἀπέδειξε» κι ὁ Ἀγουρίδης, ὁ μέγας διδάσκαλος ὅλων τῶν ἐν Ἑλλάδι «βιβλικῶν». διότι στοὺς βιβλικοὺς τομεῖς τῶν θεολογικῶν σχολῶν γίνεται τῆς θεολογίας τους τὸ κάγκελλο. ὁ Κωνσταντίνου λοιπὸν σὲ μία μάζωξι θὰ μποροῦσε νὰ κατατροπώσῃ καὶ τὸ Χριστὸ ὡς διαφωνοῦντα σεκταριστή, ἔτσι πλέρια ἐξωπλισμένος μὲ δυὸ κιλὰ τσιτάτα. δὲν τὸ κάνει ὅμως, γιατὶ εἶναι διωρισμένος σὲ θεολογικὴ σχολή˙ οὔτε θὰ πῇ ποτὲ σαφῶς τί τὸν θεωρεῖ τὸ Χριστό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο βιοπορίζεται. δὲν κάνει τέτοιες κουτουράδες.
      Γιὰ νὰ πᾷς ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὴ Βέροια, ἕνας τρόπος καὶ δρόμος εἶναι νὰ πᾷς μὲ αὐτοκίνητο σὲ μία ὥρα, κι ἄλλος ἕνας εἶναι νὰ πᾷς μὲ διαδοχικὰ ἀεροπλάνα μέσῳ Λονδίνου, Νέας Ὑόρκης, Χαβάης, Σιγκαπούρης, Μελβούρνης, Ναϊρόμπι, Καΐρου, Μόσχας, Μαδρίτης, Ἀθηνῶν, Ἰωαννίνων, συμπληρώνοντας τὴ διαδρομὴ μεταξὺ Ἰωαννίνων καὶ Βεροίας μὲ γάιδαρο, σὲ δώδεκα μέρες. ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ μέθοδό του, ὁ Κωνσταντίνου θὰ διάλεγε ἀσυζητητεὶ τὸ δεύτερο τρόπο καὶ δρόμο. καὶ ἐξηγοῦμαι.
   Στὸ βιβλίο τοῦ προφήτου Ἀμὼς ὑπάρχει μιὰ ὕστερη κι ἐκτενὴς ἐπιγραφὴ (Ἀμ 1,1), γραμμένη ὄχι ἀπὸ τὸν ἴδιο ἀλλ᾽ ἀπὸ ἄλλον, ἡ ὁποία λέει˙ ΛόγοιἈμώς, οἳἐγένοντοἐνἈκκαρίμ, ἐκΘεκουέ, οὓςεἶδενὑπὲρἸερουσαλήμ,… κατ᾽ ἀρχὴν ἡ κοινὴ λογικὴ λέει ὅτι αὐτὸ κάποτε στὰ χειρόγραφα ἦταν˙
 
                                       ΛΟΓΟΙ ΑΜΩΣ     ΕΚΘΕΚΟΥΕ
                         οἳ ἐγένοντο ἐν Ἀκκαρίμ,    οὓς εἶδεν ὑπὲρ Ἰερουσαλήμ,…
 
κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὅμως κάποιος γραφεὺς αὐτὸ τὸ πέρασε γιὰ δίστηλο καὶ τὸ ἀντέγραψε διαβάζοντάς το σὰ δίστηλο, ὁπότε προέκυψε τὸ παραπάνω ἀκατάστατο καὶ σόλοικο κείμενο. τὸ σωστὸ καὶ ἀρχικὸ ἀσφαλῶς εἶναι˙ ΛόγοιἈμὼςἐκΘεκουέ, οἳἐγένοντοἐνἈκκαρίμ, οὓςεἶδενὑπὲρἸερουσαλήμ,… ὄχι ὁ «βιβλικὸς» Κωνσταντίνου βέβαια, ποὺ ἀπὸ παλαιογραφία καὶ ἀρχαῖα χειρόγραφα καὶ τὰ συναφῆ ἔχει ἄγρια μεσάνυχτα, ἀλλὰ τόσοι καὶ τόσοι ἄλλοι, «κριτικοὶ» ἐκδότες τάχα, μεγάλα καὶ φουσκωτὰ ὀνόματα καὶ παραφουσκωμένα ἀπὸ τοὺς λάτρεις των, De