Ευρετήριο Άρθρου

 
 8. Ο κ.ΣΟΥΔΑΣ
 
            Μπαίνει μὲς στὴ νύχτα στὸ κατάστημα χωρὶς φακό, παίρνει στὰ τυφλὰ 5 ἀριστερὰ ἄρβυλα, 3 δεξιὲς παντόφλες, 7 ἀριστερὰ τσόκαρα, ἕνα πακέτο μὲ καπάκια ἀπὸ ἄδειες κοῦπες γιὰ ταραμᾶ, τρία κουτιὰ βίδες ἀγνώστου χρήσεως, καὶ ἄλλα τέτοια πράγματα. ὅταν πάῃ στὸ σπίτι του, βλέπει ὅτι δὲν ξεσήκωσε τίποτε τὸ χρήσιμο ἢ ποὺ νὰ γνωρίζῃ τὴ χρῆσι του. αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπιστημονικὴ μέθοδος τοῦ Γαλίτη, μὲ τὴν ὁποία εἶναι συρραμμένες ὅλες οἱ ἐργασίες του κι ἐπὶ τοῦ παρόντος τὸ ἑρμηνευτικό του ὑπόμνημα στὴν Πρὸς Τίτον Ἐπιστολή˙ ἡ περίφημη μέθοδος Πληκάξξυ Γισυβίσκου(=πηδηχτὴ λῆψι καὶ ἀγχωτικὸ ξεσήκωμα ξένου ὑλικοῦ γιὰ συρραφὴ βιβλίου – σκουπιδαριοῦ)˙ τὴ χρησιμοποιεῖ κι ὁ Ἀγουρίδης.
            Τὸ ἐν λόγῳ ὑπόμνημα τοῦ Γαλίτη εἶναι ὅ,τι πιὸ φτωχὸ μπορεῖ νὰ παρασκευαστῇ ἀπὸ ἄνθρωπο χωρὶς ἐπιστημονικὴ κατάρτισι, ἕνα μάτσο καλὰ λόγια καὶ φτηνά. μοιάζει μ̉ ἐκεῖνα τὰ βοηθήματα καταχητικῶν μαθημάτων, ποὺ ὅλο κι ὅλο λὲν ὅτι «Ὁ οὐρανὸς εἶναι ἀπὸ πάνω, ἡ γῆ εἶναι ἀπὸ κάτω, ὁ ἀέρας εἶναι στὴ μέση, κι ἡ θάλασσα εἶναι ἀπὸ νερό, οἱ ἄγγελοι εἶναι καλοί, ὁ διάβολος καὶ οἱ δικοί του εἶναι κακοί, οἱ καλοσύνες εἶναι καλὰ πράματα, οἱ ἁμαρτίες εἶναι κακὰ πράματα, καὶ πρέπει νὰ εἴμαστε καλοί, ἀλλὰ δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε κακοί». σ̉ ἕνα σημεῖο ὅμως μπροστὰ μπροστά, ὅπως εἶναι μπροστὰ τοῦ λιονταριοῦ ἡ χαίτη, γιὰ νὰ φοβερίζῃ τὰ ζῷα, στὸ Ττ 1, 12, ὁ Γαλίτης ἔβαλε τὰ δυνατά του, γιὰ νὰ μᾶς δείξῃ «τίνος τὰ παιδιὰ τρῶν ἀρτυμένο». σὰν σὲ βιτρίνα ἔχει συσσωρευμένο ἄφθονο ἐρευνητικὸ ὑλικὸ ξεσηκωμένο ἀπὸ ἐγκυκλοπαίδειες καὶ ἐργασίες ἄλλων, ποὺ τὸ παίρνει, χωρὶς νὰ παραπέμπῃ στὴν πηγή του, μὲ τόσο ἀδέξιο τρόπο, ὥστε νὰ μᾶς δείχνῃ ἀνάγλυφα τί δὲν ξέρει καὶ τί δὲν καταλαβαίνει .            
            Στὸ Ττ 1,12 λοιπὸν ὁ Παῦλος, παραθέτοντας ἕναν πλήρη ἐπικὸ στίχο ἀποδιδόμενο ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἤδη στὸ θρυλικὸ Ἐπιμενίδη, Κρητικὸ μάντι τοῦ Ζ’ π.Χ. αἰῶνος, γράφει στὸν Τίτο˙ Εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης˙
            Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί.
κι ὁ Γαλίτης ἑρμηνεύοντας συσσωρεύει τὸ ὑλικὸ ποὺ μάζεψε, ἀπ̉ ὅπου καὶ ὅπως τὸ μάζεψε, χωρὶς νὰ δίνῃ οὔτε μία παραπομπὴ στὰ βιβλία ποὺ γδέρνει, ἀλλὰ δίνοντας μόνο τὶς παραπομπὲς τοῦ ἐρευνητικοῦ ὑλικοῦ, τὶς ὁποῖες βρῆκε ἕτοιμες στ̉ ἀδικούμενα βιβλία, δίνοντας ἔτσι τὴν ἐντύπωσι ὅτι αὐτὸς τὰ βρῆκε κι αὐτὸς παραπέμπει στὶς ἀρχαῖες πηγές. ὅπως κόβει ὅμως κι ὅπως ῥάβει, δείχνει ἀκριβῶς ὅτι δὲν εἶναι δικά του εὑρήματα, οὔτε τὰ καταλαβαίνει.      