Wette, Tischendorf, Ess, Swete, Rahlfs, Ziegler, καὶ ἄλλοι τέτοιοι, ἔπρεπε νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν αὐτὸ καὶ ν᾽ ἀποκαταστήσουν τὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ἐπαναλαμβάνω, ὅπως αὐτὸ τὸ ἴδιο φωνάζει, δὲν εἶναι κείμενο τοῦ Ἀμώς, ἀλλὰ κάποιου ἀρχαίου ἐκδότου μιᾶς χειρογράφου ἐκδόσεως εἴτε τῶν Ο’ εἴτε καὶ τοῦ ἀρχικοῦ ἑβραϊκοῦ. ἀλλὰ ποῦ τόση νοημοσύνη καὶ ποῦ τόση ἐπιστημοσύνη! τὸ μυαλό τους, στουπωμένο ἀπὸ τὶς ἀλλόκοτες «ἀπόψεις» καὶ θεωρίες τῆς ἀρνητικῆς γιὰ τὴ Βίβλο κριτικῆς, δὲν μπόρεσε νὰ φτάσῃ οὔτε τόσο μόνο. ὁ Κωνσταντίνου φυσικὰ δὲν εὐθύνεται γι᾽ αὐτὸ καθόλου. ἐδῶ καράβια τσακίζονται, κι ἀπὸ τὶς βαρκοῦλες τί νὰ περιμένῃς;
        Τὸ ἐμπρόθετο ἐνἈκκαρὶμ (ΛόγοιἈμώς, … οἳἐγένοντοἐνἈκκαρίμ…= Λόγοι τοῦ Ἀμὼς…ποὺ ἐκφωνήθηκαν στὴν Ἀκκαρίμ…) ὅλ᾽ ἀνεξαιρέτως τ᾽ ἀρχαῖα χειρόγραφα τὸ ἔχουν ἔτσι ἐνἈκκαρὶμ (ΕΝΑΚΚΑΡΙΜστὴν κεφαλαιογράμματη γραφή, στὴν ὁποία οἱ λέξεις ἀκόμη δὲν χωρίζονται, ἀφοῦ τὸ κενὸ μεταξὺ τῶν λέξεων ἐπινοήθηκε μόλις τὸν Θ΄ αἰῶνα). οἱ κριτικοὶ ἐκδότες Εss (1908) καὶ Swete (1912) τὸ ἔχουν φυσικὰ ἔτσι ἐνἈκκαρίμ˙Rahlfs (1928) ὅμως τὸ ἔχει ἐννακκαρίμ˙ καὶ στὸ κριτικὸ ὑπόμνημα σημειώνει˙ «νακκαριμRa.]ν > BAQ: post εν»˙ ποὺ σημαίνει˙ «Αὐτὸ τὸ νακκαρὶμ τὸ φαντάζομαι καὶ τὸ φτιάχνω ἐγὼ ὁ Ralhfs˙ τὰ μεγαλογράμματα χειρόγραφα BAQ (= Βατικανό, Ἀλεξανδρινό, Μαρχαλιανό), ἀπὸ τὰ ὁποῖα βγάζω τὸ κείμενο, δὲν ἔχουν κανένα ν μετὰ τὴν πρόθεσι εν, δὲν ἔχουν δηλαδὴ τὸ δεύτερο ν ποὺ βάζω ἐγὼ πρὶν ἀπὸ τὸ ἀκκαρὶμ (Ἀκκαρὶμ) καὶ τὸ κάνω νακκαρίμ». ὁ δὲ Ziegler (1967) στὴν ἔκδοσί του ἔχει κι αὐτὸς ἐννακκαρὶμκαὶ στὸ κριτικό του ὑπόμνημα ὑποσημειώνει˙ «νακκαρὶμ scripsi cum Ralhfs»˙ ἤτοι˙ «Παραβλέποντας καὶ μὴ λογαριάζοντας τὸ τί παραδίδουν τ᾽ ἀρχαῖα χειρόγραφα, θεωρῶ τὴ φαντασίωσι τοῦ Ralhfs ὡς αὐθεντικώτερη παράδοσι κι ἀκολουθῶ τυφλὰ αὐτὸν τὸν προλαλήσαντα Ralhfs». κι ὕστερα λὲν ὅτι οἱ προτεστάντες δὲν ἔχουν «ἱερὰ παράδοσι»! μπορεῖ νὰ μὴν εἶχαν ἀρχικά, ἀλλ᾽ οἱ ἄνθρωποι ἔφτιαξαν «ἱερὰ παράδοσι» ἔπειτα, καὶ δική τους μάλιστα˙ τόσο «καλή», ποὺ τὴν προτιμοῦν καὶ πολλοὶ δικοί μας.
Τὸ ἄστικτο μασοριτικὸ ἔχει˙
Δβρι    Ομυσ   ασρ    ειε         β      νqδιμ   μ    Τqυο
Λόγοι Ἀμὼς   ὃς      ἐγένετο ἐν    νqδιμ   ἐκ   Θεκουέ.
οἱ «κριτικοὶ» Rahlfs καὶ Ziegler, παραποιώντας τὸ κείμενο τῶν Ο’, ποὺ βλέπουν στὰ χειρόγραφα, προσθέτουν ἕνα ν, γιὰ νὰ συμμορφώσουν τὸ Ἀκκαρὶμ πάσῃ θυσίᾳ μὲ τὸ μασοριτικὸ νqδιμ, ἤτοι νοqεδιμ κατὰ τὸ μεταγενεστέρως ἐστιγμένο καὶ ἀλλιῶς φωνηεντισμένο μὲ τὰ νεοεβραϊκὰ στιγμικὰ φωνήεντα κείμενο τῶν βυζαντινῶν χρόνων (F’ - I’ αἰ.). διότι λέξι νακκαρὶμ στὴν ἑβραϊκὴ δὲν ὑπάρχει. πρέπει τὸ σωστὸ ἐν Ἀκκαρὶμ τῶν Ο’ νὰ παραποιηθῇ πρῶτα σὲ λάθος νακκαρὶμ τῆς φαντασίας τοῦ Ralhfs, γιὰ νὰ θεωρηθῇ «λαθεμένη» κι ἀνύπαρκτη «ἑβραϊκὴ» λέξι νqριμ, γιὰ νὰ ξαναδιορθωθῇ ὡς νqδιμ, γιὰ νὰ ἑρμηνευτῇ «κτηνοτρόφοι»˙ ποὺ καὶ δὲν σημαίνει «κτηνοτρόφοι» τὸ νqδιμ στὸ μασοριτικό, ἀλλὰ «ψωμάκια»! τὸ νακκαρὶμ - νqριμ προέκυψε, λέει, ἀπὸ τὸ ὅτι τὸ δ καὶ τὸ ρ στὴν ἑβραϊκὴ μοιάζουν καὶ συγχέονται. πράγματι μοιάζουν καὶ συγχέονται. δὲν εἶναι ὅμως μόνο τὸ δ = ρ˙ εἶναι καὶ τὸ α, καὶ τὸ δεύτερο α, καὶ τὸ διπλὸ κκ˙ εἶναι ὅλη ἡ λέξι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κατάληξι -ιμ. δὲν γίνεται τὸ ἄλογο σόμπα μὲ τὸ νὰ τοῦ κόψῃς τὴν οὐρά. καὶ σημαίνει, λέει, τὸ μετὰ τόσες περιπέτειες προκῦψαν νqδιμ «κτηνοτρόφος», «ἰδιοκτήτης ποιμνίων». νά π.χ. καὶ κατὰ τὴ μετάφρασι τῶν Ο’ στὸ Δ’ Βα 3,4 λέει˙ καὶ Μωσὰ βασιλεὺς Μωὰβ ἦν νωκήδ (=κτηνοτρόφος). ναί, ἀλλὰ τὸ νqδιμ, ἂν εἶναι πράγματι πληθυντικὸς τοῦ νqδ - νωκήδ, ποὺ γι᾽ αὐτὸ ἀμφιβάλλω, ἀνευρίσκεται κι ἄλλες πέντε φορὲς στὸ μασοριτικὸ καὶ σημαίνει ἄλλα πράγματα. στὸ Ἰη 9,5 σημαίνει «ψωμιὰ μουχλιασμένα» (Ο’ ἄρτος εὐρωτιῶν, καὶ ὅλως παραδόξως βρίσκεται ὄχι στὴν θέσι τοῦ ἄρτος, ἀλλὰ τοῦ εὐρωτιῶν, ἐνῷ γιὰ τὸ ἄρτος ὑπάρχει ἄλλη λέξι, ἑβραϊκή). καὶ στὰ Β’ Βα 13,6˙ 13,8˙ 13,10˙ Γ’ Βα 14,3 σημαίνει «ψωμάκια» (Ο’ κολλυρίδες = κουλουράκια). καὶ οὐδέποτε ἄλλοτε σημαίνει κάτι ἄλλο ἀπὸ «ψωμιὰ» καὶ «ψωμάκια», διότι οὐδέποτε ἄλλοτε ἀνευρίσκεται˙ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ συζητούμενο χωρίο, ποὺ εἶναι ἐσφαλμένο στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο κείμενα, Ο’ ἢ μασοριτικό. τὸ δὲ νωκὴδ ἀνευρίσκεται στὸ μασοριτικὸ ἄλλες δώδεκα φορὲς καὶ σημαίνει πάλι ἄλλα πράγματα καὶ διαφορετικὰ μεταξύ τους. στὰ Γε 30,39˙ 31,8(δὶς)˙ 31,10˙ 31,12 σημαίνει «παραδαλὸ» (Ο’ ποικίλον)˙ στὰ Γε 30,32˙ 30,33˙ 30,35 σημαίνει «πιτσιλωτὸ» (Ο’ ῥαντὸν)˙ πάλι στὰ ἴδια τὰ Γε 30,32˙ 30,33˙ 30,35, ὅπου ἀνευρίσκεται γιὰ δεύτερη φορά, σημαίνει «μουντὸ» (Ο’ φαιόν)˙ καὶ στὸ Δα 7,9 σημαίνει «λευκὸ» (Ο’ λευκόν). τὸ ὅτι δηλαδὴ σημαίνει τόσα χρώματα δείχνει ὅτι οἱ μασορῖτες τὸν καιρὸ ποὺ μασορίτευαν καὶ μαστόρευαν μὲ ἀλχημεῖες τὸ μεσαιωνικὸ νεοεβραϊκὸ μασοριτικό τους, ποὺ σὲ πολὺ μεγάλο μέρος του εἶναι ἄθλια ἐπαναμετάφρασι τῶν Ο’, δὲν γνώριζαν τὴ σημασία τῶν λέξεων νqδ - νωκὴδ καὶ νqδιμ˙ καὶ πολὺ περισσότερο δὲν τὶς γνωρίζουν οἱ σημερινοὶ  «βιβλικοί», οἱ ὁποῖοι μὲ ἀλχημεία πέντε φάσεων βγάζουν ἀπ᾽ αὐτὲς κι ἀπὸ τὶς συμπληρωματικὲς φαντασιώσεις των ὅτι ὁ προφήτης Ἀμὼς ἦταν «κτηνοτρόφος», μεγαλοκτηνοτρόφος μάλιστα καὶ ἰδιοκτήτης πολλῶν κοπαδιῶν, δηλαδὴ τσέλιγκας. καὶ τὸ οἳ ἐγένοντο ποὺ προηγεῖται; οἱ μασορῖτες τὸ μασορίτευσαν σὲ ὃς ἐγένετο (= ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς τσελιγκάδες). γι᾽ αὐτὸ εἶπα κυρίως γι᾽ αὐτοὺς ὅτι αὐτοὶ διαλέγουν νὰ πᾶν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὴ Βέροια ἀεροπορικῶς καὶ μὲ γαϊδούρι μέσῳ Λονδίνου, Νέας Ὑόρκης, Χαβάης, Σιγκαπούρης, Μελβούρνης, Ναϊρόμπι, Καΐρου, Μόσχας, Μαδρίτης, Ἀθηνῶν, καὶ Ἰωαννίνων.