            Γράφει λοιπὸν ὁ Γαλίτης˙ «Ποιός εἶναι ὁ συγγραφέας τοῦ ἑξαμέτρου αὐτοῦ ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Παῦλος;». «συγγραφέας τοῦ ἑξαμέτρου»! δὲν θὰ τὄλεγε οὔτε μαθητὴς γυμνασίου. σὰ νὰ λέῃ˙ «Ὁ συγγραφέας τῆς Ἰλιάδος».
            Συνεχίζει˙ «Σὲ κάποιον Ὕμνο στὸ Δία … ποὺ ἀποδίδεται στὸν Κυρηναῖο Καλλίμαχο διαβάζουμε˙
…………………………………………………………..
Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται˙ καὶ γὰρ τάφον, ὦ ἄνα, σεῖο
……………..» (παραθέτει 4 στίχους).
σὰ νὰ λέῃ˙ «Σὲ κάποια Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου». δὲν εἶναι «κάποιος»˙ εἶναι ἕνας περίφημος κι ἐκτεταμένος, ὁ πασίγνωστος «Ὕμνος εἰς Δία», τοῦ διασήμου Καλλιμάχου, μεγάλου Ἀλεξανδρινοῦ γραμματικοῦ καὶ ποιητοῦ τοῦ Γ’ π.Χ. αἰῶνος, τοῦ πρώτου μεγάλου γραμματολόγου τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, τοῦ πρώτου καὶ μεγάλου ταξινόμου τῆς περίφημης βιβλιοθήκης τῆς Ἀλεξανδρείας. ὅταν ἕνας τὸν λέῃ Κυρηναῖο, ἔτσι σὲ ἀναφορὰ ῥουτίνας μάλιστα, εἶναι σὰν ἐκεῖνον ποὺ θἄλεγε «Ἡ λέξι αὐτὴ συναντᾶται στὸ ἐδάφιο 6 τοῦ κεφαλαίου Π μιᾶς Ἰλιάδος τοῦ Σμυρναίου συγγραφέως Ὁμήρου». ὁ ἄνθρωπος δὲν ξέρει τί τοῦ γίνεται καὶ ποῦ βρίσκεται. φυσικὰ δὲν ἔχω τὴ σκληρὴ ἀπαίτησι νὰ ξέρῃ ὁ Γαλίτης τὸν Καλλίμαχο, ἀλλ̉ ἁπλῶς θέλω νὰ πῶ ὅτι μόνος του δείχνει ὅτι τὸ ἐρευνητικὸ ὑλικό, ποὺ φτυαρίζει ἀπ̉ ἀλλοῦ καὶ συσσωρεύει στὸ δικό του γραπτό, τοῦ εἶναι terra incognita. κι αὐτὸ τὸ κάνει συνεχῶς καὶ δὲν ἔχει αἴσθησι τοῦ τί πιάνει καὶ τί κάνει. φαντάζεται μόνον ὅτι, ὅταν κάποιος κλείνεται στὸ γραφεῖο του ἢ στὸ σπίτι του, καὶ δὲν τὸν βλέπῃ κανείς, κι ὅλη τὴν ὥρα φτυαρίζῃ ξένο ὑλικὸ ἀπὸ βιβλία ἄλλων, μὲ τὴν ἀγχώδη βουλιμία καὶ βιάση τοῦ οὕτω πως φτυαρίζοντος τὰ ξένα πράγματα, καὶ τὸ συσσωρεύει στὸ δικό του γραπτό, καὶ πάνω στὸ σωρὸ γράφῃ «Βιβλίο μου», ἀφοῦ δὲν τὸν εἶδε κανεὶς μὰ κανεὶς νὰ τὸ κάνῃ, δὲν εἶναι δυνατὸν ν̉ ἀποδείξῃ κανεὶς ὅτι ξένο ὑλικὸ φτυαρίζει. τέτοια ἀμμοληψία καὶ τέτοιο τσουβάλιασμα, ποὺ γίνεται μὲ κλειστὴ τὴν πόρτα τοῦ γραφείου, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἀντιληφτῇ κάποιος καὶ νὰ τὸ ἐξιχνιάσῃ; ἔτσι διανοεῖται.
            Καὶ συνεχίζει ˙ «Αὐτὸν τὸν Καλλίμαχο θεωρεῖ ὁ Θεοδώρητος ὡς τὸν ʺπροφήτηʺ τῶν Κρητῶν ποὺ ἀναφέρει ὁ Παῦλος …»! παρ̉ ὅλο ποὺ παραπάνω τὸν εἶπε Κυρηναῖο˙ ὁ Γαλίτης βέβαια˙ ὄχι ὁ Θεοδώρητος, ὁ ὁποῖος οὔτε Κυρηναῖο οὔτε «προφήτη τῶν Κρητῶν» λέει πουθενὰ τὸν Καλλίμαχο. λέει ὁ Θεοδώρητος˙ Οὐκ Ἰουδαίων προφήτης Καλλίμαχος, … ἀλλ̉ Ἑλλήνων ποιητής˙… τοὺς Κρῆτας ὠνόμασε ψεύστας (Εἰς Ττ 1,12 PG 82,86lb). ὁ Γαλίτης δὲν εἶδε τὸ κείμενο τοῦ Θεοδωρήτου˙ τὸ εἶδε ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὸ ὑλικὸ φτυαρίζει ὁ Γαλίτης, χωρὶς φυσικὰ καὶ νὰ τὸ καταλαβαίνῃ˙ σὰ νὰ τσουβάλιασε δυὸ ἀριστερὰ τσόκαρα. οὔτε παραπομπὴ στὸ Θεοδώρητο ἔχει ὁ Γαλίτης˙ ἢ διότι δὲν κατάλαβε ὅτι μαζὶ μὲ τὴ γνώμη τοῦ Θεοδωρήτου ἔπρεπε νὰ φτυαρίσῃ καὶ τὴν παραπομπή    — ξέρει ἆραγε ὅτι αὐτὰ πᾶνε μαζί; ‒ ἢ διότι ὁ ξένος ἐκεῖνος ποὺ ἐρεύνησε τὸ Θεοδώρητο, δὲν εἶχε παραπομπὴ στὸ Θεοδώρητο, ἐπειδὴ τὸν χρησιμοποιεῖ στὸ ὑπόμνημά του κατ̉ ἐξακολούθησι καὶ παραπέμπει ad hoc. ὁ Γαλίτης ὅμως δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ Θεοδώρητο κατ̉ ἐξακολούθησι, κι ἔπρεπε νὰ ἔχῃ παραπομπή˙ ποῦ νὰ τὴ βρῇ ὅμως;
            Συνεχίζει ὁ Γαλίτης ἀκάθεκτος˙ «… Ἐνῷ ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας δὲν κατονομάζει κανένα». αὐτὸ πάλι ποῦ κολλάει; δὲν ξέρει βέβαια, οὔτε καταλαβαίνει τί γίνεται. πῆρε μιὰ δεξιὰ παντόφλα, κι ἔφυγε γρήγορα, χωρὶς νὰ δῇ πίσω του. προφανῶς στὸ φτυαριζόμενο βιβλίο ὁ συγγραφεύς του ἔλεγε ὅτι ὁ τῆς ἴδιας ἀντιοχειανῆς σχολῆς ἀρχαιότερος τοῦ Θεοδωρήτου καὶ δάσκαλος τοῦ Θεοδωρήτου Θεόδωρος δὲν ἀναφέρει τὴν πηγὴ τοῦ στίχου˙ κι ἀπὸ ποῦ ἆραγε νὰ ἔχῃ τὴν πληροφορία ὁ Θεοδώρητος; μήπως ἀπὸ τὴν ἀλεξανδρινὴ σχολὴ ποὺ γνωρίζει ὡς χρήστη τοῦ ἐπιμενιδείου στίχου τὸν Ἀλεξανδρινὸ Καλλίμαχο ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ἀλεξανδρέως Κλήμεντος τὸ βραδύτερο; ὁ Γαλίτης ὅμως, εἴπαμε, πῆρε μόνο τὴ δεξιὰ παντόφλα.
            Συνεχίζει ὁ Γαλίτης χωρὶς συναίσθησι τοῦ τί γίνεται˙ «Ἀντιθέτως οἱ Κλήμης Ἀλεξανδρεὺς (Στρωμ. 1, 59) καὶ Ἰωάννης Χρυσόστομος ἀποδίδουν τὴν πατρότητα τοῦ ἑξαμέτρου στὸν Ἐπιμενίδη καὶ μάλιστα στὸ βιβλίο του Χρησμοί (Oracula)». ἀφῆστε τὸ γαλίτειο συντακτικὸ «ἀποδίδειν τὴν πατρότητα… στὸ βιβλίο Χρησμοί», γιατὶ θὰ νυχτώσουμε. ὁ ξένος συγγραφεὺς τοῦ φτυαριζομένου βιβλίου ἔλεγε ὅτι οἱ δυὸ μεγάλοι καὶ ἀρχικοὶ δάσκαλοι τῶν δυὸ ἑρμηνευτικῶν σχολῶν, Κλήμης καὶ Χρυσόστομος (PG 62, 676 - 7), γνωρίζουν τὴν προέλευσι τοῦ στίχου ἀπὸ τοὺς χρησμοὺς τοῦ θρυλικοῦ Ἐπιμενίδου, ὁ ἐνδιάμεσος Θεόδωρος δὲν λέει τίποτε, κι ὁ χρονικὰ ἔσχατος Θεοδώρητος ἀναφέρει μόνο τὴ χρῆσι τοῦ ἐπιμενιδείου στίχου ἀπὸ τὸν Καλλίμαχο τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων. ὁ Γαλίτης, ποὺ τίποτε ἀπ̉ αὐτὰ δὲν κατάλαβε, πῆρε βιαστικὰ τὸ ξένο κόκκινο ἄλογο, καὶ ὄχι μόνο ἔβαψε τὰ λευκὰ σημάδια τῶν ποδιῶν καὶ τοῦ μετώπου του κόκκινα, γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρίζεται τίνος εἶναι τὸ ἄλογο, πρᾶγμα ποὺ τὸ κάνουν κι ἄλλοι βέβαια, ἀλλ̉ αὐτός, γιὰ νὰ τὸ κάνῃ πιὸ διαφορετικό, τοῦ ἔκοψε καὶ τὴν οὐρὰ καὶ τὴν κόλλησε στὸ κούτελο τοῦ ἀλόγου˙ γιατὶ ὁ Θεοδώρητος ἀπὸ τὸ τέλος πῆγε στὴν ἀρχὴ καὶ ὁ Κλήμης μὲ τὸ Χρυσόστομο, ἂν καὶ μέτωπο, βρέθηκαν πιὸ πίσω ἀπὸ τὴν οὐρά, τὸ Θεοδώρητο. ὅ,τι σημείωσα γιὰ τὸ ad hoc τοῦ Θεοδωρήτου, ποὺ ὁ Γαλίτης τὸ ἔκανε μηδέν, ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ Χρυσόστομο, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν δίνει καμμία παραπομπή, ἔκανε πάλι τὴν ἴδια δουλειὰ ὁ Γαλίτης. ἡ δὲ παραπομπή «του» στὸν Κλήμεντα «Στρωμ. 1, 59» εἶναι ἀνύπαρκτη. δὲν ὑπάρχει τέτοιο κεφάλαιο τῶν Στρωματέων. ἡ ἀριστερὴ παντόφλα τοῦ ἔπεσε τοῦ Γαλίτη στὸ δρόμο, καθὼς ἔφευγε ὁλοταχῶς. ὁ Κλήμης τὸ λέει αὐτὸ στὸ Στρωμ. 1, 14 (ΒΕΠ 7, 259). λέτε ἐκείνη ἡ δεξιὰ παντόφλα «7, 259» ἀπὸ σελίδα ποὺ ἦταν νὰ ἔγινε μὲ δαρβίνειο ἐξέλιξι ἀριστερὴ παντόφλα, δηλαδὴ κεφάλαιο «1, 59»; ἢ μήπως μὲ ὀβελισμὸ κατὰ τὴν κριτικὴ κειμένου ἡ παραπομπὴ ἔγινε 1,[14 ΒΕΠ 7, 2]59; ἀπὸ τὸ Γαλίτη ὅλα νὰ τὰ περιμένῃ κανείς˙ ὁ ἄνθρωπος ἔτρεχε, κι ὅ,τι τοῦ ἔπεφτε στὸ δρόμο, δὲν γύριζε νὰ τὸ πάρῃ. τὸ «χρησμοὶ» στὰ γερμανικὰ ὡς οὐσιαστικὸ γράφεται μὲ τὸ ἀρχικό του γράμμα κεφαλαῖο˙ κι ὁ Γαλίτης τὸ πέρασε γιὰ τίτλο βιβλίου τοῦ Ἐπιμενίδου˙ γι̉ αὐτὸ γράφει˙ «… στὸ βιβλίο του Χρησμοί (Oracula)». δὲν καταλαβαίνει ὅτι τὸOracula δὲν εἶναι τίτλος βιβλίου τοῦ Ἐπιμενίδου, ἀλλ̉ ὅτι ἁπλῶς τὴ λατινικὴ αὐτὴ ἁπλῆ λέξι oracula, ἐντεταγμένη ὅμως μέσα σὲ γερμανικὸ κείμενο, ὁ Γερμανός, ἀπὸ τὸν ὁποῖο κάνει τὴν κρυφὴ ἀμμοληψία του ὁ Γαλίτης, τὴν ἔγραφε μὲ τὸ ἀρχικό της   γράμμα κεφαλαῖο, ἐπειδὴ ἔτσι γράφουν οἱ Γερμανοὶ ὅλα τὰ οὐσιαστικά. γιατί, κι ἂν ἦταν τίτλος, ὁ Γαλίτης, ποὺ τάχα «εἶδε» αὐτὸ τὸ «βιβλίο» τοῦ Ἐπιμενίδου, θὰ ἔπρεπε νὰ ξέρῃ πῶς εἶναι ὁ τίτλος του στὰ ἑλληνικά. εἶναι σὰ νὰ λέῃ ὁ Γαλίτης σὲ Ἕλληνες˙ «Ὁ Ἡρόδοτος στὸ ἔργο του Historiaλέει αὐτὸ κι αὐτό»! ψόφια γλαῦκα εἰς Ἀθήνας. βρῆκε πλαστικὸ καπάκι ἀπὸ κουπάκι ταραμᾶ, καὶ τὸ πῆρε ἔτσι σκέτο. ὄχι θὰ τ̉ ἀφήσῃ νὰ τὸ χαίρεται ὁ ἄλλος!