       Περισσότεροι ἀπὸ τέσσερες «μεγάλοι» καὶ φουσκωτοὶ Εὐρωπαῖοι κι Ἀμερικανοὶ «βιβλικοὶ» ἀλχημισταί, κι ἕνας πέμπτος ποὺ τοῦ ἔρριξα μιὰ ματιὰ ἀλλὰ θεώρησα περιττὸ νὰ τὸν μελετήσω, ἔχουν ὅλα τὰ προεκτεθειμένα διανοητικὰ σκουπίδια. ὅπως κι ὁ Ziegler ἔχουν ἀξεπέραστη ἐξάρτησι ἀπὸ τὴ μπαρούφα τοῦ Rahlfs καὶ εἶναι δέσμιοί του. οἱ προτεστάντες, κι ὅταν ἀκόμη εἶναι γαυγιστάριοι τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς, εἶναι φανατικὰ προσηλωμένοι στὴ δική τους «ἱερὰ παράδοσι». καὶ στὴν ἐν λόγῳ περίπτωσι κάνουν τὰ «χρώματα» καὶ τὰ «ψωμάκια» τσελιγκάδες, γιὰ ν᾽ ἀποδείξουν ἐν τέλει ὅτι ὁ Ἀμὼς ἀπήγγειλε τὶς προφητεῖες του στοὺς τσελιγκάδες, καὶ ἄρα ἦταν καὶ ὁ ἴδιος τσέλιγκας. ἀπὸ τὴν πόλι ἔρχομαι καὶ στὴν κορφὴ κανέλλα. κι ὅλες αὐτὲς τὶς βλακεῖες τὶς ἀραδιάζουν, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι εἶναι πανέξυπνοι καὶ μεγάλοι ἀνατολισταί, σὰν τὸν Κωνσταντίνου νὰ ποῦμε. ὁ ἀρτηριοσκληρωτικὸς ῥαββινισμός τους καὶ ἡ ἀσύστολη ἀλχημεία τους τοὺς ἀξιώνουν νὰ εἶναι ἀντάξιοι διάδοχοι τῶν μασοριτῶν.
         Ὁ Κωνσταντίνου βέβαια δὲν φταίει. ὁ ἄνθρωπος μάζεψε σὰν παλιαντζῆς αὐτὰ τὰ ἕτοιμα διανοητικὰ σκουπίδια, ποὺ τοῦ γιάλισαν στὸ μάτι, καὶ φιλοτέχνησε σὰν κάδο ἀπορριμμάτων τὴ φυλλάδα του. καὶ ἡ φυλλάδα του δὲν εἶναι «ἑρμηνεία» στὸν Ἀμώς, ἀλλὰ σὲ λίγα ἀποσπάματά του. τῆς μύγας τὸ ξύγκι δηλαδή. τὸ σκουπιδαριὸ αὐτὸ βρῆκε, αὐτὸ βούτηξε. προφανῶς τοῦ φάνηκε ὡς ἡ πιὸ πλουμιστὴ καὶ φιγουράτη ἄποψι, καθὼς μάλιστα τὴν παρουσιάζει καὶ γιὰ δική του «ἄποψι» καὶ «ἔρευνα». ὅτι δὲ τοῦ ἀρέσουν πολὺ τὰ πλουμιστὰ καὶ φιγουράτα μπιχλιμπίδια φαίνεται καὶ στὴν ἔγχρωμη μουσικὴ καὶ κινηματογραφικὴ ἱστοσελίδα του, ἡ ὁποία εἶναι σὰ γύφτικη φούστα γεμάτη πλουμίδια, γιαλιστερὰ πούλια, φοῦντες, κρόσσια, καὶ φραμπαλᾶδες. δῆτε την καὶ ἀκούστε την, γιὰ νὰ διαπιστώσετε ὅτι δὲν γράφω ὑπερβολές. καὶ δῆτε την γρήγορα μήπως διαβάσῃ αὐτὸ ποὺ γράφω καὶ τὴν κουρέψῃ. ἐλπίζω ὅμως νὰ μὴ τὴν κουρέψῃ, διότι τοῦ εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητο καμουφλὰζ γιὰ τὴν κάλυψι μεγάλης κι ἀποκρύψιμης ἐπιστημονικῆς πενίας. θέλω νὰ πῶ ὅτι, κι ἂν ἦταν σωστὰ αὐτὰ ποὺ γράφει, πάλι δικά του δὲν θὰ ἦταν. ὁ ἄνθρωπος εἶδε μιὰ χωματερὴ καὶ σήκωσε ἀπὸ κεῖ ὅ,τι λαχτάρησε ἡ ψυχή του. ἐσεῖς θὰ θέλατε νὰ ξέρῃ καὶ τί σηκώνει; «Θέλετε δηλαδὴ καὶ παπᾶ μὲ γένεια», ὅπως λέει ἡ παροιμία; ἔχετε ἄδικο.