            Καὶ συνεχίζει ὁ Γαλίτης˙ «Τὸ δάνειο αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει κι ὁ Ἐπιφάνιος (Αἱρέσ. 42)». ἀσφαλῶς καὶ δὲν εἶδε ποτέ του τὸν Ἐπιφάνιο ὁ Γαλίτης. τὸ σχετικὸ ἔργο τοῦ Ἐπιφανίου ἐπιγράφεται Πανάριον˙ κι ἐπειδὴ τὰ 80 κεφάλαιά του εἶναι ἐκθέσεις γιὰ ἰσάριθμες αἱρέσεις, οἱ ξένοι τὸ λὲν ἐξώδικα Contrahaereses, κι ὅταν παραπέμπουν, λένε Haeres.(is) 42,10,2. αὐτὸ τὸ Αἵρεσ.(ις) τὸ εἶδε ὁ Γαλίτης καὶ τὸ ἔγραψε «Aἱρέσ.»˙ αὐτὸ ποὺ ἔγραψε δείχνει μόνο ὅτι δὲν καταλαβαίνει τί γίνεται˙ φτυαρίζει ἕτοιμο ξένο ὑλικὸ ἀγνώστου σημασίας γι̉ αὐτόν˙ γι̉ αὐτὸ γράφοντας Αἱρέσ. 42 καὶ μὴ ξέροντας ὅτι αὐτὸ τὸ 42 εἶναι 123 σελίδες, παίρνει μόνο τὸ ἀριστερὸ τσόκαρο καὶ τρέπεται σὲ φυγή. ἡ πλήρης παραπομπὴ εἶναι 42, 123 (PG 41, 793 bc ἢ GCS 2, 169).
            Συνεχίζει˙ «Ἐξ ἄλλου καὶ σὲ σχετικὸ σχόλιο στὴ Σειρὰ (Catena), ποὺ ἀποδίδεται … στὸν Οἰκουμένιο καὶ εὑρίσκεται στὸν cod. Marc. 33, φ. 314 (ed. K. Stabb aus der griechischen Kirche, Münster 1933, σελ. 461) διαβάζουμε: Ἐπιμενίδου Κρητὸς μάντεως ὁ χρησμός. κέχρηται δὲ καὶ ὁ Καλλίμαχος τῇ χρήσει ἐν τῷ ὑπ̉ αὐτοῦ ῥηθέντι Εἰς τὸν Δία ὕμνῳ. φαίνεται ὅτι ἡ μόνη ὀρθὴ ἄποψι εἶναι ὅτι ὁ Καλλίμαχος μιμήθηκε τὸ στίχο τοῦ Ἐπιμενίδη, στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀποδώσουμε τὴν πατρότητά του». αὐτὰ ὁ Γαλίτης, ποὺ καὶ πάλι δὲν ξέρει τί λέει ˙ δὲν ξέρει ἐπίσης πῶς λειτουργεῖ στὴ σημασία καὶ στὴ σύνταξι ὁ ὅρος «πατρότης». ὁ Καλλίμαχος δὲν μιμήθηκε τὸ στίχο τοῦ Ἐπιμενίδου, ἀλλὰ παρέθεσε˙ καὶ παρέθεσε ὄχι ὁλόκληρο τὸ στίχο, ὅπως ὁ Παῦλος, ἀλλὰ μόνο τὸ πρῶτο ἡμιστίχιό του. αὐτὸ ἔπρεπε νὰ καταλάβῃ ὁ Γαλίτης, ἂν ἤξερε τί τοῦ γίνεται, καὶ νὰ συμπεράνῃ τὸ ἁπλὸ καὶ σωστό, ὅτι ὁ Παῦλος τὸν Καλλίμαχο οὔτε ποὺ τὸν κύτταξε, ἀλλ̉ ἀπὸ τὸν Ἐπιμενίδη κατ̉ εὐθεῖαν παίρνει τὸ στίχο ὁλόκληρο. καὶ ἡ ἀρχαία Σειρὰ λέει γιὰ τὸν Καλλίμαχο κέχρηται καὶ χρήσει, δηλαδὴ «παραθέτει» καὶ «παράθεμα», κι ὄχι «μίμησι», ὅπως καταλαβαίνει στραβὰ ὁ Γαλίτης, ἐπειδὴ οὔτε ἀπὸ τὴ Σειρὰ μπορεῖ νὰ βοηθηθῇ γιὰ νὰ καταλάβῃ. καὶ εἶναι Staab, καὶ ὄχι Stabb ὅπως γράφει ὁ Γαλίτης. συνεχῶς λερωμένα καπέλλα καὶ μεταχειρισμένες σφουγγαρίστρες παίρνει ἀπὸ κεῖ ποὺ παίρνει ὅ,τι παίρνει. κι ἐπειδὴ ἀποκρύβει ἀπὸ ποιόν ἑρμηνευτὴ παίρνει, φανταζόμενος ὅτι τὸ ξένο ὑλικὸ τὸ παίρνει σωστά, γιὰ νὰ φανῇ ὅτι, «νὰ ντέ», δίνει καὶ παραπομπή, δίνει τὴν παραπομπὴ τῆς κριτικῆς ἐκδόσεως τῆς Σειρᾶς, σὰ νὰ βρῆκε τὴ γνώμη τοῦ Οἰκουμενίου ἐκεῖ αὐτὸς ὁ ἴδιος (ὁ Γαλίτης)˙ καὶ δὲν παραπέμπει στὸν ξένο ἑρμηνευτὴ ἀπὸ τὸν ὁποῖο παίρνει! καὶ τὴ δίνει τὴν παραπομπὴ τῆς Σειρᾶς πολὺ πληθωρικά, μὲ κώδικα καὶ φύλλο κώδικος, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα βέβαια γιὰ τὴν κριτικὴ ἔκδοσι, ἀλλὰ τελείως περιττὰ καὶ ἀσυνήθιστα γιὰ τὸ χρήστη της. εἶναι τὸ ἄλλοθι τοῦ Γαλίτη αὐτό˙ καὶ τὸ φαντάζεται γιὰ τέλειο ἄλλοθι.
            Κι ἀφοῦ ὁ Γαλίτης ἔδειξε τὴ θεολογική του κατάρτισι κι ἐμβρίθεια, θέλησε νὰ μᾶς δείξῃ καὶ τὸ φιλολογικό του τεμπεραμέντο˙ καὶ τὸ στραπάτσο του εἶναι σκέτη αὐτοκαταστροφή. τσουβάλιασε καὶ μερικὰ λήμματα ἐγκυκλοπαιδειῶν καὶ τ̉ ἅπλωσε ὅλα σὰ δική του ἔρευνα γύρω ἀπὸ τὸν Ἐπιμενίδη, κατὰ τὴν ὁποία ἀνακάλυψε ποιός εἶναι τέλος πάντων αὐτὸς ὁ Ἐπιμενίδης, παρ̉ ὅλο ποὺ αὐτὴ ἡ ξένη φτυαρισμένη ἔρευνα, μὲ τὰ πιθανὰ πατρώνυμα καὶ μητρώνυμα τοῦ θρυλικοῦ Ἐπιμενίδου, εἶναι τελείως περιττὴ γιὰ τὸ ἑρμηνευτικό του ὑπόμνημα καὶ τελείως ἀταίριαστη στὰ φτωχὰ καὶ μικρούτσικα μέτρα τοῦ ὑπομνήματος αὐτοῦ˙ σὰ νὰ φορᾷς σὲ γίδα σέλλα, ἀναβολεῖς, καὶ χαλινάρια. τοῦ χρησιμεύει μόνο γιὰ νὰ φανῇ μὲ πόση βουλιμία παίρνει τὸ ξένο ὑλικό, γιὰ νὰ τὸ παρουσιάσῃ γιὰ δικό του, καὶ πόσο δὲν καταλαβαίνει τί τοῦ χρειάζεται καὶ τί εἶναι καὶ τί σημαίνουν αὐτὰ ποὺ παίρνει.
            Στὴ φιλολογικὴ αὐτὴ ἔρευνα τοῦ Γαλίτη κυριαρχεῖ ὁ κ. Σούδας. (ἡ) Σούδα, ὅτι εἶναι ὁ τίτλος τῆς ἀρχαίας ἐγκυκλοπαιδείας, ποὺ στὰ χειρόγραφα τιτλοφορεῖται ὡς (τοῦ) Σουΐδα  (ἡ) Σούδα, εἶναι πρότασι τῶν Μaas καὶ Dölger ( βρῆκαν τὴ γραφὴ  Σούδα στὸ κριτικὸ ὑπόμνημα τῆς ἐκδόσεως τῆς A. Adler)˙ ἐνῷ ἡ δική μου πρότασι (βλ. Κ. Σιαμάκη, Σούμμα, στὰ Βυζαντινὰ 17 (1994), σ. 83 - 91), ἡ ὁποία ἐπικροτήθηκε καὶ διεθνῶς (βλ. Byzantinische Zeitschrift 89 (1996), σ. 145) εἶναι ὅτι εἶναι (ἡ) Σούμμα, ἐπειδὴ ἔτσι λέγονταν κατὰ τὸ μεσαίωνα οἱ ἐγκυκλοπαίδειες, ὅπως ἡSummatheologica τοῦ Θωμᾶ Ἀκινᾶ, ἢ ἡ τοῦ Ἀντωνίνου Φλωρεντινοῦ, ἢ ἡ Summaiurisτοῦ Burchardus, κλπ.. οἱ παλιότεροι εἰδικοὶ τὸ (ἡ) Σούδα τὸ ἐννόησαν ὡς ἀρκτικόλεξο Σ.Ο.Υ.Δ.Α., ἀλλ̉ ὁ Γαλίτης τὸ πέρασε γιὰ ὄνομα ἀντρός, «ὁ Σούδας»! καὶ συνεχῶς λέει˙ «σ. 206 κατὰ τὸν Σούδα…, ὁ Σούδας…, ὁ Σούδας…, ὁ Σούδας…, σ. 207 ὁ Σούδας… κατὰ τὸν Σούδα…, ὁ Σούδας…, κατὰ τὸν Σούδα…». μόνο ἂν εἶχε καὶ μουστάκια ὁ κ. Σούδας δὲν μᾶς λέει. σὰ νὰ λέῃ κάποιος «ὁ κ. Βέπης (=Β. Ε. Π.)», ἢ «ὁ Δ. Ε. Η. ς» καὶ «κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Δ. Ε. Η.» καὶ «εἶδα