        Τὰ προεκτεθειμένα προτεσταντικὰ σκουπίδια τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς φτάνουν μέχρι καὶ τὴ μετάφρασι τῆς Βίβλου τῆς Βιβλικῆς Ἐταιρίας (1997), τὴν ὁποία ἐμποτίζουν ὅπως τὸ σιρόπι ἐμποτίζει τὸ μπακλαβᾶ ἢ ἡ σαλαμούρα τὸ τουρσί. ἐνδέχεται ὁ μεταφραστὴς τοῦ Ἀμὼς νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς πέντε ὁ Κωνσταντίνου, ἐπειδὴ θεωρήθηκε ὡς «εἰδικὸς» πιὰ στὸν Ἀμώς. ἀλλὰ κι ἂν δὲν εἶναι αὐτός, ἐφ᾽ ὅσον οἱ πέντε μεταφρασταὶ Ἠ. Οἰκονόμου, Ν. Παπαδόπουλος, Π. Σιμωτᾶς, Β. Τσάκωνας, καὶ Μ. Κωνσταντίνου, δηλώνουν στὸν πρόλογο συναρμόδιοι ἀλληλέγγυοι καὶ συνυπεύθυνοι, ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸν τελευταῖο ὅσα θὰ πῶ στὴ συνέχεια καὶ εἶναι ἄμεση συνέπεια τῶν ὅσων εἶπα.
       Στὸ Ἀμ 7,14, ἕνα χωρίο πολὺ ἁπλό, χωρὶς κανένα πρόβλημα καὶ καμμία δυσκολία, τόσο κατὰ τὸ κείμενο τῶν Ο’ ὅσο καὶ κατὰ τὴ μασοριτικὴ ἐπαναμετάφρασι, ποὺ ἐδῶ συμφωνοῦν ἀπόλυτα, ὁ Ἀμώς, μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του, λέει˙
 
Ο’˙ αἰπόλος ἤμην καὶ κνίζων συκάμινα
 
Μ˙ βυqρ              ανκι   υ        βυλσ       σqμιμ
      γιδοβοσκὸς   ἐγὼ    καὶ    κνίζων    συκάμινα
 
αὐτὸ σημαίνει˙ «Ἤμουν γιδοβοσκὸς κι ἐργάτης ποὺ τρυποῦσα συκάμινα». ἡ συκάμινος εἶναι δέντρο τῆς Παλαιστίνης, ποὺ ὁ καρπός του, γιὰ νὰ γονιμοποιηθῇ καὶ νὰ ὡριμάσῃ, πρέπει νὰ τρυπηθῇ. τὴ δουλειὰ αὐτὴ στὴν ἀκαλλιέργητη φύσι τὴν κάνουν τὰ πουλιά, στὴν καλλιέργεια τὴν ἔκαναν οἱ πιὸ φτωχοὶ ἐργάτες, οἱ ἐποχιακοί. στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ καὶ στὴν ἑβραϊκὴ τῆς Βίβλου ὁ γιδοβοσκὸς κι ὁ προβατοβοσκὸς δηλώνονται μὲ διαφορετικὲς λέξεις.
       Ἐδῶ, ἂν ἤθελε κάποιος νὰ κάνῃ «ὑψηλὴ ἐπιστήμη», ἔπρεπε νὰ συμπεράνῃ˙ τὸ αὐθεντικὸ βιογραφικὸ στοιχεῖο τοῦ Ἀμὼς εἶναι αὐτὸ ποὺ δίνει ὁ ἴδιος μέσα στὸ κείμενό του, στὸ 7,14˙ τὰ ἄλλα στοιχεῖα, ποὺ δίνονται στὸν ἀρχαῖο καὶ ἀναλυτικὸ τίτλο τοῦ βιβλίου του (1,1), ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι περιστασιακὰ καὶ δευτερεύοντα, πρέπει νὰ συμφωνοῦν μ᾽ αὐτὸ ποὺ βρίσκεται ἐντὸς κειμένου˙ ἂν δὲν συμφωνοῦν, εἶναι ὕποπτα.
        Ὁ Κωνσταντίνου, ποὺ αὐτὰ δὲν τὰ καταλαβαίνει κι οὔτε μπορεῖ νὰ φτάσῃ μέχρι αὐτά, ἐξηγεῖ τὸ χωρίο ὡς ἑξῆς˙ «Ἐγὼ κερδίζω τὴ ζωή μου ἀπ᾽ τὰ κοπάδια μου κι ἀπ᾽ τὶς συκομουριές μου». τσέλιγκας μὲ κοπάδια δηλαδὴ ὁ Ἀμὼς καὶ κτηματίας μὲ φυτεῖες - φάρμες˙ μπουρζουᾶς καὶ καπιταλίστας. ἔτσι μεταφράζει ἢ συμμεταφράζει τὴ φράσι ὁ Κωνσταντίνου. ἕνα λεξικὸ τῆς ἑβραϊκῆς ἢ τῆς ἑλληνικῆς ἂν ἄνοιγε, θὰ ἔβρισκε τὰ ἄκρως ἀπαραίτητα στοιχεῖα, γιὰ νὰ καταλάβῃ τί λέει τὸ χωρίο τοῦ Ἀμώς. δὲν κύτταξε οὔτε κείμενα οὔτε λεξικά. κύτταξε τὴν ἀγγλικὴ μετάφρασι τῆς Π. Διαθήκης, ἀπὸ τὴν ὁποία μεταφράζει τὸ «ἑβραϊκὸ θεῖο ἀρχέτυπο». φυσικὰ δὲν ἔχω τὴν ἀπαίτησι νὰ μπορῇ νὰ βρῇ ὁ Κωνσταντίνου τὰ κείμενα, ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσαν, ἢ νὰ μπορῇ νὰ τὰ καταλάβῃ κιόλας ὁλομόναχος κι ἀπὸ παντοῦ ἀβοήθητος, ἢ ἔστω νὰ ξέρῃ τὴν ὕπαρξι τῶν καταλλήλων λεξικῶν.
      Κατάλαβε ὅμως καὶ μιὰ λέξι τοῦ τε μασοριτικοῦ καὶ τῶν Ἑβδομήκοντα, κι αὐτὸ εἶναι πολὺ παρήγορο κι ἐλπιδοφόρο˙ κατάλαβε τὸ καὶ ἤγουν ἑβραϊστὶ υ. πάλι καλά. δὲν πῆρε εἴδησι ὅτι τὰ δύο κείμενα ἐδῶ συμφωνοῦν ἀπολύτως, δὲν κατάλαβε τί θὰ πῇ αἰπόλος καὶ τί διαφέρει ἀπὸ τὸν ποιμένα, δὲν κατάλαβε γρῦ ἀπὸ τὸ κνίζων συκάμινα, κι ἔκανε τὰ συκάμινα μοῦρα. πάλι καλὰ ποὺ δὲν τὰ ἔκανε βλίτα. γιὰ τὸν αἰπόλον μᾶς τράβηξε ἕνα ἐργατοπατεράδικο ἀνάμικτο μὲ μπουρζουάδικο «κερδίζω τὴ ζωή μου ἀπὸ τὰ κοπάδια μου», ποὺ σημαίνει ζάπλουτο τσέλιγκα καὶ ὄχι μεροκαματιάρη γιδοβοσκό, καὶ γιὰ τὸ κνίζων συκάμινα μᾶς τίναξε ἕνα ῥεβιζιονιστικὸ καὶ καπιταλιστικὸ «ἐγὼ κερδίζω τὴ ζωή μου…ἀπὸ τὶς συκομουριές μου», κάνοντας καὶ τὶς συκαμίνους «συκομουριές», καὶ σχόλασε˙ ἔτσι μπουρζουάδικα καπιταλιστικὰ καὶ ῥεβιζιονιστικά. καὶ τὸ καὶ ἀκόμα –βάζω στοίχημα– τὸ κατάλαβε ἀπὸ τὸ ἀγγλικὸ and τῆς ἰακωβιανῆς ἀγγλικανικῆς μεταφράσεως, μέσῳ τῆς μεταφράσεως τοῦ Βάμβα βέβαια, ὁ ὁποῖος τὸ and τὸ μεταφράζει καί.