τὸν κ. Δ. Ε. Η. ν», κλπ. , ἢ σὰν ἐκεῖνον στὴ ῥαδιοφωνικὴ διαφήμισι ποὺ ἐρωτεύτηκε τὴ δεσποινίδα Ἔμυ (=Ε. Μ. Υ. ) ποὺ λέει τὸ δελτίο καιροῦ! εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Γαλίτης τὸ Σούδα τὸ φαντάστηκε ὡς γενικὴ ἀντρικοῦ ὀνόματος, ὁ Σούδας, τοῦ Σούδα! σὰ νὰ λέμε Τὰ μπατζάκια τοῦ κ. Σούδα. δὲν θὰ τὸ πίστευα ὅτι γίνονται τέτοια πράγματα καὶ στὴν πραγματικότητα, ἂν δὲν ζοῦσα στὸν αἰῶνα ποὺ ἤκμασε ὁ Γαλίτης, ἂν δὲν διάβαζα τὸ περισπούδαστο σύγγραμμά του, κι ἂν δὲν ἤμουν βέβαιος ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι χιουμοριστικὴ κωμῳδία, ἀλλ̉ ἑρμηνευτικὸ ὑπόμνημα. εἶναι λοιπὸν ἡ Σούμμα, ἢ ἔστω ὁ Σουΐδας, ἢ ἡ Σούδα τέλος πάντων. δὲν ὑπάρχει πρωτοετὴς φοιτητὴς τῆς φιλολογίας ἢ νεαρὸς πτυχιοῦχος τῆς θεολογίας ποὺ νὰ μὴν τὴν ξέρῃ˙ ὁ Γαλίτης ὅμως τὄκανε κι αὐτὸ τὸ θάμα, δὲν τὴν ξέρει˙ καὶ τὴν ἔκανε καὶ ἄντρα, ἀλλάζοντάς της καὶ τὸ φῦλο καὶ τὰ πετρέλαια. εἶναι ἀδύνατο νὰ φανταστῇ κανεὶς τί δὲν ξέρει ὁ Γαλίτης καὶ τί δὲν καταλαβαίνει. καὶ δὲν τὸν ἀναφέρει τὸν κ. Σούδαν ὁ Γαλίτης μία φορὰ οὔτε δύο˙ ὀχτὼ φορὲς σὲ δυὸ σελίδες˙ καὶ σὲ δυὸ πτώσεις καὶ μὲ πολλὲς συντάξεις. ἔτσι γιὰ νὰ μὴ νομίσῃ κανεὶς ὅτι πρόκειται γιὰ τυπογραφικὸ λάθος καὶ τὰ ῥίχνῃ στὸ «δαίμονα τοῦ τυπογραφείου». ὀχτὼ ἀριστερὰ τσόκαρα πῆρε ὁ Γαλίτης ἀπὸ τὸ ξένο ἔργο ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὰ πῆρε. καλλίτερα τοῦ ἦταν νὰ κατάπινε ἕνα μαγκάλι ἀναμμένα κάρβουνα.
            Καὶ φροντίζει ὁ Γαλίτης νὰ διακρίνῃ τὸ θρυλικὸ Κρητικὸ μάντι Ἐπιμενίδη ἀπὸ κάποιον ἐλάχιστα γνωστὸ ὁμώνυμό του Ἀθηναῖο Ἐπιμενίδη, πρᾶγμα ποὺ κάνουν φυσικὰ οἱ ἐγκυκλοπαίδειες καὶ ποὺ ἦταν τελείως ἄχρηστο σ̉ ἕνα τέτοιο ὑπόμνημα. κι ἀνακατεύει «σὰ φτέρη» τόσα καὶ τέτοια πράγματα, καὶ μὲ τέτοιον τρόπο, ποὺ ὅλα σκούζουν σπαρακτικὰ ὅτι εἶναι ξεσηκωμένα ὅπως ὅπως ἀπὸ ἐργασίες ἄλλων κι ὅτι αὐτὸς δὲν τὰ καταλαβαίνει˙ καὶ τὸ μόνο ποὺ δείχνουν εἶναι ἡ ἄγνοιά του καὶ ἡ βουλιμία του νὰ φτυαρίσῃ καὶ νὰ τσουβαλιάσῃ ξένο ὑλικό. δὲν ἔχω δῆ ἄλλοτε τέτοια ὁρμὴ αὐτοκαταστροφῆς.
            Ὅσο γιὰ τὸ πόσο καταλαβαίνει ὁ Γαλίτης τὴν Κ. Διαθήκη καὶ σ̉ ἄλλα μέρη της, τὸ δείχνει στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ἐν λόγῳ ὑπομνήματος (σελ. 23), ὅπου γράφει˙ «Μεταβαίνοντας ὁ Παῦλος στὰ Ἰεροσόλυμα, γιὰ νὰ μετάσχῃ στὴ λεγόμενη ἀποστολικὴ σύνοδο, πῆρε αὐτὸν (= τὸν Τίτο) καὶ τὸν Βαρνάβα μαζί του, προφανῶς ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια (Γα 2,1 - 10)». ὄχι «προφανῶς» ἀλλὰ ῥητῶς ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ὅπως λέγεται στὶς Πράξεις (14, 26 - 15,2)˙ καὶ δὲν λέγεται αὐτὸ στὴν παραπομπὴ ποὺ δίνει, Γα 2,1- 10. καὶ δὲν «πῆρε ὁ Παῦλος καὶ τὸν Βαρνάβα μαζί του», γιατὶ ὁ Βαρνάβας ἦταν πολὺ ἀρχαιότερός του ὡς Χριστιανὸς καὶ ὡς ἀπόστολος καὶ πολὺ μεγαλείτερός του στὴν ἡλικία καὶ σεβαστός του, καὶ κατ̉ ἀρχὴν ἐκεῖνος βρῆκε κι ἀξιοποίησε καὶ προώθησε τὸν Παῦλο στὴν ἀποστολή. τὸ σχετικὸ κείμενο λέει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἀντιοχείας ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρνάβαν … εἰς Ἰερουσαλήμ (Πρξ 15, 2). οὔτε στὴν Κ. Διαθήκη νὰ κινῆται ξέρει ὁ Γαλίτης ὁ καθηγητὴς τῆς Κ. Διαθήκης˙ συνεχῶς συμπεριφέρεται κι ἐκφράζεται σὰν τουρίστας σὲ ξένο καὶ ἄγνωστο ἔδαφος, ποὺ τὸ βλέπει γιὰ πρώτη του φορά.
            Δὲν νομίζω ὅτι μαθητὴς γυμνασίου θὰ καταδεχόταν ποτὲ νὰ παραδώσῃ τέτοια ἐργασία σὰν τὸ βιβλίο τοῦ Γαλίτη. ὁ Γαλίτης βέβαια γυμνάσιο ἔχει βγάλει, ἀλλὰ τί τοῦ ἔμεινε ἀπ̉ αὐτὸ δὲν ξέρω. πρόλαβε ὅμως κι ἔγινε καθηγητὴς θεολογικῶν σχολῶν. τὸ γόητρο τοῦ Ἀγουρίδου δὲν κινδύνευε καθόλου ἀπὸ τὸ Γαλίτη. αὐτὸ τὸ ἀκίνδυνον εἶναι ἀναμφίβολη καὶ ἀδιάπτωτη ἀρετὴ τοῦ Γαλίτη. καὶ ὅλοι σχεδὸν οἱ σημερινοὶ βιβλικοὶ καθηγηταὶ τῶν θεολογικῶν σχολῶν εἶναι μαθηταὶ τοῦ Ἀγουρίδου. καὶ εἶναι ὅλοι τους τελείως ἀκίνδυνοι γιὰ τὸ γόητρο τόσο τοῦ Ἀγουρίδου ὅσο καὶ ἀλλήλων˙ ὁ ἕνας ἀκινδυνότερος ἀπὸ τὸν ἄλλο. οἱ προεξετασμένες ἀρλοῦμπες τοῦ Γαλίτη καὶ πολλὲς ἄλλες του ὑπῆρξαν τὰ ἔργα του μὲ τὰ ὁποῖα ἔγινε καθηγητὴς τῶν θεολογικῶν σχολῶν. τέτοια προσόντα γιὰ νὰ ἐκτιμηθοῦν, πρέπει φυσικὰ καὶ οἱ ἐκτιμηταὶ νὰ ἔχουν ἀκριβῶς τὰ ἴδια˙ εἶναι αὐτονόητο. τὰ ἀλλιότικα προσόντα εἶναι ὀχληρὰ σὰν ἀγκάθια καὶ λειτουργοῦν ἀρνητικά. μὴ μὲ ῥωτήσετε ὅμως γιατί ὁ Γαλίτης φτυαρίζει ξένα ὑλικὰ ποὺ δὲν καταλαβαίνει, ἢ γιατί «βγαίνει καὶ τρέχει ξυπόλυτος στ̉ ἀγκάθια», ἢ γιατί «ἁλωνίζει αὐγά»˙ δὲν ἔχω ἰδέα. ἴσως νὰ εἶναι καὶ χούι του, ὁπότε τὸ κάνει καὶ ἄθελά του˙ κι ὅταν βάλῃ τὰ δυνατά του τὸ παρακάνει.
                                                                
Μελέτες 2 (2008)