       Δὲν ἐπιτρέπεται βέβαια νὰ ἔχῃ κανεὶς ἀπὸ τὸν Κωνσταντίνου σκληρὲς ἀπαιτήσεις. ὅταν κανεὶς ἔχῃ τὴ δύναμι νὰ κατατροπώνῃ κάθε ῥεβιζιονιστή, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καταλαβαίνῃ καὶ τὴν Π. Διαθήκη;  δυὸ καρπούζια σὲ μιὰ μασχάλη; ὁ ἄνθρωπος εἶναι πεπερασμένο ὄν˙ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ξέρῃ ὅλα. τὸ νὰ κάνῃς ὅμως τὸ φτωχὸ ἐργάτη Ἀμὼς τσέλιγκα τσιφλικᾶ καὶ μπουρζουᾶ εἶναι ῥεβιζιονιστικὴ προβοκάτσια, ποὺ δημιουργεῖ φράξια καὶ ἐξωθεῖ πρὸς τὸν σεκταρισμό. τὰ ἑρμηνευόμενα λόγια τὰ εἶπε ὁ μεροκαματιάρης καὶ προλετάριος ἐργάτης Ἀμὼς ἀπαντώντας στὸ βασιλικὸ μπουρζουᾶ Ἀμασία, κι ὁ Κωνσταντίνου μ᾽ ἕναν τρόπο πολὺ προβοκατόρικο γύρισε τὰ πάνω κάτω κι ἔκανε τὸ φτωχὸ προφήτη καπιταλίστα. τὸ νὰ πληρώνεσαι μὲ χριστιανικὸ καὶ ὀρθόδοξο χρῆμα, γιὰ νὰ καταλαβαίνῃς τὴν Π. Διαθήκη καὶ νὰ τὴ διδάσκῃς σωστά, καὶ σὺ ἀντ᾽ αὐτοῦ νὰ μπουκώνῃς τοὺς μαθητάς σου μὲ ἀντιβιβλικὰ σκουπίδια προτεσταντικῆς προελεύσεως εἶναι ἀσυζητητεὶ ὀππορτουνιστικό. ἕνας, ποὺ ἔχει τὴ δύναμι νὰ κατατροπώνῃ φασίστες, μπορεῖ τοὐλάχιστον νὰ καταλάβῃ πόσο ἐπικίνδυνα προβοκατόρικο εἶναι νὰ μεταμφιέζῃς μὲ τὸ ζόρι τοὺς ἐργάτες σὲ μπουρζουᾶδες˙ γιατὶ ἂν αὐτοὶ βρεθοῦν ἔτσι μεταμφιεσμένοι σὲ μιὰ λαϊκὴ μάζωξι, οἱ ἄλλοι ἐργάτες, ποὺ δὲν θ᾽ ἀντιληφθοῦν ὅτι κι αὐτοὶ εἶναι σύντροφοί τους, θὰ τοὺς καθαρίσουν μὲ συνοπτικὴ διαδικασία, ἐνῷ οἱ πραγματικοὶ μπουρζουᾶδες θὰ λένε χαιρέκακα˙ «Νά τί κάνει ἡ πάλη τῶν τάξεων!». αὐτὸ κάνει ὁ ῥεβιζιονισμός. ὅταν ἕνας, ποὺ μπορεῖ νὰ κατατροπώνῃ φασίστες, καταντήσῃ νὰ ἔχῃ ἰδιόκτητα ὀρυχεῖα, δυὸ - τρία προτεσταντικὰ ὑπομνήματα τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς στὸν Ἀμώς, κι ἀπὸ κεῖ εὐελπιστῇ νὰ ἐξορύξῃ γιαλιστερὰ στὸ μάτι του μέταλλα καὶ φανταχτερὰ πετράδια, καὶ δὲν καταλαβαίνῃ ὅτι θὰ γεμίσῃ μόνο τὴ φυλλάδα του μὲ μαργαριτάρια, διότι τὰ παλιὰ αὐτὰ ὀρυχεῖα ἔγιναν κάποτε χωματερές, τότε ἀπὸ κεῖ αὐτὸς ἐξορύσσει πλέον μόνο μπάζα καὶ σκουπίδια καὶ πέφτει θῦμα μιᾶς ῥεβιζιονιστικῆς προβοκάτσιας πανομοιότυπης μ᾽ ἐκείνη ποὺ μεταχειρίζεται ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ κάνῃ τὸν ἐργάτη Ἀμὼς μπουρζουᾶ. ἐπικίνδυνο πρᾶγμα ὁ ῥεβιζιονισμός, σύντροφοι.
     Χρησιμοποίησα αὐτὴ τὴν ὀππορτουνιστικὴ καὶ ῥεβιζιονιστικὴ διάλεκτο, ἐπειδὴ ἐλπίζω ὅτι ὁ Κωνσταντίνου αὐτὴ μπορεῖ νὰ τὴν καταλάβῃ. τὴ γλῶσσα τῶν Ο’ καὶ τὴ γλῶσσα τοῦ μασοριτικοῦ δὲν τὶς καταλαβαίνει ἔτσι κι ἀλλιῶς.
 
Μελέτες 6 (2010)